Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[1.131.1] Η διαγωγή ακριβώς αυτή υπήρξεν η αίτια, δια την οποίαν οι Λακεδαιμόνιοι, όταν την έμαθαν, τον είχαν ανακαλέση δια πρώτην φοράν. Και όταν δια δευτέραν φοράν αποπλεύσας άνευ εντολής τών επί του Ερμιονικού πλοίου, εξηκολούθησε να ενεργή φανερά καθ' όμοιον τρόπον, όταν εκδιωχθείς δια της βίας από το Βυζάντιον υπό των Αθηναίων αντί να έπιστρέψη εις Σπάρτην εγκατεστάθη εις τας Κολωνάς της Τρωάδος, και ανηγγέλλετο προς τους Λακεδαιμονίους, ότι ευρίσκετο εις συνεννοήσεις προς τους βαρβάρους και ότι η εκεί παραμονή του δεν είχε καλούς σκοπούς, τότε πλέον έπαυσαν αι αναβολαί, και οι έφοροι έστειλαν κήρυκα, κομίζοντα κρυπτογραφικήν διαταγήν, δια της οποίας τον ειδοποίουν, ότι έπρεπε να επιστρέψη με τον κήρυκα, ειδεμή θα τον θεωρήσουν εχθρόν της Σπάρτης. [1.131.2] Ό Παυσανίας, επιθυμών να γίνη όσον το δυνατόν ολιγώτερον ύποπτος, και πιστεύσας, ότι ημπορούσε να διασκέδαση την κατηγορίαν δια δωροδοκίας, επέστρεψε δια δευτέραν φοράν εις την Σπάρτην. Και κατ' αρχάς μεν εκλείσθη εις την φυλακήν από τους εφόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να φυλακίζουν και τον ίδιον τον βασιλέα. Έπειτα κατώρθωσε με παντοειδείς ενεργείας ν' απολυθή και εδήλωσεν, ότι είναι έτοιμος να υποβληθή εις δίκην απέναντι οιουδήποτε πού ήθελε του προσαγάγη αποδείξεις δια τας εναντίον του κατηγορίας.

[1.132.1] Καμμία τωόντι απόδειξις δεν υπήρχεν εις χείρας των Σπαρτιατών, ούτε των προσωπικών του εχθρών, ούτε της πόλεως γενικώς, επί τη βάσει της οποίας θα ηδύναντο, με πλήρη πεποίθησιν περί της ενοχής, να προβούν εις την τιμωρίαν ανδρός, ο οποίος ανήκεν εις τον βασιλεύοντα οίκον, και ο οποίος κατά τον χρόνον αυτόν ήσκει την βασιλικήν εξουσίαν, καθόσον του βασιλέως Πλειστάρχου, υιού του Λεωνίδα, όντος εισέτι ανηλίκου, αυτός, ως εξάδελφος, ήτον επίτροπός του. [1.132.2] Αλλ' η περιφρόνησίς του προς τας παλαιάς παραδόσεις και η απομίμησις των βαρβαρικών εθίμων παρείχαν πολλάς υπονοίας, ότι δεν ήθελε να συμμορφώνεται προς την υφισταμένην τάξιν των πραγμάτων της Σπάρτης. Και όχι μόνον ανέτρεχαν εις το παρελθόν, εξετάζοντες τας άλλας του πράξεις, δια ν' ανεύρουν εάν ο τρόπος της ζωής του απεμακρύνετο από τας καθιερωμένας συνηθείας, αλλά και ενθυμούντο ιδιαιτέρως, ότι απετόλμησε μίαν φοράν να διατάξη, εξ ιδίας του πρωτοβουλίας, όπως γραφή επάνω εις τον τρίποδα των Δελφών, τον οποίον οι Έλληνες ανέθεσαν ως το κάλλιστον εκ των Περσικών λαφύρων μέρος, το εξής δίστιχον.

Αφού κατέστρεψε του στρατόν των Περσών, ως αρχηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας αφιέρωσε το μνημείον τούτο εις τον Φοίβον.

