Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ

Μουσικὴν ποίει, καὶ ἐργάζου.
ΠλάτωνΦαίδων»)
ΣΕ ΣΑΣ
ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΙ ΑΓΝΩΡΙΣΤΟΙ, ΤΩΡΙΝΟΙ ΚΑΙ ΑΥΡΙΑΝΟΙ, ΟΣΟΙ
ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΙ, ΠΟΥ ΚΑΠΩΣ ΘΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΣΤΟ ΣΤΙΧΟ
ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΘΑ ΞΑΝΟΙΓΕΤΕ ΜΕΣΑ ΤΟΥ,


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥΤΟ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΙΣΩΣ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΞΑ Ν’ ΑΛΑΦΡΟΔΕΣΩ ΜΑΖΙ
ΕΠΙΚΑ ΚΑΙ ΛΥΡΙΚΑ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ, ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ
ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ,
ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΑ ΚΙ ΑΠΟ
ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΤΗ ΣΚΕΨΗ, ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΙ
ΑΠΟ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ,—ΚΑΠΟΙΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ
ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙΑ


Τ’ ΑΦΙΕΡΩΝΩ

ΑΘΗΝΑ, 5 ΤΟΥ ΤΡΥΓΗΤΗ, 1899.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με λογισμό και μ’ όνειρο.

Σολωμός («Ελεύθεροι πολιορκημένοι»)
Το αφιέρωμα, το βαλμένο στην αρχή, το χάραξε της πρώτης στιγμής ο ενθουσιασμός, όταν αισθάνθηκα το πρώτο σάλεμα του παιδιού μέσα στη Φαντασία μου. Από τότε πέρασαν εφτά χρόνια· το ποίημα, με τον καιρό, και στην ώρα του, γίνονταν ολοένα, όσο που γεννήθηκε, καθώς το παρουσιάζω τώρα. Όμως άλλος ο νους και άλλο το έργο. Τώρα το έργο, καθώς στέκεται στα πανιά για το ταξίδι του, μου φαίνεται σαν ξένο. Πιο πολύ με ανησυχούνε τα ψεγάδια που υποψιάζομαι πως θα κρύβει παρ’ όσο με χαροποιούν τα καλά που θα μπορεί να ’χει. Όλα τ’ αδέρφια του τα μισοτέλειωτα κι άβγαλτ’ ακόμα μου φαίνονται τώρα σαν πιο καλοΐσκιωτα. Έπειτα σα να το είχα βαρεθεί· άλλα είχα βαλμένα στο δρόμο και τα δούλευα, κι ανίσως δε με παρακινούσε για το τύπωμα του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», από κάποια του κομμάτια που φανήκανε στο «Νουμά», ένας μεγάλος της Εθνικής προκοπής και των γραμμάτων φίλος και δουλευτής, ο κύριος Α. Πάλλης, θα τον κρατούσ’ ακόμα στο συρτάρι. Τώρα που πέρασε ο ενθουσιασμός, νομίζω πως μπορεί να μιλήσει ο πατέρας για το παιδί του, ό,τι κι αν είναι· τί γλυκύτερο μίλημα απ’ αυτό! Δε θα το κρίνω, βέβαια· μα μπορεί να ευκολύνω την κριτική των άλλων, αν υπάρχει κριτική, που θα καταδεχτεί να το κοιτάξει.

Ποιός ξέρει ποιά Τσιγγάνα να μίλησε της καρδιάς μου —εδώ και πόσα χρόνια!— Το μίλημα λαχταριστό· κι έτσι φυτρώσαν από την καρδιά μου οι πρώτοι τέσσερις στίχοι· το πρωτόπλασμα, που θα ξετυλίγονταν ύστερ’ από κείνο, κι αγάλια αγάλια, η πλάση μου:
Περδικόστηθη Τσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής…
