5. Όσοι/ες μιλούν μια γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες από όσους/ες μιλούν τη ίδια γλώσσα ως μητρική

Όταν μαθαίνουμε μια γλώσσα διαφορετική από τη μητρική μας ως δεύτερη ή ως ξένη έχει παρατηρηθεί ότι τη χρησιμοποιούμε με τρόπο διαφορετικό από ό,τι θα τη χρησιμοποιούσαν άλλοι/ες ομιλητές/τριες που τη μαθαίνουν ως μητρική. Αυτό συμβαίνει επειδή η γνώση που ήδη έχουμε για τη μητρική μας γλώσσα επηρεάζει λιγότερο ή περισσότερο τον λόγο που παράγουμε στη γλώσσα που μαθαίνουμε και μιλάμε ως δεύτερη ή ξένη.
Έτσι, λέμε ότι

όσοι/ες μιλούν μια γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη χρησιμοποιούν γλωσσικές ποικιλίες που ονομάζονται

διαγλώσσες και οι οποίες διαφοροποιούνται λιγότερο ή περισσότερο από τις ποικιλίες των φυσικών ομιλητών/τριών της ίδιας γλώσσας.