Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.18.1] Αλλ' ενώ αι πολεμικαί ετοιμασίαι των Αθηναίων ευρίσκοντο εις το σημείον τούτο, ο πελοποννησιακός στρατός προελαύνων έφθασε πρώτον προ της Οινόης της Αττικής, αφ' όπου επρόκειτο να γίνη η εισβολή. Και άμα ως εστρατοπέδευσαν εκεί, ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά του τείχους και δια πολιορκητικών μηχανών και δι' άλλων μέσων. [2.18.2] Διότι η Οινόη, κειμένη εις τα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, ήτο τειχισμένη, και οι Αθηναίοι διετήρουν εκεί φρουράν, οσάκις ήθελεν εκραγή πόλεμος. Οι Λακεδαιμόνιοι, λοιπόν, ενώ παρεσκευάζοντο δια την επίθεσιν κατά της Οινόης, εχρονοτρίβησαν περί αυτήν αρκετόν καιρόν. [2.18.3] Δια την βραδύτητα άλλωστε αυτήν ο Αρχίδαμος κατεκρίθη αυστηρότατα, διότι και εθεωρήθη, ότι κατά την λήψιν της αποφάσεως υπέρ του πολέμου είχεν ήδη δειχθή χαλαρός και φιλικώς προς τους Αθηναίους διατεθειμένος, καθόσον εξεφράζετο απροθύμως υπέρ του πολέμου. Και αφού πάλιν ήρχισεν η συγκέντρωσις του στρατού, η μακρά παραμονή του εις τον Ισθμόν και επί πλέον η βραδύτης κατά την πορείαν, προ πάντων όμως η προ της Οινόης χρονοτριβή, κατέστησαν αυτόν αντικείμενον διαβολών. [2.18.4] Διότι οι Αθηναίοι εν τω μεταξύ συνεπλήρωναν την μεταφοράν των εντός της πόλεως, ενώ οι Πελοποννήσιοι επίστευαν, ότι αν έλειπεν η άναβλητικότης του, ημπορούσαν, προελαύοντες εσπευσμένως, να προφθάσουν το κάθε τι ακόμη έξω. [2.18.5] Τοιαύτην εδοκίμαζεν ο στρατός αγανάκτησιν κατά του Αρχιδάμου, εφόσον έχανε τον καιρόν του προ της Οινόης. Εκείνος όμως ανέβαλλε την προέλασιν διότι ήλπιζεν, ως λέγεται, ότι οι Αθηναίοι θα εγίνοντο ενδοτικώτεροι, εφόσον η γη των ήτον ακόμη ανέπαφος, και θα εδίσταζαν να την αφίσουν να ερημωθή.

[2.19.1] Αφού όμως, επιτεθέντες εναντίον της Οινόης, και δοκιμάσαντες να την κυριεύσουν με κάθε δυνατόν μέσον, δεν το κατώρθωναν, και οι Αθηναίοι, εξ άλλου, καμμίαν δεν έδειχναν διάθεσιν να έλθουν εις διαπραγματεύσεις, τότε πλέον προελάσαντες εξ αυτής, την ογδοηκοστήν περίπου ημέραν μετά τα γεγονότα των Πλαταιών, μεσούντος του θέρους και κατά την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, εισέβαλαν εις την Αττικήν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, του υιού του Ζευξιδάμου. [2.19.2] Και στρατοπεδεύσαντες, πρώτον ήρχισαν να δενδροτομούν την περιφέρειαν της Ελευσίνος και το Θριάσιον πεδίον, και έτρεψαν εις φυγήν το Αθηναϊκόν ιππικόν πλησίον των καλουμένων Ρείτων. Έπειτα επροχώρησαν δια της Κρωπείας, έχοντες δεξιά το όρος Αιγάλεων, έως ότου έφθασαν εις τας Αχαρνάς, τον μεγαλήτερον των δήμων της Αττικής, όπου, εγκατασταθέντες, κατεσκεύασαν στρατόπεδον, και μείναντες αρκετόν καιρόν, εδενδροτόμουν την γην.