Ποιός ξέρει αν η Τσιγγάνα δεν ήταν καμιά γύφτισσα του δρόμου συναπαντημένη, σαν ιδεατή, καμιά μέρα ηλιολουσμένη χειμωνιάτικη στον ελαιώνα της Αθήνας, την ώρα που έβγαινε από το τσαντίρι της, στυλωμένη, χυτή, χαλκοπράσινη, σφιγγοπρόσωπη· καμιά ζητιάνα από κείνες που σιχαίνονται οι νοικοκυράδες και που γοητεύουν τον ποιητή· μια σαν εκείνες που μας την παρασταίνει κάπου στην «Ανατολή» του αλησμόνητα με λόγια λαμπερότερ’ από τα χρώματα ο ζωγραφικότατος Θεόφιλος Γωτιέ. Ποιός ξέρει αν δεν πρωτόσπειρε στο νου μου το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» μια πολύ ζωηρή, σαν όραμα, ενθύμηση της πρωτομαγιάς που χαιρόμουνα παιδάκι στον τόπο μου· της πρωτομαγιάς που περνούσε με τους χορούς τους πλεμένους από τις γύφτισσες· από σπίτια σε σπίτια ολογυρίζανε, κιτρινοστόλιστες, ανθοστεφάνωτες, μαυρομάτες, γυαλιστερές σαν από προύντζο, το Μάη τραγουδώντας με φωνές πιο καμπανιστές κι από τα κουδούνια που το συνοδεύαν το τραγούδι τους. Ποιός ξέρει κι αν δεν ήταν η Τσιγγάνα, που με χτύπησε, καμιά ομορφιά που ζούσε κάθε άλλο παρά την πανάθλια ζωή του γύφτου, καμιά ομορφιά φλογερή, μελαχρινή, ανυπόταχτη· και Τσιγγάνα λέγοντάς την, ανίσως δε μεταχειρίζομαι μια ποιητική μεταφορά. Κι ύστερα η ομορφιά της γύφτισσας με βύθιζε ολοένα στην ιδέα της γυφτιάς. Κι από γύφτισσα πέρασα στο γύφτο· ο ζουρνάς, το σφυρί, το φυσητήρι, το μουλάρι, το βιολί, η τέντα, οι μοίρες, τα μάγια, τ’ άγρια, τ’ αναρχικά, τ’ ανυπόταχτα, πάντα στον ολάνοιχτο αέρα, πάντα κάτω από τον ουρανό, η γύφτικη ζωή, η πλανεύτρα και πολυπλανεμένη, ξετυλίγονταν εμπρός μου· και το έργο στα θέμελά του απάνω τόσο χτίζονταν πλατύτερο με πιο πολλά χωρίσματα. Κι έτσι τα πρωτοσχεδίαστα «Λόγια του Γύφτου», τρία τέσσερα τραγούδια, γίνηκαν ο «Δωδεκάλογος». Κι ένιωθα μέσα μου πως κι εγώ είμ’ ένας γύφτος, όσο κι αν ντρεπόμουν να το μολογήσω· γύφτος με τις κακίες του και τις κακομοιριές· μέσα στην καταραμένη φυλή, όσο κι αν τον έκρυβα κάτω από πλούσια ντύματα, τον εαυτό μου έπαιρνα να τραγουδήσω. Ο αστόχαστος θα πιστεύει πως ένας ποιητής διαλέγοντας βρίσκει τα θέματά του, καθώς ένας μουσικός αριστοτέχνης, μονάχα για να δείξει την τέχνη του δοξαριού του απάνω στου βιολιού τις χορδές. Τίποτε δε διάλεξα. Ο ποιητής δε διαλέει· πυρώνεται και πάει μπροστά· κατόπι, και στα καθέκαστα, έρχεται η υπομονετική και ξεδιαλέχτρα δουλειά. Ίσα ίσα, γιατί σταμάτησα στο γύφτο θα πει πως είμαι κι ένας γύφτος· η ψυχή μου είναι και τέτοια. Μα η ψυχή μου είναι πολυπρόσωπη· κι ανίσως και στοχάζεται μοναχική, τον κόσμο κλει στο λογισμό της· χίλιες οι αγάπες της. Μπορώ να κράξω με τον ποιητή: «Χίλιες χρυσές λιανοκάμωτες αλυσίδες με δένουνε με την πραγματικότητα». Κι η μεγάλη μου αγάπη, απάνω απ’ όλες, η νεράιδα του τραγουδιού.
Κι ύστερα κάποτε θα θυμήθηκα το μικρό αριστούργημα του Lenau, τους τρεις Γύφτους του· παίζει το βιολί του ο ένας, και καπνίζει ο δεύτερος, και αποκοιμιέται ο τρίτος· ω οι κουρελιασμένοι, όμως τρισελεύτεροι και τρεις φορές καταφρονητάδες της κακής τύχης, με το κάπνισμα, με τη μουσική, με τ’ όνειρο! Και θα μέθυσ’ από τους αχνούς του, και θα το πήρ’ απόφαση, καθώς ο μουσουργός που πιάνει και κεντάει χίλια πλατιά περιπλεγμένα μουσικά κεντίδια απάνω στο απλό και κλασικό θέμα ενός μεγάλου του δάσκαλου, να κεντήσω κι εγώ πολύστιχο ποίημα από την αφορμή του λιγόστιχου τραγουδιού, και χωρίς να λογαριάζω πως οι εφτά στροφούλες του γερμανόφωνου ποιητή μπορεί να βαραίνουν περισσότερο από τις χιλιάδες τους στίχους μου. Ποιός ξέρει! (Η αλήθεια είναι πως δεν καλοθυμούμαι πώς πρωτοσπάρθηκε το ποίημα· και γι’ αυτό μ’ ακούτε να συχνολέω ποιός ξέρει!). Κι ύστερα, όσο ξετυλίγονταν του τραγουδιού η κλωστή, έβλεπα πως η καρδιά μου είναι γιομάτη από νου, πως τα καρδιοχτύπια της είναι από ιδέα και πως το