Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.35.1] «Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας επρόσθεσε την απαγγελίαν του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν, ότι αρμόζει τοιαύτη ν' απονέμεται τιμή κατά την ταφήν των νεκρών του πολέμου. Αλλ' εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι οποίοι δι' έργων εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι' έργων, οποία είναι όσα βλέπετε παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον αυτήν τελετήν, και να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή έλλειψιν ευγλωττίας του ρήτορος. [2.35.2] Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της αληθείας δυσκόλως γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ ίδιας αντιλήψεως τα γεγονότα και ευνοϊκώς διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση, ότι οι λόγοι του ρήτορος είναι υποδεέστεροιτης ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς γνωρίζων τα πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις, είναι πιθανόν ένεκα φθόνου να πιστεύση, ότι πρόκειται περί υπερβολών. Διότι οι έπαινοι που λέγονται δι' άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε υπερβαίνει τούτο, προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. [2.35.3] Επειδή εν τούτοις οι προγονοί μας επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ, συμμορφούμενος με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν περισσότερον προς την επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.

[2.36.1] »Την ομιλίαν μου θ' αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον. Διότιείναι όχι μόνον δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η παρούσα, ν' αποτίσωμεν εις την μνήμην των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον, κατοικούντες οι ίδιοι πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των αλλεπαλλήλων γενεών, μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της ανδρείας των. [2.36.2] Αλλ' εάν εκείνοι είναι άξιοι των επαίνων μας, έτι μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων, τα όποια εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν μας ηγεμονίαν, και εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς τους σήμερον ζώντας. [2.36.3] Και ημείς εδώ, άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι ίδιοι την ηγεμονίαν αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ' όλα αυταρκεστάτην και δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. [2.36.4] Εν τούτοις, ούτε περί των πολεμικών κατορθωμάτων, με τα οποία αι διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της δραστηριότητος, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας επιθέσεις Ελλήνων ή βαρβάρων εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι όλα αυτά τα γνωρίζουν. Αλλ' αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους θεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη, έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων νεκρών, διότι θεωρώ, ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά και συμφέρον ν' ακουσθούν με προσοχήν υπό την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν πολιτών και ξένων.

[2.37.1] »Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν' αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ' είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι πτωχός, ημπορεί όμως να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα της κοινωνικής του αφανείας. [2.37.2] Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με πνεύμα ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν είμεθα ελεύθεροι καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι' όσα πράττουν χάριν της ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν σκυθρωπής αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. [2.37.3] Αλλ' ενώ εις τας ιδιωτικάς μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν μας βίον αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας επιταγάς των εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν τεθή είτε προς υπεράσπισιν των αδικούμενων, είτε μολονότι άγραφοι, φέρουν αναμφισβήτητον όνειδος εις τους παραβάτας των.

[2.38.1] »Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. [2.38.2] Χάρις εις το μεγαλείον της πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του κόσμου, και συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν' απολαμβάνωμεν τ' αγαθά των άλλων ανθρώπων, ως να ήσαν τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.

[2.39.1] »Διαφέρομεν δ' επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν εις τα πολεμικά πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της πόλεώς μας ανοικτάς εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή ίδη κάτι τι, εκ φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας και ωφεληθή. Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις τα πολεμικά τεχνάσματα, αλλ' εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως ευψυχίαν. Έπειτα δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής ηλικίας δι' επιπόνου ασκήσεως επιδιώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς, μολονότι ακολουθούμεν τρόπον ζωής αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς ισοπάλους εχθρούς. [2.39.2] Απόδειξις τούτου είναι, ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν εναντίον του εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς εκστρατεύομεν εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν εναντίον ανθρώπων προασπιζόντων το ίδιον έδαφος, τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς δυσκολίαν. [2.39.3] Προσθέσατε εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν άντιμετώπισεν ηνωμένην την δύναμίν μας, διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν, αλλά και κατά ξηράν εκπέμπομεν εις πολλάς επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς μας πολίτας. Όταν εν τούτοις οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα της δυνάμεώς μας, εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν όλους, εάν δε ηττηθούν, ότι ενικήθησαν από όλους. [2.39.4] Τωόντι, εφόσον προτιμώμεν ν' αντιμετωπίζωμεν τους κινδύνους με άνεσιν μάλλον παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που απεκτήθη όχι από νομικόν καταναγκασμόν, αλλ' από τον τρόπον της ζωής μας, έχομεν το πλεονέκτημα, ότι χωρίς να παραπονούμεθα προώρως χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως περιέλθωμεν εις αυτούς, αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι υποβάλλονται εις διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού όχι μόνον ως προς τούτο αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις.

