5. Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα ­και η κληρονομιά του

Η κοινωνική διγλωσσία στην Ελλάδα είναι μόνο μία όψη του γλωσσικού ζητήματος που δεν ήταν μόνο γλωσσικό αλλά και εκπαιδευτικό και ευρύτερα πολιτικοκοινωνικό ζήτημα

 . Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους στα 1830 τέθηκε ζήτημα επίσημης γλώσσας, όπως και εκπαίδευσης (σε μια επικράτεια όπου ο αναλφαβητισμός ήταν πολύ υψηλός). Ενώ δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποια γλώσσα μιλούσαν οι άνθρωποι,

τέθηκε ζήτημα για το ποια μορφή της ελληνικής γλώσσας θα έπρεπε να διδάσκεται στο σχολείο και να αποτελεί επίσημη γλώσσα του κράτους

  (δηλαδή μέσο αυτοαναγνώρισης αλλά και προβολής στο εξωτερικό). Το γόητρο της αρχαίας ελληνικής και η σεβαστή γραπτή παράδοση (εντός και εκτός Ελλάδας) θεωρήθηκε τότε ότι υπαγόρευαν ως επίσημη για το νέο κράτος μια γλώσσα όσο το δυνατόν πλησιέστερη στα ελληνικά της κλασικής εποχής. Δημιουργήθηκε ένα ρεύμα «καθαρισμού» που πρότεινε μια γλώσσα αρχαΐζουσα –αν και όχι πράγματι αρχαία– και καθαρισμένη από τα πολλά (τουρκικά και λατινικά κυρίως) δάνεια.

Η «καθαρεύουσα» ήταν αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών

και στόχο της είχε να σφυρηλατήσει μια εθνική ταυτότητα που επέμενε στην ελληνικότητα των Νεοελλήνων και τη συνέχεια του τρίπτυχου έθνους, γλώσσας και πολιτισμού  (μια θέση που εμπνέεται από το γερμανικό ρομαντισμό και έχει αμφισβητηθεί από πολλές πλευρές για όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις). Συνεπώς, η καθαρεύουσα (όπως και η δημοτική) συνδέθηκε από νωρίς με μια πολιτική θέση. Στα εκατό περίπου χρόνια που διήρκεσε το γλωσσικό ζήτημα, η καθαρεύουσα συνδέθηκε με «συντηρητικές» («δεξιές») πολιτικές απόψεις, ενώ η δημοτική με «προοδευτικές» («αριστερές», «σοσιαλιστικές») απόψεις σε τέτοιο βαθμό ώστε οι ίδιοι οι όροι καθαρευουσιάνος και δημοτικιστής έφτασαν να γίνουν συνώνυμα του δεξιός και αριστερός, αντίστοιχα (αν και τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά). Σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη της μίας ή της άλλης ποικιλίας ως επίσημης συνδέθηκε με διαφορετικές κοσμοθεωρίες και επιδιώξεις για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο και σημειώνουμε ότι

το γλωσσικό ζήτημα ήταν ένα ευρύτερα πολιτικό ζήτημα

  (η πιο πρόσφατη πράξη του οποίου παίχτηκε με την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος).
Σήμερα, πλέον, η καθαρεύουσα αποτελεί παρελθόν. Ωστόσο, η μακρά περίοδος κοινωνικής διγλωσσίας έχει κληροδοτήσει διάφορα χαρακτηριστικά στη σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα (όπως και κάποια προβλήματα). Για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη διπλοτυπία (φθηνό/φτηνό, βλ. και παραπάνω) και μια σχετική γλωσσική ανασφάλεια στην κλίση κάποιων ρημάτων, ουσιαστικών και επιθέτων που προέρχονται από τη λόγια γλώσσα (π.χ., ο/η διαφανής, το διαφανές). Παράλληλα, ενώ η δημοτική έχει καλλιεργηθεί συστηματικότερα από το 1976 και μετά, η εκτεταμένη διπλοτυπία δυσκολεύει την τυποποίηση της κοινής νεοελληνικής, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα στην εκπαίδευση αλλά και στη διδασκαλία της  ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας.
Η διάκριση καθαρεύουσας και δημοτικής έπαιξε για πολλά χρόνια στα ελληνικά τον ρόλο που σε άλλες γλώσσες παίζει η διάκριση επίσημου και ανεπίσημου ύφους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται ακόμη σε επίσημα περιβάλλοντα τύποι της καθαρεύουσας και όχι απλώς τύποι λόγιας προέλευσης που συνδέονται με το επίσημο ύφος. Π.χ. στις ανακοινώσεις σε αεροδρόμια ακούει κανείς τόσο το (1) όσο και το (2):
1.      Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να περάσουν στον έλεγχο χειραποσκευών.
2.      Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες όπως προσέλθουν στον έλεγχο χειραποσκευών.
Προσέξτε ότι ενώ και στα δύο υπάρχουν τύποι λόγιας προέλευσης, όπως επιβάτες και χειραποσκευών, στο (2) η αντικατάσταση του να από το όπως είναι κατάλοιπο της καθαρεύουσας, η οποία θεωρείται ακόμη κατάλληλη επιλογή σε αυτή την επίσημη περίσταση από κάποιους/ες ομιλητές/τριες.