3. Η διμορφία στα ελληνικά: οι ιδιαιτερότητές της

Υπήρχαν ορισμένες ιδιαιτερότητες στην ελληνική περίπτωση που αξίζει να αναφέρουμε. Ενώ γενικά η Υ είναι πιο τυποποιημένη και κωδικοποιημένη από την Χ (με γραμματικές, λεξικά, ορθογραφικούς οδηγούς), στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Η καθαρεύουσα ποτέ δεν τυποποιήθηκε με τρόπο που θα διευκόλυνε τη διδασκαλία και την εκμάθησή της και γι’ αυτό υπήρχαν και πολλές μορφές καθαρεύουσας

 (π.χ. αρχαΐζουσα ή απλή καθαρεύουσα κλπ.), πράγμα που προκαλούσε μεγάλη γλωσσική ανασφάλεια στους/στις ομιλητές/τριες. Οδηγός χρήσης της, πέρα από τα έργα που περιέγραφαν την αρχαία ελληνική, ήταν ο γραπτός λόγος εκείνων που θεωρούνταν ικανοί χρήστες. Αντίθετα, η δημοτική τυποποιήθηκε πολύ πιο συστηματικά (και μάλιστα ήδη πριν το 1976).
Από την άλλη, ενώ η Υ συνδέεται παντού με μια σεβαστή φιλολογική και λογοτεχνική παράδοση, στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν πιο σύνθετη. Η σεβαστή φιλολογική παράδοση αφορά κυρίως τα έργα που γράφτηκαν στην αρχαία ελληνική (κυρίως δε την κλασική εκδοχή της, δηλαδή την αρχαία ελληνική γραμματεία) και όχι στην καθαρεύουσα (που ενώ ήταν πλησιέστερη στην αρχαία από ό,τι η δημοτική δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την αρχαία).

Η καθαρεύουσα, ως τεχνητή γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ από κανέναν, δεν άφησε (με κάποιες εξαιρέσεις) ανεξίτηλα το σημάδι της στη νεοελληνική λογοτεχνία,

  σε αντίθεση με άλλες κοινότητες όπου υπάρχει διμορφία. Η καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε περιορισμένα στο νεοελληνικό μυθιστόρημα και ακόμη λιγότερο στην ποίηση.