[2.40.1] »Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως έλατήριον κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας, αλλά μεγαλητέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. [2.40.2] Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρούμεν όχι φιλήσυχον, αλλ' άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες, ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. [2.40.3] Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και συγχρόνως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους αντιθέτως η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν, όσοι, μολονότι έχουν καθαρωτάτην αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν υποχωρούν εν τούτοις απέναντι των κινδύνων. [2.40.4] Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους φίλους μας επιδιώκομεν ν' αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ' ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον γνωρίζει, ότι θ' ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ' ως εξόφλησιν χρέους. [2.40.5] Καί μόνοι αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν συμφέρον, αλλ' από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον εμπνεόμεθα.

[2.41.1] »Συγκεφαλαιώνων λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι γενικόν της Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως να συγκεντρώνη εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας ποικιλωτάτας εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλητέραν ευστροφίαν και χάριν. [2.41.2] Και ότι τούτο δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν, αλλά η πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την οποίαν τα προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. [2.41.3] Διότι από όλας τας συγχρόνους πόλεις μόνη η πόλις των Αθηνών, όταν τεθή υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα της φήμης της, και αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι ενικήθη από τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι κυβερνώνται από αναξίους. [2.41.4]Με το να δώσωμεν δε καταφανείς αποδείξεις της δυνάμεώς μας, της οποίας άλλως τε τόσοι τωόντι υπάρχουν αψευδείς μάρτυρες, θα είμεθα αντικείμενον θαυμασμού και δια τους συγχρόνους και δια τους μεταγενεστέρους, χωρίς καν να έχωμεν ανάγκην ούτε Ομήρου, δια να ψάλη τους επαίνους μας, ούτε άλλου ποιητού, ο οποίος δια των στίχων του ημπορεί να τέρψη προς στιγμήν, αλλά του οποίου η φαντασιώδης παράστασις των γεγονότων θα διαψευσθή από την αλήθειαν των πραγμάτων, αφού εξηναγκάσαμεν κάθε θάλασσαν και κάθε γην ν' ανοιχθή εις την ημετέραν τόλμην, και εγκατεσπείραμεν παντού αιώνια μνημεία ανδραγαθιών εναντίον εχθρών και υπέρ φίλων. [2.41.5] Υπέρ τοιαύτης λοιπόν πόλεως μαχόμενοι έπεσαν οι προκείμενοι νεκροί, διότι έκριναν μεγαλοφρόνως καθήκον των να μη επιτρέψουν να τους αφαιρεθή αυτή, και καθείς από ημάς τους επιζώντας είναι πρόθυμος φυσικά να υποφέρη τα πάντα προς χάριν της.

[2.42.1] »Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω, ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλήτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. [2.42.2] Καί τωόντι το μεγαλήτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωισμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. [2.42.3] Διότι δι' εκείνους, οι οποίοι από αλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλητέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. [2.42.4] Κανείς εν τούτοις από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν' αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα, ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάριν ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ' ό,τι άφορα εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν' αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.

[2.43.1] »Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις εξ άλλου οι επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς τους εχθρούς φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μονολότι πρέπει να εύχεσθε όπως τούτο οδηγήση εις έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να κρίνετε όχι απλώς επί τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο όποιος ημπορούσε να μακρηγορήση, έκθετων προς ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα πλεονεκτήματα πού συνεπάγεται η άπόκρουσις του εχθρού. Αλλ' οφείλετε μάλλον καθ' εκάστην να προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της δυνάμεως της πόλεως, έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του μεγαλείου της, να σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι εγνώριζαν τι έπρεπε να πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν αίσθημα τιμής, και οι όποιοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν αποφασιστικώς, ότι η πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και προσέφεραν την ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. [2.43.2] Καθόσον, θυσιάζοντες την ζωήν των δια το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και τάφον επισημότατον, όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον η δόξα των επιζή αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε ευκαιρίαν. [2.43.3] Διότι των επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί μόνον εις την ιδικήν των πατρίδα δι' επιτυμβίωνστηλών και επιγραφών, αλλά και εις την ξένην διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου μάλλον παρά εις υλικά μνημεία. [2.43.4] Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και θεωρούντες ότι θεμέλιον της ευτυχίας είναι η ελευθερία, και της ελευθερίας η ευψυχία, μη αποβλέπετε με ανησυχίαν εις τους κινδύνους του πολέμου. [2.43.5] Διότι όσοι είναι δυστυχείς και ούτε εις περίπτωσιν νίκης έχουν ελπίδα καλλιτέρων ημερών, έχουν ολιγώτερον λόγον να δείχνωνται αφειδείς της ζωής των, παρά εκείνοι, οι οποίοι, εάν εξακολουθήσουν ζώντες, τρέχουν τον κίνδυνον να μεταπέσουν από την ευτυχίαν εις την δυστυχίαν, και οι οποίοι, εάν νικηθούν, έχουν να χάσουν περισσότερον από κάθε άλλον. [2.43.6] Καθόσον εις άνδρα έχοντα γενναίον φρόνημα, είναι αλγεινοτέρα η ταπείνωσις, την οποίαν προκαλεί η δειλία, παρά ο ανώδυνος θάνατος, ο επερχόμενος εις στιγμήν που είναι γεμάτος από θάρρος και εμπνέεται συγχρόνως από την ελπίδα της νίκης της πατρίδος.