αίσθημά μου έχει κάτι μουσικό και δυσκολομέτρητο, και πως τη δέχομαι τη λαχτάρα του στοχασμού, καθώς το παλικάρι δέχεται το φιλί της ερωμένης του. Κι ύστερα έβλεπα πως είμαι ο ποιητής —βέβαια ένας ποιητής μέσα στους πολλούς, απλός στρατιώτης του στίχου— όμως πάντα ο ποιητής που θέλει να κλείσει μέσα στο στίχο του τους πόθους και τα ρωτήματα του παντοτινού ανθρώπου, και του πολίτη τις έγνοιες και τους φανατισμούς· μπορεί να μην είμαι άξιος πολίτης· μα δε μπορεί να είμαι μονάχα ο ποιητής του εαυτού μου· είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου· κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση. *
Από την ώρα που μας χτυπάει η ιδέα του έργου, ώς τον τελευταίο του στίχο, βαλσίματα, πλουτίσματα, αλλαγές, χτενίσματα. Με το μεθύσι και με την ορμή ενός έρωτα, η ήσυχη δουλειά και υπομονετική, το πάθος και η μελέτη, το όνειρο και το βιβλίο, ταιριάζουνε για να το κάμουν το έργο μας πιο όμορφο και πιο άξιο πλάσμα. Τίποτε δε μας φαίνεται πως δανειστήκαμε, μα και τίποτε δε θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι δικό μας. Τα μέτρια κινδυνεύουν να χαντακωθούν από το θησαύρισμα των ξένων ιδεών· οι φτωχοί χάνονται από τα δανεικά, γιατί είν’ αδύνατο να τα εξοφλήσουν. Για τον τεχνίτη και το δάνεισμα είν’ έν’ από τα όργανα της πρωτοτυπίας του. Από την ώρα που θα μπορούσε κριτής να μου πει πως το ποίημά μου είναι κάτι πρωτάκουστο που δε θυμίζει τίποτε παρόμοιο, θα υποψιαζόμουν ή πως δεν αξίζω εγώ ή πως δεν αξίζει ο κριτής μου. Οι φωνές που απλώνονται βασταγερές δεν είναι παρά αντίλαλοι. Και όμως. Ο ήρωάς μου δύσκολα θα ταίριαζε το δειλό του περπάτημα με τα βήματα των ομοφύλων του που έτυχε να τους γνωρίσω στων ποιητών τα έργα, και των πιο μεγάλων, και των ταπεινότερων· σημειώνω όσους τυχαίνει τη στιγμή τούτη να μου έρχονται στο νου. Τί κρίμα να μη θυμάμαι παρά τον τίτλο της «Γυφτοπούλας», από τα πρώτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Θαρρώ πως μέσα σε κείνο αξιοπερίεργα ζωγραφίζονταν η γυφτουριά. Στο «Βοτάνι της Αγάπης» του Δροσίνη με κοιτάζουν ακόμα τα γαλανά μάτια της Ζεμφύρας κι ακόμα με σφάζουν. Και στο πλευρό της ο Γυφτοκάβουρας, βδελυρός και πεζός, καθώς είναι προσεχτικά φωτογραφημένος. Στο «Διάκο» του ο Βαλαωρίτης πήρε το θυμό από την αρματολική καρδιά του και το χρώμα από τη χρωματοθήκη του Ουγκό κι έστησε ανάθεμα της αφορισμένης φυλής με το γύφτο που μας παρουσιάζει. Δυο τρεις φορές που πήρα παιδάκι να διαβάσω μεγαλόφωνα τους στίχους του εκείνους, κι έτυχε μια παιδούλα στο πλάι μου ν’ ακούσει, η παιδούλα τρόμαζε και βούλωνε τ’ αφτιά της. * Στο «Götz de Berlichingen» του Γκαίτε ο γύφτος ανακατώνεται με την ονειροφάνταστη νυχτερινή μαυρίλα του δάσους που φωλιάζει, και παίρνει κάτι από τη δόξα του πρωταγωνιστή της τραγωδίας· τον ήρωα όλοι τον αρνήθηκαν και βρίσκεται ο γύφτος τελευταίος του σύντροφος. Και κάποτε διαβάζοντας το «Μπράντη» του Ίψεν ξάνοιξα γοργό το πέρασμα της πάντα διαβατάρικης φυλής κι ανατριχιάζοντας άκουσα ένα βόγκο σα να ήταν το τραγούδι της. * Με τους «Ατσίγγανους» του Πούσκιν τελειωτικά μας δείχνεται σε δυο τρεις στίχους η σημαδεμένη φυλή μαζί των άγριων και των άνομων, των μαλακών και των άτολμων. Όμως ο καθεαυτό ήρωας του τραγουδιού, ξένος από το Νότο, νόθος μέσα στους καθαροαίματους γύφτους, είδος τι Οθέλου και Γκιαούρ μαζί, ρομαντικός