[1.132.3] Το δίστιχον τούτο οι Λακεδαιμόνιοι απέξυσαν ευθύς τότε από τον τρίποδα και ανέγραψαν τα ονόματα των πόλεων, όσαι, αφού ενίκησαν από κοινού τον βάρβαρον, ανέθεσαν το αφιέρωμα. Μολαταύτα η πράξις του Παυσανίου και τότε είχε θεωρηθή εγκληματική, και τώρα που είχε καταντήσει να τον υποπτεύωνται ως συνεννοούμενον με τους Πέρσας, εφαίνετο πολύ περισσότερον, ότι ωφείλετο εις ελατήρια παρόμοια με εκείνα, που εμαρτύρουν τα σημερινά του σχέδια. [1.132.4] Επι πλέον εμάνθαναν, ότι ευρίσκετο εις μυστικάς συνεννοήσεις προς τους Είλωτας, και το πράγμα ήτο τωόντι αληθές. Διότι υπέσχετο εις αυτούς ελευθερίαν και ισοπολιτείαν, εάν ήθελαν επαναστατήσει μαζύ του και τον βοηθήσουν να πραγματοποιήση ολόκληρον το σχέδιόν του. [1.132.5] Αλλά μολονότι μερικοί Είλωτες κατήγγειλαν το πράγμα, ούτε τότε ακόμη εθεώρησαν ορθόν να τους πιστεύσουν καί λάβουν βίαια εναντίον του μέτρα, διότι ηκολούθουν την μεταξύ των καθιερωμένην συνήθειαν, όπως, προκειμένου περί Σπαρτιάτου, μη λαμβάνουν εσπευσμένως και άνευ αναμφισβητήτων αποδείξεων ανεπανορθώτους αποφάσεις. Αλλ' επί τέλους, ως λέγεται, ο άνθρωπος, ο όποιος επρόκειτο να φέρη εις τον Αρτάβαζον την τελευταίαν προς τον Βασιλέα επιστολήν, κάποιος καταγόμενος από την πόλιν Άργιλον, ο οποίος υπήρξε μίαν φοράν ευνοούμενός του κατά την παιδικήν ηλικίαν και του ήτον αφωσιωμένος, παρουσιάζεται και τον καταγγέλλει. Επειδή ο άνθρωπος αυτός παρετήρησεν, ότι κανείς από τους προηγουμένους ταχυδρόμους δεν είχεν επιστρέψει μέχρι τούδε, εφοβήθη, και αφού παρεποίησε την σφραγίδα, ίνα, εις περίπτωσιν που είτε η υπόνοιά του διεψεύδετο, είτε ο Παυσανίας εζητούσε να τροποποιήση την επιστολήν, μη αντιληφθή το πράγμα, την ανοίγει και μεταξύ άλλων οδηγιών, τας οποίας περιείχεν, ευρήκεν ότι επεριλαμβάνετο, όπως είχεν υποπτευθή, διαταγή να τον φονεύσουν.

[1.133.1] Τότε πλέον οι έφοροι, όταν ο άνθρωπος επέδειξε προς αυτούς την επιστολήν, έκλιναν μάλλον να πιστεύσουν την καταγγελίαν των Ειλώτων, ηθέλησαν όμως ακόμη ν' ακούσουν με τα ίδια των αυτιά κάποιαν ομολογίαν του Παυσανίου. Ως εκ τούτου, επί τη βάσει προδιαγραφέντος σχεδίου, ο άνθρωπος μετέβη ως ικέτης εις το Ταίναρον, όπου εγκατέστησε προς διαμονήν του εντός του ιερού περιβόλου του Ποσειδώνος καλύβην χωριζομένην δια μεσοτοίχου εις δύο. Εις το ενδότερον διαμέρισμα της καλύβης αυτής έκρυψε μερικούς από τους εφόρους, και όταν ο Παυσανίας ήλθε προς αυτόν και τον ερωτούσε δια ποίαν αιτίαν εκάθισεν ικέτης, έμαθαν οι έφοροι καθαρά τα πάντα. Ήκουσαν τον άνθρωπον να κατηγορή τον Παυσανίαν δι' όσα έγραψε περί αυτού, και όχι μόνον ν' αποκαλύπτη τας λεπτομερείας της όλης σκευωρίας, αλλά και να διαμαρτύρεται, διότι ενώ αυτός ουδέποτε τον εξέθεσε κατά τας διαφόρους προς τον Βασιλέα υπηρεσίας του, ως ιδιαιτέρα του αμοιβή ωρίσθη η κοινή τύχη των πολλών ταχυδρόμων, δηλαδή ο θάνατος. Ήκουσαν επίσης τον Παυσανίαν, όχι μόνον να ομολογή όλα αυτά, αλλά και να τον εξορκίζη να μην οργίζεται περί του παρόντος, εγγυώμενος την ασφάλειάν του, εάν ήθελεν απέλθει από τον ιερόν χώρον, και να τον παροτρύνη να εκκινήση άνευ αναβολής προς εκτέλεσιν της παραγγελίας του, χωρίς να γίνεται εμπόδιον των διαπραγματεύσεων.

