1. Εισαγωγή – Ορισμός

Ο όρος λεξικό αναφέρεται σε δύο έννοιες, κοντινές αλλά όχι ταυτόσημες:
α)

στο σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, σε αυτές δηλαδή που υπάρχουν ή μπορούν να δημιουργηθούν σε μια συγκεκριμένη φάση μιας γλώσσας.

 Π.χ. στο λεξικό της νέας ελληνικής ανήκει τόσο η λέξη τραπεζ-ικ-ός (που υπάρχει), όσο και η λέξη καρεκλ-ικ-ός (που δεν υπάρχει, αλλά θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και να φτιαχτεί, γιατί ακολουθεί τους κανόνες της νέας ελληνικής). Η έννοια αυτή του λεξικού, επομένως, είναι αφηρημένη και καλύπτει όλο το απόθεμα των λέξεων που διαθέτει μια γλώσσα.
β)

στο βιβλίο (ή την ηλεκτρονική μορφή) που περιλαμβάνει ένα μέρος –μικρό ή μεγάλο– του λεξιλογίου μιας γλώσσας ή περισσότερων γλωσσών

 . Σε αυτή τη δεύτερη σημασία, που αφορά τα λεξικά που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας. θα επικεντρωθούμε.
 
Το λεξικό είναι γραπτό κείμενο που περιέχει λέξεις οργανωμένες σε λήμματα και δίνει πληροφορίες γι’ αυτές. Οι πληροφορίες αφορούν την ορθογραφία, τη σημασία, τη φωνητική, τη γραμματική, τα περιβάλλοντα χρήσης της λέξης. Μπορεί επίσης να είναι πληροφορίες ετυμολογικές ή για συνώνυμα και αντίθετα. Τα περισσότερα λεξικά (αλλά όχι όλα) είναι οργανωμένα σε αλφαβητική σειρά.