αισθηματίας, φονιάς από το πάθος της γυναίκας. Πόσο διαφορετικά και με τί ωμό και αστόλιστο πραγματολογισμό —που είναι κι αυτός ένας τρόπος για να εξιδανικεύεις— ζωγραφίζεται ο γύφτος, σε μια σκηνή του Σαιξπήρου *, με το βοεμό Βερναρδίνο! Είναι ο άνθρωπος ο παραλυμένος κι ο παράλυτος, μα που τίποτε δε φοβάται και που του είναι τα πάντα αδιάφορα, που βαριέται τη ζωή, που βαριέται και το θάνατο, και που δεν είναι άξιος ούτε να πεθάνει, ούτε να ζήσει. Ανάμεσα στο γιομισμένο από βυρωνισμό ρομαντισμό του Σλάβου και στου Άγγλου τον πραγματισμό τον ολοζώντανο, ο ιδεολογισμός του γύφτου του δικού μου δεν τολμώ και να το φανταστώ πως μπορεί να σταθεί. Όμως, όσο κι αν είναι μικροκάμωτος ο ήρωάς μου μπροστά σε κείνους τους γίγαντες, θα μπορούσε να ’χει κάποιο γνώρισμα που να τον ξεχωρίζει μέσα στη μικρότη του, κι αυτό τού φτάνει. Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» πρέπει να βαλθεί στη σειρά των ποιημάτων μου που τα ονομάζω «Μεγάλα Οράματα», σαν τον «Ασκραίο» και σαν τις «Αλυσίδες» της «Ασάλευτης Ζωής». (Μάλιστα οι «Αλυσίδες» ήτανε στην αρχή ένας λόγος από το «Δωδεκάλογο». Αργότερα είδα πως πηγαίνανε καλύτερα ξεχωριστές, και τις ξεχώρισα.) Μέσα στο «Δωδεκάλογο» μιλάνε η επική παράδοση και η λυρική σκέψη· και κάποιο απλό παραμύθι ξετυλίγεται μέσα του με κάποιο νόημα όχι τόσο απλό. Κι εδώ θα ταίριαζε να θυμηθούμε και κάποια σημαντικά λόγια από τον Πλατωνικό «Φαίδωνα»: «Τον ποιητήν δέοι, είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους, αλλ’ ου λόγους». Με το μύθο πήρα να δουλέψω. Ο Γύφτος, τύπος της φυλής του διαλεχτός, μπορούσε να κράξει σαν τον Ηράκλειτο: «εις εμοί χίλιοι»· όμως αταίριαστος μέσα στους ομόφυλους, «ξεχωριστός μέσα στους ξεχωριστούς», έχει βαθιά τη συνείδηση της αξίας της συντροφικής ζωής, και δεν τα ταιριάζει με τη συντροφιά· θέλει να δουλέψει σαν τους άλλους, και δεν το δύνεται· δοκιμάζει κάθε τέχνη, και κάθε τέχνη τού είναι στενή κι ανάποδη· στενή κι ανάποδη και η αγάπη του που τόσο πλατιά την ονειρεύτηκε. Τέλος μια μέρα βρίσκει ένα μυστηριώδικο βιολί, κληρονομιά από κάποιο γέροντα ιερό προφήτη. Παίρνει το βιολί και με το παίξιμό του βρίσκεται σα νέος άνθρωπος. «Στο νου του πρόβαλε, καθώς λέει ο Λεοπάρδης στην «Ασπασία» του, νέος ουρανός, νέα γη, και μια θεία αχτίδα». Οι άνθρωποι ανατριχιάσαν και θυμώσαν πιο πολύ με το βιολί του· μα τα παιδιά, οι μελλόμενοι άνθρωποι, γοητεύονται από το βιολί του· και του φτάνει. Τέτοιο, απάνω, το παραμύθι. Η επική παράδοση φέρνεται γύρα στην ατσιγγάνικη γενιά, καθώς πρωτοπαρουσιάζεται στη Θράκη, εκατό χρόνια απάνω κάτω πριν από το πάρσιμο της Πόλης, και σταίνει τα τσαντίρια της απόξω από την Πόλη. Στο βάθος της ζωγραφιάς ξανοίγεται με την αχνάδα του ονείρου η θεοφύλαχτη —θεοκατάρατη τότε— μεγάλη Πολιτεία, «του πόθου μας η γη» καθώς τη χαιρετάει κάπου ο Μαρκοράς. Χρόνου ορισμένου ιδέα στο ποίημα δεν υπάρχει. Το νόημα του καιρού που περνάει φαίνεται πως ούτε κι ο Όμηρος καθαρά το έχει. Δεν πολυσκοτίζονται για τέτοια οι επικοί· ας του συχωρεθεί και του τραγουδιού μου, για ό,τι κρύβει επικό, και για ό,τι κρύβει στοχαστικό. Ανακατώνω, φαίνεται, τον ήρωά μου τον ίδιο σε πράματα και σε λογισμούς που κυλάνε ανάμεσό τους, χωρίζοντάς τα, χρόνια και καιροί. Μα εγώ δε διηγούμαι ήσυχα και κανονικά· όπως όπως κοιτάω με την όποια τέχνη μου να