[1.134.1] Οι έφοροι, αφού ήκουσαν ακριβώς τα λεχθέντα, ανεχώρησαν, χωρίς να προβούν αμέσως εις καμμίαν ενέργειαν. Έχοντες όμως ήδη βεβαίας αποδείξεις, έλαβαν τα μέτρα των δια να τον συλλάβουν εντός της πόλεως. Λέγεται άλλως τε ότι κατά την στιγμήν που έμελλε να συλληφθή καθ' όδόν, ευθύς ως είδε το πρόσωπον ενός από τους εφόρους, ο οποίος επλησίαζεν, εννόησε τον σκοπόν της προσεγγίσεώς του, και επειδή άλλος έφορος, λόγω ευνοίας προς αυτόν, τον ειδοποίησε δια μυστικού νεύματος, έσπευσε δρομαίως προς τον ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και επρόφθασε να καταφύγη εκεί, καθ' όσον ο ιερός περίβολος ήτο πλησίον. Και αφού εισήλθεν εις μικρόν οίκημα ανήκον εις τον περίβολον αυτόν, δια να μη υποφέρη εκτεθειμένος εις το ύπαιθρον, έμενεν εκεί ήσυχος. [1.134.2] Οι έφοροι, εν τούτοις, οι οποίοι τον κατεδίωκαν, αφού δεν τον επρόλαβαν αμέσως τότε, πριν εισέλθη εις τον ιερόν χώρον, αφήρεσαν ακολούθως την στέγην του οικήματος, και επωφεληθέντες την στιγμήν που ευρίσκετο εντός αυτού τον απέκλεισαν, αποφράξαντες τας θύρας με τοίχον, και στήσαντες εμπρός εις το οίκημα φρουράν, επεδίωξαν να τον αναγκάσουν δια της πείνης να παραδοθή. [1.134.3] Αλλ' ενώ έμελλεν από στιγμής εις στιγμήν να εκπνεύση, αντελήφθησαν την κατάστασίν του και τον έβγαλαν από τον ιερόν περίβολον, ενώ εισέτι ανέπνεεν. Αλλά μόλις τον έβγαλαν, απέθανεν αμέσως. [1.134.4] Και κατ' αρχάς μεν εσχεδίασαν να τον ρίψουν εις τον Καιάδαν, όπου ρίπτουν τους κακούργους. Έπειτα όμως μετέβαλαν γνώμην και τον έθαψαν εκεί πλησίον. Αλλ' ο χρησμός του μαντείου των Δελφών παρήγγειλεν ακολούθως εις τους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφον εις το μέρος όπου απέθανε ―και σήμερον κείται πράγματι έμπροσθεν του ιερού χώρου, όπως μαρτυρεί επιστήλιος επιγραφή― και επειδή τα γενόμενα αποτελούν δι' αυτούς ανοσιούργημα, ν' αποδώσουν εις την Χαλκίοικον δύο σώματα αντί ενός, οι δε Λακεδαιμόνιοι εφρόντισαν να κατασκευάσουν δύο χαλκούς ανδριάντας του Παυσανίου, τους οποίους αφιέρωσαν εις την θεάν, ως εξαγνισμόν του θανάτου του.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[1.131.1] Όταν τα κατάλαβαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, τον κάλεσαν πίσω, και την πρώτη φορά γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, κι όταν τη δεύτερη φορά ξεκίνησε με το Ερμειονικό καράβι χωρίς τη διαταγή τους ήτανε φανερό πως κάνει κάτι τέτοιο, κι όταν αναγκάστηκε από την πολιορκία των Αθηναίων να βγει από το Βυζάντιο, δεν εγύρισε πίσω στη Σπάρτη, αλλά εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας κ' έφταναν ειδήσεις πως συνεννοείται με βαρβάρους και δε μένει εκεί για καλό, τότε πια δεν κρατήθηκαν οι έφοροι, αλλά έστειλαν κήρυκα μ' επίσημη έγγραφη διαταγή με σκυτάλη και τον πρόσταζαν ν' ακολουθήσει κατά πόδι τον κήρυκα ειδ' αλλιώς οι Σπαρτιάτες τον προειδοποιούν πως θα του κάνουν πόλεμο. [1.131.2] Αυτός λοιπόν επειδή δεν ήθελε για κανένα λόγο να τους κάνει να υποψιαστούν, και πιστεύοντας πως μπορούσε με χρήματα να εξουδετερώσει τις κατηγόριες ενάντιά του, ξεκίνησε για δεύτερη φορά γυρίζοντας στη Σπάρτη. Και πρώτα φυλακίστηκε από τους εφόρους, (γιατί έχουν οι έφοροι το δικαίωμα να φυλακίζουν και το βασιλιά ακόμα), έπειτα όμως με διάφορα διαβήματα τα κατάφερε να βγει από τη φυλακή κ' έθεσε τον εαυτό του στην κρίση οποιανού ήθελε να εξακριβώσει τα όσα έκανε.

