2. Tι ξέρουμε όταν ξέρουμε μια γλώσσα;

Το παραπάνω αποτελεί τo θεμελιώδες ερώτημα που θέτει και οφείλει να απαντήσει η γλωσσολογία, σύμφωνα με τον μεγάλο γλωσσολόγο Noam Chomsky. Μια σχετικά απλή απάντηση είναι ότι

ξέρουμε ένα σύνολο λέξεων (όπως οι λέξεις ο, Μέγας, Αλέξανδρος, πήγαινε, συχνά, στην, Ασία κλπ.) ΚΑΙ ένα σύνολο κανόνων για το πώς οι λέξεις μπορούν να συνδυαστούν

 (π.χ. ότι είναι επιτρεπτοί οι συνδυασμοί πήγαινε συχνά στην Ασία, πήγαινε στην Ασία συχνά, συχνά στην Ασία πήγαινε, συχνά πήγαινε στην Ασία, στην Ασία πήγαινε συχνά, στην Ασία συχνά πήγαινε – αλλά όχι, π.χ., πήγαινε στην συχνά Ασία, στην πήγαινε συχνά Ασία, πήγαινε συχνά Ασία στην κ.ο.κ.).
Γενικά, ξέροντας ελληνικά, ξέρουμε ότι η πρώτη πρόταση παραπάνω είναι «καλά σχηματισμένη», ενώ ένας συνδυασμός όπως ο παρακάτω δεν είναι – παρόλο που περιλαμβάνει ακριβώς τις ίδιες λέξεις:
            * Ο Μέγας Αλέξανδρος πήγαινε συχνά στην Ασία για να φορτίζει το του κινητό. [ο αστερίσκος δηλώνει ότι αυτή η «πρόταση» δεν είναι σχηματισμένη σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας μας – δηλαδή παραβιάζει κάποιον κανόνα της γραμματικής]
 

Η γνώση του

λεξιλογίου και η γνώση των κανόνων για τον σχηματισμό των προτάσεων αποτελούν αυτό που ο Chomsky ονομάζει γλωσσική ικανότητα.  Η ικανότητα αυτή είναι που επιτρέπει στον φυσικό ομιλητή (και σε κάθε «ικανό χρήστη») μιας γλώσσας [γλώσσα] τα ακόλουθα:
  • να σχηματίζει σωστά έναν άπειρο αριθμό προτάσεων (που δεν τις έχει δει ή δεν τις έχει ακούσει στο παρελθόν)

  • να καταλαβαίνει έναν άπειρο αριθμό προτάσεων (που δεν τις έχει δει ή δεν τις έχει ακούσει στο παρελθόν)
  • να αναγνωρίζει ποιες προτάσεις είναι καλά σχηματισμένες και ποιες όχι
  • να εντοπίζει το λάθος στον σχηματισμό των προτάσεων που παραβιάζουν κάποιον κανόνα
  • να αναγνωρίζει ποιες προτάσεις σχετίζονται με άλλες συστηματικά και να αναγνωρίζει τις πιθανές διαφορετικές εκδοχές της ίδιας πρότασης.
 

Οι κανόνες που συναπαρτίζουν τη γλωσσική ικανότητα ονομάζονται κανόνες της γραμματικής

  και μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερα είδη:
 
  • κανόνες της φωνολογίας – που αφορούν τους σωστούς συνδυασμούς των φθόγγων και άλλους περιορισμούς ως προς την προφορά των λέξεων και των προτάσεων

     (π.χ. η λέξη μαθήματα είναι καλά σχηματισμένη, ενώ η λέξη μάθηματα όχι)
  • κανόνες της μορφολογίας – που αφορούν τον σωστό σχηματισμό των διαφόρων τύπων των λέξεων

     (π.χ. η λέξη καλύτερος είναι καλά σχηματισμένη, ενώ η λέξη καλότερος όχι)
  • κανόνες της σύνταξης – που αφορούν τους σωστούς συνδυασμούς των λέξεων μέσα στις προτάσεις

     (π.χ. ο συνδυασμός ο παππούς μου είναι καλά σχηματισμένος, αλλά όχι και οι συνδυασμοί ο μου παππούς, μου ο παππούς, παππούς μου ο, παππούς ο μου)
  • κανόνες της σημασιολογίας – που αφορούν περιορισμούς στη σημασία των λέξεων και των προτάσεων

     (π.χ. υπάρχει κάποια αντίφαση στην πρόταση Η αδελφή του είναι χήρα, αλλά δεν έχει παντρευτεί ποτέ.)
 
Οι ομιλητές μιας γλώσσας είναι σε θέση να εφαρμόζουν τους κανόνες της σε οποιοδήποτε σύνολο λέξεων: οι κανόνες μπορούν να εφαρμόζονται για να παράγουν διαρκώς νέες προτάσεις.

Η παραγωγικότητα αυτή συμβάλλει στο γενικότερο χαρακτηριστικό της δημιουργικότητας της ανθρώπινης γλώσσας – που την ξεχωρίζει από τα επικοινωνιακά συστήματα άλλων οργανισμών: οι ομιλητές της ανθρώπινης γλώσσας είναι ελεύθεροι να τη χρησιμοποιήσουν με όποιον τρόπο θέλουν, σε όποιες περιστάσεις κι αν βρεθούν – και μπορούν να επιδιώξουν να επιτύχουν οποιονδήποτε επικοινωνιακό στόχο

 . Οι επιλογές τους περιορίζονται από την ύπαρξη των κανόνων της γραμματικής (όλων των επιπέδων), που όμως αφήνουν τεράστια περιθώρια ελευθερίας και δημιουργικότητας.

Είναι επίσης μέρος της οικονομίας της γλώσσας, καθώς με ένα πεπερασμένο αριθμό λέξεων και με ένα πεπερασμένο αριθμό κανόνων είναι δυνατό να παραχθεί ένα άπειρο πλήθος προτάσεων.

 
            Καθώς μαθαίνει τη γλώσσα του, το παιδί μαθαίνει τους συγκεκριμένους κανόνες και τη χρήση τους (συνάγοντάς τους από τη γλώσσα που ακούει γύρω του): στη συνέχεια τους βάζει σε εφαρμογή δημιουργικάκαι δεν μιμείται απλώς τους ενήλικους ομιλητές ούτε αποστηθίζει προτάσεις που έχουν εκφωνηθεί από άλλους. Όταν ολοκληρώσει την εκμάθηση μιας γλώσσας, είναι σε θέση να παράγει και να κατανοεί άπειρο αριθμό προτάσεων που δεν έχει συναντήσει ποτέ στο παρελθόν.