ξεκαθαρίσω όσα βλέπω σαν όνειρο. Η λυρική σκέψη * ξεμυτίζει, θαρρώ, παντού στο ποίημα, και χωριστά κι ανάκατα, και στα κύρια μέρη και στα επεισοδιακά. Όμως εκεί που τ’ άλλα μέρη του έργου που δε δένονται καθεαυτό με το παραμύθι μπορεί να θεωρηθούν επεισόδια του έργου, αυτά τα επεισόδια μπορείς να πεις ίσα ίσα πως είναι τα κύρια μέρη του έργου, κι όλα τ’ άλλα αφορμή και στολίσματα. Αισθάνομαι πως με σφιχτοδένει κάτι με την ψυχή της γυφτουριάς· όμως τη γύφτικη ζωή μου τη φωτίζει ο Λόγος· και είναι η Ποίηση το υπέρτατο λουλούδι του Λόγου. Κανένα πόθο ξεχωριστό δεν είχα να πάρω κύριο σκοπό του τραγουδιού μου το ζωγραφικό ξανάδομα μιας γύφτικης ζωής και πλάσης· τέτοιο μεταχείρισμα της Τέχνης σα να μη μ’ αρέσει. Πρόφαση κι αφορμή τον ήβρα το γύφτο για να ξεχύσω με κείνον, μέσα σ’ ένα τύπο ταιριαστό με την ψυχή μου, τις λαχτάρες μου τις διανοητικές· για να ξαναπώ κι εγώ τη συγκίνηση του ανθρώπου —κι ας είναι αδύνατη η φωνή μου— μπροστά σε κάποια προβλήματα της ζωής, την υποταγή του ή την εναντίωση· τη συγκίνηση του πολίτη και του μελετητή μπροστά σε κάποια επεισόδια της Ιστορίας του Έθνους του. Δεν είμ’ από κείνους που ανοίγουν προγράμματα στο έργο του ποιητή· ελεύτερα θα δουλέψει ο ποιητής, και χωρίς προγράμματα και χωρίς συνταγές, και μόνον ακούγοντας την όποια φωνή της καρδιάς του. Μα η αλήθεια αυτή δε μ’ εμποδίζει να στοχάζομαι πως η εθνική μας ποίηση θ’ αποχτήσει τα πολυτιμότερα λουλούδια της, αν ακολουθήσει την παραγγελία του Βαλαωρίτη· * αν ακουμπήσει στην Εθνική Ιστορία, αν γίνει «ηρωική, τουτέστιν επική». Ο μελλόμενος μεγάλος ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο βασιλιάς των ποιητών της, θα βρεθεί πως αντάμωσε με τη λεβέντικη πνοή του «Διάκου» και του «Φωτεινού» τη συνθετική δύναμη των «Ελεύτερων Πολιορκημένων». Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει. * Η λυρική σκέψη στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» δε στέκεται ήσυχη· περπατάει παραδέρνοντας και παίρνει τρόπους διαφορετικούς, και πάει από της πικρής άρνησης τα πειράγματα και τα μοιρολόγια στα θριαμβευτικά σαλπίσματα της πίστης, κι από την αμφιβολία και το μηδενισμό στο διαλάλημα της ενέργειας, της προκοπής, της αντρίκειας αγάπης, της πεποίθησης προς ωραίο κάτι που μέλλεται· ο ήρωάς μου χαλαστής και πλάστης, με την αράδα.
Μπορεί να είναι χαλαστής αδέξιος και πλάστης άτυχος. Μπορεί το ποίημα να μην αξίζει. Δεν ξέρω καλά τί λογής είναι· το ξανακοιτάζω. Και τώρα ξεχνώντας το, κι άσχετα μ’ εκείνο, βλέπω πως ταιριάζει εδώ να ξαναθυμηθώ τρία μεγάλα σημάδια που ξεχωρίζουν, ανάμεσα στ’ άλλα, τη νέα Τέχνη, και πολύ δύσκολα μπορεί και η Ποίηση να τα παραμερίσει, εξόν αν θέλει να χάσει ό,τι κρύβει ουσιαστικότερο από νόημα κι από χάρη. Πρώτ’ απ’ όλα η νέα Ποίηση έχει κατιτί κομματιαστό. Είναι το σημάδι που κάνει το ποίημα να παραλλάζει από τις κανονικά και σύμμετρα πλεγμένες, με αρχή, μέση και τέλος ιστορίες, και να το δείχνει πιο πολύ σα σύντριμμα από κάποιο άλλο ποίημα που δεν ξέρουμε, και κατιτί χωρίς αρχή και τέλος, που παύει και που δεν αναπαύει, που είναι σαν την «απέραντη μελωδία» τη Βαγνερική. Έπειτα η νέα Ποίηση έχει κατιτί συνθετικό. Είναι το σημάδι που κάνει το ποίημα, είτ’ ένα σονέτο, είτ’ ένα βιβλίο, να μην μπορείς να το βάλεις σε ορισμένο λογοτεχνικό είδος, ή, κατά την ώρα και κατά την