[2.20.1] Το ελατήριον, το όποιον ώθησε τον Αρχίδαμον κατά την πρώτην αυτήν εισβολήν να μείνη παρά τάς Αχαρνάς με τον στρατόν του, παρατεταγμένον προς μάχην, και να μη καταβή εις την πεδιάδα, λέγεται ότι ήτο το εξής. [2.20.2] Ήλπιζε, δηλαδή, ότι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακμήν της δυνάμεώς των, λόγω της πολυαρίθμου νεολαίας των και ήσαν παρεσκευασμένοι εις πόλεμον όσον ουδέποτε άλλοτε, θα εξήρχοντο ίσως προς σύναψιν μάχης και δεν θ' άφιναν την γην των να ερημωθή. [2.20.3] Αφού λοιπόν δεν αντεπεξήλθαν κατ' αυτού ούτε εις την Ελευσίνα, ούτε εις το Θριάσιον πεδίον, προσεπάθει, μένων στρατοπεδευμένος παρά τας Αχαρνάς, να τους παρασύρη, όπως εξέλθουν προς μάχην. [2.20.4] Διότι και ο χώρος εφαίνετο κατάλληλος προς στρατοπέδευσιν, και οι Αχαρνείς, αποτελούντες σπουδαίον τμήμα της πόλεως (διότι οι οπλίται αυτών ανήρχοντο εις τρεις χιλιάδας), εφαίνοντο ότι δεν θα ηνείχοντο να καταστραφούν αι περιουσίαι των, αλλά θα εξώθουν και τους λοιπούς Αθηναίους προς μάχην. Άλλωστε, και αν ακόμη κατά την εισβολήν αυτήν οι Αθηναίοι δεν εξήρχοντο προς αντιμετώπισίν των, θα ημπορούσαν οι Πελοποννήσιοι αφοβώτερον πλέον να δενδροτομούν εις το μέλλον την πεδιάδα και να προελάσουν μέχρις αυτών των τειχών της πόλεως. Διότι οι Αχαρνείς, όταν θα είχαν χάσει την περιουσίαν των, δεν θα ήσαν εξ ίσου πρόθυμοι να εκτίθενται εις κινδύνους χάριν της περιουσίας των άλλων, και ως εκ τούτου θα επήρχετο διχόνοια μεταξύ των Αθηναίων. [2.20.5] Από τοιαύτας σκέψεις ορμώμενος ο Αρχίδαμος ενδιέτριβε περί τας Αχαρνάς.

[2.21.1] Οι Αθηναίοι, εν τούτοις, εφόσον ο στρατός έμενε περί την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον, είχαν ακόμη κάποιαν ελπίδα, ότι δεν θα προελάση πλησιέστερον προς την πόλιν. Διότι ενθυμούντο ότι και ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ, υιός του Παυσανίου, όταν δέκα τέσσαρα έτη προ του παρόντος πολέμου εισέβαλεν επί κεφαλής Πελοποννησιακού στρατού εις την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον της Αττικής, απεσύρθη πάλιν χωρίς να προελάση περαιτέρω (αιτία δια την οποίαν ακριβώς εξωρίσθη από την Σπάρτην, καθόσον εθεωρήθη, ότι η υποχώρησίς του ωφείλετο εις δωροδοκίαν). [2.21.2] Αλλ' όταν είδαν τον στρατόν έξω από τας Αχαρνάς, εξήντα μόνον στάδια μακράν από την πόλιν, δεν ημπορούσαν πλέον ν' ανεχθούν το πράγμα, αλλ' όπως ήτο φυσικόν, εθεώρουν τρομερόν να δενδροτομούνται τα κτήματά των μπροστά εις τα μάτια των, πράγμα που δεν είχαν ιδεί ακόμη, οι νεώτεροι τουλάχιστον, ούτε οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι, εκτός κατά τους Περσικούς πολέμους, και έκριναν και οι λοιποί και προ πάντων η