[1.132.1] Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κανένα καθαρό τεκμήριο, ούτε όσοι τον μισούσαν, ούτε η πολιτεία γενικά, όπου μπορούσαν να στηριχτούν και να τιμωρήσουν έναν άντρα από βασιλικό γένος, και που είχε τη στιγμή εκείνη μεγάλο αξίωμα (γιατί ήταν επίτροπος του Πλειστάρχου, του γιου του Λεωνίδα, που ήταν ακόμη ανήλικος και τον είχε ξάδερφο). [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες επειδή είχε φύγει παράνομα, και μιμούνταν τους τρόπους των βαρβάρων, και δεν καταδεχόταν να είναι ίσος με τους άλλους· κι αναθυμούνταν και τ' άλλα του τα φερσίματα, πως ο τρόπος της ζωής του ήταν διαφορετικός από τα καθιερωμένα συνήθια, και πως στον τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Έλληνες στους Δελφούς από τα πιο ωραία και πολύτιμα λάφυρα των Μήδων το είχε πάρει απάνω του να επιγράψει από δική του πρωτοβουλία το ακόλουθο επίγραμμα:

Ο αρχηγός των Ελλήνων Παυσανίας, που κατάστρεψε
των Μήδων το στρατό, στο Φοίβο αφιερώνει τούτο–δω.

[1.132.3] Το επίγραμμα το έσβησαν αμέσως τότε οι Λακεδαιμόνιοι από τον τρίποδα, κ' έγραψαν μια–μια με τ' όνομά τους τις πολιτείες που είχανε μαζί καταλύσει την εξουσία των βαρβάρων, κι αφιέρωσαν το μνημείο. Η πράξη του Παυσανία τούς είχε φανεί και τότε αδίκημα, και τώρα που είχε φτάσει σ' εκείνη τη θέση, έμοιαζε περισσότερο σα να είχε γίνει ταιριαστά με τις τωρινές του διαθέσεις. [1.132.4] Πληροφορήθηκαν ακόμα και μιαν άλλη του ενέργεια, σχετικά με τους είλωτες, την εξής: τους είχε δηλαδή τάξει να τους ελευτερώσει και να τους κάνει ισότιμους πολίτες αν επαναστατήσουνε μαζί του και συνεργαστούνε σ' όλη την υπόθεση. [1.132.5] Όμως ούτε κ' έτσι ακόμα, και μη θέλοντας να πιστέψουν μερικούς είλωτες, που είχαν γυρίσει μάρτυρες κατηγορίας, δεν το θεώρησαν σωστό να του επιβάλουνε βίαιη ποινή, ακολουθώντας τον τρόπο που συνειθίζουν να φέρνονται προς τους δικούς τους, να μην αποφασίζουν τίποτα άπρεπο για πολίτη της Σπάρτης χωρίς αναμφισβήτητη απόδειξη, ως τη στιγμή, που, καθώς λένε, έγινε μηνυτής του εκείνος που επρόκειτο να μεταφέρει τα τελευταία του γράμματα για το βασιλιά των Περσών προς τον Αρτάβαζο, κάποιος Αργίλιος, που ήταν κάποτε ερωμένος του Παυσανία και πολύ πιστός του φίλος, που φοβήθηκε γιατί έξαφνα του ήρθε στο νου πως κανείς, από τους προτήτερους ταχυδρόμους δεν είχε ξαναγυρίσει· και φτιάνοντας άλλη σφραγίδα, έτσι ώστε, αν είχε κάνει λάθος στην ιδέα του, ή αν εκείνος ζητούσε ν' αλλάξει κάτι στη γραφή του, να μην το καταλάβει, ανοίγει τα γράμματα όπου είχε υποψιαστεί πως δίνονταν κάποια πρόσθετη παραγγελία γι' αυτόν, και βρίσκει γραμμένο πως έπρεπε να τον σκοτώσουν κι αυτόν τον ίδιο. [1.133.1] Τότε, όταν αυτός τους έδειξε τα γράμματα, πίστεψαν οι έφοροι περισσότερο, θέλοντας όμως ν' ακούσουνε με τ' αυτιά τους τον Παυσανία να λέει κάτι ενοχοποιητικό, κατέστρωσαν σχέδιο με τον Αργίλιο και πήγε αυτός στο Ταίναρο σαν ικέτης κ' έστησε μια καλύβα με διπλό χώρισμα, όπου έκρυψε μερικούς από τους εφόρους· κι όταν πήγε ο Παυσανίας και τον ερώτησε γιατί έγινε ικέτης, τότε τα έμαθαν όλα καθαρά, γιατί ο άνθρωπος παραπονέθηκε για όσα είχε γράψει γι' αυτόν, και φανέρωσε πολλές άλλες λεπτομέρειες, λέγοντας πως δεν τον ξεχώρισε καθόλου για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει σχετικά με το βασιλιά, αλλά τον είχε βάλει σε ίση μοίρα με τους άλλους υποταχτικούς του, να πεθάνει· και κείνος τα ομολογούσε όλα μαζί του και τον παρακαλούσε να μη θυμώσει γι' αυτό αλλά να κοιτάξει τη δουλειά του, και του 'δινε εγγυήσεις πως δε θα πάθει τίποτα αν σηκωθεί από το ιερό, και τον εβίαζε να ξεκινήσει μιαν ώρα αρχήτερα και να μη γίνει εμπόδιο στις ενέργειές του.

