2. Μια βασική διάκριση

Όλοι οι ομιλητές μιας γλώσσας ξέρουν λίγο πολύ τι σημαίνουν οι λέξεις στη γλώσσα τους. Ένας ομιλητής μπορεί να ξέρει λιγότερες ή περισσότερες λέξεις από έναν άλλο, αλλά όλοι –λιγότερο ή περισσότερο μορφωμένοι– γνωρίζουν τη σημασία πολύ μεγάλου αριθμού λέξεων. Και η σημασία των λέξεων, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, είναι σταθερή και ίδια για όλους τους ομιλητές. Περιμένουμε άρα να πάρουμε την ίδια (ή παρόμοια) απάντηση αν ρωτήσουμε διάφορους ομιλητές της ελληνικής τι σημαίνει η λέξη γρήγορα ή η πρόταση Θα γυρίσω γρήγορα που την περιέχει. Αυτό κάνει δυνατή την επικοινωνία και επιτρέπει τη μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη.
 

Η ίδια πρόταση όμως μπορεί να χρησιμοποιείται από τους ομιλητές για να εκφράσουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές περιστάσεις

 . Έτσι το
Θα γυρίσω γρήγορα
μπορεί, ανάλογα με το ποιος το λέει σε ποιον, να εκφράζει μια απλή πληροφορία, μια υπόσχεση (αν ο συνομιλητής μου θέλει να γυρίσω γρήγορα), μια απειλή (αν δεν θέλει να γυρίσω) κοκ.

Αυτή η πλευρά της σημασίας δεν έχει να κάνει με τη σταθερή σημασία των λέξεων (που είναι ίδια και στις τρεις ερμηνείες), αλλά με τις προθέσεις του εκάστοτε ομιλητή

 . Η ελληνική μάλιστα έχει δύο διαφορετικές λέξεις για τα δύο είδη σημασιών: λέμε «Τι σημαίνει αυτή η λέξη (ή η πρόταση);» όταν αναφερόμαστε στη λεξική ή προτασιακή σημασία, αλλά «Τι εννοείς;» όταν αναφερόμαστε στη σημασία που εξαρτάται από τον ομιλητή.
 

Και η σταθερή συμβατική σημασία λέξεων και προτάσεων και η σημασία που εξαρτάται από τις προθέσεις των συνομιλητών και τις περιστάσεις της επικοινωνίας είναι εξαιρετικά σημαντικές

 . Αλλά είναι πιο εύκολο να τις ξεχωρίσουμε μεθοδολογικά και να ξεκινήσουμε με τη σταθερή συμβατική σημασία λέξεων και προτάσεων που καθορίζεται από το σύστημα της κάθε γλώσσας. Αν και πολλοί γλωσσολόγοι δεν πιστεύουν ότι  η διάκριση είναι σαφής ή απόλυτη,

αυτή η σταθερή σημασία που μοιράζονται από κοινού οι ομιλητές είναι το παραδοσιακό πεδίο της σημασιολογίας

 . Αντίθετα, η σημασία που επηρεάζεται από τις προθέσεις των ομιλητών και τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επικοινωνίας (ποιος μιλάει σε ποιον, πού, πότε και με τι προθέσεις) εξετάζεται από τον κλάδο της πραγματολογίας.