Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1960. Δημοσθένους Λόγοι. Περί των Συμμοριών, Υπέρ Μεγαλοπολιτών, Υπέρ της Ροδίων ελευθερίας, Περί συντάξεως. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[6] Αλλά, μα τον Δία, ταύτα μεν θα είπωμεν, ότι πρέπει να έχουν τοιουτοτρόπως, αλλά είναι φοβερόν, διότι θα αποκτήσωμεν συμμάχους εκείνους κατά των οποίων παρετάχθημεν εις την Μαντίνειαν, έπειτα δε, διότι θα βοηθήσωμεν τούτους εναντίον εκείνων μαζί με τους οποίους τότε εκινδυνεύομεν. Και εγώ παραδέχομαι ταύτα, αλλ' υπάρχει ανάγκη και τα δύο μέρη να πράττουν δίκαια. [7] Εάν μεν θελήσουν όλοι να διάγουν εν ειρήνη, δεν θα βοηθήσωμεν τους Μεγαλοπολίτας, διότι ουδεμία ανάγκη θα παραστή· ώστε τίποτε το εχθρικόν δεν θα συμβή εις ημάς προς εκείνους με τους οποίους συνεπολεμήσαμεν· σύμμαχοι δε ούτοι μεν υπάρχουν εις υμάς όπως διακηρύττουν, εκείνοι δε θα γίνουν τώρα. [8] Και τι άλλο καλύτερον θα ηυχόμεθα; Εάν δε οι Λακεδαιμόνιοι αδικούν και νομίζουν, ότι πρέπει να πολεμούν, εάν μεν δια τούτο μόνον πρέπει να σκεπτώμεθα, δηλαδή εάν πρέπει την Μεγάλην πόλιν να αφήσωμεν εις αυτούς ή όχι, τούτο δίκαιον μεν δεν είναι, συγκατατίθεμαι δ' εγώ τουλάχιστον να τους αφήσωμεν ελευθέρους να κάμουν ό,τι θέλουν και να μη εναντιωθώμεν κατ' εκείνων, οι οποίοι τότε μετέσχον των αυτών κινδύνων· εάν δε όλοι γνωρίζετε καλώς, ότι, αν κυριεύσουν ταύτην, θα βαδίσουν εναντίον της Μεσσήνης, ας μου είπη κάποιος εξ εκείνων, οι οποίοι τώρα τόσον σκληρά επιτίθενται κατά των Μεγαλοπολιτών, τι θα μας συμβουλεύση τότε να πράττωμεν. [9] Και όμως γνωρίζετε ότι, είτε ούτοι μας παρακαλούν, είτε όχι, πρέπει να τους βοηθώμεν και ένεκα των όρκων που μας συνδέουν με τους Μεσσηνίους και διότι είναι συμφέρον η πόλις αύτη να υπάρχη. Σκεφθήτε λοιπόν και ερωτήσατε τους εαυτούς σας τι θα έκαμνεν εις σας μεγαλυτέραν τιμήν και θα σας έδειχνε περισσότερον γενναιόφρονας, η ανάληψις του πολέμου διά να εμποδίσητε να παραβιασθούν τα δίκαια των Μεγαλοπολιτών υπό των Λακεδαιμονίων ή η ανάληψις του πολέμου διά την Μεσσήνην. [10] Τώρα μεν βέβαια θα φανήτε ότι βοηθείτε τους Αρκάδας και φροντίζετε να είναι ασφαλής η ειρήνη, διά την οποίαν εκινδυνεύσατε και επολεμήσατε. Τότε δε θα είσθε φανεροί εις όλους, ότι θέλετε να υπάρχη ειρήνη όχι χάριν του δικαίου, αλλ' ένεκα του φόβου προς τους Λακεδαιμονίους. Πρέπει δε πάντοτε να ζητήτε και πράττετε τα δίκαια, αλλά συγχρόνως να εξετάζετε, όπως αυτά είναι και συμφέροντα.

