Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.13.1] Αλλά πριν εισβάλουν οι Πελοποννήσιοι εις την Αττικήν και ενώ ακόμη ευρίσκοντο καθ' οδόν, συναθροιζόμενοι εις τον Ισθμόν, ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου, ο οποίος με εννέα άλλους ήτο στρατηγός των Αθηναίων, άμα ως εννόησε το επικείμενον της εισβολής, υπωπτεύθη μη τυχόν ο Αρχίδαμος, λόγω της φιλίας, η οποία ετύγχανε να τους συνδέη, φεισθή τους αγρούς του και δεν τους ερήμωση, είτε εξ οικείας προαιρέσεως, διότι ήθελε να χαρισθή προς αυτόν, ή και κατά παραγγελίαν των Λακεδαιμονίων, δια να τον διαβάλουν, όπως εξ αιτίας του είχαν απαιτήσει επισήμως και τον εξαγνισμόν του ανοσιουργήματος. Ως εκ τούτου, εδήλωσε δημοσία προς τους Αθηναίους, ενώπιον της συνελεύσεως του λαού, ότι συνεδέετο μεν προς τον Αρχίδαμον δια φιλίας, τούτο όμως δεν έγινε βέβαια προς ζημίαν της πόλεως, και ότι εάν οι εχθροί δεν ερημώσουν τους αγρούς και τας οικίας του, όπως των λοιπών πολιτών, τα αφίνει υπέρ του δημοσίου, και παρακαλεί να μη εγερθή εκ της αφορμής αυτής καμμία εναντίον του υποψία. [2.13.2] Απηύθυνεν, άλλωστε, όπως και προηγουμένως, παραινέσεις, εν σχέσει προς την γενικήν κατάστασιν, ότι δηλαδή πρέπει να παρασκευάζωνται δια τον πόλεμον και να μεταφέρουν από τους αγρούς εις την πόλιν τα κινητά των, ότι πρέπει ν' αποφεύγουν την σύναψιν μάχης επί του ανοικτού πεδίου, αλλά να εισέλθουν εις την πόλιν και αμυνθούν όπισθεν των τειχών αυτής, ότι οφείλουν να έχουν έτοιμον τον στόλον των, εις τον όποιον στηρίζεται η δύναμίς των, και να συγκρατούν με δυνατό χέρι τους συμμάχους εις υποταγήν, εξηγών ότι η δύναμίς των εξαρτάται από την πρόσοδον των χρημάτων που καταβάλλουν οι τελευταίοι, και ότι αι νίκαι εις τον πόλεμον κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρονα πολιτικήν και αφθονίαν χρημάτων. [2.13.3] Και συνιστούν εις αυτούς να έχουν θάρρος, καθόσον η πόλις χωρίς να υπολογισθούν τα άλλα της έσοδα, εισπράττει ετησίως κατά μέσον όρον εξακόσια τάλαντα φόρον από τους συμμάχους, ενώ εξ άλλου υπήρχαν εις την Ακρόπολιν ακόμη τότε εξ χιλιάδες τάλαντα εις αργυρούν νόμισμα. Διότι είχε μεν φθάσει το ανώτατον ποσόν εις εννέα χιλιάδας επτακόσια τάλαντα, εκ τούτων όμως είχαν γίνει αι δαπάναι δια την κατασκευήν των Προπυλαίων της Ακροπόλεως και των άλλων οικοδομημάτων και δια την εκστρατείαν της Ποτειδαίας. [2.13.4] Εκτός τούτων, υπήρχαν ακόμη άκοπος χρυσός καί άργυρος και αφιερώματα ιδιωτικά και δημόσια, εις ιερά σκεύη χρησιμοποιούμενα εις τας πομπάς και τους αγώνας, εις λάφυρα Περσικά και άλλα τυχόν παρόμοια, αξίας τουλάχιστον