[2.44.1] »Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων ―όσοι παρίστασθε εδώ― δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση προς την στιγμήν του θανάτου. [2.44.2] Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θ' υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν αγαθών, τα όποια δεν έδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε συνειθίσει. [2.44.3] Αλλ' όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλητέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. [2.44.4] Όσοι εξ άλλου είσθε γέροντες, πρέπει να νομίζετε, ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρύτερος βίος, κατά τον όποιον υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν' ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον ή αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται, όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλητέραν τέρψιν.

[2.45.1] »Δι' όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των πεσόντων, βλέπω τον αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοί των δυσχερή (διότι τους νεκρούς συνειθίζουν οι πάντες να εγκωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον ανδρείαν και αν επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε, δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ' ολίγον κατώτεροι απ' αυτούς. Διότι μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος πρός τους αντιπάλους, ενώ εκείνοι που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι' ευνοίας, κατά της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. [2.45.2] Αλλ' εάν πρέπη να μνημονεύσω οπωσδήποτε και την αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα συγκεφαλαιώσω την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη αληθώς θα είναι η δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και επίσης μεγάλη δι' εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το δυνατόν ολιγώτερος γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.

[2.46.1] »Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας δια του λόγου μου όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι' έργων ετιμήθησαν ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι ή πόλις αναλαμβάνει από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου ενηλικιωθούν, ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον ωφέλιμον και δια τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται βραβεία αρετής, εκεί και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα αφού έκαστος εξ υμών εθρήνησεν αρκετά τον νεκρόν του, απέλθετε εις τα ίδια».

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[2.35.1] «Οι περισσότεροι απ' όσους έχουν ως τώρα μιλήσει από τη θέση τούτη παινεύουν εκείνον που πρόσθεσε αυτό το λόγο στην παλιά συνήθεια, λέγοντας πως είναι σωστό να εκφωνείται πάνω στο μνήμα των σκοτωμένων στους πολέμους. Εγώ θα το νόμιζα όμως αρκετό να εκδηλώνομε με πράξεις την τιμή μας σ' όσους με πράξεις έδειξαν την αντρειά τους, όπως το βλέπετε και τώρα εδώ, σε τούτη την επίσημη επικήδεια τελετή που τους έκαμε η πολιτεία, και να μη μπαίνει σε κίντυνο η αρετή πολλών αντρών στο στόμα ενός, που να τον πιστέψουν είτε μιλήσει καλά, είτε και χειρότερα. [2.35.2] Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς ταιριαστά με κάτι σαν τούτο, όπου με δυσκολία επικυρώνεται και η ιδέα καν πως λέει την αλήθεια. Γιατί ο ακροατής που γνωρίζει τα πράματα κ' έχει καλοπροαίρετη γνώμη γι' αυτά, είναι πολύ πιθανό να νομίσει πως ειπώθηκαν χειρότερα απ' ό,τι ξέρει και ποθεί ν' ακούσει· κι όποιος πάλι δεν τα ξέρει, μπορεί από φθόνο να νομίσει πως ειπώθηκαν και μερικές υπερβολές, αν ακούσει πράματα που ξεπερνούν τη δική του φυσική δυνατότητα. Γιατί υπομένομε τα παινέματα για τους άλλους ως το σημείο εκείνο που νομίζει ο καθένας πως είναι κι ο ίδιος άξιος να πράξει κάτι απ' αυτά που άκουσε, αλλά εκείνα που τους ξεπερνούν, επειδή τα φθονούν, τα βρίσκουν και απίστευτα. [2.35.3] Αφού όμως κ' οι πρόγονοί μας έκριναν πως αυτό είναι το σωστό, και το επικύρωσαν κάθε φορά εφαρμόζοντάς το, πρέπει κ' εγώ, ακολουθώντας τα καθιερωμένα, να προσπαθήσω ν' ανταποκριθώ σε ό,τι θέλει και πιστεύει ο καθένας σας όσο καλύτερα μπορώ.

