4. Εγκλίσεις και είδη προτάσεων

Είδαμε παραπάνω ότι η κανονική ερμηνεία των εγκλίσεων, δηλαδή η συσχέτιση της οριστικής με το πραγματικό και της υποτακτικής και της προστακτικής με το επιθυμητό, είναι εμφανής κυρίως στις κύριες προτάσεις.

Όταν ένας ρηματικός τύπος εμφανίζεται σε δευτερεύουσα πρόταση, είναι δυνατό να μεταβάλλεται η ερμηνεία του (όπως και η χρονική αναφορά του) εξαιτίας της δομής στην οποία συμμετέχει.

 
Έτσι, λ.χ., ακόμα και η γενικά ξεκάθαρη περίπτωση της προστακτικής, είναι δυνατό να μη δηλώνει πάντοτε επιθυμία, προσταγή ή συμβουλή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως οι παρακάτω:
Πες το πάλι και θα δεις τι θα πάθεις.
Φύγε και θα πέσω από το παράθυρο.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των περιπτώσεων συνοψίζονται ως εξής: Σε γενικές γραμμές, η προστακτική δεν εμφανίζεται σε δευτερεύουσες προτάσεις (δηλαδή δεν μπορεί να βρεθεί σε πρόταση που εισάγεται με κάποιον σύνδεσμο). Οι παραπάνω περιπτώσεις, αν και δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των δευτερευουσών προτάσεων (π.χ. δεν υπάρχει υποτακτικός σύνδεσμος), έχουν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: π.χ. η σειρά των δύο προτάσεων είναι υποχρεωτικά αυτή (και όχι π.χ. Θα πέσω από το παράθυρο και φύγε) και η προστακτική σίγουρα δεν εκφράζει την επιθυμία του ομιλητή. Ενώ οι καταλήξεις είναι προφανώς αυτές της προστακτικής,

οι περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως παραδείγματα «

ψευδο-προστακτικής», καθώς είναι σαφές ότι ο ομιλητής ΔΕΝ επιθυμεί την πραγματοποίηση αυτού που φαίνεται να ζητάει.
 Αντίστοιχη ερμηνεία (ψευδο-προστακτικής ή ψευδο-προτρεπτικής) μπορούν να έχουν και οι τύποι της υποτακτικής (με τα να, ας, μην):
Ας το πεις ξανά, και θα δεις τι θα πάθεις
(Μόνο) Να το πεις ξανά, και θα δεις τι θα πάθεις
Μην το πεις ξανά, και θα δεις τι θα πάθεις.
Γενικά, οι τύποι της οριστικής και της υποτακτικής (μόνο με το να – ποτέ με το ας) μπορούν να εμφανίζονται σε διάφορες δευτερεύουσες προτάσεις.

Η ερμηνεία τους εκεί, εξαρτάται από τη σχέση τους με την κύρια πρόταση και από άλλα συντακτικά και κειμενικά χαρακτηριστικά.

 
Ας δούμε μερικά μόνο παραδείγματα:
Στις περισσότερες δευτερεύουσες προτάσεις (αλλά όχι σε όλες) η βεβαιωτική τροπικότητα δεν μπορεί να εκφραστεί, ακόμα και με τύπους της οριστικής, καθώς οι προτάσεις αυτές είναι πλήρως εξαρτημένες από την κύρια που συνοδεύουν:
Αναρωτιέμαι αν/πότε/πώς θα έρθει.
Το περιεχόμενο της πλάγιας ερώτησης σίγουρα δεν είναι κάτι για το οποίο ο ομιλητής έχει την πεποίθηση ότι ισχύει. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει καμιά διαβεβαίωση για την αλήθεια των οριστικών στις παρακάτω περιπτώσεις:
Αν τον βλέπεις, πες το μου και μένα.
Έτσι και ήρθε, θα γίνει μεγάλος καβγάς.
Ήρθε δεν ήρθε, εγώ θα τον κάνω τον καβγά.
 
Ακόμα χειρότερα, στις υποθετικές προτάσεις με παρατατικό και υπερσυντέλικο, οι τύποι της οριστικής όχι απλώς δεν δηλώνουν βεβαιωτική τροπικότητα, αλλά συνηθέστατα δηλώνουν το αντίθετο του πραγματικού:
Αν τον είχα γνωρίσει, θα σου το είχα πει (= στην πραγματικότητα δεν τον έχω γνωρίσει και δεν σου το έχω πει).
Αν δεν ήξερα τι ψεύτης είναι, θα πίστευα όλα αυτά που λέει (= στην πραγματικότητα το ξέρω και δεν πιστεύω όλα αυτά που λέει).
 
Αντίστροφα, μια δευτερεύουσα πρόταση με υποτακτική που εξαρτάται από ρήμα που δηλώνει αίσθηση, δεν εκφράζει κανενός είδους επιθυμία – και είναι πολύ κοντά στο να εκφράζει το πραγματικό:
Τον βλέπω να έρχεται.
Την άκουσα να τραγουδάει.
 
Ο τύπος πρότασης είναι βασικός συντακτικός παράγοντας που επιτρέπει ή απαγορεύει την παρουσία συγκεκριμένων εγκλίσεων. Έτσι, τόσο η προστακτική όσο και η υποτακτική με το ας δεν μπορούν να εμφανιστούν ούτε σε ερωτήσεις ούτε σε κανενός είδους υποταγμένες προτάσεις:
Έλα; / Φύγε; / Ας έρθει; / Ας ερχόταν; (δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως ερωτήσεις – παρά μόνο για επιβεβαίωση της προηγούμενης εκφοράς του συνομιλητή: δηλ. «άκουσα καλά; Είπες «Έλα»;»).
Παρόμοια, δεν είναι δυνατές οι εκφορές τους σε οποιαδήποτε δευτερεύουσα πρόταση:
*Μου ζήτησε να έλα. / *Με ρώτησε πού ας πάει. / *Νομίζω ότι ας έρθει. / *Θέλω να φύγε. / *Όταν ας έρθω, να πάμε μαζί. / *Επειδή δώσε, θα έρθω κι εγώ.
Είδαμε επίσης ότι η προστακτική δεν σχηματίζει ούτε αρνητικό τύπο (και επομένως είναι σίγουρα ο πιο περιορισμένος τύπος του ρήματος).