πεντακοσίων ταλάντων. [2.13.5] Υπελόγιζεν ακόμη, ότι ήσαν εις την διάθεσίν των και οι θησαυροί των άλλων ναών, οι οποίοι ήσαν όχι ολίγοι, και εις περίστασιν που ήθελαν καταντήσει να στερηθούν κάθε άλλον πόρον, και αυτός ο χρυσούς στολισμός του αγάλματος της Αθήνας. Το άγαλμα, ως ίσχυρίζετο, είχε καθαρόν χρυσόν βάρους σαράντα ταλάντων, ο οποίος ολόκληρος ήτο μετακινητός. Εάν μεταχειρισθούν τους θησαυρούς αυτούς χάριν της σωτηρίας των, ώφειλαν, είπε, να τους αντικαταστήσουν πάλιν εξ ολοκλήρου. Και ως προς μεν τους χρηματικούς πόρους ενεθάρρυνεν αυτούς κατ' αυτόν τον τρόπον. [2.13.6] Ως προς την στρατιωτικήν εξ άλλου δύναμιν ανέφεραν, ότι υπήρχαν δέκα τρεις χιλιάδες οπλίται, χωρίς να υπολογισθούν οι φρουροί των φρουρίων και αι δέκα εξ χιλιάδες των ανδρών, των προωρισμένων δια την φρούρησιν των τειχών της πόλεως. [2.13.7] Διότι τόσος ήτο, κατά τας αρχάς του πολέμου, οσάκις εγίνετο εισβολή του εχθρού, ο αριθμός των εν λόγω φρουρών, αποτελούμενος από μέρος των πρεσβυτέρων και των νεωτέρων πολιτών, και από όλας τας ηλικίας των μετοίκων οπλιτών. Διότι το μήκος του Φαληρικού τείχους ήτο τριάντα πέντε στάδια από Φαλήρου μέχρι του τείχους, το όποιον περιέβαλλε την πόλιν, και το φρουρούμενον μέρος του τελευταίου τούτου είχε μήκος σαράντα τρία (καθόσον τμήμα αυτού, το μεταξύ του Μακρού Τείχους και του Φαληρικού, έμενεν αφρούρητον). Τα δε Μακρά Τείχη προς τον Πειραιά, εκ των οποίων το εξωτερικόν μόνον σκέλος εφρουρείτο, είχαν μήκος σαράντα στάδια. Ολόκληρος ο τειχισμένος περίβολος του Πειραιώς, μαζύ και της Μουνυχίας, ήτο εξήντα σταδίων, από τα οποία το ήμισυ μόνον εφρουρείτο. [2.13.8] Εβεβαίωσεν επίσης ότι υπήρχαν χίλιοι διακόσιοι ιππείς, μεταξύ των οποίων ήσαν και ιπποτοξόται, χίλιοι εξακόσιοι τοξόται, και τριακόσιοι τριήρεις, αξιόμαχοι. [2.13.9] Τόση και όχι μικροτέρα ήτο η καθ' έκαστον κλάδον Αθηναϊκή δύναμις κατά την στιγμήν που επέκειτο η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και ήρχιζεν ο πόλεμος. Και πολλά άλλα ακόμη είπεν ο Περικλής, κατά την συνήθειάν του, προς απόδειξιν ότι θα εξέλθουν νικηταί από τον πόλεμον.

[2.14.1] Οι Αθηναίοι, αφού ήκουσαν τους λόγους αυτούς, επείσθησαν τελικώς, και ήρχισαν να μεταφέρουν από τους αγρούς εις την πόλιν τα γυναικόπαιδα, και επί πλέον τα οικιακά έπιπλα και σκεύη, αφαιρούντες και αυτά ακόμη τα ξύλινα εξαρτήματα των οικιών. Τα πρόβατα δε και τα υποζύγια απέστειλαν εις την Εύβοιαν και τας παρακειμένας νήσους. [2.14.2] Επειδή όμως οι πολλοί ανέκαθεν συνείθιζαν να διαιτώνται εις τους αγρούς, βαρέως έφεραν την αναγκαστικήν αυτήν μετοικεσίαν.

