1. Πώς ορίζεται η συνομιλία;
Η συνομιλία ή συζήτηση αποτελεί την οργανωμένη διαλογική δραστηριότητα των ομιλητών μιας γλώσσας. Όταν δύο ή περισσότεροι ομιλητές επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω του προφορικού λόγου, λέμε ότι (συν)διαλέγονται, συνομιλούν, συζητούν ή κουβεντιάζουν. Τα ρήματα αυτά, όπως και τα αντίστοιχα ουσιαστικά τους, εκφράζουν διαφορετικές πτυχές της προφορικής αλληλεπίδρασης. - Με τον όρο διάλογος δίνεται έμφαση στην ύπαρξη περισσοτέρων του ενός ομιλητών, μια συνθήκη που ισχύει σε πολλά, αλλά όχι σε όλα τα κειμενικά είδη του προφορικού λόγου· π.χ. μια δημόσια ομιλία, ένα κήρυγμα, μια διάλεξη είναι συνήθως μονολογικά κειμενικά είδη.
- Η κουβέντα αναφέρεται στο τυπικό κειμενικό είδος της καθημερινής, αυθόρμητης αλληλεπίδρασης μεταξύ ομιλητών, στην οποία επικοινωνούν πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς συνήθως να έχουν προκαθορισμένο θέμα και προσχεδιασμένη οργάνωση του λόγου.
- Αντίθετα, η συζήτηση δίνει έμφαση στην οργανωμένη συνομιλία πάνω σε ένα θέμα, συχνά με προκαθορισμένους κανόνες
- και στη συνδιάλεξη (π.χ. τηλεφωνική συνδιάλεξη, επαγγελματική συνδιαλλαγή κ.ά.) υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός τυποποίησης· π.χ. στερεοτυπικό άνοιγμα και κλείσιμο, καθορισμένη εναλλαγή ομιλητών κλπ.
Ο γενικός όρος συνομιλία μπορεί να καλύψει όλες αυτές τις μορφές λεκτικής αλληλεπίδρασης, που διαθέτουν περισσότερη ή λιγότερη προκαθορισμένη οργάνωση . Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα είδη συνομιλίας, ακόμη και αυτά που φαίνονται πρόχειρα, αυτοσχέδια ή και χαοτικά, είναι θεμελιωδώς οργανωμένα και ακολουθούν αρχές και κανόνες της επικοινωνίας. Επίσης, ο όρος καλύπτει τόσο συμμετρικά όσο και μη συμμετρικά διαλογικά είδη: έτσι λ.χ. στην καθημερινή συζήτηση όλοι οι συμμετέχοντες έχουν θεωρητικά ισότιμη πρόσβαση και δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο, σε αντίθεση με κειμενικά είδη όπως η συνέντευξη ή η συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, στα οποία ένας ομιλητής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διεξαγωγή της συζήτησης μέσα σε προκαθορισμένο πλαίσιο.