Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Επειδή, όπως είπαμε στην αρχή, υπάρχουν τριών ειδών φιλίες, (35) και ότι σε κάθε μια απ' αυτές οι φίλοι ή είναι ίσοι ή υπερέχει ο ένας σχετικά με τον άλλο (γιατί οι άνθρωποι ανώτεροι μπορούν να είναι φίλοι μεταξύ τους τόσο, όσο και καλύτεροι με χειρότερους· [1162b] επίσης μπορεί να είναι μεταξύ τους σε ίσο ή άνισο βαθμό ευχάριστοι, και στην φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον να παρέχουν οι μεν στους δε άνισες ωφέλειες), πρέπει οι μεταξύ τους ίσοι να διατηρούν αυτήν την ισότητα και σχετικά με τα φιλικά τους αισθήματα, ενώ οι άνισοι πρέπει να γίνονται ίσοι με την παροχή αναλόγου ανταλλάγματος στους ανωτέρους τους.

(5) Το ότι στη φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον και μόνο, ή, προπαντός σ' αυτήν, δημιουργούνται προστριβές, είναι αυτονόητο. Εκείνοι που τους συνέδεσε με βασιλικούς δεσμούς η αρετή, προθυμοποιούνται να δίνουν ο ένας στον άλλο ωφέλειες (γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρετής και της φιλίας), εφόσον δεν αμιλλώνται γι' αυτό, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν κατηγορίες και προστριβές (10) (αφού κανένας δεν μπορεί να εχθρεύεται εκείνον που τον αγαπά και τον ευεργετεί, αν είναι μάλιστα ευγενής, του ανταποδίδει τα ίσα. Αλλά κι αυτός που δίνει περισσότερα απ' όσα παίρνει, δεν θα κατηγορήσει γι' αυτό τον φίλο του, εφόσον και ο ένας και ο άλλος απολαμβάνουν ό,τι ποθούν, εφόσον κι οι δύο επιδιώκουν το αγαθό). Αλλά και στη φιλία που βασίζεται στην ευχαρίστηση δεν δημιουργούνται αντεγκλήσεις και παράπονα, αφού κι οι δυο φίλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, εφόσον παρέχει ο ένας στον άλλον απόλαυση. (15) Άλλωστε θα φαινόταν, αν ο ένας κατηγορούσε τον άλλο, ότι η συναναστροφή του δεν είναι ευχάριστη, αφού απ' αυτόν εξαρτάται να μην τον κάνει παρέα. Αντίθετα η φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον προκαλεί παράπονα και προστριβές, γιατί οι άνθρωποι στην περίπτωση αυτή συνδέονται μεταξύ τους για χάρη αμοιβαίας εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Επιθυμούν πάντοτε να παίρνουν περισσότερα απ' όσα πρέπει, και παραπονιούνται φανταζόμενοι, ότι δεν τους δίνουν όσα δικαιούνται να παίρνουν, (20) και οι ευεργέτες δεν μπορούν να επαρκούν στο να παρέχουν όσα χρειάζονται αυτοί που ευεργετούνται. Και φαίνεται ότι όπως το δίκαιο έχει διπλή φύση, δηλ. το άγραφο και το διατυπωμένο σε νόμο, έτσι κι η συμφεροντολογική φιλία έχει κι αυτή χαρακτήρα εν μέρει ηθικό και εν μέρει νομικό. Οι προστριβές γεννιούνται, τις περισσότερες φορές, όταν παροχές και αντιπαροχές δεν γίνονται σύμφωνα με το πνεύμα που μας ενέπνεε, τον καιρό που αναλαμβάναμε αμοιβαίες υποχρεώσεις. (25) Αλλά η νομική φιλία επιτελείται με βάση ρητών όρων, και άλλοτε είναι καθαρής εμπορικής φύσεως, όπως λέμε «χέρι με χέρι», άλλοτε συνάπτεται με περισσότερη ελευθεριότητα και επί προθεσμία, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε παροχές και αντιπαροχές καθορίζονται με συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση είναι σαφής και δεν επιδέχεται αντιλογία, και η φιλία λαμβάνεται υπ' όψη, μονάχα εφόσον πρόκειται για αναβολή της αντιπαροχής. Γι' αυτό μερικοί δεν βλέπουν αφορμή διεξαγωγής δικών στην προκειμένη περίπτωση, (30) έχοντας τη γνώμη ότι πρέπει ν' αγαπούν όσους έκαμαν τις συναλλαγές τους με καλή την πίστη.