[2.15.1] Η συνήθεια αύτη είχεν επικρατήσει από την αρχαιοτάτην εποχήν μεταξύ των Αθηναίων, περισσότερον από όλους τους άλλους Έλληνας. Διότι επί Κέκροπος και των πρώτων βασιλέων μέχρι του Θησέως, ο πληθυσμός της Αττικής ήτο πάντοτε κατανεμημένος εις περισσοτέρας πόλεις, από τας οποίας κάθε μία είχε χωριστόν πρυτανείον και άρχοντας, και εφόσον δεν παρουσιάζετο καμμία αιτία φόβου, δεν συνήρχοντο δια να συσκεφθούν μετά του βασιλέως, αλλ' οι κάτοικοι κάθε πόλεως διεσκέπτοντο χωριστά περί των υποθέσεών της και ήσκουν την διοίκησιν. Συνέβη μάλιστα ενίοτε μερικαί από αυτάς και πόλεμον να διεξαγάγουν κατά του βασιλέως, όπως λόγου χάριν οι Ελευσίνιοι, υπό τον Εύμολπον, εναντίον του Ερεχθέως. [2.15.2] Όταν όμως εβασίλευσεν ο Θησεύς, ο οποίος ανεδείχθη εξ ίσου ισχυρός όσον και συνετός ηγεμών, και άλλας μεταρρυθμίσεις εισήγαγεν εις την χώραν, και αφού κατήργησε τα βουλευτήρια και τας αρχάς των διαφόρων πόλεων, ωργάνωσεν όλους τους κατοίκους της Αττικής εις το σημερινόν κράτος των Αθηνών, εγκαταστήσας εν βουλευτήριον και εν πρυτανείον, και ενώ επέτρεψεν εις τους κατοίκους των διαφόρων πόλεων να νέμωνται τα κτήματά των, όπως και πριν, ηνάγκασεν αυτούς να έχουν μίαν κοινήν πολιτείαν, τας Αθήνας, αι οποίαι, επειδή όλοι πλέον κατέβαλλαν τον φόρον προς αυτάς, έγιναν μεγαλόπολις, και ως τοιαύτη παρεδόθη υπό του Θησέως εις τους μεταγενεστέρους. Και από τον καιρόν εκείνον η πόλις των Αθηνών εορτάζει δια δημοσίας δαπάνης τα Συνοίκια, εορτήν προς τιμήν της θεάς. [2.15.3] Προηγουμένως την πόλιν απετέλει η σημερινή Ακρόπολις και το κάτωθεν αυτής μέρος, μάλιστα το προς νότον στρεφόμενον. [2.15.4] Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς, αλλά και άλλων θεών, ευρίσκονται μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν προς τούτο μάλλον το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι, ως λόγου χάριν ο ναός του Ολυμπίου Διος, του Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν του οποίου εορτάζονται την δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα Διονύσια, και την συνήθειαν αυτήν διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες, οι καταγόμενοι από τους Αθηναίους. Εις τον ίδιον άλλωστε χώρον είναι κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. [2.15.5] Και η κρήνη, η οποία σήμερον ονομάζεται Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το όποιον εδόθη εις αυτήν από τους Πεισιστρατίδας, αλλ' η οποία τον παλαιόν καιρόν, πριν αποκαλυφθούν αι πηγαί, ωνομάζετο Καλλιρρόη, εχρησιμοποιείτο δε δια τας σπουδαιοτέρας περιστάσεις από τους ανθρώπους του καιρού εκείνου, λόγω του ότι ήτο πλησίον, και σήμερον ακόμη, ένεκα της παλαιάς αυτής συνηθείας, επικρατεί η χρησιμοποίησις του νερού της όχι μόνον εις τας προ του γάμου εορτάς, αλλά και εις άλλας ιεροτελεστίας. [2.15.6] Ένεκα της προς το μέρος τούτο κατοικίας του πληθυσμού κατά τον παλαιόν καιρόν, η Ακρόπολις ονομάζεται μέχρι σήμερον ακόμη υπό των Αθηναίων «πόλις».

[2.16.1] Ένεκα λοιπόν του αυτονόμου βίου, τον οποίον έζησαν επί μακρόν διάστημα χρόνου οι Αθηναίοι εις όλην την ύπαιθρον χώραν, οι περισσότεροι, όχι μόνον από τους παλαιούς, αλλά και από τους απογόνους των, και όταν, ακόμη ωργανώθησαν εις εν κράτος, εξηκολούθουν μόλα ταύτα, λόγω της συνηθείας που απέκτησαν, να κατοικούν οικογενειακώς μέχρι του παρόντος πολέμου εις τους αγρούς, όπου και εγεννώντο. Και ως εκ τούτου εδυσφόρουν δια την αναγκαστικήν μετοικεσίαν τόσον μάλλον, καθόσον εσχάτως μόνον είχαν επανορθώσει τας ζημίας, τας οποίας αι εγκαταστάσεις των είχαν πάθει κατά τον Περσικόν πόλεμον. [2.16.2] Εθλίβοντο, τωόντι, και βαρέως έφεραν, ότι εγκατέλειπαν όχι μόνον τας κατοικίας των, αλλά και τους ναούς, οι όποιοι ανέκαθεν τους ανήκαν, σύμφωνα με το αρχαίον πολίτευμα, ως πατροπαράδοτος κληρονομία, και επί πλέον, διότι έμελλαν να μεταβάλουν τρόπον ζωής και διότι η μετοικεσία των απετέλει δια καθένα απ' αυτούς αληθή εγκατάλειψιν της γενεθλίου του πόλεως.