περίσταση, να το περνάς απ’ όλα τα είδη. Έπειτα η νέα Ποίηση όσο πάει και πιο πολύ καταφρονεί καθετί υπερφυσικό που έρχεται απέξω σαν υποχρεωτικό βοήθημα στο ξετύλιμά της, από θεούς φερμένο ή από δαιμόνους, και που δεν το δικαιολογεί κάποιος από καλαισθητική ή από ιδεολογική ανάγκη συμβολισμός. Μα καλά καλά το υπερφυσικό δεν έλειψε· μετατοπίστηκε μόνο. Το θάμα υπάρχει πάντα στην ανθρώπινη ψυχή, και στην πιο ταπεινή και με τη ζωή την πιο ήσυχη. Τέλος το εξοχότατο γνώρισμα της νέας Ποίησης είναι η αγάπη της προς το όνειρο. «Είμαστε υφασμένοι από τα ονείρατα, και τη φτωχή ζωή μας ένας ύπνος την περικυκλώνει», ω μεγαλότατε του Πρόσπερου δημιουργέ! Η ζωή, όχι καθώς μας τη δείχνουνε στον ξύπνο τα πράματα, μα καθώς μας τη μισοδείχνουνε στον ύπνο τα όνειρα. «Όλη η τέχνη του στίχου και του ποιητή —το είπε ο Βάγνερ σ’ ένα από τα μουσικά του δράματα, νομίζω— σε τούτο κρέμεται: να παρασταίνεις την αλήθεια του ονείρου». Τώρα τελευταία κάποιος σοφός καθηγητής * υποστήριζε πως η Καλλιτεχνία στον εικοστό αιώνα θα καταντήσει αποκλειστικότερα ιδεολογική, υπονοητική, ποιητική· η φωτογραφική, καθώς προχώρησε τόσο πολύ και μας γνώρισε στενότερα με την αλήθεια, αναγκάζει τη δημιουργική τέχνη να ταμπουρώνεται πίσω από τους γιομάτους νόημα κύκλους των μορφών και των χρωμάτων, που είναι λάμψη όλα και μυστήριο· δηλονότι να τραβήξει ώς εκεί που δε θα δύνεται να πάει καμιά φωτογραφία, οσοδήποτε τελειοποιημένη, κι αυτή ακόμα η πολύχρωμη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει, ιδιαίτερα, και με την Ποίηση. Όσο πιο πολύ ξαπλώνεται ο πεζός λόγος κι όσο παίρνει τόπο από το κράτος του στίχου, τόσο ο στίχος θα καταφεύγει στις δυσκολοπλησίαστες από τον πεζογράφο κορφές του ονείρου, θα γίνεται αποκαλυπτικός· κι απ’ όπου κι αν του κατεβαίνει η έμπνευση, τα παρσίματά του θα μας τα ξαναδίνει σε οράματα. Όμως δε θα πει μ’ αυτό πως τα ποιητικά οράματα δε θα τα καπιστρώνει ο Λόγος και πως δε θα τα θρέφει η Επιστήμη. Ο καιρός μας είναι, πρώτα κι απ’ όλα, κριτικός. Της ελαφρής κι αφιλοσόφητης παραξενιάς τα παιγνιδίσματα, και τα παραπατήματα, όσο καλοδούλευτα κι αν είναι, δύσκολα θα ταιριάζουν με τη σοβαρότητα και με το ύψος και με την κοινωνικότητα της Τέχνης. Και η τολμηρότερη Φαντασία δε θα μπορεί να ξεγράψει από το λογαριασμό της για πηγή της Τέχνης, αν και τόσο λίγο μεταχειρισμένη ακόμα,—και μάλιστα σ’ εμάς εδώ—τη γνώση και την ιδέα την επιστημονική που μας γλιτώνει από το σιχαμερό ψέμα, όσο κι αν είναι ελκυστικό το χαμογέλιο του. Τί λογής είναι η δημιουργική λογοτεχνία; Σα να της έδωκε όμορφα τον ορισμό ο Γάλλος Charles Maurice: «Το όνειρο του αληθινού». *

«Παντού πίνεις καλό κρασί, κάθε ποτήρι φτάνει του μπεκρή· μα για να πιεις και για να ευφρανθείς σου εύχομ’ ένα ωραίο ελληνικό ποτήρι», λέει ο Γκαίτε σε κάποιο του τραγούδι. Σε τέτοιο ποτήρι βέβαια που μήτε ο ίδιος ο Γκαίτε το ’πινε πάντα το κρασί του, ο Γύφτος μου δεν πίνει το δικό του. Αυτός δεν προσφέρει κρασί· παίζει βιολί· κερνάει τον ήχο. Κρασί ανίσως και ορέγονταν ο ήρωάς μου, θα το ’βαζε σε ποτήρι γύφτικο, που δεν πιστεύω να μοιάζει με τα ωραία ελληνικά ποτήρια. Εγώ πιστεύω πως το κρασί ευφραίνει πιωμένο σε κάθε λογής ποτήρι. Έπειτα τα ωραία ελληνικά ποτήρια είναι λογής κι αυτά, και για το ξεχώρισμα της πατρίδας μερικών χρειάζεται γυμνασμένο μάτι. Η αρμονία, το μέγα