Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή δεκάτη
[X]
Ο Ωκεανός

α΄

Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα μου νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε, 5 νύκτα αιώνων.

β΄

Ούτω εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων, νυκτερινός εξάπλωσεν έρεβος τα πλατέα 10 πένθιμα εμβόλια.

γ΄

Και εις την σκοτιάν βαθείαν, εις το απέραντον διάστημα, τα φώτα σιγαλέα κινώνται των αστέρων 15 λελυπημένα.

δ΄

Εχάθηκαν οι πόλεις, εχάθηκαν τα δάση, κι η θάλασσα κοιμάται και τα βουνά· και ο θόρυβος 20 παύει των ζώντων.

ε΄

Εις τα φρικτά βασίλεια ομοιάζει του θανάτου η φύσις όλη· εκείθεν ήχος ποτέ δεν έρχεται 25 ύμνων ή θρήνων.

ς΄

Αλλά των μακαρίων στάβλων ιδού τα ηώα κάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν, ιδού τα ακάμαντα άλογα 30 του Ηλίου εκβαίνουν.

ζ΄

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι τους δρόμους του αέρος τα αμιλλητήρια πέταλα· τους ουρανούς φωτίζουσι 35 λάμπουσαι οι χαίται.

η΄

Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη εις τον δροσώδη κόλπον της γης η αυγή· και φαίνονται τώρα των φιλοπόνων 40 ανδρών τα έργα.

θ΄

Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης· φεύγουσιν 45 όνειρα, σκότος,

ι΄

Ύπνος, σιγή· και πάλιν τα χωράφια, την θάλασσαν, τον αέρα γεμίζουσι και τας πόλεις με κρότον, 50 ποίμνια και λύραι.

ια΄

Εις του σπηλαίου το στόμα ιδού προβαίνει ο μέγας λέων, τον φοβερόν λαιμόν τετριχωμένον 55 βρέμων τινάζει.

ιβ΄

Ο αετός αφήνει τους κρημνούς υψηλούς· κτυπάουσιν οι πτέρυγες τα νέφη, και τον όλυμπον 60 η κλαγγή σχίζει.

ιγ΄

Έθλιψε την Ελλάδα νύκτα πολλών αιώνων, νύκτα μακράς δουλείας, αισχύνη ανδρών, ή θέλημα 65 των αθανάτων.

ιδ΄

Η χώρα τότε εφαίνετο ναός ηριπομένος, όπου οι ψαλμοί σιγάουσι και του κισσού τα ατρέμητα 70 φύλλα κοιμώνται.

ιε΄

Ωσάν επί την άπειρον θάλασσαν των ονείρων, ολίγαι, απηλπισμέναι ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι 75 με δίχως βίαν·

ις΄

Ούτως από του Άθωνος τα δένδρα, έως τους βράχους της Κυθήρας, κυλίουσα την άμαξαν βραδείαν, 80 ουρανοδρόμον·

ιζ΄

Η τρίμορφος Εκάτη εθεώρει τα πλοία, εις του Αιγαίου τους κόλπους λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα 85 διασκορπισμένα.

ιη΄

Συ τότε, ω λαμπροτάτη κόρη Διός, του κόσμου μόνη παρηγορία, την γην μου συ ενθυμήθηκες 90 ω Ελευθερία.

ιθ΄

Ήλθ’ η θεά· κατέβη εις τα παραθαλάσσια κλειτά της Χίου· τας χείρας άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα 95 λέγει τοιάδε·

κ΄

Ωκεανέ, πατέρα των χορών αθανάτων, άκουσον την φωνήν μου, και της ψυχής μου τέλεσον 100 τον μέγαν πόθον.

κα΄

Ένδοξον θρόνον είχον εις την Ελλάδα· τύραννοι προ πολλού τον κρατούσι, σήμερον συ βοήθησον, 105 δώσ’ μου τον θρόνον.

κβ΄

Όταν τους ανοήτους φεύγω θνητούς, με δέχονται οι πατρικαί σου αγκάλαι· η ελπίς μου εις την αγάπην σου 110 στηρίζεται όλη.

κγ΄

Είπε· κι ευθύς επάνω εις τας ροάς εχύθη του Ωκεανού, φωτίζουσα τα νώτα υγρά και θεία, 115 πρόφαντος λάμψις.

κδ΄

Αστράπτουσι τα κύματα ως οι ουρανοί, και ανέφελος, ξάστερος φέγγει ο ήλιος και τα πολλά νησία 120 δείχνει του Αιγαίου.

κε΄

Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος σφοδρός μέσα εις τα δάση, ο αλαλαγμός σηκώνεται· άκουε των πλεόντων 125 το έια μάλα.

κς΄

Σχισμένη υπό μυρίας πρώρας αφρίζει η θάλασσα, τα πτερωμένα αδράχτια ελεύθερα εξαπλώνονται 130 εις τον αέρα.

κζ΄

Επί την λίμνην ούτως αυγερινά πετάουσι τα πλήθη των μελίσσων όταν γλυκύ του έαρος 135 φυσάει το πνεύμα·

κη΄

Επί την άμμον ούτω περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια, την θέρμην των ονύχων 140 έαν αισθανθώσιν·

κθ΄

Ούτως εάν την δύναμιν ακούσουν των πτερύγων οι αετοί, το κτύπημα των βροντών υπερήφανοι 145 καταφρονούσι.

λ΄

Πεφιλημένα θρέμματα Ωκεανού, γενναία και της Ελλάδος γνήσια τέκνα, και πρωτοστάται 150 Ελευθερίας·

λα΄

Χαίρετε σεις καυχήματα των θαυμασίων (Σπετζίας, Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων, όπου ποτέ δεν άραξε 155 φόβος κινδύνου.

λβ΄

Κατευοδοίτε! —Ορμήσατε τα συναγμένα πλοία ω ανδρείοι· σκορπίσατε τον στόλον, κατακαύσατε 160 στόλον βαρβάρων.

λγ΄

Τα δειλά των εχθρών σας πλήθη καταφρονήσατε· την κόμην πάντα ο θρίαμβος στέφει των υπέρ πάτρης 165 κινδυνευόντων.

λδ΄

Ω επουράνιος χείρα! σε βλέπω κυβερνούσαν τα τρομερά πηδάλια, και των ηρώων οι πρώραι 170 ιδού πετάουν.

λε΄

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι τους πύργους θαλασσίους εχθρών απείρων· σκάφη, ναύτας, ιστία, κατάρτια 175 η φλόγα τρώγει·

λς΄

Και καταπίνει η θάλασσα τα λείψανα· την νίκην ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες δοξάζονται, το θείον 180 φιλεί τους ύμνους.

λζ΄

* Ωθωμανέ υπερήφανε πού είσαι; νέον στόλον φέρε, ω μωρέ, και σύναξε· νέαν δάφνην οι Έλληνες 185 θέλουν αρπάξειν.