[11] Οι αντιφρονούντες λοιπόν λέγουν, ότι πρέπει ημείς να επιχειρήσωμεν να αναλάβωμεν τον Ωρωπόν, εάν δε κάμωμεν εχθρούς εκείνους, οι οποίοι ήθελον βοηθήσει ημάς προς ανάκτησίν του, τότε δεν θα έχωμεν συμμάχους. Εγώ δε όσον αφορά μεν την ανάκτησιν του Ωρωπού συμφωνώ και ο ίδιος· αλλά το να γίνουν εις ημάς τώρα εχθροί οι Λακεδαιμόνιοι, εάν κάμωμεν συμμάχους όσους Αρκάδας θέλουν να είναι φίλοι μας, τούτο νομίζω, ότι ουδέ να το είπουν επιτρέπεται μόνοι εκείνοι, οι οποίοι σας έπεισαν, ότε εκινδύνευον οι Λακεδαιμόνιοι, να τους βοηθήτε. [12] Διότι ουχί ταύτα λέγοντες σας έπεισαν τότε, ότε όλοι οι Πελοποννήσιοι ήλθαν προς σας και παρεκάλουν μαζί σας να βαδίσουν κατά των Λακεδαιμονίων, δηλ. τούτους μεν να μη δεχθήτε ως συμμάχους (και διά τούτο, επειδή δεν τους υπελείπετο τίποτε άλλο, ετάχθησαν με τους Θηβαίους) υπέρ της σωτηρίας δε των Λακεδαιμονίων και χρήματα να συνεισφέρητε και με τα σώματα να κινδυνεύσητε. Και όμως ουδέ σεις βέβαια θα επεθυμείτε να σώζετε αυτούς, εάν τούτο προέλεγον εις σας, ότι, αφού σωθούν, καμμίαν ευγνωμοσύνην δεν θα χρεωστούν δια την σωτηρίαν των, εάν δεν τους αφήνετε να κάμνουν ό,τι θέλουν και να αδικούν. [13] Προσέτι εάν είναι πάρα πολύ αντίθετον εις τας βλέψεις των Λακεδαιμονίων να γίνουν σύμμαχοί μας οι Αρκάδες, έχουν υποχρέωσιν βέβαια να χρεωστούν αυτοί προς σας μεγαλυτέραν ευγνωμοσύνην δι' όσα επράξατε διά την σωτηρίαν των, όταν έφθασαν εις τους εσχάτους κινδύνους, παρά να οργίζωνται δι' όσας αδικίας εμποδίζονται τώρα να κάμουν· ώστε πώς δεν θα βοηθήσουν ημάς εναντίον του Ωρωπού, εάν δεν θέλουν να φανούν οι χείριστοι των ανθρώπων; Μα τους θεούς, εγώ δεν πιστεύω τούτο δυνατόν.

[14] Θαυμάζω λοιπόν δι' εκείνους που λέγουν, ότι, εάν κάμωμεν συμμάχους τους Αρκάδας και ταύτην την πολιτικήν εφαρμόσωμεν, θα φανή η πόλις ότι μεταβάλλει τακτικήν και δεν είναι καθόλου αξία εμπιστοσύνης. Εγώ βέβαια έχω όλως διόλου αντίθετον γνώμην, άνδρες Αθηναίοι. Διατί; Διότι νομίζω ότι κανείς από όλους τους ανθρώπους δεν ήθελεν αντείπει, ότι και τους Λακεδαιμονίους και προηγουμένως τους Θηβαίους και τελευταίον τους Ευβοείς δεν έσωσεν η πόλις και μετά ταύτα τους έκαμε συμμάχους, εν και το αυτό θέλουσα πάντοτε να πράττη. [15] Ποίον δε είναι τούτο; Να σώζη τους αδικουμένους. Αφού λοιπόν αυτά έχουν τοιουτοτρόπως, δεν θα ήμεθα ημείς οι μεταβαλλόμενοι, αλλ' οι μη θέλοντες να σέβωνται το δίκαιον· και θα φανούν τα πράγματα ότι μεταβάλλονται εξ αιτίας εκείνων που θέλουν να πλεονεκτούν και όχι ότι μεταβάλλεται η πόλις μας.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος & Ν.