Η ηθική φιλία δεν στηρίζεται σε ρητά διατυπωμένες αμοιβαίες υποχρεώσεις, αλλά σ' αυτήν κάθε παροχή, δωρεά ή κάτι άλλο, εμφανίζεται σαν δείγμα φιλίας. Όμως ο ευεργέτης κρίνει ότι πρέπει να παίρνει τα ίσα ή περισσότερα απ' όσα δίνει, σα να μην επρόκειτο για δωρεά αλλά για δάνειο, κι όταν η αντιπαροχή δεν γίνεται όπως ακριβώς έγινε η παροχή, γεννιούνται αντεγκλήσεις, κι αυτό συμβαίνει (35) επειδή όλοι οι άνθρωποι ή οι περισσότεροι απ' αυτούς επιθυμούν τα (ηθικώς) ωραία πράγματα, αλλά προτιμούν τα ωφέλιμα. Ωραίο είναι να ευεργετεί κανείς, χωρίς να ευεργετείται, [1163a] αλλά το να ευεργετείται είναι ωφέλιμο.

Ώστε όποιος μπορεί πρέπει να ανταποδίδει την αξία εκείνων που έλαβε, και μάλιστα με τη θέλησή του, γιατί δεν πρέπει να συνάπτουμε φιλικούς δεσμούς παρά την θέλησή μας. Πρέπει, λοιπόν, να ενεργούμε, σα να απατηθήκαμε αμέσως από τη αρχή, όταν ευεργετηθήκαμε, από κάποιο πρόσωπο, που δεν είχε υποχρέωση να μας ευεργετήσει, γιατί μια τέτοια ευεργεσία δε θα προερχόταν από ένα φίλο, (5) ούτε από πρόσωπο που θα μας ευεργετούσε εμπνευσμένο από αληθινή φιλία. Γι' αυτό, λοιπόν, πρέπει να εκτελούμε την υποχρέωσή μας ακριβώς, σα να δεχόμασταν την ευεργεσία με τον ρητό όρο ίσης ανταπόδοσης. Και τότε θ' αναλαμβάναμε την υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε κατά δύναμη την ευεργεσία. Αν όμως δε μπορούμε να το κάμουμε, τότε ούτε αυτός που έδωσε θ' απαιτήσει ανταπόδοση της υπηρεσίας που μας παρέχει. Ώστε, εφόσον είμαστε σε θέση, έχουμε υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε την ευεργεσία που μας έκαμαν. Σύμφωνα μ' αυτά πρέπει να εξετάζουμε αμέσως από την αρχή από ποιον και με ποιους όρους παίρνουμε τις ευεργεσίες, για να μαθαίνουμε αν πρέπει να τα δεχόμαστε ή να τ' αποκρούουμε. (10) Αμφισβητήσιμο είναι στην προκειμένη περίπτωση, αν πρέπει να υπολογίζει κανείς την αντιπαροχή σύμφωνα με την ωφέλεια που απεκόμισε αυτός που πήρε από την παροχή, και να ρυθμίζει σχετικά την ανταπόδοση, ή αν πρέπει να κάμνει αυτό σύμφωνα με την αξία που είχε η παροχή γι' αυτόν που την έδωσε. Γιατί εκείνοι που παίρνουν, μικραίνουν τα πράγματα και λένε ότι παίρνουν απ' αυτούς που δίνουν ό,τι έχει μικρή σημασία γι' αυτούς και ό,τι θα μπορούσαν να το παίρνουν κι από άλλους. Αντίθετα αυτοί που δίνουν ισχυρίζονται ότι τους έδωσαν τα πάρα πολύ μεγάλης αξίας πράγματα (15) που δεν θα ήταν δυνατό ν' αποκτήσουν από άλλους, κι αυτό με κινδύνους ή τέτοιες αντίξοες περιστάσεις.