[2.17.1] Όταν εξ άλλου έφθασαν εις την πόλιν, ολίγοι μόνον είχαν διαθεσίμους κατοικίας ή ημπορούσαν να εύρουν κατάλυμα πλησίον φίλων ή οικείων, ενώ οι πολλοί εγκατεστάθησαν εις τ' ακατοίκητα μέρη της πόλεως, τους ιερούς περιβόλους και τους εις ήρωας αφιερωμένους χώρους, εκτός της Ακροπόλεως και του Ελευσινίου, καθώς και εις κάθε άλλον περίβολον που ημπορούσε να κλεισθή ασφαλώς. Και αυτό ακόμη το καλούμενον Πελαργικόν, το κείμενον εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως, του οποίου την χρησιμοποίησιν προς κατοικίαν απηγόρευεν όχι μόνον παλαιά κατάρα, αλλά και χρησμός του Πυθικού Μαντείου, του οποίου ο τελευταίος στίχος ώριζε. «Το Πελαργικόν είναι καλλίτερα να μείνη αχρησιμοποίητον» υπό την πίεσιν όμως της αμέσου ανάγκης, εγέμισεν από κατοικίας. [2.17.2] Και ο χρησμός, όπως εγώ νομίζω, επραγματοποιήθη, αντιθέτως όμως προς την κοινήν προσδοκίαν. Διότι αι συμφοραί της πόλεως δεν επήλθαν ένεκα της αθεμίτου προς κατοικίαν χρησιμοποιήσεώς του, αλλά την ανάγκην της χρησιμοποιήσεως αυτής επροκάλεσεν ο πόλεμος, και ο χρησμός, χωρίς να τον μνημονεύση, έλεγεν ότι το Πελαργικόν δεν έμελλε να κατοικηθή ποτέ εις ημέρας ευτυχίας. [2.17.3] Αλλά και εις τους πύργους των τειχών κατώρθωσαν πολλοί να εγκατασταθούν, και όπου αλλού έκαστος ημπόρεσε. Διότι όταν συνεκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι' αυτούς εντός της πόλεως, αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι μόνον τα Μακρά Τείχη, αλλά και το μεγαλήτερον μέρος του Πειραιώς. [2.17.4] Κατά τον ίδιον εν τούτοις καιρόν, οι Αθηναίοι κατεγίνοντο δραστηρίως δια τον πόλεμον, συγκεντρώνοντες τας συμμαχικάς των δυνάμεις, και εξοπλίζοντες στόλον εκατόν πλοίων δια ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Πελοποννήσου.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[2.13.1] Ενώ μαζεύονταν ακόμα οι Πελοποννήσιοι στον Ισθμό και βρίσκονταν στο δρόμο, πριν ακόμα εισβάλουνε στην Αττική, ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου, που ήταν ένας από τους δέκα στρατηγούς, βλέποντας πως θα γίνει εξάπαντος η εισβολή, υποψιάστηκε μήπως ο Αρχίδαμος που συνδεόταν μαζί του με δεσμούς φιλοξενίας, είτε από δική του πρωτοβουλία θέλοντας να του κάνει χάρη, αφήσει τα δικά του χτήματα απείραχτα και δεν τα ρημάξει, είτε το κάνει κατά προσταγή των Λακεδαιμονίων για να του δημιουργήσουν ραδιουργίες ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό, όπως είχαν προτήτερα μηνύσει να διώξουν τους μολεμένους από το άγος μόνο και μόνο γι' αυτόν, προειδοποίησε από τα πριν τη σύναξη των Αθηναίων πως ο Αρχίδαμος είχε το δεσμόν αυτό μαζί του, αλλά πως δε έβγαινε τούτο σε κακό της πολιτείας, και πως τα χωράφια και τα σπίτια του, αν τυχόν και δεν τα καταστρέψουν οι εχτροί, τα παραχωρεί να γίνουνε δημόσια, και να μη δημιουργηθεί καμιά υποψία ενάντιά του απ' αυτό το λόγο. [2.13.2] Τους ορμήνεψε ακόμα τα ίδια όπως και προτήτερα σχετικά με την κατάσταση, να εξακολουθούν να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, και να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία από την ύπαιθρο· επίσης να μη θελήσουν