[2.36.1] »Και θ' αρχίσω πρώτα από τους προγόνους μας· γιατί είναι σωστό και πρεπούμενο να τους δίνομε σε τέτοια περίσταση την τιμή της θύμησής μας. Κατοικώντας αδιάκοπα ο ίδιος λαός στον τόπο τούτο, η μια γενιά μετά την άλλη, ως τα σήμερα, μας τον παρέδωσαν, εμάς που ζούμε τώρα, ελεύτερο με την αντρειά τους. [2.36.2] Γι' αυτό και οι παλιότεροι αξίζουν να τους παινεύομε, κι ακόμα περισσότερο οι πατέρες μας· γιατί δίπλα σε όσα κληρονόμησαν απόχτησαν αυτοί οι ίδιοι το μεγαλείο που έχομε σήμερα, με μεγάλους αγώνες, και μας το κληροδότησαν μαζί μ' εκείνα. [2.36.3] Και το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της πολιτείας μας της το προσθέσαμε εμείς, όσοι βρισκόμαστε ακόμα σήμερα στην ώριμη και κατασταλαγμένη ηλικία, και την εφτιάξαμε για το καλό όλων αυτοσυντήρητη και ανεξάρτητη, και για τον πόλεμο, και για την ειρήνη. [2.36.4] Κι απ' όλ' αυτά θα παραλείψω εγώ τις πολεμικές πράξεις, με ποιες αποχτήθηκε το καθένα, και το πώς ή εμείς ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε με αυτοθυσία όποιους εχτρούς έρχονταν καταπάνω μας, είτε βαρβάρους είτε Έλληνες, γιατί δε θέλω να πω πολλά λόγια σε ανθρώπους που τα ξέρουν οι ίδιοι καλά. Αλλ' αφού δείξω πρώτα σε τι λογής αρχές βασισμένοι φτάσαμε σ' αυτά, και με τι λογής πολίτευμα και χαραχτήρα ζωής, από πόσο μικρά πόσο μεγάλα έγιναν, τότε θα προχωρήσω στο εγκώμιο και τούτων των νεκρών, επειδή πιστεύω πως δεν είναι αταίριαστο να ειπωθούν αυτά στην τωρινή περίσταση, και πως θα ωφελήσει να τ' ακούσει όλη η συγκέντρωση τούτη, είτε πολίτες είναι, είτε και ξένοι.

[2.37.1] »Κυβερνιόμαστε δηλαδή με πολίτευμα, που δε ζηλεύει τους θεσμούς των άλλων, αλλά είμαστε μάλλον εμείς παράδειγμα για πολλούς, παρά που ξεσηκώνομε τα συνήθια τους. Και λέγεται με τ' όνομα δημοκρατία, γιατί δεν κυβερνιέται για το συμφέρον των ολίγων, αλλά για τους πολλούς, κ' έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα σύμφωνα με τους νόμους ως για τις ιδιωτικές διαφορές μεταξύ τους· ως για τα δημόσια αξιώματα όμως, για όποιαν ικανότητα εκτιμάται ο καθένας, δε φτάνει σε θέση πολιτική εξ αιτίας της τάξης όπου ανήκει παρά από την αξιωσύνη του· κι ούτε εξ αιτίας της φτώχειας του, όταν μπορεί να προσφέρει κάτι καλό στην πολιτεία, αποκλείνεται από το αξίωμα επειδή είναι ταπεινός.

[2.37.2] »Κ' ελεύτερα φερνόμαστε, τόσο σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την πολιτεία, όσο και σχετικά με τις καθημερινές συναλλαγές μας· κι όσο για τις υποψίες που γεννιώνται στον ένα για τον άλλον, δεν αγαναχτούμε με το γείτονά μας αν κάνει κάτι γιατί έτσι του αρέσει, ούτε φορτωνόμαστε γκρίνιες και στενοχώριες, που δε ζημιώνουνε και δεν επιφέρουνε βέβαια, ποινική δίωξη αλλά παρουσιάζουν ελεεινό θέαμα. [2.37.3] Κ' ενώ στην ιδιωτική μας επικοινωνία δε βαρύνει ο ένας τον άλλον, στα δημόσια πράματα δεν παραβαίνομε τους νόμους, το περισσότερο από σεβασμό γι' αυτούς, υπακούοντας όσους βρίσκονται κάθε φορά στην εξουσία ως και τους νόμους, και ιδιαίτερα εκείνους που ισχύουν για την υπεράσπιση όσων αδικούνται, και κείνους που, μ' όλο που δεν είναι γραμμένοι, το δέχονται όλοι πως ντροπιάζουν όποιον τους πατεί.

[2.38.1] »Έχομε ακόμα θεσπίσει στην πολιτεία μας πολλούς τρόπους ν' ανασαίνει ο καθένας μας από τους μόχτους, τελώντας αγώνες και δημόσιες θυσίες ταχτικές όλο το χρόνο, και με ιδιωτικές καλοσυσταζούμενες εγκαταστάσεις, που να τις χαίρεται κανείς κάθε μέρα τού διώχνει το βάρος της λύπης. [2.38.2] Κ' επειδή είναι μεγάλη η πολιτεία μας, εισάγεται σ' αυτήν το κάθε τι απ' όλον τον κόσμο, και γι' αυτό συμβαίνει να μη χαιρόμαστε σαν πιο γνωστά τ' αγαθά που παράγονται στον τόπο μας από κείνα που βγάζουν οι άλλοι άνθρωποι.