Γ. Κασιμάκος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Λόγοι. V, Περί συντάξεως, Περί των συμμοριών, Περί της των Ροδίων Ελευθερίας, Υπέρ Μεγαλοπολιτών, Περί της ατελείας προς Λεπτίνην. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[6] Αλλά μα τον Δία, ταύτα μεν θα είπωμεν, ότι πρέπει να έχουν τοιουτοτρόπως, αλλά είναι φοβερόν διότι θα αποκτήσωμεν συμμάχους εκείνους εναντίον των οποίων παρετάχθημεν εις την Μαντίνειαν, έπειτα δε διότι θα βοηθήσωμεν τούτους εναντίον εκείνων μαζί με τους οποίους τότε εκινδυνεύομεν. Και εγώ παραδέχομαι ταύτα, υπάρχει όμως ανάγκη και τα δύο μέρη να κάμνουν τα δίκαια. [7] Εάν μεν θελήσουν όλοι να διάγουν εν ειρήνη, δεν θα βοηθήσωμεν τους Μεγαλοπολίτας· διότι ουδεμία ανάγκη θα παραστή· ώστε τίποτε δεν θα συμβή εις ημάς το εχθρικόν προς εκείνους με τους οποίους συνεπολεμήσαμεν· σύμμαχοι δε ούτοι μεν υπάρχουν εις ημάς όπως διακηρύττουν, εκείνοι δε θα γίνουν τώρα. [8] Και τι άλλο καλύτερον θα ηυχόμεθα; Εάν δε οι Λακεδαιμόνιοι αδικούν και νομίζουν, ότι πρέπει να πολεμούν, εάν μεν υπέρ τούτου μόνον πρέπει να σκεπτώμεθα, δηλ. εάν πρέπη την Μεγάλην πόλιν να αφήσωμεν εις αυτούς ή όχι, τούτο δίκαιον μεν δεν είναι, συγκατατίθεμαι δ' εγώ τουλάχιστον να τους αφήσωμεν ελευθέρους να κάμουν ό,τι θέλουν και να μη εναντιωθώμεν εναντίον εκείνων, οι οποίοι τότε μετέσχον των αυτών κινδύνων· εάν δε όλοι γνωρίζετε καλώς, ότι, αν κυριεύσουν ταύτην, θα βαδίσουν εναντίον της Μεσσήνης, ας μου είπη κάποιος εξ εκείνων,οι οποίοι τώρα τόσον σκληρά επιτίθενται κατά των Μεγαλοπολιτών, τι θα μας συμβουλεύση τότε να πράττωμεν· αλλά κανείς δεν θα μας είπη τι να πράττωμεν. [9] Και όμως όλοι γνωρίζετε, ότι, είτε ούτοι μας παρακαλούν, είτε όχι, πρέπει να τους βοηθώμεν και ένεκα των όρκων που μας συνδέουν προς τους Μεσσηνίους και διότι είναι συμφέρον η πόλις αύτη να υπάρχη. Σκεφθήτε λοιπόν και ερωτήσατε τους εαυτούς σας τι θα έκαμνε εις σας μεγαλυτέραν τιμήν και θα σας έδειχνε περισσότερον γενναιόφρονας, η ανάληψις του πολέμου διά να εμποδίσετε να παραβιασθούν τα δίκαια των Μεγαλοπολιτών υπό των Λακεδαιμονίων ή η ανάληψις του πολέμου διά την Μεσσήνην. [10] Τώρα μεν βέβαια θα φανήτε ότι βοηθείτε τους Αρκάδας και φροντίζετε να είναι ασφαλής η ειρήνη, δια την οποίαν εκινδυνεύσατε και επολεμήσατε. Τότε δε θα είσθε φανεροί εις όλους ότι θέλετε να υπάρχη η ειρήνη όχι χάριν του δικαίου, αλλ' ένεκα του φόβου προς τους Λακεδαιμονίους. Πρέπει δε πάντοτε να ζητήτε και να πράττητε τα δίκαια αλλά συγχρόνως να εξετάζετε όπως αυτά είναι και συμφέροντα.