να βγουν και να δώσουνε μάχη, αλλά, αφού μπούνε μεσ' από τα τείχη, να φρουρούν την πολιτεία, και ν' αρματώνουν το ναυτικό, τη δύναμη που μ' αυτήν υπερισχύουν, και να κρατούν τους συμμάχους με γερό χέρι, γιατί απ' αυτούς πηγάζει η δύναμή τους, κι αν τα κάνουν αυτά, θα βγούνε σε καλό, γιατί τελικά εξαρτώνται από τη φρόνιμη στόχαση και τα περίσσια χρήματα. [2.13.3] Για το τελευταίο τούτο, να 'χουν πεποίθηση στη νίκη, γιατί έχει η πολιτεία κατά μέσον όρο εξακόσια τάλαντα το χρόνο από το φόρο των συμμάχων, χώρια τ' άλλα της εισοδήματα, και είχαν τότε στην Ακρόπολη νομίσματα αξίας έξη χιλιάδων ταλάντων (το ανώτατο όριο του θησαυρού είχε φτάσει τα 9.700 τάλαντα, αλλά είχε ξοδευτεί το υπόλοιπο για να χτιστούν τα Προπύλαια και οι άλλες οικοδομές στην Ακρόπολη, καθώς και στην Ποτείδαια) [2.13.4] και χώρια πάλι απ' αυτά είχαν χρυσό και ασήμι άκοπο στ' αφιερώματα τα ιδιωτικά και τα δημόσια και στα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις πομπές και στους αγώνες, και στα λάφυρα από τους Μήδους και σ' άλλα πράματα τέτοιας λογής, που όλα μαζί δεν άξιζαν λιγότερο από πεντακόσια τάλαντα. [2.13.5] Και πρόσθεσε σ' αυτά ο Περικλής τα χρήματα που είχαν καταθέσει σε άλλα ιερά, και που δεν ήταν λίγα θα τα μεταχειρίζονταν κι αυτά, κι αν τους απόκλειναν οι εχτροί απ' ολ' αυτά, θα έβγαζαν το χρυσάφι που ήταν ντυμένη η ίδια η θεά· και τους φανέρωσε πως το άγαλμα είχε απάνω του ζυγιασμένο αμάλαγο χρυσάφι που άξιζε σαράντα τάλαντα και μπορούσε όλο ν' αφαιρεθεί. Κι αφού το χρησιμοποιούσαν για να σωθούν, θα 'πρεπε είπε να το αντικαταστήσουν με όχι λιγότερο πολύτιμο στόλισμα. [2.13.6] Με τέτοια λοιπόν έκθεση για τα οικονομικά τούς έδωσε κουράγιο. Από την άλλη μεριά, είχαν δέκα τρεις χιλιάδες στρατιώτες, χωρίς να λογαριάσει κανείς όσους υπηρετούσαν στα διάφορα φρούρια και φύλαγαν τα τείχη, κι αυτοί ήταν κάπου δεκάξη χιλιάδες. [2.13.7] Τόσοι δηλαδή ήταν εκείνοι που τα φύλαγαν στην αρχή, την πρώτη φορά που έγινε εισβολή στην Αττική, και ήταν στρατολογημένοι από τους πιο νέους και τους πιο ηλικιωμένους καθώς κι απ' τους μετοίκους, όσοι είχαν την οικονομική κατάσταση να είναι οπλίτες. Γιατί το μάκρος του Φαληρικού τείχους ήταν κάπου τριάντα πέντε στάδια, από την πόλη ως τον κόλπο και το μάκρος του ίδιου του κόλπου που φυλάγονταν σαράντα τρία (ήταν και μέρη αφρούρητα, ανάμεσα στα μακρά τείχη)· τα μακρά τείχη πάλι προς τον Πειραιά είχαν μάκρος σαράντα στάδια και φρουρούσαν μόνο το εξωτερικό, και όλη η περιφέρεια του Πειραϊκού τείχους μαζί με τη Μουνυχία ήταν εξήντα στάδια κι απ' αυτά μόνο το μισό μάκρος είχε φρουρούς. [2.13.8] Ανακοίνωσε επίσης ο Περικλής πως είχαν χίλιους διακόσιους καβαλλάρηδες μαζί με τους ιπποτοξότες, κι άλλους χίλιους εξακόσιους πεζούς τοξότες, καθώς και τριακόσια πολεμικά πλοία τέλεια εξοπλισμένα. [2.13.9] Αυτά είχαν λοιπόν οι Αθηναίοι, κι όχι λιγότερα, σε κάθε κατηγορία, όταν ετοιμαζόταν να γίνει η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και βρέθηκαν μπασμένοι στον πόλεμο. Κι άλλα πολλά τους είπε ο Περικλής απ' αυτά που συνείθιζε για να τους αποδείξει πως θα νικούσανε στον πόλεμο.