[2.39.1] »Διαφέρομε ακόμα από τους αντιπάλους μας και στο εξής ως για τις ασκήσεις που μας προετοιμάζουνε για τον πόλεμο: έχομε δηλαδή την πολιτεία μας ανοιχτή και τη δείχνομε να τη βλέπουν όλοι, και δεν εστάθηκε καιρός που διώχνοντας τους ξένους τους εμποδίσαμε να μάθουν ή να ιδούν ο,τιδήποτε που αν το ιδεί, αφού δεν το κρύβομε, μπορεί να ωφεληθεί κάποιος εχτρός μας. Γιατί δε στηριζόμαστε περισσότερο στις μυστικές προετοιμασίες και στο ξεγέλασμα των αντιπάλων όσο στην αντρειά πάνω στην πράξη, που πηγάζει από μας τους ίδιους· και στην ανατροφή των νέων, αυτοί μεν με την αδιάκοπη κουραστική προγύμναση ευθύς από τα μικράτα τους εξασκούνται στην παλληκαριά, εμείς όμως, ζώντας με πιο χαλαρό και πολύπλευρο τρόπο, δε ριχνόμαστε για τούτο λιγότερο στους κιντύνους του πολέμου όπου βγαίνομε ίσοι. [2.39.2] Κι απόδειξη είναι το εξής: πως δηλαδή ούτε οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν ενάντιά μας μόνοι τους, αλλά με όλους τους άλλους μαζί, ενώ εμείς, κάνοντας επιδρομές σε ξένες χώρες, νικούμε σε μάχες εύκολα εκείνους που υπερασπίζουν την πατρίδα τους· [2.39.3] και κανείς ως τώρα δεν αντίκρυσε ολόκληρη τη δύναμή μας μαζί, τόσο γιατί έχομε συνάμα να φροντίζομε για το ναυτικό μας, όσο και γιατί στέλνομε εκστρατευτικά σώματα σε πολλά μέρη συγχρόνως· κι αν συγκρουστούν κάπου μ' ένα μικρό τμήμα του στρατού μας και νικήσουνε λίγους από μας, παινεύονται πως αποκρουστήκαμε όλοι, κι αν νικηθούν, πως όλοι μας τους βάλαμε κάτω. [2.39.4] Κι όμως, αν προτιμούμε να ριχνόμαστε στον πόλεμο με το κέφι μας μάλλον παρά από τη συνήθεια της ταλαιπωρίας, κι όχι με νόμους που μας επιβάλλουν την αντρειά, παρά με τρόπο ζωής που την ευνοεί, μας μένει τ' όφελος πως δεν κουραζόμαστε από τα πριν για τα βάσανα που μέλλονται να 'ρθουν, κι όταν φτάσει η ώρα τους, δε δειχνόμαστε λιγότερο τολμηροί από κείνους που δεν κάνουν άλλο παρά να μοχτούν και σε άλλα πολλά, αξίζει η πολιτεία μας το θαυμασμό του κόσμου.

[2.40.1] »Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας· γιατί χρησιμοποιούμε τα πλούτη μας μάλλον σαν ευκαιρία για έργα παρά για καυχησιάρικα λόγια, και δε θεωρείται ντροπή να ομολογήσει κανείς πως είναι φτωχός, αλλά χειρότερη ντροπή να μην προσπαθήσει να ξεφύγει τη φτώχεια του έμπρακτα. [2.40.2] Και νοιάζονται οι ίδιοι άνθρωποι και τις ιδιωτικές τους δουλειές και τα πολιτικά, κ' ενώ άλλοι σ' άλλα επαγγέλματα ασχολούνται, όμως γνωρίζουν όλοι τα πολιτικά ζητήματα κατά βάθος· γιατί μόνον εμείς θεωρούμε όποιον δεν ανακατεύεται σ' αυτά, όχι σαν άνθρωπο που κοιτάζει τη δουλειά του, αλλά σαν άνθρωπο άχρηστο· κ' οι ίδιοι άνθρωποι κρίνουνε για τις πολιτικές πράξεις, και προσπαθούν να επινοήσουνε σωστές λύσεις για τα πολιτικά ζητήματα· γιατί δεν πιστεύομε πως η συζήτηση ζημιώνει την πράξη, αλλά πως είναι πιο βλαβερό να μη μάθει κανείς από τα πριν με το λόγο σε τι πρέπει να προχωρήσει με την πράξη. [2.40.3] Γιατί εξέχομε και σε τούτο: πως οι ίδιοι άνθρωποι τολμούν το περισσότερο, και είναι άξιοι να σκεφτούν ως τις άκρες λογικές τους συνέπειες εκείνα που πρόκειται να επιχειρήσουν· ενώ στους άλλους η άγνοια φέρνει την αποκοτιά και η σκέψη το δισταγμό. Όμως πιο γενναιόκαρδοι θα ήταν σωστό να θεωρηθούν εκείνοι που ενώ ξέρουν καθαρότατα και τι είναι πιο φοβερό, και τι είναι πιο ευχάριστο, όμως για τούτο δεν αποτρέπονται από τους κιντύνους. [2.40.4] Και είμαστε αντίθετοι προς τους περισσότερους και στις καλές μας πράξεις γιατί δεν κάνομε φίλους εκείνους που μας ευεργετούν, αλλά εκείνους που ευεργετούμε εμείς. Πιο σίγουρος φίλος είναι όποιος έχει κάνει το καλό, έτσι ώστε να το διατηρεί σα χρέος από τον άλλον με την καλή του προαίρεση σ' εκείνον που αυτός την έδωσε. Εκείνος όμως, που χρωστάει αντίχαρη, δεν είναι τόσο πρόθυμος, ξέροντας πως θ' ανταποδώσει μια παλιά γενναιοψυχία, κι όχι για να του χρωστούνε χάρη αλλά σα χρέος. [2.40.5] Και μόνοι εμείς παρέχομε την ευεργετική μας βοήθεια χωρίς δισταγμό στηρίζοντάς την όχι στον υπολογισμό του συμφέροντος, αλλ' από πίστη στην ελευτερία.

