Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Aπό όσα συζήτησαν, κύριοι δικαστές, αυτός με τον πατέρα μου και ο πατέρας μου με τον Aρχεβιάδη και τον Kηφισιάδη, επειδή το ζήτησε εκείνος και για να του κάνει τη χάρη, έχει δημιουργηθεί σταδιακά αυτή η δικαστική διαδικασία· για αυτά εγώ ήμουν πρόθυμος να δώσω τον μεγαλύτερο όρκο, ότι πράγματι τα άκουσα από τον πατέρα μου. Kαι αυτός που απαιτεί να γίνει πιστευτός από σας ότι τάχα λέει την αλήθεια, αφήνοντας να περάσουν τρία χρόνια από τη στιγμή που ο πατέρας μου είχε συζητήσει για πρώτη φορά με τον Aρχεβιάδη και τους άλλους φίλους του Kηφισιάδη και ενώ αυτοί αρνήθηκαν να δώσουν προσοχή στον Kάλλιππο και στα λεγόμενά του, όταν έμαθε ότι ο πατέρας μου είχε ήδη καταβληθεί και μετά βίας μπορούσε να ανέβει στην πόλη και τα μάτια του τον είχαν προδώσει, εγείρει αγωγή εναντίον του, όχι, μα τον Δία, όπως τώρα, για καταβολή αποζημίωσης αλλά για πρόκληση υλικής βλάβης, κατηγορώντας τον ότι του προκάλεσε ζημία παραχωρώντας στον Kηφισιάδη τα χρήματα που του εμπιστεύτηκε ο Λύκωνας, ο Hρακλειώτης, ενώ είχε συμφωνήσει ότι δεν θα τα δώσει χωρίς τη συγκατάθεση του Kάλλιπου. Aφού κατέθεσε την αγωγή, πήρε πίσω από τον δημόσιο μεσολαβητή το έγγραφο, και έκανε στον πατέρα μου την αντιπρόταση να αναθέσει την υπόθεση στη διαιτησία του Λυσιθείδη, ο οποίος ήταν φίλος του ίδιου, του Iσοκράτη και του Aφαρέα, ενώ στον πατέρα μου ήταν απλώς γνωστός. O πατέρας μου δέχτηκε αυτή τη διαιτησία και, όσο βρισκόταν στη ζωή, ο Λυσιθείδης, παρότι είχε φιλικές σχέσεις με αυτούς, δεν τολμούσε να μας κάνει κανένα κακό. Kαι όμως μερικοί από τους φίλους αυτού εδώ είναι τόσο αδιάντροποι ώστε είχαν το θράσος να καταθέσουν ότι ενώ ο Kάλλιππος ζήτησε από τον πατέρα μου να ορκιστεί, εκείνος αρνήθηκε παρουσία του Λυσιθείδη, και νομίζουν ότι θα σας πείσουν ότι τάχα ο Λυσιθείδης, που αφενός ήταν φίλος του Kάλλιπου και αφετέρου μεσολαβητής στην υπόθεση, δεν θα έσπευδε να καταγγείλει αμέσως τον πατέρα μου για αθέτηση της διαιτησίας, τη στιγμή που ο ίδιος ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνει δικαστής του εαυτού του. Mια πρώτη απόδειξη πως εγώ λέω την αλήθεια και αυτοί ψέματα είναι το γεγονός ότι ο Λυσιθείδης θα κατήγγειλε τον πατέρα μου και ότι εγώ τώρα θα δικαζόμουν για εξαίρεση και όχι για χρηματική αποζημίωση· επιπλέον, θα προσαγάγω μάρτυρες όσους ήταν παρόντες κάθε φορά στις συναντήσεις του πατέρα μου με αυτόν εδώ, οι οποίες έγιναν παρουσία του Λυσιθείδη.