νεολαία, ότι έπρεπε να εξέλθουν προς μάχην, και να μην ανέχωνται τοιαύτην κατάστασιν. [2.21.3] Ως εκ τούτου, συνερχόμενοι εις συλλαλητήρια, εφιλονείκουν ζωηρώς, άλλοι μεν συνιστώντες την έξοδον, άλλοι δε αποκρούοντες αυτήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους, αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών. Και οι Αχαρνείς, οι όποιοι εφρόνουν, ότι δεν απετέλουν ασήμαντον τμήμα του Αθηναϊκού λαού, βλέποντες τα κτήματά των να ερημώνωνται εξώθουν υπέρ πάντας προς την έξοδον. Ο ερεθισμός, εξ άλλου, ήτο γενικός εις την πόλιν, καθώς και η εναντίον του Περικλέους αγανάκτησις, και λησμονούντες όλας τας προηγουμένας παραινέσεις του, τον εκάκιζαν ότι ενώ είναι στρατηγός, δεν τους οδηγεί εις μάχην, και εθεώρουν αυτόν αίτιον όλων των παθημάτων των.

[2.22.1] Ο Περικλής, εν τούτοις, βλέπων αυτούς εξηρεθισμένους δια την παρούσαν κατάστασιν και μη ορθοφρονούντας, πεπεισμένος δ' εξ άλλου, ότι είχε δίκαιον αρνούμενος την έξοδον, όχι μόνον την συνέλευσιν του λαού δεν συνεκάλει, αλλ' ούτε άλλην συνάθροισιν, εκ φόβου μήπως, εάν συνήρχοντο, επικρατήση πολύ περισσότερον το πάθος παρά η κρίσις και λάβουν εσφαλμένας αποφάσεις. Ελάμβανεν όμως και όλα τα δυνατά μέτρα, όπως προφυλάξη την πόλιν και από εξωτερικήν επίθεσιν και από διατάραξιν της εσωτερικής ησυχίας. [2.22.2] Εξέπεμπεν εν τούτοις διαρκώς αποσπάσματα ιππικού, όπως παρεμποδίζουν προσκόπους της εχθρικής στρατιάς από του να εισορμούν εις τα πλησίον της πόλεως κτήματα και καταστρέφουν αυτά. Συνέβη μάλιστα περί τα Φρύγια σύντομος αψιμαχία, μεταξύ ίλης, αφ' ενός, Αθηναϊκού ιππικού, βοηθουμένης από Θεσσαλούς ιππείς, και του Βοιωτικού ιππικού, εξ άλλου, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι και οι Θεσσαλοί αντεστάθησαν επιτυχώς, έως ότου ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν, όταν οι οπλίται ήλθαν εις ενίσχυσιν των Βοιωτών. Κατά την συμπλοκήν αυτήν, εφονεύθησαν μερικοί από τους Αθηναίους και τους Θεσσαλούς, κατώρθωσαν όμως να παραλάβουν αυθημερόν τους νεκρούς των, χωρίς να ζητήσουν προς τούτο ανακωχήν. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, έστησαν τρόπαιον την επιούσαν. [2.22.3] Η επικουρική αύτη δύναμις των Θεσσαλών είχε σταλή προς τους Αθηναίους κατά τους όρους της παλαιάς προς αυτούς συμμαχίας, και απετελείτο από Λαρισσαίους, Φαρσαλίους, Κραννωνίους, Πυρασίους, Γυρτωνίους καί Φεραίους. Ήσαν δ' επί κεφαλής αυτών από την Λάρισσαν μεν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους, αντιπροσωπεύων έκαστος την μερίδα του, από τα Φάρσαλα δε ο Μένων. Και οι άλλοι όμως είχαν χωριστούς αρχηγούς δι' εκάστην πόλιν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