[2.14.1] Τον άκουσαν οι Αθηναίοι και πείστηκαν στα λόγια του, κ' έφεραν μέσα στην πολιτεία από τα χωριά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κι όλα τα εφόδια και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν μέσα στο σπίτι, ξηλώνοντας και την ξυλεία ακόμη από τα σπίτια τους· αλλά τα πρόβατα και τα μεγαλύτερα ζώα τα έστειλαν έξω από την Αττική στην Εύβοια, και τα κοντινά νησιά. [2.14.2] Με βαρειά καρδιά όμως ξεσηκώθηκαν, γιατί οι περισσότεροί τους είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στις αγροτικές περιοχές.

[2.15.1] Κι από τα πολύ παλιά χρόνια είχε επικρατήσει ο τρόπος αυτός της ζωής στους Αθηναίους περισσότερο παρά σε οποιονδήποτε άλλον τόπο. Γιατί η Αττική από τον καιρό του Κέκροπα και των πρώτων βασιλιάδων ήταν κατοικημένη σε πολλές μικρές πολιτείες, η καθεμιά με δικό της διοικητικό κέντρο και δικούς της άρχοντες, κι όταν δε φοβούνταν από εξωτερικό κίντυνο δε μαζεύονταν να κάνουνε συμβούλια με το βασιλέα, αλλά έλυνε τα πολιτικά της ζητήματα κ' έκανε τις συσκέψεις της η κάθε μια πολιτεία χωριστά· κ' έτυχε να πολεμήσουνε μερικές την Αθήνα, όπως η Ελευσίνα με τον Εύμολπο ενάντια στον Ερεχθέα. [2.15.2] Όταν όμως έγινε βασιλιάς Θησέας, που ήταν πολύ μυαλωμένος κ' είχε μεγάλη εξουσία, αναδιοργάνωσε όχι μόνο τις άλλες υποθέσεις του τόπου, αλλά κατάργησε και τις βουλές και τις διοικήσεις των άλλων πόλεων, και τους έφερε όλους μαζί στη σημερινή πολιτεία, κι ανέδειξε μια βουλή κ' ένα διοικητικό κέντρο ώστε ενώθηκαν όλοι μαζί, κ' ενώ τους άφησε να ζουν και να νέμονται τα χτήματά τους όπως και πριν, τους ανάγκασε όμως να 'χουνε μια πολιτεία, τούτη την Αθήνα, κι αυτή, αφού τώρα πια σ' αυτή πλήρωναν όλοι φόρους την παρέδωσε ο Θησέας στους διαδόχους του μεγάλη και τρανή· κι από τότε ως τώρα ακόμη κάνουν οι Αθηναίοι γιορτή της Αθηνάς, που τη λένε «συνοίκια» με δημόσια δαπάνη. [2.15.3] Προτήτερα, αυτό που λέγεται σήμερα «Ακρόπολη» ήταν η ίδια η πολιτεία, μαζί με τον τόπο κάτωθέ της προς το νοτιά. [2.15.4] Κι απόδειξη είναι το εξής: ότι δηλαδή οι ναοί απάνω στην ίδια την Ακρόπολη είναι και άλλων θεών, κι οι άλλοι έξω ναοί είναι χτισμένοι προς αυτό το μέρος, και του Διός του Ολυμπίου και το Πύθιον, και της Γης και του Διονύσου στις Λίμνες, όπου γιορτάζονται τα παλιότερα Διονυσία το μήνα Ανθεστηριώνα, όπως το 'χουν συνήθιο να τα γιορτάζουν ακόμα και σήμερα οι Ίωνες που κατάγονται από τους Αθηναίους. Και σ' αυτό το μέρος είναι χτισμένα και τ' άλλα αρχαία ιερά. [2.15.5] Και τη βρύση, που αφού τη διαρρύθμισαν και την εστόλισαν έτσι oι τύραννοι, τη λένε σήμερα Εννεάκρουνο, τα παλιά όμως χρόνια, που φαίνονταν οι πηγές, την έλεγαν Καλλιρρόη· κ' εκείνοι επειδή ήταν κοντά τους, τη χρησιμοποιούσαν για τα πιο σπουδαία πράματα, και σήμερα ακόμα εξακολουθεί η συνήθεια να χρησιμοποιούν το νερό της πριν από τις τελετές του γάμου και σε άλλες ιερές στιγμές. [2.15.6] Κ' επειδή άλλοτε την κατοικούσαν, οι Αθηναίοι, λένε την Ακρόπολη ακόμα ως τα σήμερα Πόλη.

