Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1960. Δημοσθένους Λόγοι. Περί των Συμμοριών, Υπέρ Μεγαλοπολιτών, Υπέρ της Ροδίων ελευθερίας, Περί συντάξεως. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[24] Όσον αφορά δε τα χρήματα και κάποιον φανερόν τρόπον προς εύρεσιν αυτών, γνωρίζω μεν ότι μέλλω να λέγω λόγον παράδοξον, αλλ' όμως θα τον είπω· διότι πιστεύω, ότι, αν κανείς σωφρονή, θα εύρη ότι μόνος εγώ θα φανώ ότι έχω ειπεί τα αληθή και μέλλοντα να συμβούν. Εγώ διισχυρίζομαι ότι πρέπει να μη ομιλώμεν επί του παρόντος περί χρημάτων· διότι νομίζω, ότι υπάρχουν χρήματα, αν παραστή ανάγκη, και πολλά και τα οποία δυνάμεθα να πορισθώμεν εντίμως και δικαίως· ταύτα δε τα χρήματα αν μεν ζητώμεν από τώρα, θα φθάσωμεν εις σημείον να νομίζωμεν, ότι θα μας λείψουν, όταν τα θέλωμεν· αντιθέτως, αν παύσωμεν να ομιλώμεν τώρα δι' αυτά, θα τα έχωμεν. Ποία λοιπόν είναι αυτά τα χρήματα, τα οποία τώρα μεν δεν υπάρχουν, θα υπάρξουν δε τότε; Βεβαίως τούτο είναι όμοιον με αίνιγμα. [25] Εγώ όμως θα το διασαφήσω. Βλέπετε, άνδρες Αθηναίοι, όλην αυτήν την πόλιν. Εις ταύτην υπάρχουν χρήματα δυνάμενα να συγκριθούν με τα χρήματα όλων των άλλων πόλεων· οι έχοντες όμως ταύτα έχουν τοιαύτην υποκρισίαν, ώστε, εάν πάντες οι ρήτορες τους εφόβιζον, ότι θα έλθη ο βασιλεύς, ότι είναι ήδη παρών, ότι είναι αδύνατον να προληφθή η επίθεσίς του, και αν ίσοι κατά το πλήθος μάντεις ήθελον προλέγει ταύτα, όχι μόνον δεν θα εισέφερον τίποτε, αλλά και θα απέκρυπτον και θα ηρνούντο την περιουσίαν των. [26] Εάν όμως όσα τώρα διά των λόγων παρίστανται φοβερά ήθελον αντιληφθή πραττόμενα, κανείς δεν θα ήτο τόσον ηλίθιος, ώστε να μη θέλη να δώση και να συνεισφέρη πρώτος· διότι ποίος θα προτιμήση να καταστραφή με ό,τι έχει παρά να συνεισφέρη μέρος της περιουσίας του προς σωτηρίαν του εαυτού του και του υπολοίπου της περιουσίας του; Χρήματα μεν λοιπόν τότε λέγω, ότι θα υπάρξουν, αν πραγματικώς υπάρξη ανάγκη, πρωτύτερα όμως όχι· διά τούτο ουδέ να ζητήτε αυτά σας προτρέπω· διότι όσα τώρα ηθέλετε συγκεντρώσει, αν ηθέλετε επιθυμήσει τούτο, θα ήσαν κατά τρόπον γελοίον πολύ κατώτερα του μηδενός.

[27] Εμπρός λοιπόν, θα προτείνη κάποιος να εισφέρουν οι πολίται το εκατοστόν της περιουσίας των; Η φορολογία αύτη θα αποδώση εξήκοντα τάλαντα. Αλλά κάποιος άλλος θα προτείνη να εισφέρουν το διπλάσιον, δηλαδή το πεντηκοστόν της περιουσίας των; Λοιπόν η φορολογία αύτη θα αποδώση εκατόν είκοσι τάλαντα· και τι είναι τούτο εν σχέσει προς τας χιλίας διακοσίας καμήλους που φέρουν τα χρήματα του βασιλέως; Αλλά θέλετε να ορίσω να πληρώσετε το δωδέκατον της περιουσίας, δηλαδή πεντακόσια τάλαντα; Αλλά δεν ηθέλετε βαστάξει τόσον μεγάλην φορολογίαν, ούτε τα χρήματα ταύτα, αν ηθέλετε καταθέσει αυτά, αρκούν διά τον πόλεμον. [28] Επομένως πρέπει σεις όλα μεν τα άλλα να παρασκευάσετε, τα δε χρήματα τώρα μεν να αφήσετε όσους τα έχουν να τα έχουν (διότι πουθενά αλλού δεν ήθελεν φυλαχθή τα χρήματα διά το συμφέρον της πόλεως), εάν δε ποτέ έλθη αυτή η περίστασις, τότε να λαμβάνετε αυτά παρ' αυτών συνεισφερόντων εκουσίως. Ταύτα δε και δυνατά είναι, άνδρες Αθηναίοι, και να τα πράττετε έντιμα και συμφέροντα και κατάλληλα να αναγγελθούν εις τον βασιλέα διά σας και ουχί ολίγος φόβος ήθελε προξενηθή εις εκείνον εξ αιτίας τούτων.

