Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[7.75.1] Την μεθεπομένην της ναυμαχίας, όταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης εθεώρησαν, ότι αι ετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή, ο στρατός εξεκίνησε τέλος. [7.75.2] Η κατάστασις των Αθηναίων ήτον αληθώς τρομερά, όχι μόνον από της απόψεως, ότι απήρχοντο, αφού είχαν χάσει ολόκληρον τον στόλον των, και αντί των μεγάλων ελπίδων, με τας οποίας είχαν έλθει, δεν υπελείποντο εις αυτούς παρά κίνδυνοι μόνον δια το κράτος των και τους εαυτούς των, αλλά και δι' όσα έτυχε ν' αντιληφθή έκαστος κατά την εγκατάλειψιν του στρατοπέδου, οδυνηρά δια τους οφθαλμούς και του σώματος και της ψυχής. [7.75.3] Διότι επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, οσάκις κανείς ήθελεν ιδεί επί του εδάφους το πτώμα κανενός εκ των ιδικών του, εβυθίζετο εις λύπην, ανάμικτον με φόβον, ενώ οι ασθενείς και τραυματίαι, οι οποίοι εγκατελείποντο ζώντες, ήσαν δια τους ζώντας πολύ μεγαλητέρα αιτία λύπης ή οι αποθανόντες και ήσαν δυστυχέστεροι από τους πεσόντας. [7.75.4] Διότι δια των ικεσιών και των θρήνων, εις τους οποίους κατέφευγαν, έφεραν τους απερχομένους εις φοβεράν αμηχανίαν. Εζήτουν να τους πάρουν μαζύ τους και εκάλουν ονομαστί κάθε φίλον και συγγενή που έβλεπαν. Εκρεμνώντο επάνω εις τους συντρόφους των του καταυλισμού, την στιγμήν που εκείνοι έφευγαν και τους ηκολούθουν εφόσον ημπορούσαν, όταν δ' αι σωματικαί και αι ψυχικαί δυνάμεις των τους επρόδιδαν, απεσπώντο, εκφέροντες επικλήσεις προς τους θεούς και οιμωγάς, μόλις ακουομένας πλέον. Ως εκ τούτου, ο στρατός ολόκληρος, με οφθαλμούς πλημμυρισμένους από δάκρυα και μη γνωρίζοντες τι να κάμουν, μετά δυσκολίας απεφάσιζαν να ξεκινήσουν, μολονότι επρόκειτο ν' αφίσουν χώραν εχθρικήν, και τα δεινά που είχαν ήδη υποφέρει και τα δεινά που τους επεφύλαττε το άδηλον μέλλον ήσαν τοιαύτα, οποία οσαδήποτε δάκρυα δεν ημπορούσαν ν' ανακουφίσουν. [7.75.5] Επεκράτει ωσαύτως κατήφεια και εντροπή δια την θέσιν, εις την οποίαν είχαν περιέλθει. Ενόμιζε κανείς, τωόντι, ότι απετέλουν ουσιαστικώς όχι στρατόν, αλλά τον διαφεύγοντα πληθυσμόν πόλεως, παραδοθείσης μετά μακράν πολιορκίαν, και μάλιστα πόλεως μεγάλης. Διότι το όλον πλήθος των συναπερχομένων δεν ήτο μικρότερον των σαράντα χιλιάδων. Και όχι μόνον οι άλλοι εβάσταζαν ό,τι καθένας ημπορούσε, αλλά και οι οπλίται και οι ιππείς, παρά την επικρατούσαν δι' αυτούς τουλάχιστον συνήθειαν, εσήκωναν οι ίδιοι τα τρόφιμά των, άλλοι μεν δι' έλλειψιν υπηρετών και άλλοι ένεκα δυσπιστίας προς αυτούς, καθ' όσον πολλοί εκ τούτων είχαν αυτομολήσει καί προηγουμένως, αλλ' οι πλείστοι, αμέσως μετά την τελευταίαν ήτταν. [7.75.6] Αλλά και τα τρόφιμα αυτά ήσαν ανεπαρκή, διότι αι τροφαί του στρατοπέδου είχαν εξαντληθή. Και η άλλη αθλιότης, μολονότι το γεγονός, ότι όλοι εσυμμερίζοντο εξ ίσου το κακόν, έφερεν, όπως κάθε κοινή μετ' άλλων συμφορά, κάποιαν ανακούφισιν, ήτον εν τούτοις δυσβάστακτος εις την παρούσαν περίστασιν, όταν ιδίως εσυλλογίζοντο από ποίαν λαμπρότητα και δόξαν των πρώτων ημερών είχαν καταλήξει εις τοιαύτην κατάπτωσιν. [7.75.7] Καθ' όσον ουδέποτε, πράγματι, Ελληνικόν στράτευμα υπέστη τοιαύτην μετάπτωσιν τύχης. Ενώ είχαν έλθει δια να υποδουλώσουν άλλους, κατήντησε να φεύγουν εκ φόβου μήπως μάλλον αυτοί αντιθέτως υποδουλωθούν. Αντί των ευχών και των παιάνων, υπό την συνοδείαν των οποίων είχαν εκπλεύσει εκ Πειραιώς, εξεκίνουν τώρα αντιθέτως, ακούοντες λόγους δυσοιώνους. Αντί να επιβαίνουν στόλου ως ναύται, επορεύοντο ήδη πεζή, όλας των τας ελπίδας αναθέτοντες εις τους οπλίτας αντί του στόλου. Και όμως, ένεκα του μεγέθους του επικρεμαμένου ακόμη κινδύνου, όλα αυτά εφαίνοντο εις αυτούς ανεκτά.