[1.134.1] Αφού τ' άκουσαν οι έφοροι καταλεπτώς, έφυγαν μεν εκείνη τη στιγμή, ξέροντας όμως τα πράματα σίγουρα, πήγαιναν να τον πιάσουν μέσα στην πολιτεία. Λένε λοιπόν πως όταν ήτανε να τον συλλάβουνε στο δρόμο, καθώς είδε το πρόσωπο ενός εφόρου που τον πλησίαζε, κατάλαβε γιατί ερχόταν, κ' ένας άλλος του 'κανε κρυφό νόημα και του φανέρωσε το σκοπό από συμπάθεια, έτρεξε στο ιερό άλσος της Χαλκιοίκου και κατέφυγε μέσα· γιατί ήταν κοντά το τέμενος, και μπαίνοντας σ' ένα μικρό χτήριο που ανήκε στο ιερό, για να μην κακοπαθαίνει στο ύπαιθρο, κάθησε χωρίς να κάνει άλλο. [1.134.2] Κι αυτοί στην αρχή καθυστέρησαν την καταδίωξη, αργότερα όμως έβγαλαν τη στέγη του χτηρίου και ενώ αυτός ήταν μέσα φρουρώντας τις θύρες, τις έβγαλαν και τις έχτισαν απ' έξω και περιμένοντας απ' έξω, τον κατέβαλαν από την πείνα, πολιορκώντας τον. [1.134.3] Κι όταν ήταν πια να ξεψυχήσει εκεί που βρισκόταν, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό, ενώ είχε ακόμα πνοή· και μόλις τον έβγαλαν πέθανε αμέσως. [1.134.4] Και δίστασαν να τον ρίξουνε στον Καιάδα, οπού πετούν τους κακούργους, αλλ' αποφάσισαν να σκάψουν λάκκο εκεί κοντά. Ο Δελφικός θεός όμως έβγαλε χρησμό να μεταφέρουν τον τάφο του στον τόπο που πέθανε (και σήμερα ακόμα κείτεται στην είσοδο του ιερού άλσους, κ' ένα μνημείο το φανερώνει με την επιγραφή του). Και σαν να μην ήταν άγος αυτό που έπραξαν πρόσταζε ο θεός ν' ανταποδώσουνε στη Χαλκίοικο δυο σώματα αντί για το ένα το δικό του. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι έφτιασαν δυο χάλκινα αγάλματα, που τ' αφιέρωσαν σα δυο ανθρώπους γι' αντάλλαγμα του Παυσανία.