7. Πώς προέκυψε η ορθογραφία;

Γιατί όμως έχουμε αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους για να γράφουμε τους ίδιους ήχους; Πώς προέκυψε αυτή η ποικιλία; Δεν θα μπορούσαμε να γράφουμε απλοποιημένα, χρησιμοποιώντας π.χ. μόνο ένα γράμμα για να δηλώνουμε κάθε φθόγγο, δηλαδή ας πούμε μόνο το <ι> για το [i], μόνο το <ε> για το [e] κτλ.;
Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο ερώτημα. Ο λόγος που γράφουμε με αυτή την ποικιλία τρόπων είναι, όπως λέμε, ιστορικός, γι’ αυτό και την ορθογραφία αυτή την ονομάζουμε ιστορική.

Με άλλα λόγια, διατηρούμε στη γραφή τον τρόπο με τον οποίο έγραφαν τις λέξεις της γλώσσας μας οι αρχαίοι Έλληνες. Και οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν με αυτό τον τρόπο επειδή στη γλώσσα τους κάθε ένα από τα διαφορετικά γράμματα προφερόταν διαφορετικά

 . Για παράδειγμα, το <ω> οι αρχαίοι το πρόφεραν ως [oo], δηλαδή ένα παρατεταμένο [o]. Και είχαν το σύμβολο <ω> για να δηλώσουν αυτή την προφορά, και να τη διακρίνουν από την προφορά του <ο>, που προφερόταν απλώς ως [o] – βραχύ, όπως το λέμε, σε αντιδιαστολή προς το [oo], που ήταν μακρό. Επίσης, το <αι> οι αρχαίοι το πρόφεραν ως [ai], όπως δηλαδή προφέρουμε σήμερα τη λέξη γάιδαρος, ενώ εμείς σήμερα το προφέρουμε ως [e]. Τη λέξη <ραίνω>, δηλαδή, οι αρχαίοι την πρόφεραν [rainoo] ενώ εμείς την προφέρουμε [reno].
Από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα η προφορά της γλώσσας μας άλλαξε. Η προφορά του αρχαίου [ai], που γραφόταν με το <αι>, άλλαζε σιγά σιγά και κατέληξε να προφέρεται σήμερα ως [e], ταυτίστηκε δηλαδή με την προφορά του <ε>. Η αλλαγή αυτή, μάλιστα, ολοκληρώθηκε στο τέλος της ελληνιστικής εποχής. Το φαινόμενο αυτό, να αλλάζει η γλώσσα στη διάρκεια του χρόνου, συμβαίνει πάντοτε και παντού, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Σε μια γλώσσα αλλάζει ο τρόπος κλίσης  των λέξεων, π.χ. στην αρχαία ελληνική η ονομαστική πληθυντικού της λέξης χώρα ήταν αι χώραι, σήμερα είναι οι χώρες. Αλλάζει το λεξιλόγιο, π.χ. οι αρχαίοι έλεγαν οίδα, εμείς λέμε ξέρω. Και, όπως είδαμε, αλλάζει και η προφορά.

Ενώ όμως από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα άλλαξε η προφορά της γλώσσας και των λέξεων, δεν αλλάξαμε εμείς τον τρόπο γραφής τους

 . Διατηρήσαμε δηλαδή τον τρόπο που έγραφαν οι αρχαίοι, παρά το ότι η προφορά των λέξεων άλλαξε. Κρατήσαμε δηλαδή την αρχαία γραφή σε μια προφορά που είχε αλλάξει, διατηρώντας αυτό που ονομάζουμε ιστορική ορθογραφία.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αν αυτό συμβαίνει μόνο στα ελληνικά ή και σε άλλες γλώσσες. Και την απάντηση μπορούμε εύκολα να τη βρούμε, αν σκεφτούμε για λίγο τα αγγλικά. Ας πάρουμε μια πολύ γνωστή λέξη, look ‘κοιτάζω’. Βλέπουμε ότι την προφέρουμε [luk] αλλά τη γράφουμε με <oo> (και μαθαίνουμε στα αγγλικά ότι το <oo> προφέρεται ως [u]. Συμβαίνει δηλαδή και στα αγγλικά αυτό που είδαμε πριν και για τα ελληνικά, όπου γράφουμε <αι> και προφέρουμε [e]. Επομένως, και άλλες γλώσσες και όχι μόνο η νέα ελληνική έχουν ιστορική ορθογραφία, γιατί και σε αυτές έγινε ό,τι και στην ελληνική: η προφορά άλλαξε μέσα στον χρόνο αλλά η γραφή παρέμεινε η ίδια.
Στην ορθογραφία κάποια πράγματα ρυθμίζονται από κανόνες και κάποια πρέπει να τα μάθουμε απέξω. Για παράδειγμα, στη λέξη παίζω, πρέπει να μάθουμε ότι το [e] γράφεται με <αι>, αλλά για το [o] πρέπει να μάθουμε έναν κανόνα, ότι δηλαδή όλα τα ρήματα, που στο πρώτο πρόσωπο του ενικού αριθμού τελειώνουν σε [o], γράφονται με <Ω>.
Μερικοί ορθογραφικοί κανόνες έχουν εξαιρέσεις. Ο προηγούμενος κανόνας, ότι τα ρήματα που στο πρώτο ενικό τελειώνουν σε [o] γράφονται με <ω>, δεν έχει καμία εξαίρεση. Ο κανόνας όμως ότι τα ουδέτερα ουσιαστικά που τελειώνουν σε [i] γράφονται με <ι> έχει τέτοιες εξαιρέσεις, και αυτές επίσης πρέπει να τις μάθουμε: οι λέξεις βράδυ, δίχτυ, δάκρυ είναι τέτοιες εξαιρέσεις, και σε αυτές το τελικό [i] γράφεται με <υ>.
Μπορούν αυτοί οι κανόνες να αλλάξουν; Η απάντηση είναι «ναι». Και ποιος το αποφασίζει αυτό; Η απάντηση είναι το κράτος, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες που ασχολούνται με τη μελέτη της γλώσσας, τους γλωσσολόγους και τους φιλολόγους. Και πράγματι το 1976, τη χρονιά που καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους μας η δημοτική, αποφασίστηκαν μερικές αλλαγές στους ορθογραφικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, ως τότε γράφαμε διαφορετικά κάποιους τύπους της υποτακτικής σε σχέση με τους αντίστοιχους της οριστικής. Γράφαμε, δηλαδή, (οριστική) (αυτός) λύνει αλλά (υποτακτική) (αυτός) να λύνη, όταν λύνη, θα λύνη. Η διάκριση αυτή καταργήθηκε, και σήμερα γράφουμε τους τύπους της οριστικής και της υποτακτικής με τον ίδιο τρόπο.
Άλλη μια σημαντική ορθογραφική ρύθμιση που έγινε στη γλώσσα μας αφορά τη χρήση του μονοτονικού συστήματος γραφής από το 1982 και μετά. Ως το 1982 χρησιμοποιούσαμε στη γλώσσα μας τρεις τόνους (οξεία, περισπωμένη και βαρεία) και δύο πνεύματα (ψιλή και δασεία), γράφοντας τα νέα ελληνικά με τον τρόπο που γράφουμε τα αρχαία και εφαρμόζοντας περίπλοκους κανόνες για τη χρήση καθενός από αυτά – το λεγόμενο πολυτονικό σύστημα. Το 1982 η πολιτεία καθιέρωσε τη χρήση μόνο της οξείας, την οποία σημειώνουμε πλέον τηρώντας τους κανόνες του μονοτονικού συστήματος.