[29] Γνωρίζει μεν βέβαια, ότι με διακοσίας τριήρεις, εκ των οποίων τας εκατόν εδώσαμεν ημείς, οι πρόγονοι αυτού έχασαν χίλια πλοία, θα μάθη δε ότι ημείς μόνοι έχομεν παρασκευάσει τριακόσια πλοία, ώστε καθόλου να μη νομίση, και αν ακόμη είναι πολύ τρελλός, ότι είναι εύκολον να κάμη την πόλιν μας εχθράν. Αλλ' όμως εάν βέβαια παρασύρεται να καυχάται διά τα χρήματά του, θα αντιληφθή ότι αυτά τα μέσα του θα είναι ολιγώτερον ασφαλή από τα ιδικά σας. [30] Ούτος μεν βέβαια, όπως λέγουν, συναθροίζει πολύν χρυσόν, αλλ' αν δώση αυτόν εδώ και εκεί (αλλ' αν τον διανείμη εδώ και εκεί), θα αναγκασθή να ζητήση άλλον· διότι και αι κρήναι και τα φρέατα εκ φύσεως στειρεύουν, όταν κανείς λαμβάνη εξ αυτών πολύ μαζύ ύδωρ και πολλάς φοράς· όσον αφορά δε ημάς θα μάθη ότι το κεφάλαιόν μας είναι η περιουσία της χώρας ανερχομένη εις εξ χιλιάδας τάλαντα· υπέρ της οποίας πώς μεν θα αποκρούσωμεν τους μέλλοντας από αυτούς (τους Πέρσας) να επέλθουν, ήθελον γνωρίζει άριστα οι εκ των προγόνων αυτού αγωνισθέντες εν Μαραθώνι, εφ' όσον δε η χώρα αύτη είναι ιδική μας, δεν είναι δυνατόν βέβαια να μας λείψουν χρήματα.

[31] Προσέτι δε μου φαίνεται ότι δεν είναι αληθές και εκείνο που φοβούνται μερικοί, μήπως δηλαδή, με τα χρήματα που έχει, συναθροίση πολύν μισθοφορικόν στρατόν. Εγώ δηλαδή νομίζω ότι εναντίον μεν της Αιγύπτου και του Ορόντου και μερικών άλλων βαρβάρων πολλοί εκ των Ελλήνων ήθελον επιθυμήσει να εκστρατεύσουν ως μισθοφόροι του βασιλέως, ουχί διά να υποτάξη ούτος κάποιον εκ τούτων, αλλά διά να απαλλαγή έκαστος της πενίας που έχει, αποκτών κάποιαν ευπορίαν· εναντίον δε της Ελλάδος, νομίζω ότι κανείς Έλλην δεν ήθελεν εκστρατεύσει. Διότι πού θα τραπή αυτός μετά ταύτα; Θα μεταβή εις την Φρυγίαν διά να γίνη εκεί δούλος; [32] Διότι ο προς τον βασιλέα πόλεμος δεν γίνεται διά τίποτε άλλο παρά διά την εθνικήν χώραν, την ζωήν, τα έθιμα, την γλώσσαν και τα τοιαύτα. Ποίος λοιπόν είναι τόσον δυστυχής ώστε να θελήση να εγκαταλείψη ένεκα μικρού κέρδους του εαυτού του, τους γονείς, τους τάφους, την πατρίδα του; Εγώ βεβαίως νομίζω ότι κανείς δεν θα κάμη αυτό. Αλλ' όμως ουδ' εις εκείνον είναι συμφέρον να νικήσουν οι μισθοφόροι τους Έλληνας, διότι οι νικηταί ημών είναι προ πολλού βεβαίως ανώτεροι εκείνου· δεν θέλει δε εκείνος, αφού καταστρέψη ημάς, να είμεθα υπό την εξουσίαν άλλων, αλλά κατ' εξοχήν όλων μεν να άρχη, αν δε τούτο είναι αδύνατον, να άρχη των υπαρχόντων εις αυτόν δούλων.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος & Ν.Γ. Κασιμάκος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Λόγοι. V, Περί συντάξεως, Περί των συμμοριών, Περί της των Ροδίων Ελευθερίας, Υπέρ Μεγαλοπολιτών, Περί της ατελείας προς Λεπτίνην. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[24] Όσον αφορά δε τα χρήματα και κάποιον φανερόν τρόπον προς εύρεσιν αυτών, γνωρίζω μεν ότι μέλλω να λέγω λόγον παράδοξον, αλλ' όμως θα τον είπω· διότι πιστεύω, ότι, αν κανείς σκέπτεται ορθώς, μόνος εγώ θα φανώ ότι έχω ειπεί τα αληθή και μέλλοντα να συμβούν. Εγώ διισχυρίζομαι, ότι έχομεν καθήκον να μη ομιλώμεν επί του παρόντος περί χρημάτων· διότι νομίζω, ότι υπάρχουν χρήματα, αν παραστή ανάγκη και πολλά και δυνάμενα να πορισθούν εντίμως και δικαίως· ταύτα δε τα χρήματα αν μεν ζητώμεν από τώρα, θα φθάσωμεν εις σημείον να νομίζωμεν, ότι θα μας λείψουν, όταν τα θελήσωμεν· αντιθέτως, αν παύσωμεν τώρα να ομιλώμεν δι' αυτά, θα τα έχωμεν. Ποία λοιπόν είναι αυτά τα χρήματα τα οποία τώρα μεν δεν υπάρχουν, θα υπάρξουν δε τότε; Βεβαίως τούτο είναι όμοιον με αίνιγμα. [25] Εγώ όμως θα το διασαφήσω. Βλέπετε, ω άνδρες Αθηναίοι, όλην αυτήν την πόλιν. Εις ταύτην υπάρχουν χρήματα δυνάμενα να συγκριθούν προς τα χρήματα όλων των άλλων πόλεων· οι έχοντες όμως ταύτα έχουν τοιαύτην νοοτροπίαν, ώστε, εάν πάντες οι ρήτορες ήθελον φοβίζει αυτούς, ότι θα έλθη ο βασιλεύς, ότι είναι ήδη παρών, ότι είναι αδύνατον να προληφθή η επίθεσίς του και αν ίσοι κατά το πλήθος με τους ρήτορας μάντεις ήθελον προλέγει ταύτα, ου μόνον δεν ήθελον εισφέρει τίποτε, αλλά και ήθελον κρύψει και αρνηθή την περιουσίαν των. [26] Εάν όμως όσα τώρα διά των λόγων παρίστανται φοβερά ήθελον αντιληφθή πραττόμενα, ουδείς ήθελεν είναι τόσον ηλίθιος, ώστε αυτός δεν ήθελε δώσει και πρώτος συνεισφέρει· διότι ποίος θα προτιμήση να καταστραφή με ό,τι έχει παρά να συνεισφέρη μέρος της περιουσίας του προς σωτηρίαν του εαυτού του και της υπολοίπου περιουσίας του; Χρήματα μεν λοιπόν τότε λέγω, ότι θα υπάρξουν, αν πραγματικώς υπάρχη ανάγκη, πρωτύτερα όμως όχι· διά τούτο ουδέ να ζητήτε αυτά σας προτρέπω· διότι όσα τώρα ηθέλετε πορισθή, αν ηθέλετε επιθυμήσει να πορισθήτε τοιαύτα, είναι πράγμα πλέον καταγέλαστον, από το να μη κάμετε τίποτε. [27] Εμπρός λοιπόν, θα προτείνη κάποιος να εισφέρουν οι πολίται το εκατοστόν της περιουσίας των; Λοιπόν η φορολογία αυτή θα αποδώση εξήκοντα τάλαντα. Αλλά κάποιος άλλος θα προτείνη το διπλούν, δηλαδή να εισφέρουν το πεντηκοστόν μέρος της περιουσίας; Λοιπόν η φορολογία αύτη θα αποδώση εκατόν είκοσι τάλαντα· και τι είναι τούτο εν σχέσει προς τας χιλίας διακοσίας καμήλους, αι οποίαι φέρουν τα χρήματα του βασιλέως; Αλλά θέλετε να ορίσω να πληρώσετε το δωδέκατον της περιουσίας, δηλ. πεντακόσια τάλαντα; Αλλ' ούτε ηθέλετε βαστάξει τόσον μεγάλην φορολογίαν, ούτε τα χρήματα αυτά, αν ηθέλετε καταθέσει αυτά, αρκούν διά τον πόλεμον. [28] Επομένως πρέπει σεις όλα μεν τα άλλα να παρασκευάσετε, τα δε χρήματα τώρα μεν να αφήσετε όσους τα έχουν να τα έχουν (διότι πουθενά αλλού δεν ήθελον σωθή τα χρήματα καλύτερα προς το συμφέρον της πόλεως), εάν δε έλθη ποτέ αυτή η περίστασις, τότε να λαμβάνετε αυτά παρ' αυτών συνεισφερόντων θεληματικώς. Ταύτα δε και δυνατά είναι, ω άνδρες Αθηναίοι, και να τα πράττετε έντιμα και συμφέροντα και κατάλληλα να απαγγελθούν εις τον βασιλέα διά σας και ουχί ολίγος φόβος ήθελε προξενηθή εις εκείνον εξ αιτίας τούτων.