γνώρισμα του ελληνικού νου, δε μετριέται με την πήχη των κλασικών κανόνων. Αρμονία τάχα δε σημαίνει να σφιχτοταιριάζεις τη μορφή και την ουσία στο έργου σου σε τρόπο που να μη μπορεί το ένα να υπάρχει ακέριο χωρίς το άλλο; Κι αρμονία δε σημαίνει να χωνεύουνε σε μια συμφιλίωση και σε κάποιο ταίριασμα οι πόλεμοι και οι τρικυμίες είτε της καρδιάς, είτε του νου, είτε της θέλησης; Αν κάποιο σημάδι κι ενός από τα δυο τούτα στοιχεία της αρμονίας βρίσκεται κάπως μέσα σ’ ένα έργο, το έργο αυτό, κι όσο κι αν στέκεται μακριά από τα κλασικά, μπορεί να είναι στον Ελληνισμό σιμότερα από τα έργα που μας ξεμυτίζουνε μ’ επίσημα διπλώματα λογής ομηρισμών και αριστοτελισμών. «Μουσικήν ποίει». Οι αρχαίοι μεστώνανε από νόημα τη λέξη μουσική. Μουσική γι’ αυτούς και η ποίηση, μουσική και η φιλοσοφία, η μεγίστη μουσική. Μουσική και καθετί που σύμμετρα και καλόρυθμα μορφώνει τη ζωή και την τέχνη· μουσική, κάθε παιδεία της ψυχής. Οι νεότεροι περιόρισαν το νόημα της λέξης μουσική, μα το βαθύνανε πιο πολύ. Η ψυχή του γύφτου είναι μουσική· και το γνώρισμα τούτο πρέπει να το νοήσουμε ολωσδιόλου με το νεότερο νόημα, αισθηματικό και αόριστα και ανήσυχα ιδεολογικό και απέραντο. Και ο στίχος του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» είναι και κείνος μακριά από την πλαστική· δεν δένεται με την αττική λεπτότατη μα δυσκολοσύντριφτη αλυσίδα· δε θυμίζει το ανάγλυφο που πιάνει τόσο λίγο τόπο η περισσή του χάρη. Ο στίχος αυτός απλώνεται με την πλατυρρημοσύνη· μπορεί να συγγενεύει πιο πολύ με την τέχνη την τοιχογραφική. Τέτοια πλατυρρημοσύνη νομίζω πως δεν είναι ασυμβίβαστη ούτε με τη φιλοσοφία της ποιητικής τέχνης, ούτε με την ιστορία της, ούτε με το επικολυρικό ύφος. Θα μπορούσε βέβαια ο «Δωδεκάλογος» να περιορίσει τον κόσμο του σε λίγες εκατοντάδες στίχους· το αισθάνομαι αυτό εγώ που έδωκα δείγματα του πιο πλατιού στοχασμού στο πιο λιγόστιχο τραγούδι με του «Ίαμβους και Ανάπαιστους», με τα «Κομμάτια από το Τραγούδι του Ήλιου», με τις «Εκατό φωνές». Είπε κάπου ο Ρενάν: «Δεν πρέπει να κόβουμε καμιά χορδή από τη λύρα της ομορφιάς· όταν όλες μαζί χτυπάνε, κάνουνε τη γιομάτη αρμονία των ωραίων έργων και των ωραίων καιρών». Και στο πιο πολύστιχο ποίημα υπάρχει το καλλιτεχνικό ξεδιάλεμα και πύκνωμα· φέρε το στην πεζολογική και κάπως ρητορικότερη μορφή, και θα δεις να γίνει διπλός και τρίδιπλος ο όγκος του. Μορφή πλαστικότερη και περισσότερο κρατημένη δεν ταίριαζε και με την ιδέα του Γύφτου μου τη γύφτικη. Η μουσική των Ατσίγγανων, εικόνα καθάρια της ψυχής τους, έχει γνώρισμά της το αυτοσχέδιο και το αυτόματο και το ακράταγο, και το ακανόνιστο και το ανυπόταχτο· φυσικότερα, τέτοια έμπνευση έπρεπε να πάρει τέτοιο δρόμο. Τα δημοτικά τραγούδια των εθνών που φέρνουνε φωτεινή βοήθεια για το ξεδιάλυμα των καλολογικών νόμων, καθώς βοηθάν για το ξεσκάλισμα των κοινωνικών νόμων οι συνήθειες των άγριων και των πρωτόγονων λαών, μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει σε δυο ειδών τραγούδια· στα τραγούδια που αξίζουν από τη μεγάλη τους εκφραστική συμπύκνωση και ολιγολογία· και στα τραγούδια που αξίζουν από το μεγάλο τους άπλωμα· η επανάληψη σ’ αυτά δίνει και παίρνει· δεν είναι αγάλματα, σαν τα πρώτα· μα για τούτο σα να ζούνε ζωντανότερα· σα να είναι όλο από τσακίσματα χορευτικά κι από γυρίσματα. Στη σοφότερα ξετυλιμένη