Σ' αυτό λοιπόν το σημείο της πολεμικής τους προετοιμασίας βρίσκονταν οι Αθηναίοι. [2.18.1] Ο στρατός πάλι των Πελοποννησίων έφτασε προχωρώντας πρώτα στην Οινόη της Αττικής απ' όπου είχαν σκοπό να εισβάλουν. Κι όταν πια στρατοπέδευαν ετοιμάζονταν να χτυπήσουν το τείχος με πολιορκητικές μηχανές κι άλλα μέσα. [2.18.2] Γιατί η Οινόη, που είναι στα σύνορα ανάμεσα Αττικής και Βοιωτίας, ήταν οχυρωμένη και οι Αθηναίοι τη χρησιμοποιούσαν σα φρούριο κάθε φορά που φοβούνταν πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Ετοίμαζαν λοιπόν οι Πελοποννήσιοι τις επιθέσεις τους και με το 'να και τ' άλλο έχασαν κάμποσον καιρό γύρω στην Οινόη. [2.18.3] Κι ο Αρχίδαμος κατηγορήθηκε πικρά γι' αυτό, γιατί είχε δειχτεί μαλακός και τον καιρό που γινόταν η σύναξη για τον πόλεμο, και τώρα, και νόμιζαν πολλοί πως έκλινε με το μέρος των Αθηναίων και δεν τους παρακινούσε με μεγάλη ενεργητικότητα να πολεμήσουν· κι όταν πια είχε μαζευτεί ο στρατός, η αργοπορία στον Ισθμό και η καθυστέρηση της όλης πορείας δημιούργησαν υποψίες ενάντιά του, και περισσότερο απ' όλα πως κρατούσε το στρατό κοντά στην Οινόη. [2.18.4] Γιατί στο μεταξύ εξακολουθούσαν οι Αθηναίοι να μεταφέρουν τα κινητά τους μέσα στην πολιτεία. Και νόμιζαν οι Πελοποννήσιοι πως αν είχαν προχωρήσει όσο γρηγορότερα μπορούσαν, θα τα 'βρισκαν ακόμα όλα έξω και θα τα 'παιρναν, [2.18.5] αν δεν ήταν τόση η αργοπορία κ' η αναμελιά του, τόσο αγαναχτισμένος ήταν ο στρατός όσο κάθονταν και περίμεναν. Αυτός πάλι, περιμένοντας καθώς λένε, πως οι Αθηναίοι θα υποχωρούσαν όσο η γη τους ήταν ακόμη απείραχτη και πως θα δίσταζαν να τη δουν να ρημάζεται, τους συγκρατούσε.

[2.19.1] Αφού όμως πια έκαναν επίθεση στην Οινόη κ' έβαλαν σ' ενέργεια και δοκίμασαν κάθε λογής σχέδιο χωρίς να μπορέσουν να την κυριέψουν, και οι Αθηναίοι δεν έστελναν κήρυκα, τότε πια ξεσηκώθηκαν από την Οινόη, κάπου ογδόντα μέρες μετά τα γεγονότα στην Πλάταια, όταν είχε έρθει πια το καλοκαίρι για καλά και το στάρι είχε μεστώσει και εισέβαλαν στην Αττική με αρχιστράτηγο τον Αρχίδαμο, το γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά της Σπάρτης. [2.19.2] Κι αφού στρατοπέδεψαν άρχισαν να ρημάζουνε συστηματικά πρώτα την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο, και σε μια συμπλοκή ανάγκασαν το ιππικό των Αθηναίων να υποχωρήσει κοντά στα ρέμματα που τα λένε Ρείτους· κ' ύστερα προχώρησαν έχοντας δεξιά τους το Αιγάλεω μεσ' από την Κροπειά, ώσπου έφτασαν στις Αχαρνές, το μεγαλύτερο από τους τόπους που λέγονται δήμοι στην Αττική, κι αφού σταμάτησαν εκεί έστησαν στρατόπεδο κ' έμειναν στην ίδια εκείνη θέση πολύν καιρό ρημάζοντας τα γύρω χτήματα.

