1. Oι εγκλίσεις του νεοελληνικού ρήματος

Κάθε πρωί πηγαίνω στο σχολείο με τα πόδια.
Να πάει και βλέπουμε!
Πήγαινε να δεις τι έγινε!
Στα παραπάνω παραδείγματα έχουμε υπογραμμίσει τρεις διαφορετικούς τύπους του ίδιου ρήματος. Στην πρώτη περίπτωση ο πηγαιμός παρουσιάζεται ως μέρος της πραγματικότητας – ενώ στις άλλες δύο ο πηγαιμός παρουσιάζεται ως κάτι που επιθυμεί ο ομιλητής.

Οι διαφορετικοί τύποι του ρήματος που παρουσιάζουν το περιεχόμενο μιας πρότασης ως πραγματικό ή ως επιθυμητό ονομάζονται εγκλίσεις του ρήματος.

 
Στη γραμματική της νέας ελληνικής συνήθως αναγνωρίζονται τρεις διαφορετικές εγκλίσεις:
η οριστική (π.χ. πηγαίνω, έρχομαι)
η υποτακτική (π.χ. να πάω, να έρθεις)
 και η προστακτική (π.χ. πήγαινε, έλα).
 

1.2 Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε έγκλισης;

Η έγκλιση είναι ρηματική κατηγορία – και επομένως επηρεάζει το πώς είναι φτιαγμένος κάθε ρηματικός τύπος: με άλλα λόγια κάθε έγκλιση έχει ιδιαίτερα τυπικά χαρακτηριστικά:

  αν περιοριστούμε μόνο στην ενεργητική φωνή, για λόγους συντομίας, μπορούμε να καταγράψουμε τα τυπικά τους χαρακτηριστικά ως εξής:
·         η οριστική έχει τα γνωστά σύνολα καταλήξεων των παροντικών και παρελθοντικών χρόνων (δηλαδή τις καταλήξεις -ω, -εις, -ει, -ουμε, -ετε, -ουν και τις καταλήξεις -α, -ες, -ε, -αμε, -ατε, -αν (ή/και την αύξηση έ-)
·         η προστακτική έχει ιδιαίτερες καταλήξεις και σχηματίζει μόνο το 2ο πρόσωπο, ενικού και πληθυντικού
·         η υποτακτική είναι ίδια με την οριστική αλλά σχηματίζεται με τη συνοδεία μορίων  όπως τα να, ας και μη.
 

Η οριστική περιγράφεται ως έγκλιση κρίσης και οι άλλες δύο ως εγκλίσεις επιθυμίας. Όπως θα δούμε παρακάτω, η διαφορά αυτή έχει νόημα ΜΟΝΟ σε σχέση με την εμφάνισή τους σε κύριες προτάσεις. Όταν εμφανίζονται σε δευτερεύουσες προτάσεις (βλ. και υπόταξη) το περιεχόμενό τους μπορεί να είναι διαφορετικό.

 
 
Ακόμα και σε κύριες προτάσεις όμως, είναι δυνατό να έχουμε διαφορετικές χρήσεις μιας έγκλισης, π.χ.:
Φεύγεις τώρα αμέσως και έρχεσαι αύριο με τον κηδεμόνα σου!
Προφανώς, μια οριστική όπως στο παράδειγμά μας μπορεί να ερμηνεύεται σαν προστακτική – ή έστω να εκφράζει επιθυμία, διαταγή, συμβουλή και όχι απλώς να παρουσιάζει κάτι ως πραγματικό.
 
Επομένως, γενικά έχουμε μια κατάσταση ανάλογη με τους ρηματικούς χρόνους:

μπορούμε να διακρίνουμε σε ποια έγκλιση ανήκει κάθε τύπος με βάση τα τυπικά του χαρακτηριστικά (όπως μπορούμε να αναγνωρίσουμε παροντικούς, παρελθοντικούς και μελλοντικούς χρόνους), αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς ακριβώς θα ερμηνεύεται κάθε τύπος αν δεν εξετάσουμε ολόκληρη την πρόταση στην οποία εμφανίζεται και τα συμφραζόμενά της.