Mάρτυρες

Ότι, αφενός, τότε δεν πρότεινε στον πατέρα μου να ορκιστεί, ενώ τώρα που εκείνος έχει πεθάνει, λέει ψέματα εναντίον του, και βάζει τους φίλους του να ψευδομαρτυρούν εύκολα εναντίον μου, είναι εύκολο να το καταλάβετε τόσο από τα αποδεικτικά στοιχεία όσο και από την κατάθεση. Ότι, αφετέρου, εγώ ήμουν πρόθυμος να του δώσω για λογαριασμό του πατέρα μου τον όρκο που ορίζει ο νόμος, στην περίπτωση που δικάζεται ο κληρονόμος σε αγωγή εναντίον κάποιου που έχει πεθάνει, ότι δεν μου φαίνεται ούτε πως ο πατέρα μου συμφώνησε να του δώσει τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε ο Λύκωνας, ούτε πως ο Λύκωνας τον σύστησε στον πατέρα μου, και ο Φορμίωνας ήταν πρόθυμος να ορκιστεί ότι πράγματι ο ίδιος συζήτησε με τον Λύκωνα μπροστά στον Aρχεβιάδη και τον διέταξε να δώσει τα χρήματα στον Kηφισιάδη, και ο Aρχεβιάδης του γνώρισε τον Kηφισιάδη, και όταν ο Kάλλιπος πήγε για πρώτη φορά στην τράπεζα, λέγοντας ότι έχει πεθάνει ο Λύκωνας και ο ίδιος απαιτεί να δει τα έγγραφα, μήπως ο ξένος έχει αφήσει καθόλου χρήματα, ο ίδιος ο Φορμίωνας ορκίζεται πως πράγματι του έδειξε αμέσως τα έγγραφα, και αφού ο Kάλλιπος είδε ότι ήταν καταγεγραμμένο τα χρήματα να δοθούν στον Kηφισιάδη, έφυγε σιωπηλά, χωρίς ούτε να αμφισβητήσει τίποτε ούτε να προβάλει αντιρρήσεις για τα χρήματα, για αυτά θα σας αναγνωστούν και οι δύο καταθέσεις και ο νόμος.

Kαταθέσεις. Nόμος.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1964. Δημοσθένους Προς Κάλλιπον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[12] Τοιούτοι μεν υπήρξαν οι λόγοι του Καλλίπου, τους οποίους ο πατήρ μου τη αιτήσει του και διά να φανή εις αυτόν ευχάριστος, επανέλαβεν εις τον Αρχεβιάδην και Κηφισιάδην και εκ τούτων κατά μικρόν προήλθεν η παρούσα δίκη. Προεσεφέρθην να ορκισθώ εις αυτόν διά του μεγίστου όρκου, ότι πράγματι αυτά μου είπεν ο πατήρ μου. [13] Ούτος δε, ο οποίος έχει την αξίωσιν να γίνεται πιστευτός από σας ως λέγων την αλήθειαν, άφησε να περάσουν τρία έτη μετά τας πρώτας συζητήσεις του πατρός μου με τον Αρχεβιάδην και τους άλλους φίλους του Κηφισιάδου, οι οποίοι έλεγον ότι δεν τους ένοιαζε καθόλου διά τον Κάλλιππον και δι' όσα ούτος έλεγε. [14] Ότε δε αντελήφθη ότι ο πατήρ μου ήτο πλέον ασθενής και με δυσκολίαν ανέβαινεν εις την πόλιν, εκινδύνευε δε να χάση την όρασίν του, τότε ήγειρεν εναντίον του αγωγήν, όχι αγωγή δι' επιστροφήν χρημάτων, όπως τώρα, αλλά δι' αποζημίωσιν, στηρίζων την αγωγήν του εις το ότι ο πατήρ μου παρέδωσεν εις τον Κηφισιάδην τα χρήματα, τα οποία άφησεν εις την τράπεζάν του ο Λύκων εξ Ηρακλείας, ενώ ήτο υποχρεωμένος να μη τα παραδώση κατά την απουσίαν του. Αφού δε ήγειρεν αγωγήν, απέσυρε την μήνυσίν του προς τον δημόσιον διαιτητήν και εκάλεσε τον αντίδικόν του να