Αφού, λοιπόν, πρόκειται για φιλία βασιζόμενη στο συμφέρον, πρέπει άραγε να υπολογίζονται με βάση την ωφέλεια που παρέχεται σ' αυτόν που παίρνει, πραγματικά αυτός που λαβαίνει βρίσκεται στην ανάγκη, κι ο ευεργέτης δίνει σ' αυτόν τη βοήθεια με τη σκέψη να πάρει απ' αυτόν ίση παροχή. Ώστε η βοήθεια που παρασχέθηκε, υπολογίζεται σύμφωνα με την ωφέλεια που είχε απ' αυτήν εκείνος που την πήρε. (20) Ώστε πρέπει κανείς ν' ανταποδίδει όσα πήρε, και μάλιστα περισσότερα, πράγμα που είναι (ηθικώς) ωραιότερο. Αλλά στη φιλία που βασίζεται πάνω στην αρετή δεν προκαλούνται αντεγκλήσεις και προστριβές, και σαν κανόνας ισχύει στην προκειμένη περίπτωση η πρόθεση αυτού που δίνει, αφού το κυριότερο γνώρισμα της αρετής και της ηθικής είναι η πρόθεση.

Διακρίσεις υπάρχουν και σχετικά με τους φιλικούς δεσμούς που στηρίζονται στην υπεροχή. (25) Ο καθένας δηλ. απαιτεί να παίρνει περισσότερα, κι αν δεν συμβεί αυτό η φιλία διαλύεται. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία νομίζει πως του ανήκουν μεγαλύτερες αμοιβές (γιατί στον ενάρετο και ικανό άνθρωπο απονέμονται συνήθως περισσότερα αγαθά), και το ίδιο νομίζει και ο πιο χρήσιμος. Λένε ότι ο μη αποδοτικός δεν έχει δικαίωμα ν' απολαμβάνει ίσα πλεονεκτήματα. Αλλιώς δεν θα πρόκειται πια για φιλία, αλλά για υπηρεσία που επιβάλλεται σαν λειτουργία, (30) αν τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την φιλία δεν είναι ανάλογα με τα έργα που προσφέρονται. Νομίζουν δηλ. ότι πρέπει να συμβαίνει στη φιλία ό,τι και στους οικονομικούς συνεταιρισμούς, όπου εκείνοι που καταβάλλουν μεγαλύτερα κεφάλαια αποκομίζουν και μεγαλύτερα κέρδη. Αλλά ο φτωχός και λιγότερο ικανός αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντιστρόφως. Νομίζει δηλ. ότι ο καλός φίλος υποχρεώνεται να βοηθεί τους ενδεείς φίλους του. Γιατί τι ωφελεί να είναι κάποιος φίλος ενός σπουδαίου ανθρώπου ή δυνάστη, (35) αν δεν πρόκειται ν' απολαύσει απ' αυτόν καμίαν ωφέλεια;

[1163b] Και φαίνεται ότι η αξίωση του ενός και του άλλου είναι σωστή, το ότι δηλ. πρέπει να αποκομίζουμε από τη φιλία περισσότερα πλεονεκτήματα, αλλά αυτά δεν ανήκουν σε μια και την ίδια κατηγορία. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία έχει το δικαίωμα ν' απολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές, κι εκείνος που βρίσκεται σε ανάγκη, ν' αποκτά περισσότερα υλικά αγαθά. Γιατί οι τιμές αποτελούν το μέρος της αρετής και της αγαθοεργίας, αλλά την φτώχεια βοηθεί το υλικό κέρδος. (5) Φαίνεται ότι το ίδιο συμβαίνει και κατά την διακυβέρνηση των πολιτειών. Δεν δωρίζουν τιμές σ' εκείνον που δεν προσφέρει κάποιαν υπηρεσία στην κοινότητα. Δεν προσφέρεται ό,τι ανήκει σ' όλους παρά μονάχα σ' εκείνον που προσφέρει σ' όλους τις υπηρεσίες του κι οι τιμές είναι πραγματικά κοινό αγαθό. Γιατί δεν είναι δυνατό να δωροδοκείται κανείς από το δημόσιο και συγχρόνως ν' απολαβαίνει τιμές. Κανένας δεν δέχεται να παραμένει σε κατώτερη κατάσταση, (10)κι έτσι και σ' αυτούς που δεν αμείβονται όπως τους αξίζει με χρήματα, προσφέρονται τιμές, χρήματα όμως σ' αυτούς που δέχονται δώρα. Γιατί το να παίρνει κανείς υπ' όψη του την αξία των ατόμων, θέτει σε ίση μοίρα τους φίλους του και διατηρεί την φιλία όπως είπαμε. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να ρυθμίζονται και οι σχέσεις μεταξύ των άνισης αξίας προσώπων. Αυτός που παίρνει από τη φιλία υλικά κέρδη ή τέτοιας φύσης πλεονεκτήματα, ώστε να ενισχύεται στην αρετή, πρέπει να τα ανταποδίδει, εφόσον είναι δυνατό, (15) επειδή η φιλία επιζητεί το δυνατό κι όχι το ανάλογο με την αξία. Το δεύτερο μάλιστα δεν είναι ευκολοπλησίαστο σε όλα, όπως λ.χ., οι οφειλόμενες τιμές στους θεούς και τους γονιούς. Γιατί κανένας δε μπορεί να τους ανταμείψει σύμφωνα με την αξία τους. Κι εκείνος που εκτελεί απέναντί τους το καθήκον του όσο του είναι δυνατό, είναι ενάρετος άνθρωπος. Γι' αυτό φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται στο γιo ν' απαρνηθεί τον πατέρα του, ενώ στον πατέρα επιτρέπεται ν' απαρνηθεί το γιo. (20) Γιατί ο χρεοφειλέτης, είναι δίκαιο να γυρίζει πίσω τα αγαθά που δόθηκαν σ' αυτόν, κι ο γιος ό,τι κι αν κάμει, δε θα εξοφλήσει ποτέ τις πατρικές ευεργεσίες που του προσφέρθηκαν. Έτσι η οφειλή του απέναντι στον πατέρα θα υπάρχει πάντοτε. Αντίθετα εκείνοι στους οποίους χρωστούμε, όπως π.χ. ο πατέρας, μπορεί να μας απαλλάξουν από το χρέος. Εξ άλλου πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας το ότι κανένας πατέρας δεν φαίνεται να αποκηρύσσει το γυιo του, εκτός αν ο γιος του συμβαίνει να είναι πάρα πολύ κακοήθης (γιατί και εκτός από τα φιλόστοργα συναισθήματα, τα εμπνευσμένα από τη φύση, δεν είναι ανθρώπινο ν' αποκρούει κανείς τη βοήθεια που μπορεί να δοθεί σ' αυτόν). (25) Αν όμως ο γιος είναι διεστραμμένος άνθρωπος, τη βοήθεια που χρωστά να δίνει στον πατέρα του, φαίνεται σ' αυτόν σαν κάτι που μπορεί και ν' αποφύγει ή σαν κάτι ανάξιο να προκαλεί το ενδιαφέρον του. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θέλουν ν' απολαμβάνουν τα αγαθά, αλλά αποφεύγουν να εκτελούν το αγαθό, γιατί δεν φέρνει σ' αυτούς κέρδος.

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Δεδομένου ότι υφίστανται τριών ειδών φιλίαι, καθώς είπομεν εις την αρχήν, (35) και ότι εις εκάστην εξ αυτών οι φίλοι ή είναι ίσοι ή υπερέχει ο είς εν σχέσει προς τον άλλον (διότι άνθρωποι αγαθοί δύνανται να είναι φίλοι μεταξύ των τόσον, [1162b] όσον και καλύτεροι μετά χειροτέρων∙ ωσαύτως δυνατόν να είναι μεταξύ των κατ' ίσον ή άνισον βαθμόν ευχάριστοι, εις δε την επί του συμφέροντος στηριζομένην φιλίαν να παρέχουν οι μεν εις τους δε άνισα ωφελήματα), πρέπει οι μεταξύ των ίσοι να διατηρούν την ισότητα ταύτην και ως προς τα φιλικά των αισθήματα, οι δε άνισοι οφείλουν να γίνωνται ίσοι διά της εις τους ανωτέρους των παροχής αναλόγου ανταλλάγματος.