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[7.75.1] Ύστερ' απ' αυτά, όταν θεώρησαν ο Νικίας κι ο Δημοσθένης πως είχαν ετοιμαστεί όσο γινόταν καλύτερα, ξεσηκώθηκε πια κι ο στρατός να φύγει την τρίτη μέρα μετά τη ναυμαχία. [7.75.2] Και ήταν φοβερό, όχι από μια μόνον άποψη ή ένα περιστατικό, αλλ' απ' όλες τις απόψεις ότι έφευγαν έχοντας χάσει όλα τα καράβια κι ότι αντί για τις μεγάλες τους ελπίδες κιντύνευε τώρα η ίδια τους η ζωή και η ύπαρξη της πολιτείας, αλλά και την ώρα που εγκατέλειπαν το στρατόπεδο τύχαινε στον καθένα να νιώσει βαθύ πόνο γι' αυτά που έβλεπε κι αυτά που συλλογιόταν. [7.75.3] Επειδή δηλαδή είχανε μείνει άθαφτοι κ' οι σκοτωμένοι, όποτε έβλεπε κανείς συγγενή ή φίλο να κείτεται στο χώμα σπάραζε από λύπηση και φόβο. Κ' οι ζωντανοί που παρατούσαν, οι λαβωμένοι κ' οι άρρωστοι προξενούσαν σ' όσους τους έβλεπαν ακόμα πιο βαθιά θλίψη κι από τους νεκρούς ακόμα, κ' η όψη τους ήταν πιο αξιοθρήνητη παρά των πεθαμένων. [7.75.4] Γιατί άπλωναν τα χέρια ικετευτικά και θρηνούσαν, κ' έφερναν σε μεγάλη στενοχώρια όσους έφευγαν, γιατί ζητούσαν να τους πάρουνε μαζί τους και φώναζαν τον καθένα δυνατά αν έβλεπαν πουθενά δικό ή φίλο κι αρπάζονταν από τους συντρόφους της σκηνής τους σερνόμενοι πίσω τους όσο άντεχαν, κι όταν απόκανε κανενός η δύναμη και το κορμί, έπεφτε πίσω θρηνώντας μ' επικλήσεις προς τους θεούς και μ' αναφυλλητά, έτσι που γέμισε κλάμα όλος ο στρατός, και βρίσκονταν απρόθυμοι να ξεκινήσουν με τη διάθεση που είχαν, μ' όλο που έφευγαν από εχτρικά χώματα κ' είχαν πάθει κι όλας συμφορές περ' απ' όσες ξεθυμαίνουνε με τα δάκρυα, και φοβούνταν για τα κρυμμένα μελλούμενα μην πάθουν κι άλλα και χειρότερα. [7.75.5] Και τους είχε πιάσει μελαγχολία και συνάμα κατηγορούσαν τον εαυτό τους. Γιατί δεν έμοιαζαν με τίποτ' άλλο τόσο πολύ, όσο με ολόκληρη πολιτεία που πάρθηκε με πολιορκία και πάει να ξεφύγει κρυφά· και πολιτεία μάλιστα μεγάλη. Γιατί όσοι βάδιζαν μαζί στην πορεία δεν ήταν λιγότεροι από σαράντα χιλιάδες άντρες· κι απ' αυτούς, τόσο οι άλλοι κουβαλούσαν ό,τι χρειαζούμενο μπορούσαν, όσο κ' οι βαριά αρματωμένοι κ' οι καβαλλάρηδες σήκωναν τις προμήθειές τους μόνοι τους, αντίθετα προς τη συνήθεια, άλλοι γιατί δεν είχαν ακολούθους, κι άλλοι γιατί δεν εμπιστεύονταν αυτούς που είχαν· γιατί πολλοί είχαν από καιρό αυτομολήσει προς τον εχτρό, κ' οι περισσότεροι τώρα τελευταία· αλλά κι όσα κουβαλούσαν δεν ήταν αρκετά, [7.75.6] γιατί τρόφιμα δεν υπήρχαν καν στο στρατόπεδο. Κι όλη η άλλη τους δυστυχία, και το πως όλων το μερτικό στις συμφορές ήταν το ίδιο, πράμα που έφερνε κάποια ξαλάφρωση, όμως και με τούτο λογαριαζόταν πολύ βαριά, και το περισσότερο καθώς στοχάζονταν από τι μεγαλοπρέπεια και περηφάνεια της αρχής είχανε φτάσει σε τέτοιο τέλος κ' εξευτελισμό. [7.75.7] Γιατί τούτη ήταν η μεγαλύτερη μετατροπή στην κατάστασή τους, που έτυχε ποτέ σ' Ελληνικό στρατό: αντί να γυρίζουν έχοντας υποτάξει άλλους, κατάντησε τώρα να φοβούνται μην το πάθουν οι ίδιοι, ακριβώς αυτό, κι αντί για τις ευχές και τα πολεμικά τραγούδια που συνόδευαν τότε το ξεκίνημά τους, ξανάφευγαν μέσα στην τέλεια αντίθετη χλαλοή. Στοχάζονταν συνάμα πως πορεύονταν τώρα πεζή αντί ανεβασμένοι στα καράβια και πως στήριζαν τα θάρρη τους στο βαρύ πεζικό αντί για το ναυτικό. Μ' ολ' αυτά, σχετικά με το βάρος του κιντύνου που κρεμόταν ακόμα πάνωθέ τους, και τούτα ακόμα τους φαίνονταν υποφερτά.