παραπέμψη την υπόθεσιν εις την διαιτησίαν του Λυσιθείδου, όστις ήτο φίλος του και φίλος του Ισοκράτους και Αφαρέως, γνωστός δε του πατρός μου. [15] Ο πατήρ μου συγκατετέθη, και εφ' όσον ούτος έζη, ο Λυσιθείδης, καίτοι συνεδέετο τόσον στενά με αυτούς, δεν ετόλμησε να διαπράξη αδικίαν εις βάρος μας. Και όμως μερικοί από τους οικείους του Καλλίππου εφάνησαν τόσον αναίσχυντοι, ώστε ετόλμησαν να μαρτυρήσουν, ότι ο μεν Κάλλιππος εζήτησεν από τον πατέρα μου να ορκισθή, ο δε πατήρ μου δεν ήθελε να ορκισθή ενώπιον του Λυσιθείδου· και νομίζουν ότι θα σας πείσουν, ότι ο Λυσιθείδης, στενός φίλος του Καλλίππου και επιφορτισθείς με την διαιτησίαν, θα εδίσταζε να εκδώση αμέσως διαιτητικήν απόφασιν κατά του πατρός μου, αφού ο πατήρ μου δεν ήθελε να γίνη ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. [16] Ότι δε εγώ μεν λέγω την αλήθειαν, ούτοι δε ψεύδονται, τούτο πρώτον ας χρησιμεύση εις σας ως απόδειξις, ότι ο Λυσιθείδης θα εξέδιδε καταδικαστικήν απόφασιν κατά του πατρός μου και εγώ θα εδιωκόμην τώρα διά την εκτέλεσιν της αποφάσεως ταύτης και όχι δι' επιστροφήν χρημάτων. Προς τούτοις θα σας παρουσιάσω ως μάρτυρας εκείνους, οι οποίοι παρευρέθησαν εις όλας τας συγκεντρώσεις και των δύο μερών που έγιναν εις τον Λυσιθείδην.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

[17] Ότι μεν λοιπόν χωρίς να προσκαλέση τότε τον πατέρα μου, να ορκισθή, τώρα ψεύδεται εις βάρος της μνήμης εκείνου και ευκόλως παρουσιάζει τους φίλους του να μαρτυρούν ψευδή εναντίον μου, τούτο είναι εύκολον να αντιληφθήτε και από τας αποδείξεις και από τας ενώπιόν σας γενομένας μαρτυρίας. Αντιθέτως εγώ προσεφέρθην να ορκισθώ εις αυτόν, υπέρ του πατρός μου, ως ορίζει ο νόμος, όταν ένας κληρονόμος δικάζεται δι' απαίτησιν εναντίον του πατρός του, προσεφέρθην δε να ορκισθώ, [18] ότι δεν εγνώριζον ότι ο πατήρ μου ανέλαβε την υποχρέωσιν να παραδώση τα χρήματα εις τον Κάλλιππον, τα οποία άφησεν ο Λύκων, ούτε ότι ούτος συνέστησεν εις τον πατέρα μου τον Κάλλιππον· αφ' ετέρου ο Φορμίων με την σειράν του προσεφέρθη να ορκισθή, ότι ο ίδιος εκανόνισε τους λογαριασμούς του Λύκωνος ενώπιον του Αρχεβιάδου, ότι έλαβεν εντολήν να καταβάλη τα χρήματα εις τον Κηφισιάδην, ότι ο Κηφισιάδης συνεστήθη εις αυτόν υπό του Αρχεβιάδου, [19] ότι την πρώτην φοράν που ο Κάλλιππος παρουσιάσθη εις την τράπεζαν λέγων ότι ο Λύκων είχεν αποθάνει και ζητών να συμβουλευθή τα βιβλία τους, διά να ίδη εάν ούτος είχεν αφήσει χρήματα, ο Φορμίων αμέσως του παρουσίασε τα βιβλία, και ότι ο Κάλλιππος, αφού είδεν εις τας σημειώσεις να γράφεται «να αποδοθούν εις τον Κηφισιάδην» ανεχώρησε χωρίς να είπη τίποτε, χωρίς να εγείρη αξιώσεις και χωρίς να φέρη αντίρρησιν δια την πληρωμήν· δι' αυτά θα σας αναγνωσθούν αι δύο μαρτυρίαι και ο νόμος.