(5) Το ότι εις την επί του συμφέροντος στηριζομένην φιλίαν και μόνον, ή, προ παντός, εις αυτήν, δημιουργούνται κατηγορίαι και προστριβαί, εννοείται αφ' εαυτού. Εκείνοι, τους οποίους συνέδεσε διά φιλικών δεσμών η αρετή, προθυμοποιούνται να παρέχουν ο είς εις τον άλλον ωφελήματα (διότι τούτο είναι χαρακτηριστικόν γνώρισμα της αρετής και της φιλίας), εφ' όσον δεν συναμιλλώνται δι' αυτό, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κατηγορίαι και προστριβαί ((10) διότι ουδείς δύναται να εχθρεύεται εκείνον, ο οποίος τον αγαπά και τον ευεργετεί, εάν είναι μάλιστα ευγενής, του ανταποδίδει τα ίσα. Αλλά και ο δίδων περισσότερα παρ' όσα λαμβάνει, δεν θα κατηγορήση δι' αυτό τον φίλον του, εφ' όσον και ο είς και ο έτερος απολαμβάνουν ό,τι ποθούν, δεδομένου ότι και οι δύο επιδιώκουν το αγαθόν). Αλλά και εις την επί της τέρψεως εδραζομένην φιλίαν δεν δημιουργούνται αντεγκλήσεις και παράπονα (διότι και οι δύο φίλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, εφ' όσον ο είς παρέχει εις τον άλλον απόλαυσιν. (15) Άλλως τε θα εφαίνετο γελοίον, εάν ο είς θα εμέμφετο τον άλλον ότι η συναναστροφή του δεν είναι ευχάριστος, εφ όσον απόκειται εις αυτόν να μη τον συναναστρέφεται). Τουναντίον η επί του συμφέροντος στηριζομένη φιλία συνεπάγεται παράπονα και προστριβάς, διότι οι άνθρωποι συνδέονται εις την περίπτωσιν ταύτην μεταξύ των χάριν αμοιβαίας εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των, επιθυμούν δε πάντοτε να λαμβάνουν περισσότερα παρ' όσα πρέπει, και παραπονούνται φανταζόμενοι, ότι δεν δίδονται εις αυτούς όσα δικαιούνται να λαμβάνουν, (20) οι δε ευεργετούντες δεν δύνανται να επαρκούν εις το να παρέχουν όσα χρειάζονται οι ευεργετούμενοι. Φαίνεται δε ότι, όπως είναι διττόν το δίκαιον, δηλαδή άγραφον και κατά νόμον, ούτω και η συμφεροντολογική φιλία έχει και αυτή χαρακτήρα εν μέρει μεν ηθικόν εν μέρει δε νομικόν. Αι προστριβαί γεννώνται, ως επί το πλείστον, όταν παροχαί και αντιπαροχαί δεν γίνωνται κατά το πνεύμα που μας ενέπνεε, καθ' ον χρόνον (25) ανελαμβάναμεν αμοιβαίας υποχρεώσεις. Αλλά η μεν νομική φιλία συνάπτεται επί τη βάσει ρητών όρων, και άλλοτε μεν είναι καθαράς εμπορικής φύσως, τρόπον τινά «χέρι με χέρι», άλλοτε δε ελευθεριωτέρα και επί προθεσμία, αλλά κατά τρόπον, ώστε παροχαί και αντιπαροχαί να καθορίζωνται διά συμβολαίου. (Εις την περίπτωσιν ταύτην η υποχρέωσις είναι σαφής και όχι επιδεκτική αντιλογίας, η δε φιλία λαμβάνεται εδώ υπ' όψιν μόνον, εφ' όσον πρόκειται περί αναβολής της αντιπαροχής. Διά τούτο τινές δεν βλέπουν αφορμήν διεξαγωγής