[2.16.1] Επειδή λοιπόν τόσους αιώνες κατοικούσαν οι Αθηναίοι αυτόνομοι στις αγροτικές περιοχές, κι αφού ακόμα ενώθηκαν σε μια πολιτεία, όμως πάλι από συνήθεια οι περισσότεροι από τους παλιούς κατοίκους, κ' οι απόγονοί τους αργότερα, συνέχεια ως τον πόλεμο έμεναν στ' αγροχτήματα, δεν τους ήταν εύκολο να ξεσηκωθούνε μ' όλη τους τη φαμελιά και την κατάσταση, και γι' άλλους λόγους, και γιατί δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαίρονταν πάλι τις εγκαταστάσεις τους μετά τα Μηδικά. [2.16.2] Τους ενοχλούσε επίσης πάρα πολύ που άφηναν τα σπίτια τους και τα πατρογονικά τους ιερά που ανήκαν στη γενιά τους από το καθεστώς που είχαν τα παλιά χρόνια, και που θ' άλλαζαν τον τρόπο της ζωής τους, και μ' ένα λόγο, νόμιζε ο καθένας πως άφηνε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, την πολιτεία του.

[2.17.1] Κι όταν έφτασαν στην πόλη, λίγοι απ' αυτούς είχαν κατοικίες ή μπορούσαν να μείνουν σε σπίτια φίλων ή συγγενών, οι περισσότεροι όμως κατασκήνωσαν σε έρημα μέρη της πολιτείας, και σ' όλους τους ναούς και τα ηρώα εξόν από την Ακρόπολη κι από το Ελευσίνιο κι αν κανένα άλλο ήταν ασφαλισμένο με κλειδαριές· καθώς και το μέρος που λεγόταν Πελασγικό κάτω από την Ακρόπολη, που υπήρχε παλιά κατάρα να μην το κατοικήσουν ποτέ κ' εμπόδιζε την κατοίκησή του κ' ένα τέλος στίχου ενός παλιού χρησμού, που έλεγε «… καλύτερα να 'ναι αδειανό το Πελασγικό», κι όμως από την πίεση της άμεσης ανάγκης γέμισε κι αυτό πρόχειρες κατοικίες. [2.17.2] Εμένα όμως μου φαίνεται πως ο χρησμός βγήκε σωστός με αντίθετο τρόπο απ' ό,τι περίμεναν, πως δηλαδή δεν έπεσαν οι συμφορές στην πολιτεία επειδή κατοικήθηκε το μέρος παράνομα, αλλά πως αναγκάστηκαν να το κατοικήσουν εξ αιτίας του πολέμου· το μαντείο δεν ανέφερε τον πόλεμο ρητά, αλλά τραγουδούσε από τα παλιά χρόνια πως δε θα κατοικηθεί ποτέ για καλό. [2.17.3] Χτίστηκαν ακόμα παράγκες και μέσα στους πύργους των τειχών, κι όπως κι όπου μπορούσε ο καθένας· γιατί δεν τους χωρούσε όλους η πολιτεία όταν μαζεύτηκαν, και ύστερα χώρισαν σε είδος οικόπεδα και το μέρος ανάμεσα στα δυο μακρά τείχη, κ' εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος από τα τείχη του Πειραιά. [2.17.4] Συγχρόνως άρχιζαν κ' οι καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις, και στρατολόγησαν άντρες από τους συμμάχους, κι αρμάτωσαν εκατό καράβια για να εκστρατεύσουν από τη θάλασσα ενάντια στην Πελοπόννησο.