[2.20.1] Και λένε πως σ' εκείνη την πρώτην εισβολή έμεινε ο Αρχίδαμος στις Αχαρνές έχοντας παρατάξει το στρατό του σα για μάχη, και δεν κατέβηκε στον κάμπο της Αθήνας από την ακόλουθη ιδέα: [2.20.2] περίμενε δηλαδή πως οι Αθηναίοι έχοντας τόσους νέους πάνω στη βράση τους, κι όντας προετοιμασμένοι για πόλεμο, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, θα 'βγαιναν να δώσουνε μάχη και δε θ' αψηφούσαν την τόση καταστροφή των χτημάτων τους. [2.20.3] Αφού λοιπόν δε βγήκαν να μετρηθούνε μαζί του, ούτε στην Ελευσίνα ούτε στο Θριάσιο κάμπο, έκανε ακόμα μια δοκιμή στρατοπεδευμένος γύρω στις Αχαρνές να τον χτυπήσουνε εκεί, [2.20.4] γιατί και το μέρος τού φαινόταν κατάλληλο να εγκαταστήσει στρατόπεδο, και οι Αχαρνείς, που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πολιτείας (τρεις χιλιάδες βαρειά αρματωμένους στρατιώτες έδιναν οι Αχαρνές) δε θ' άφηναν τα χτήματά τους να καταστραφούν, αλλά θα παράσερναν και τους άλλους σε μάχη· κι αν πάλι δεν έβγαιναν οι Αθηναίοι σε κείνη την εισβολή, τότε άφοβα πια θα λεηλατούσαν οι Πελοποννήσιοι την ύπαιθρο χώρα σε άλλες εισβολές και θα προχωρούσαν ενάντια στην ίδια την πολιτεία· γιατί αφού οι Αχαρνείς θα είχανε χάσει πια τα δικά τους, δε θα ρίχνονταν στον κίντυνο με την ίδια ορμή για να σώσουν τις περιουσίες των άλλων και θα διχάζονταν οι γνώμες των Αθηναίων. [2.20.5] Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν έμενε ο Αρχίδαμος στις Αχαρνές.

[2.21.1] Οι Αθηναίοι πάλι, όσο ο εχτρικός στρατός δεν προχωρούσε κοντήτερα από την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο, και είχαν κάποιαν ελπίδα πως δε θα σίμωνε περισσότερο, κι αναθυμούνταν πως ο Πλειστοάναξ, ο γιος του Παυσανία και βασιλιάς της Σπάρτης, όταν εισέβαλε στην Αττική με Πελοποννησιακό στρατό δέκα τέσσερα χρόνια προτήτερα από τον πόλεμο τούτο, είχε φτάσει ως την Ελευσίνα και το Θριάσιο κάμπο αλλά γύρισε πίσω χωρίς να προχωρήσει περισσότερο (και γι' αυτό τον είχαν εξορίσει από τη Σπάρτη γιατί νόμισαν πως είχε δωροδοκηθεί για να υποχωρήσει)· [2.21.2] όταν όμως είδαν το στρατό να φτάνει ως τις Αχαρνές και ν' απέχει από την πολιτεία μόλις εξήντα στάδια, τότε τους φάνηκε πια αβάσταχτο, όπως ήτανε φυσικό, να βλέπουνε με τα ίδια τους τα μάτια να ρημάζονται τα χτήματά τους, πράμα που δεν είχαν ιδεί οι νεότεροι, κ' οι γεροντότεροι μόνο στα Μηδικά, το βρήκαν φοβερό, κ' ήθελαν όλοι, αλλά περισσότερο οι νέοι, να βγούνε να δώσουνε