δικών εν προκειμένω, (30) φρονούντες ότι πρέπει ν' αγαπούν τους καλή τη πίστει συναλλαγέντας). Η δε ηθική φιλία δεν στηρίζεται επί ρητώς διατυπουμένων αμοιβαίων υποχρεώσεων, αλλ' εις αυτήν κάθε παροχή, δωρεά ή οτιδήποτε άλλο, εμφανίζεται ως δείγμα φιλίας. Πλην όμως ο ευεργετών κρίνει, ότι πρέπει να λαμβάνη τα ίσα ή περισσότερα παρ' όσα δίδει, ως εάν δεν επρόκειτο περί δωρεάς αλλά περί δανείου, όταν δε η αντιπαροχή δεν γίνεται καθ' ον τρόπον λαμβάνει χώραν η παροχή, γεννώνται αντεγκλήσεις, και τούτο συμβαίνει (35) διά το ότι πάντες οι άνθρωποι ή οι πλείστοι εξ αυτών επιθυμούν μεν τα (ηθικώς) ωραία πράγματα, αλλά προκρίνουν τα ωφέλιμα. Ωραίον είναι να ευεργετή κανείς, [1163a] χωρίς να ευεργετήται, αλλά το να ευεργετήται είναι ωφέλιμον.

Όθεν ο δυνάμενος οφείλει ν' ανταποδίδη την αξίαν εκείνων, τα οποία έλαβε, και μάλιστα οικειοθελώς, διότι δεν πρέπει να συνάπτωμεν φιλικούς δεσμούς παρά την θέλησίν μας. Πρέπει λοιπόν να ενεργούμεν, ως εάν ηπατήθημεν ευθύς εξ αρχής, ευεργετηθέντες παρά τινος προσώπου, το οποίον δεν υποχρεούτο να μας ευεργετήση, διότι η τοιαύτη ευεργεσία δεν θα προήρχετο παρ' ενός φίλου, (5) ουδέ παρ' ενός προσώπου, το οποίον θα μας ευηργέτει εμπνεόμενον υπό φιλίας πραγματικής. Διά τούτο λοιπόν οφείλομεν να εκτελούμεν την υποχρέωσίν μας ακριβώς, ως εάν απεδεχόμεθα την ευεργεσίαν υπό τον ρητόν όρον ίσης ανταποδόσεως. Και τότε θ' ανελαμβάναμεν την υποχρέωσιν ν' ανταποδώσωμεν κατά δύναμιν την ευεργεσίαν. Εάν όμως αδυνατούμεν να το πράξωμεν, τότε ούτε ο δους θ' απαιτήση την ανταπόδοσιν της προς ημάς παρασχεθείσης υπηρεσίας. Όθεν, εφ' όσον είμεθα εις θέσιν, οφείλομεν ν' ανταποδίδωμεν την ευεργεσίαν, την οποίαν ελάβαμεν. Κατά ταύτα δέον να εξετάζωμεν ευθύς εξ αρχής παρά ποίου και υπό ποίους όρους λαμβάνομεν ευεργετήματα, διά να μανθάνωμεν αν πρέπει να τ' αποδεχώμεθα ή να τ' αποκρούωμεν. (10) Αμφισβητήσιμον είναι εν προκειμένω, αν πρέπει κανείς να υπολογίζη την αντιπαροχήν συμφώνως προς την ωφέλειαν, την οποίαν απεκόμισεν ο λαβών εκ της παροχής, και να ρυθμίζη σχετικώς την ανταπόδοσιν, ή αν πρέπει να πράττη τούτο συμφώνως προς την αξίαν, την οποίαν είχεν η παροχή διά τον παρασχόντα ταύτην. Διότι οι μεν λαμβάνοντες σμικρύνουν τα πράγματα και λέγουν, ότι λαμβάνουν παρά των διδόντων ό,τι είναι μικράς σημασίας δι' αυτούς και ό,τι θα ηδύναντο να λάβουν και παρ' άλλων. Τουναντίον, (15) οι δίδοντες ισχυρίζονται, ότι παρέσχον εις αυτούς τα μέγιστα, τα οποία δεν θα ήτο δυνατόν ν' αποκτήσουν παρ' άλλων, και τούτο εν μέσω κινδύνων ή τοιούτων αντιξόων περιστάσεων.

