5. Γλωσσική ικανότητα και γλωσσική επιτέλεση

Είπαμε πως η γλωσσική ικανότητα συγκροτείται από τη γνώση των λέξεων και των κανόνων της γραμματικής. Ο φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας κατακτά αυτές τις γνώσεις με φυσικό τρόπο, χωρίς κόπο και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Για να αποκτήσουμε αντίστοιχες γνώσεις σε μια δεύτερη (ή τρίτη κ.ο.κ.) γλώσσα, χρειάζεται να καταβάλουμε συγκεκριμένες προσπάθειες (απομνημόνευσης λέξεων, εκμάθησης κανόνων και εφαρμογής τους στην πράξη), ενδεχομένως σε κάποιο εκπαιδευτικό περιβάλλον και χωρίς το αποτέλεσμα να είναι πάντα εξίσου καλό με αυτό της φυσικής απόκτησης της πρώτης γλώσσας μας.

Η γνώση μιας γλώσσας

(είτε της πρώτης είτε κάποιας επόμενης) είναι προφανώς ανεξάρτητη από την ίδια τη χρήση της: όπως και με κάθε άλλη γνώση, η χρήση προϋποθέτει την γνώση – αλλά όχι το αντίστροφο:  μπορεί να ξέρω να παίζω πιάνο, αλλά να επιλέξω να μην παίξω σήμερα. Μπορεί να ξέρω να οδηγώ, αλλά να προτιμήσω να πάω με τα πόδια κάπου. Όποτε όμως κι αν αποφασίσω να παίξω πιάνο ή να οδηγήσω, θα πρέπει να έχω επαρκείς σχετικές γνώσεις για να τα καταφέρω.
Σκεφτείτε αντίστοιχα τους μοναχούς που παίρνουν όρκους σιωπής: το ότι επιλέγουν να μη χρησιμοποιήσουν τη γλωσσική τους ικανότητα δεν σημαίνει ότι δεν την διαθέτουν. Αντίστοιχα, ένας πράκτορας ή κατάσκοπος που παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα που μιλάνε οι γύρω του το κάνει για να τους παραπλανήσει και να ακούσει κάποιο μυστικό: ενώ διαθέτει τη σχετική γλωσσική ικανότητα, επιλέγει να φαίνεται πως δεν την έχει. Και βέβαια, κάποιος δίγλωσσος ή πολύγλωσσος, επιλέγει ποια γλώσσα θα χρησιμοποιήσει σε κάθε επικοινωνιακή περίσταση: το ότι είναι ικανός ομιλητής δύο ή περισσότερων γλωσσών δεν τον υποχρεώνει να τις χρησιμοποιεί όλες συνέχεια.
Εξάλλου, οι περιορισμοί που υπάρχουν στην πράξη, μπορεί να συσκοτίζουν την πραγματική ικανότητα: αν το πιάνο δεν έχει καλό ήχο επειδή δεν έχει συντηρηθεί σωστά, δεν σημαίνει ότι αυτός που παίζει δεν έχει επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες. Παρόμοια, αν κάποιος δεν καταφέρει να φρενάρει επειδή γλιστράει ο δρόμος, δεν παύει να είναι ικανός οδηγός, ακόμα κι αν εμπλακεί σε ατύχημα. Και βέβαια, αν κάποιος είναι κουρασμένος (ή μεθυσμένος!) και μπερδεύει τα λόγια του, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν ξέρει να μιλάει τη γλώσσα του.

Είναι προφανές ότι οι περιορισμοί της επιτέλεσης είναι

εξωγλωσσικοί (δηλαδή είναι περιορισμοί που τίθενται από τα δεδομένα της επικοινωνιακής περίστασης): παρόλο που έχουν επιπτώσεις στο πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα, στην πραγματικότητα δεν οφείλονται στην ίδια τη γλώσσα και δεν αντικατοπτρίζουν τη γλωσσική ικανότητα του ομιλητή .