Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Το τριακοστόν τρίτον άσμα
της Κολάσεως του Δάντου

La bocca solevò dal fiero pasto

Τα δόντια του εξεκάρφωσεν αυτός ο κολασμένος από την κάρα τη φριχτή πὄτρωγε λιμασμένος. Τα λερωμένα χείλη του σφογγίζει στα μαλλιά κι αρχίζει ν’ αποκρένεται με φοβερή μιλιά:

5 «Θέλεις ν’ ανοίξω μια πληγή, οπού από τόσους χρόνους κρατώ κλεισμένη στην ψυχή, και να ξυπνήσω πόνους που μου δαγκούν τα σωθικά και πριν τους ξεφωνήσω; Τέτοιο φαρμάκι αγνώριστο γιατί θέλεις να χύσω;

Αλλ’ αν θα γίνει η ανήκουστη, η μαύρη μου ιστορία 10 σπόρος να δώσει για καρπούς κατάρες κι ατιμία εις τον προδότη, π’ άκοπα τρώγω σ’ αυτήν την άκρη, θα την ξεθάψω απ’ την καρδιά, κι ας την ποτίσω δάκρυ.

Ποιός είσ’ εσύ δεν το ρωτώ, ούτε ζητώ να μάθω ποιός τάχα να σ’ οδήγησε κάτου σ’ αυτόν το βάθο· 15 αλλά σ’ ακούω και φαίνεσαι ότ’ είσαι Φλωρεντίνος. Ωστόσο μάθε ότ’ είμ’ εγώ ο κόμης Ουγολίνος, κι αυτός ο αρχιεπίσκοπος Ρουγέρης ο Πιζάνος· τώρα θ’ ακούσεις τί χρωστά σ’ εμέν’ αυτός ο πλάνος. Το πώς εγώ εμπιστεύθηκα στην άτιμη ψυχή του 20 και πώς εξεγελάστηκα με την πλαστή αρετή του, πώς προδομένος έπεσα στ’ ανίερό του χέρι και πώς εθανατώθηκα, όλος ο κόσμος ξέρει, αλλά κανείς δεν άκουσε, κρύβει βαθύ σκοτάδι το φόνο πὄβρηκε για με, πώς μ’ έστειλε στον Άδη. 25 Αυτό θα μάθεις, και θα ιδείς τ’ είν’ το παράπονό μου.

Μέσα στη μαύρη φυλακή, π’ από το θάνατό μου της Πείνας πήρε τ’ όνομα, στενόχωρη θυρίδα άφηνε κι έφταν’ έως εμέ φωτός καμιάν αχτίδα. Εκείθεν είχα ο δύστυχος πολλές φορές μετρήσει 30 την αλλαγή του φεγγαριού προτού να με ξαφνίσει έν’ όνειρο παράδοξο, που φώτισε το νου μου και μὄδειξε τη μοίρα μου και τη βουλή του εχθρού μου. Μου φάνηκε στον ύπνο μου αυτός εδώ ο προδότης σαν αρχηγός πολεμιστής, όχι ποτέ δεσπότης, 35 που κυνηγούσε κι έσπρωχνε τυφλά τη συντροφιά του ένανε λύκο πὄφευγε με τα λυκόπουλά του να πιάσει επάνω στο βουνό π’ ολόρθο δεν αφήνει στη Λούκα η Πίζα ελεύθερη ματιά ποτέ να δίνει. Έτρεχ’ αυτός με φλογερούς, ξαχαμνισμένους σκύλους, 40 πάντοτ’ εμπρός, πάντοτ’ εμπρός, και τους πιστούς του φίλους Γουαλάνδους είχε στο πλευρό Λανφράγκους και Σισμόντας. Σε λίγο οι λύκοι εδείλιασαν κι οι σκύλοι τότ’ ορμώντας σχίζουν πατέρα και μικρά με δόντια λυσσασμένα. Πριν φέξει, φεύγει τ’ όνειρο. Ξυπνώ κι ακούω σκιασμένα 45 από παρόμοιο φάντασμα να κλαιν εκεί σιμά μου και να ζητούν λίγο ψωμί τ’ άχαρα τα παιδιά μου. Θα ’σαι σκληρός πάρα πολύ, αν δεν πονείς ακόμη προβλέποντας τί χαλασμοί μ’ επρόσμεναν, τί τρόμοι! Και πότε, πότε κλαις εσύ, αν δε θα κλάψεις τώρα;…