Αφού λοιπόν πρόκειται εδώ περί φιλίας εδραζομένης επί του συμφέροντος, πρέπει άραγε τα πάντα να υπολογίζωνται με τον γνώμονα της ωφελείας, της παρεχομένης εις τον λαμβάνοντα; Πράγματι ο λαμβάνων ευρίσκεται εις την ανάγκην, ο δε ευεργετών παρέχει εις αυτόν την βοήθειάν του με την σκέψιν να λάβη παρ' αυτού ίσην παροχήν. Ώστε η παρασχεθείσα βοήθεια υπολογίζεται συμφώνως προς την εξ αυτής ωφέλειαν του λαβόντος. (20) τΌθεν πρέπει κανείς ν' ανταποδίδη όσα έλαβε, και μάλιστα περισσότερα, πράγμα το οποίον είναι (ηθικώς) ωραιότερον. Αλλ' εις την επί της αρετής βασιζομένην φιλίαν δεν γεννώνται αντεγκλήσεις και προστριβαί, ως γνώμων δε ισχύει εν προκειμένω η πρόθεσις του δίδοντος, διότι το κυριώτερον γνώρισμα της αρετής και της ηθικής είναι η πρόθεσις.

Διακρίσεις υπάρχουν και ως προς τους επί της υπεροχής στηριζομένους φιλικούς δεσμούς. (25) Δηλαδή ο καθείς απαιτεί να λαμβάνη περισσότερα, και αν δεν γίνη τούτο, η φιλία διαλύεται. Ο έχων μεγαλυτέραν αξίαν νομίζει, ότι του ανήκουν μεγαλύτεραι αμοιβαί (διότι εις τον χρηστόν και ικανόν άνθρωπον απονέμονται συνήθως περισσότερα αγαθά), το ίδιον δε φρονεί και ο χρησιμώτερος. Λέγουν, ότι ο μη αποδοτικός δεν δικαιούται ν' απολαμβάνη ίσα πλεονεκτήματα. Άλλως δεν θα πρόκειται πλέον περί φιλίας, αλλά περί υπουργήματος, που επιβάλλεται ως λειτουργία, (30) εάν τα εκ της φιλίας προκύπτοντα πλεονεκτήματα δεν είναι ανάλογα με τα παρεχόμενα έργα. Δηλαδή φαντάζονται, ότι πρέπει να συμβαίνη εις την φιλίαν ό,τι και εις τους οικονομικούς συνεταιρισμούς, κατά τους οποίους οι καταβάλλοντες μεγαλύτερα κεφάλαια αποκομίζουν και μεγαλύτερα κέρδη. Αλλ' ο ενδεής και ο ολιγώτερον ικανός αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντιστρόφως, φρονεί δηλαδή, ότι ο καλός φίλος υποχρεούται να βοηθή τους ενδεείς φίλους του. Διότι τι ωφελεί να είναι τις φίλος ενός σπουδαίου ανδρός (35) ή ενός δυνάστου, εάν ουδεμίαν πρόκειται ν' αποκομίση παρ' αυτού ωφέλειαν;

[1163b] Φαίνεται ότι η αξίωσις και του ενός και του άλλου είναι ορθή, δηλαδή το ότι πρέπει ν' αποκομίζωμεν εκ της φιλίας περισσότερα πλεονεκτήματα, αλλά ταύτα δεν ανήκουν εις μίαν και την αυτήν κατηγορίαν. Ο έχων μεγαλυτέραν αξίαν δικαιούται ν' απολαμβάνη μεγαλυτέρας τιμάς, ο δ' ευρισκόμενος εις την ανάγκην ν' αποκτά περισσότερα υλικής φύσεως πλεονεκτήματα. Διότι αι τιμαί αποτελούν το μέρος της αρετής και της αγαθοεργίας, αλλά την ένδειαν βοηθεί (5) το υλικόν κέρδος. Φαίνεται ότι ούτως