[2.41.1] »Και μ' ένα λόγο, υποστηρίζω πως σ' όλες της τις εκδηλώσεις και απ' όλες μαζί τις πλευρές αποτελεί η πολιτεία μας παράδειγμα και μόρφωση για την Ελλάδα και πως και ο κάθε της πολίτης χωριστά μου φαίνεται πως μπορεί να παρουσιάσει συγχρόνως τις περισσότερες χάρες και με μεγαλύτερη ευστροφία να δείξει στη ζωή του αυτάρκεια με τις πιο διάφορες μορφές της ενέργειάς του. [2.41.2] Και πως αυτά που λέω δεν είναι παινέματα με λόγια για τη σημερινή περίσταση, παρά αλήθεια που βγαίνει από τα πράματα, το αποδείχνει η ίδια η δύναμη της πολιτείας μας, που την αποχτήσαμε με τους τρόπους που εξήγησα. [2.41.3] Γιατί μόνη η δική μας πολιτεία, όταν τη γνωρίσει κανείς από κοντά, φανερώνεται ανώτερη από τη φήμη της, και μόνη αυτή, ούτε στον εχτρό που έρχεται ενάντιά της προκαλεί αγανάχτηση σα να λέει: «κοίτα από τι λογής ανθρώπους παθαίνομε όσα παθαίνομε», ούτε στους υπηκόους δίνει αφορμή να την κατηγορήσουν πως τους εξουσιάζουν ανάξιοι άνθρωποι. [2.41.4] Κ' επειδή φανερώνομε τη δύναμή μας με τρανά σημάδια, έτσι ώστε πολλοί μπορούν να τη μαρτυρήσουν, μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας, και θα μας θαυμάζουν οι μελλούμενες γενιές, χωρίς να 'χομε ανάγκη ούτε κανένας Όμηρος να μας υμνήσει, ούτε κανένας άλλος, που οι στίχοι του θα ευχαριστήσουν όσους τους ακούν εκείνη την ώρα, αλλά που η αλήθεια θα καταστρέψει την ιδέα που δίνει για τις πράξεις· μας αλλά με την παλληκαριά μας αναγκάσαμε κάθε χώρα και κάθε θάλασσα ν' ανοίξουνε στο πέρασμά μας κι αφήσαμε παντού μνημεία αιώνια τόσο του καλού όσο και του κακού που μπορούμε να κάνομε. [2.41.5] Για τέτοια λοιπόν πολιτεία σκοτώθηκαν τούτοι–εδώ οι τιμημένοι νεκροί, παλληκαρίσια διεκδικώντας στη μάχη την αξίωση να μην τους την πάρουν άλλοι, και φυσικό είναι όσοι απομένουνε ζωντανοί να είναι πρόθυμοι να υποφέρουν τα πάντα γι' αυτήν.