[29] Γνωρίζει μεν βέβαια, ότι με διακοσίας τριήρεις, εκ των οποίων τας εκατόν εδώσαμεν ημείς, οι πρόγονοι αυτού έχασαν χίλια πλοία, θα μάθη δε, ότι ημείς μόνοι έχομεν τριακόσια πλοία παρασκευάσει, ώστε όλως διόλου να μη νομίση και ακόμη αν είναι πολύ τρελλός, ότι είναι εύκολον να κάμη την πόλιν μας εχθράν. Αλλ' όμως εάν βέβαια παρασύρεται να καυχάται διά τα χρήματά του, και αυτά τα μέσα του θα εύρη ότι είναι ασθενέστερα των ιδικών μας. [30] Ούτος μεν βέβαια, όπως λέγουν, συναθροίζει πολύν χρυσόν, αλλ' αν δώση τούτον εδώ και εκεί, θα αναγκασθή να ζητήση άλλον· διότι και αι κρήναι και τα φρέατα εκ φύσεως στειρεύουν, όταν κανείς λαμβάνη εξ αυτών πολύ μαζί ύδωρ και πολλάς φοράς· όσον δ' αφορά ημάς θα μάθη ότι το κεφάλαιόν μας είναι η περιουσία της χώρας ανερχόμενη εις εξ χιλιάδας τάλαντα· υπέρ της οποίας πώς μεν θα αμυνθώμεν τους μέλλοντας να επέλθουν από αυτούς, ήθελον γνωρίζει άριστα οι εκ των προγόνων αυτού αγωνισθέντες εν Μαραθώνι, εφ' όσον δε η χώρα αύτη είναι ιδική μας, δεν είναι δυνατόν βέβαια να μας λείψουν χρήματα.

[31] Προσέτι δε μου φαίνεται ότι δεν είναι αληθές και εκείνο που φοβούνται μερικοί, μήπως δηλ. με τα χρήματα που έχει συναθροίσει πολύ μισθοφορικόν στρατόν. Εγώ δηλαδή νομίζω ότι εναντίον μεν της Αιγύπτου και του Ορόντου και μερικών άλλων βαρβάρων πολλοί εκ των Ελλήνων ήθελον επιθυμήσει να εκστρατεύσουν ως μισθοφόροι του βασιλέως, ουχί διά να υποτάξη ούτος κάποιον εκ τούτων, αλλά διά να απαλλαγή έκαστος της πενίας που έχει αποκτών κάποιαν ευπορίαν· εναντίον δε της Ελλάδος νομίζω, ότι κανείς Έλλην δεν ήθελεν εκστρατεύσει. Διότι πού θα τραπή αυτός μετά ταύτα; Θα έλθη εις την Φρυγίαν διά να είναι εκεί δούλος; [32] Διότι ο προς τον βασιλέα πόλεμος δεν γίνεται διά τίποτε άλλο, παρά διά την χώραν και την ζωήν και τα ήθη και την ελευθερίαν και τα τοιαύτα. Ποίος λοιπόν είναι τόσον δυστυχής, όστις τον εαυτόν του, τους γονείς, τους τάφους, την πατρίδα ένεκα μικρού κέρδους θα θελήση να εγκαταλείψη; Εγώ βεβαίως νομίζω, ότι κανείς δεν θα κάμη τούτο. Αλλ' όμως ουδ' εις εκείνον είναι συμφέρον να νικήσουν τους Έλληνας μισθοφόροι· διότι οι νικηταί ημών είναι προ πολλού βεβαίως ανώτεροι εκείνου· δεν θέλει δε εκείνος καταστρέψας ημάς να είμεθα υπό την εξουσίαν άλλων, αλλά κατ' εξοχήν όλων μεν να άρχη, εάν δε τούτο είναι αδύνατον, να άρχη των υπαρχόντων δούλων εις αυτόν.