έχει το πράγμα και κατά την διακυβέρνησιν των πολιτειών. Δεν τιμάται ο μη προσφέρων υπηρεσίαν τινά εις την κοινότητα. Δεν προσφέρεται ό,τι ανήκει εις όλους παρά μόνον εις εκείνον, όστις παρέχει εις όλους τας υπηρεσίας του, αι δε τιμαί είναι πράγματι κοινόν αγαθόν. Διότι δεν είναι δυνατόν να χρηματίζεται κανείς από το δημόσιον και συγχρόνως ν' απολαμβάνη τιμάς. Ουδείς δέχεται να παραμένη εις κατωτέραν κατάστασιν, (10) και τοιουτοτρόπως εις τους μη διά χρημάτων προσηκόντως αμειβομένους προσφέρονται τιμαί, χρήματα δε εις τους δεχομένους δώρα, διότι το να λαμβάνη τις υπ' όψιν του την αξίαν των ατόμων, θέτει εις ίσην μοίραν τους φίλους του και διατηρεί την φιλίαν, καθώς είπομεν. Κατά τον τρόπον τούτον δέον να ρυθμίζωνται και αι μεταξύ προσώπων ανίσου αξίας σχέσεις. Ο αποκομίζων εκ της φιλίας υλικά κέρδη ή τοιαύτης φύσεως πλεονεκτήματα, ώστε να ενισχύεται εις την αρετήν, οφείλει να τα ανταποδίδη, εφ' όσον δύναται, (15) διότι η φιλία επιζητεί το δυνατόν και όχι το κατ' αξίαν. Μάλιστα το δεύτερον δεν είναι εφικτόν ως προς πάντα, λόγου χάριν ως προς τας εις τους θεούς και τους γονείς οφειλομένας τιμάς. Διότι ουδείς δύναται να τους ανταμείψη συμφώνως προς την αξίαν των, εκείνος δε, όστις εκτελεί απέναντί των κατά δύναμιν το καθήκον του, είναι άνθρωπος χρηστός. Διό και φαίνεται, ότι δεν επιτρέπεται εις τον υιόν ν' απαρνηθή τον πατέρα, ενώ εις τον πατέρα επιτρέπεται ν' απαρνηθή τον υιόν. (20) Διότι ο οφείλων, είναι δίκαιον ν' ανταποδίδη τα παρασχεθέντα εις αυτόν αγαθά, ο δε υιός, ό,τι και αν κάμη, δεν θα εξοφλήση ποτέ τας προς αυτόν πατρικάς ευεργεσίας. Ούτως ώστε η έναντι του πατρός του οφειλή θα υφίσταται πάντοτε. Τουναντίον εκείνοι εις τους οποίους οφείλομεν, όπως λ.χ. ο πατήρ, δύνανται να μας απαλλάξουν της οφειλής. Εξ άλλου πρέπει να έχωμεν προ οφθαλμών το ότι ουδείς πατήρ, ως φαίνεται, αποκηρύσσει τον υιόν του, εκτός εάν ο υιός τυγχάνη κακοηθέστατος (διότι και εκτός των φιλοστόργων συναισθημάτων, των εμπνεομένων υπό της φύσεως, δεν είναι ανθρώπινον ν' αποκρούη κανείς την βοήθειαν, την δυναμένην να δοθή εις αυτόν). (25) Αλλ' εάν ο υιός είναι διεστραμμένος άνθρωπος, η βοήθεια, την οποίαν οφείλει να παρέχη εις τον πατέρα του, φαίνεται εις αυτόν ως κάτι, το οποίον ημπορεί και ν' αποφύγη ή ως κάτι ανάξιον να κινή το ενδιαφέρον του. Οι πλείστοι των ανθρώπων θέλουν ν' απολαμβάνουν τα αγαθά, αλλ' αποφεύγουν να εκτελούν το αγαθόν, διότι δεν αποφέρει εις αυτούς κέρδος.