[2.42.1] »Γι' αυτό λοιπόν μίλησα περισσότερο για την πολιτεία, θέλοντας να μάθετε πως δεν αγωνιζόμαστε για τα ίδια πράματα εμείς κ' οι αντίπαλοί μας, που δεν έχουν τίποτ' απ' αυτά· και συνάμα φανερώνοντάς σας με χειροπιαστές αποδείξεις πόσο δικαιολογημένος είναι ο έπαινος αυτών, που στον τάφο τους μιλώ. [2.42.2] Και ειπώθηκε κι όλας το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου μου γι' αυτούς· γιατί όσα ύμνησα για την πολιτεία, της τα 'δωσαν κόσμημα οι αρετές τούτων των νεκρών, και άλλων σαν αυτούς, και δεν είναι πολλοί οι Έλληνες, που όπως γι' αυτούς, ο λόγος μπορεί να φανερωθεί αντίστοιχος με τα έργα τους. Γιατί μου φαίνεται πως φανερώνει την παλληκαριά του αντρός, σαν πρώτο μήνυμα και τελευταία σφραγίδα, ένας θάνατος σαν τούτων–εδώ. [2.42.3] Γιατί σωστό είναι ακόμα και γι' άντρες κατώτερους, να προβάλλονται περισσότερο οι γενναίες πράξεις στον πόλεμο για την πατρίδα· γιατί σβήνοντας ό,τι κακό έκαμαν με την παλληκαριά τους, ωφέλησαν περισσότερο το σύνολο απ' όσο τυχόν έβλαψαν με τις ιδιωτικές τους πράξεις. [2.42.4] Από τούτους όμως κανένας, ούτε δείλιασε από την επιθυμία να εξακολουθεί να χαίρεται τα πλούτη του, ούτε με την ελπίδα του φτωχού πως κάποτε θα ξεφύγει την αθλιότητά του πλουτίζοντας, ανέβαλε την ώρα του κιντύνου· αλλά λαχταρώντας περισσότερο απ' ολ' αυτά να εκδικηθούν τον εχτρό, και πιστεύοντας πως απ' όλους τους κιντύνους τούτος είναι ο πιο ωραίος τα παράτησαν όλα κι όρμησαν ν' αντικρύσουν τον εχτρό, ελπίζοντας μόνο από το αβέβαιο μέλλον τη νίκη και την επιτυχία τους, αλλ' αξιώνοντας να στηριχτούνε μόνο στον εαυτό τους απάνω στην πράξη που έβλεπαν κι όλας μπροστά τους· κι απάνω στη μάχη, πιστεύοντας πως χρέος έχουν κάλλιο να χαθούν παρά να σωθούν υποχωρώντας, ξέφυγαν τη ντροπή της κατηγόριας, κι ανεβάσταξαν την πράξη τους με τη ζωή τους, και σε μια σύντομη συντυχιά στην υψηλότερη κορφή, όπου προσδοκούσαν τη δόξα μάλλον παρά το φόβο, έδωσαν τη ζωή τους.

[2.43.1] »Αυτοί λοιπόν δείχτηκαν τόσο γενναίοι, αντάξιοι της πολιτείας· εσείς όμως οι άλλοι πρέπει βέβαια να ελπίζετε πως θ' αντιμετωπίσετε τον εχτρό με ασφαλέστερα αποτελέσματα για σας, αλλά ν' αξιώνετε από τον εαυτό σας να μην είναι το φρόνημά σας λιγότερο τολμηρό απέναντί τους θωρώντας, όχι μόνο με αφηρημένα λόγια τα πλεονεχτήματα, που δεν υπάρχει λόγος ν' αναπτύξω εκτενώς σε ανθρώπους που τα ξέρουν όσο καλά κ' εγώ, λέγοντας πόσα καλά πηγάζουν από την υπεράσπιση της πατρίδας ενάντια στους εχτρούς· Κάλλιο σας πρέπει, βλέποντας κάθε μέρα έμπραχτα το μεγαλείο της πολιτείας μας, να την αγαπήσετε με πάθος, κι όταν πειστείτε αληθινά πως είναι μεγάλη, να στοχαστείτε πως τ' απόχτησαν αυτά άντρες που είχανε θάρρος και ήξεραν το χρέος τους, κι απάνω στην πράξη σεμνά φοβούνταν μόνο τον ονειδισμό, άντρες που κι αν σφαλάνε σε κάτι, δεν το θεώρησαν για τούτο σωστό να στερήσουν της πολιτείας την αντρειά τους, αλλά της πρόσφεραν το πιο ακριβό που μπορούσαν να δώσουν. [2.43.2] Γιατί θυσιάζοντας για το κοινό καλό όλοι μαζί τις ζωές τους, κέρδισε ο καθένας χωριστά τον έπαινο που δε γερνάει, και τον πιο δοξασμένο τάφο, όχι αυτόν που κείτονται τώρα, αλλά εκεί που η δόξα τους για τον καθένα, σε κάθε ευκαιρία γενναίου λόγου ή πράξης, θα μείνει να την αναθυμούνται για πάντα. [2.43.3] Γιατί κάθε μέρος της γης είναι μνήμα για τους εξαιρετικούς άντρες, και δεν το σημαδεύει μόνο μια επιγραφή σε στήλη της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα η άγραφη θύμησή τους σαλεύει ολοένα στο νου του καθενός και τους θυμίζει το φρόνημά τους μάλλον παρά την ειδική πράξη τους. [2.43.4] Πρέπει λοιπόν να πασκίσετε να μιμηθείτε τους άντρες αυτούς και θεωρώντας πως ευτυχία είναι η λευτεριά, και λευτεριά η παλληκαριά, να μην ταράζεστε βλέποντας γύρω σας τους κιντύνους του πολέμου. [2.43.5] Γιατί δεν είναι λογικό ν' αψηφούν περισσότερο τη ζωή τους οι συφοριασμένοι, που δεν έχουν ελπίδα να ιδούν καλό, αλλά όσοι κιντυνεύουν όσο ζουν ακόμα, να ιδούν την αντίθετη αλλαγή της τύχης, και που γι' αυτούς θα 'ναι μεγάλη η διαφορά αν τυχόν ξεπέσουν. [2.43.6] Γιατί για έναν άντρα που 'χει συναίσθηση του εαυτού του είναι βαρύτερο αν κακοπαθήσει αφού πρώτα δείχτηκε άναντρος παρά αν τον έβρει ο θάνατος πάνω στην ακμή του και στις μεγάλες ελπίδες του για την πατρίδα, που συνάμα δε θα τόνε νοιώσει καν.