μάχη και να μην το υποφέρουν άλλο. [2.21.3] Και μαζεύονταν διάφοροι όμιλοι, λογομαχώντας ορμητικά, κ' οι περισσότεροι παρακινούσαν στη μάχη, κι άλλοι δεν ήθελαν να τους αφήσουν, και διάφοροι μαντολόγοι τραγουδούσανε χρησμούς κάθε λογής, ανάλογα με όσα είχε ο καθένας όρεξη ν' ακούσει. Και οι Αχαρνείς, που θεωρούσαν πως δεν αποτελούσαν μικρό μέρος της δύναμης της Αθήνας, επειδή ρημάζονταν τα δικά τους τα χτήματα παρορμούσαν με περισσότερη επιμονή για την έξοδο, κ' η πολιτεία ήταν σε αναταραχή κ' έξαψη απ' όλες τις απόψεις, και ήταν έξω φρενών με τον Περικλή, και δεν αναθυμούνταν πια διόλου τις προτήτερες ορμήνειες του, παρά τον κατηγορούσαν, που ενώ ήταν στρατηγός δεν τους οδηγούσε ενάντια στον εχτρό· πίστευαν μάλιστα πως αυτός φταίει για όλα τους τα βάσανα.

[2.22.1] Ο Περικλής πάλι, βλέποντας πόσο βαρυγκομούσαν γι' αυτά που γίνονταν και πως δεν μπορούσαν πια να σκεφτούνε σωστά, πιστεύοντας όμως πάντα πως ήταν σωστή η γνώμη του να μη βγούνε να δώσουνε μάχη, ούτε σύναξη του λαού καλούσε ούτε καμιάν άλλη συγκέντρωση, για να μη βγάλουν σφαλερή απόφαση όταν βρεθούν όλοι μαζί, παρασυρμένοι από το πάθος μάλλον παρά από την κρίση τους, κ' έβαλε και φρουρούσαν την πολιτεία γερά, και κρατούσε την κατάσταση όσο γινόταν πιο ήρεμη. [2.22.2] Έστελνε όμως συχνά έξω ίλες ιππικού, για να μην επιτεθούν εμπροσθοφυλακές του εχτρού στα χτήματα κοντά στην πολιτεία και κάνουνε ζημιές· κ' έγινε μια σύντομη συμπλοκή του ιππικού κοντά στα Φρύγια ανάμεσα σε μια ίλη Αθηναϊκού ιππικού μαζί με λίγους Θεσσαλούς, και στο ιππικό των Βοιωτών όπου κρατούσαν καλά οι Αθηναίοι κ' οι Θεσσαλοί ως τη στιγμή που πρόστρεξε το βαρύ τους πεζικό να βοηθήσει τους Βοιωτούς και νικήθηκαν οι Αθηναίοι, και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι από τους Αθηναίους και Θεσσαλούς που είχαν κάνει την έξοδο, αλλά σήκωσαν τους νεκρούς την ίδια μέρα χωρίς να ζητήσουν ανακωχή γι' αυτό το σκοπό. Και την άλλη μέρα οι Πελοποννήσιοι έστησαν τρόπαιο. [2.22.3] Η ενίσχυση αυτή από τους Θεσσαλούς δόθηκε σύμφωνα με την παλιά συμμαχία που είχαν με τους Αθηναίους, και τους ήρθαν οι ιππείς από τα Φάρσαλα, τη Λάρισα, τους Παράσιους, την Κρανώνα, την Πύρασο, τη Γυρτώνα και τις Φερές. Αρχηγοί τους ήταν από τη Λάρισσα ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους, ο καθένας από το δικό του πολιτικό κόμμα, από τα Φάρσαλα ο Μένων, και υπήρχαν αρχηγοί και των άλλων, από κάθε πολιτεία χωριστά.