1. Τι είναι η κοινωνική διγλωσσία/ διμορφία;

Με τους όρους διμορφία ή κοινωνική διγλωσσία περιγράφουμε μια κατάσταση όπου δύο συγγενείς γλωσσικές ποικιλίες έχουν διαφορετικές λειτουργίες σε μια γλωσσική κοινότητα

 . Στα ελληνικά έχουν προταθεί και διάφοροι άλλοι όροι γι’ αυτή την κατάσταση (μεταξύ των οποίων διγλωσσία, κοινωνική διμορφία, διπλογλωσσία, τεχνητή διγλωσσία, εσωτερική διγλωσσία, ιστορική διγλωσσία κλπ.), η οποία συνδέεται με το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα – τη διάκριση καθαρεύουσας και δημοτικής (βλ. παρακάτω).
Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση η οποία έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά:

1.      Δύο διαφορετικές ποικιλίες

της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται σε μία γλωσσική κοινότητα, μία από τις οποίες θεωρείται «Υψηλή» ποικιλία (Υ) και η άλλη «Χαμηλή» ποικιλία (Χ).  Δηλαδή, εκτός από τις βασικές διαλέκτους   της γλώσσας, υπάρχει μια ιδιαίτερα διαφοροποιημένη, τυποποιημένη (και συνήθως γραμματικά πιο περίπλοκη) ποικιλία (Υ), η οποία είναι φορέας μιας μεγάλης και σεβαστής γραπτής φιλολογικής παράδοσης και έχει μεγάλο κύρος. Η ποικιλία αυτή μπορεί να προέρχεται από προηγούμενη φάση της ίδιας γλώσσας ή από άλλη συγγενή γλωσσική κοινότητα.

2.      Η κάθε ποικιλία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις

, έτσι ώστε η Υ και η Χ συμπληρώνουν η μία την άλλη αλλά δεν είναι συμβατές σε καμία περίπτωση.  Για παράδειγμα, η Υ διδάσκεται συστηματικά στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιείται στις περισσότερες γραπτές ή επίσημες προφορικές χρήσεις (τα δημόσια έγγραφα, τις εφημερίδες, την τηλεόραση, τη λογοτεχνία, τους πολιτικούς λόγους, τη θρησκεία κλπ.). Αντίθετα, η Χ μονοπωλεί σχεδόν τις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας (συζήτηση, καθημερινές συναλλαγές). Η χρήση της Υ εκεί που αναμένεται Χ, αλλά και το αντίστροφο, μοιάζει παράδοξη, προκαλεί γέλιο και μπορεί να στιγματίσει τον/την ομιλητή/τρια.

3.      Κανένα κομμάτι του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί την Υ στην αυθόρμητη καθημερινή επικοινωνία, εφόσον δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός

 . Ως μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται η Χ.