[2.44.1] »Γι' αυτό και τους γονιούς των νεκρών τούτων, όσοι βρίσκονται τώρα εδώ, δεν τους θρηνώ, παρά θα προσπαθήσω με τα λόγια μου να τους εγκαρδιώσω. Γιατί αυτοί, που μεγάλωσαν σε λογιών διαφορετικές συντυχίες, ξέρουν πως η μεγαλύτερη καλοτυχιά είναι τούτη, όσοι λάχουν τον πιο άξιο θάνατο, όπως τούτοι, και την πιο άξια λύπη, όπως εσείς, και όσων εμετρήθηκε η ζωή έτσι που να ευτυχήσουν σ' αυτήν και να την τελειώσουν το ίδιο. [2.44.2] Ξέρω βέβαια πως δεν είν' εύκολο να σας πείσω για τούτο, γιατί πολλές φορές θα σας θυμίζουν τη συμφορά σας οι ευτυχίες των άλλων, που τις χαιρόσαστε κάποτε και σεις· και θλίψη δίνουν όχι τ' αγαθά εκείνα που στερείται κανείς χωρίς να τα 'χει δοκιμάσει ποτέ, μα όσα τα 'χει συνειθίσει και του τα παίρνουν. [2.44.3] Πρέπει όμως να κάνετε καρδιά, κι όσοι είναι ακόμα σε ηλικία κ' έχουν την ελπίδα ν' αποχτήσουν, ας κάνουν άλλα παιδιά· γιατί και στην ιδιωτική σας ζωή τα νέα παιδιά θα σας κάνουν να ξεχάσετε εκείνους που δεν υπάρχουν πια, και θα ωφελήσει τούτο από δυο απόψεις και την πολιτεία, γιατί ούτε θα ερημωθεί, και θα 'ναι διπλά ασφαλισμένη, γιατί δεν είναι δυνατό να κρίνουνε στη βουλή το ίδιο ισόνομα και δίκαια όσοι δεν κιντυνεύουν το ίδιο το μέλλον των παιδιών τους. [2.44.4] Όσοι πάλι έχετε περάσει την ακμή σας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το μεγαλύτερο διάστημα που ζήσατε ευτυχισμένοι, και πως η ζωή που μένει είναι λίγη, και να παρηγοριέστε με τη δόξα των νεκρών ετούτων. Γιατί μόνο η αγάπη της τιμής δε γερνάει, και δεν είναι αλήθεια, όπως λένε μερικοί, πως στην άχρηστη πια ηλικία το πιο ευχάριστο είναι να κερδίζει κανείς χρήματα, αλλά να 'χει την τιμή του κόσμου.

[2.45.1] »Για τα παιδιά όμως και τους νεότερους αδερφούς τούτων–εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα (γιατί όλοι συνήθως παινεύουν αυτούς που χάθηκαν και μετά βίας μπορεί να σας κρίνουν, αν δειχτείτε εξαιρετικά ενάρετοι, όχι παρόμοιους αλλά λίγο μόνο χειρότερους απ' αυτούς. Γιατί τους ζωντανούς φθονούν οι αντίπαλοί τους, αλλά εκείνον που δεν τους στέκει πια εμπόδιο, τον τιμούνε με καλοπροαίρετη διάθεση, που δε φοβάται πια τον ανταγωνισμό. [2.45.2] Κι αφού πρέπει τώρα να μνημονέψω και την αρετή των γυναικών, που θα βρεθούν από δω κ' εμπρός χήρες, θα τα εκφράσω όλα με την πιο σύντομη ορμήνεια. Μεγάλη δηλαδή θα 'ναι η δόξα εκείνων που δε θα πέσουν πιο κάτω από το μέτρο που τους όρισε η φύση, κ' εκείνων που γι' αυτές λιγότερος λόγος γίνεται ανάμεσα στους άντρες είτε για να παινέσουν την αρετή τους ή για ψεγάδι.

[2.46.1] »Μίλησα λοιπόν κ' εγώ, λέγοντας κατά τα θεσπισμένα συνήθια όσα ταιριαστά μπορούσα να πω, κι αυτοί που κηδεύονται σήμερα έχουν τιμηθεί έμπραχτα από το κράτος, που θα συντηρήσει και τους γιους τους από δω κ' εμπρός όσο να μεγαλώσουν, στεφανώνοντας έτσι μ' ωφέλιμο βραβείο όλους τους παρόμοιους αγώνες τόσο αυτών–εδώ, όσο και των άλλων που επιζούν· γιατί εκεί που βραβεύεται περισσότερο η αρετή, εκεί φέρνονται και καλύτερα οι άντρες στα πολιτικά. [2.46.2] Και τώρα, αφού χορτάσει ο καθείς το θρήνο για τον εδικό του, πηγαίνετε στο καλό.»