50 Σηκώθηκαν τα δύστυχα· είχε περάσει η ώρα που την τροφή μάς έριχναν. Προσμένουν με λαχτάρα, γιατί θυμούνται τ’ όνειρο κι έχουν κρυφή τρομάρα. Άκουσα τότε πὄκλεισαν του πύργου μας τη θύρα κι εστύλωσα τα μάτια μου πάνω σε κάθε κλήρα. 55 Έκλαιγαν όλα τα φτωχά. Μόνος εγώ δεν κλαίγω, επέτρωσαν τα σπλάχνα μου κι ούτε μια λέξη λέγω· τόσο π’ ο Ανσέλμος μου ο μικρός μ’ ερώτησε: "Πατέρα, γιατί, γιατί τέτοια ματιά; Τ’ έχεις, καλέ πατέρα;" Αλλ’ ούτε τότ’ εδάκρυσα, ούτ’ έδωκα καμία 60 εις το παιδί μου απάντηση. Βουβή απελπισία εσφράγισε το στόμα μου εκείνην την ημέρα και την ακόλουθη νυχτιά, ωσότου στον αιθέρα ο νέος ήλιος έλαμψε κι έστειλε μιαν αχτίδα στην άσπλαχνή μου φυλακή απ’ τη στενή θυρίδα. 65 Τότε στην όψη εκοίταξα τα τέσσαρα παιδιά μου· είδα γραμμένα επάνω εκεί τ’ άγρια βάσανά μου, κι εδάγκασα τα χέρια μου με λύσσα, με μανία· κι εκείνα, που θα πίστεψαν ότ’ η πολλή νηστεία μ’ είχ’ αγριέψει κι ήθελα να φάω τα κρέατά μου, 70 σκιασμένα ελάχτισαν μεμιάς κι έρχονται εκεί σιμά μου. "Πατέρα", λεν τα δύστυχα, "φάγ’ από μας, πατέρα, θα ’ναι λιγότερο σκληρός ο πόνος μας, πατέρα, τη σάρκα, που μας έδωκες, αν τηνε πάρεις πίσω". Εφάνηκα ότι ησύχασα, για να μην τ’ απελπίσω. 75 Εμείναμεν όλοι βουβοί εκείνην την ημέρα, βουβοί και την ακόλουθη… Πώς τότε, σκληρή σφαίρα, άσπλαχνη γη, δεν άνοιξες;… Την τέταρτη εμπροστά μου ο Γάδος μου σωριάζεται, κρατεί τα γόνατά μου και ξεψυχά φωνάζοντας: "Πατέρα μου, ευσπλαχνία!" 80 Και καθώς βλέπεις τώρα εμέ είδα και τ’ άλλα τρία ένα προς ένα να σβησθούν την πέμπτη και την έχτη. Όλα μού τα ’φαγε ο θυμός αυτού του θεομπαίχτη. Τυφλός τρεις μέρες τα ’κραζα. Ήτο τ’ αγέρι μαύρο κι εγύριζα ψηλαφητά τα λείψανά τους νά βρω… 85 Έπειτα η πείνα ενίκησε την πατρική λαχτάρα…»

Είπε· τα μάτια του έστριψε· τη φοβερή την κάρα άρπαξε πάλε λαίμαργα, πλατύ το στόμα ανοίγει κι απάνω της σαν το σκυλί βαθιά τα δόντια εμπήγει.

[1 Ιανουαρίου 1879, Εν Λευκάδι] *
[Dante]