[11] Οι αντιφρονούντες λοιπόν λέγουν ότι πρέπει ημείς να επιχειρήσωμεν να ανακαταλάβωμεν τον Ωρωπόν, εάν δε κάμωμεν εχθρούς εκείνους οι οποίοι ήθελον βοηθήσει ημάς προς ανάκτησίν του, τότε δεν θα έχωμεν συμμάχους. Εγώ δε όσον αφορά μεν την ανάκτησιν του Ωρωπού συμφωνώ και ο ίδιος· αλλά το να γίνουν εις ημάς τώρα εχθροί οι Λακεδαιμόνιοι, εάν κάμωμεν συμμάχους τους Αρκάδας που θέλουν να είναι φίλοι μας, τούτο νομίζω, ότι ουδέ να το είπουν επιτρέπεται μόνοι εκείνοι, οι οποίοι σας έπεισαν ότε εκινδύνευον οι Λακεδαιμόνιοι να τους βοηθήτε. [12] Διότι ουχί ταύτα λέγοντες σας έπεισαν τότε, ότε όλοι οι Πελοποννήσιοι ήλθον προς σας και ηξίουν μαζί σας να βαδίσουν κατά των Λακεδαιμονίων, δηλαδή τούτους μεν να μη δεχθήτε ως συμμάχους ―και διά τούτο, επειδή δεν τους υπελείπετο τίποτε άλλο, ετάχθησαν με τους Θηβαίους― υπέρ της σωτηρίας δε των Λακεδαιμονίων και χρήματα να συνεισφέρητε και με τα σώματα να κινδυνεύητε. Και όμως ουδέ σεις βέβαια θα επεθυμείτε να σώζετε αυτούς, εάν τούτο προέλεγον εις σας, ότι, αφού σωθούν, καμμίαν ευγνωμοσύνην δεν θα χρεωστούν διά την σωτηρίαν των, εάν δεν τους αφήνετε να κάμνουν ό,τι θέλουν και να αδικούν. [13]Προσέτι εάν είναι πάρα πολύ αντίθετον εις τας βλέψεις των Λακεδαιμονίων να γίνουν σύμμαχοί μας οι Αρκάδες έχουν υποχρέωσιν βέβαια να χρεωστούν αυτοί προς σας μεγαλυτέραν ευγνωμοσύνην δι' όσα επράξατε διά την σωτηρίαν των, όταν έφθασαν εις τους εσχάτους κινδύνους, παρά να οργίζωνται δι' όσας αδικίας τώρα εμποδίζονται να κάμουν· ώστε πώς δεν θα βοηθήσουν ημάς εναντίον του Ωρωπού, εάν δεν θέλουν να φανούν οι χείριστοι των ανθρώπων; Μα τους θεούς, εγώ δεν πιστεύω τούτο δυνατόν.

[14] Παραξενεύομαι λοιπόν δι' εκείνους που λέγουν, ότι εάν κάμωμεν συμμάχους τους Αρκάδας και ταύτην την πολιτικήν εφαρμόσωμεν, θα φανή η πόλις ότι μεταβάλλει τακτικήν και δεν είναι αξία όλως διόλου εμπιστοσύνης. Εγώ βέβαια έχω όλως διόλου αντίθετον γνώμην, ω άνδρες Αθηναίοι. Διατί; Διότι νομίζω, ότι κανείς από όλους τους ανθρώπους δεν ήθελεν αντείπει, ότι και τους Λακεδαιμονίους και προηγουμένως τους Θηβαίους και τελευταίον τους Ευβοείς δεν έσωσεν η πόλις και μετά ταύτα τους έκαμε συμμάχους, εν και το αυτό θέλουσα πάντοτε να πράττη. [15] Ποίον δε είναι τούτο; Να σώζη τους αδικουμένους. Αφού λοιπόν αυτά έχουν τοιουτοτρόπως, δεν θα ήμεθα ημείς οι μεταβαλλόμενοι, αλλ' εκείνοι που δεν θέλουν να σέβωνται το δίκαιον· και θα φανούν τα πράγματα ότι μεταβάλλονται εξ αιτίας εκείνων που θέλουν να πλεονεκτούν και όχι ότι μεταβάλλεται η πόλις μας.