τέχνη του λόγου, η ελληνική ποίηση, και πιο πολύ η καλλιτεχνία της παρά η ποίησή της, αντιστοιχεί με τα πρώτα· τα δεύτερα τα θυμίζει πιο πολύ ο βιβλικός λυρισμός. Γνωρίζω πως τώρα παντού όπου η ποιητική Τέχνη ανθίζει ή αγωνίζεται ν’ ανθίσει, κι έξω από μας και σ’ εμάς εδώ, της ποίησης της αρέσει τώρα πιο πολύ να ντύνεται σύμφωνα με τ’ αγαλματένια τραγούδια του πρώτου είδους, παρά με του δεύτερου είδους τα χορευτικά τραγούδια. Ιστορικοί λόγοι πιο πολύ σε άλλα έθνη οδηγήσανε την ποίηση έτσι να συμπυκνωθεί, κι έτσι ν’ αλαφρωθεί από πολλά στοιχεία που δεν της είναι απαραίτητα και που της χρειάζονται τόσο πιο λίγο όσο πιο πολύ προκόβει, αγνάντια στο στίχο, κλέβοντας εκείνου τα μυστικά, ο φοβερός αντίπαλός του, ο πεζός Λόγος. Οι ιστορικοί αυτοί λόγοι εμάς εδώ δε μας σφίξαν ακόμα τόσο, δε μας γίναν ακόμα τόσο αισθητοί· και ίσως για καιρόν ακόμα θα πρέπει ν’ ακούμε —ανίσως ακούμε— ποιήματα μαζί περισσά και περισσόστιχα σαν εκείνα των Μπάιρον, των Σέλεϊ και των Κιτς, των Ουγκό, των Λαμαρτίνων και των Μιστράλ και τόσων άλλων μεγαλόστομων. *

Και η μετρική του «Δωδεκάλογου», σύμφωνα με τα φυσικά του ήρωά μου, κάτι σαν αυτόματο και σαν απρομελέτητα βγαλμένο· ο στίχος ελεύτερα χυμένος και κατά την όρεξή του, πότε με τη ρίμα συντροφιά, πότε χωρίς εκείνη, πότε γυρεύοντας να κανονίσει το ρέμα του στην κοίτη της στροφής, πότε τρέχοντας πλημμυρισμένος. Όμως και μ’ όλες αυτές τις φαντασίες, ο στίχος κανονισμένος πάντα μένοντας, πάντα στον τροχαίο ή στον ίαμβο βασισμένος, σπάνια αλλάζοντας την περπατησία του, άνετα σαλεύοντας και καμιά φορά άταχτα, μα χωρίς ποτέ να είναι στίχος άμετρος και αναρχικός.
Τα ρητά που επιγράφονται στο μέτωπο του κάθε Λόγου και που κάνουν το «Δωδεκάλογο» σαν τα πολυϊστορισμένα παλάτια των Φράγκων καταχτητών της Θήβας στο μεσαίωνα, δεν έχουν πάντα και στενή και μεγάλη συγγένεια με τα ποιήματα που στολίζουν. Θα ’λεγε κανείς πως οι λόγοι του Γύφτου είναι απάνω-κάτω γεννημένοι από τα λόγια που φαντάζουν επικεφαλής τους. Τίποτε απ’ αυτό. Η αλήθεια είναι πως πρώτα το ’χτισα το σπίτι μου, φυσικά, κι ύστερα το στόλισα. Ευκαιρία για να κρεμάσω στους τοίχους μου κάποια θυμητικά των τρανών μου γνώριμων, που καταδέχονται να μου μιλούν του ταπεινού εμένα, κάθε φορά που προστρέχω σ’ αυτούς και ζω μαζί τους. Οι τρανοί μου γνώριμοι είναι περισσότεροι· δεν τους περιμάζεψα όλους, γιατί δε χωρούσε πιο πολλούς το σπίτι μου. Μη νομίσετε πως όλοι συμφωνούν με όσα παρασταίνουν οι στίχοι μου οι σημαδεμένοι με τ’ όνομά τους. Μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς, αν μπορούσανε να δουν πού τους τοποθέτησα, δε θα μέναν και πολύ ευχαριστημένοι. Συμπαθάτε με, ω σεβαστοί και ω αθάνατοι, που τόλμησα να προστρέξω στη βοήθειά σας, θέλετε δε θέλετε. Και μολονότι κάθε του έργου μου χώρισμα το βάφτισα Λόγο, όχι τόσο για να ξαναφέρω τη συνήθεια κάποιων ξεχασμένων ποιητών των βυζαντινών καιρών, ούτε για να δείξω κάποια εξωτερική συγγένεια με τα λόγια τα ρητορικά, όσο για να το βάλω το έργου κάτου από τον ίσκιο του Λόγου του δημιουργού — ανίσως και τούτο μου το στιχούργημα το κρίνετε κατώτερο του Λόγου, ω σεβαστοί και ω αθάνατοι, συμπαθάτε με. Στο νου μου έρχονται τέσσερις στίχοι από το μοναδικό ποιηματάκι το αξιολάτρευτο του Πολυλά, και τελειώνω λυπητερά με το ψιθύρισμά τους:
Κι όταν θαρρώ πως τη χρυσή πατώ βαθμίδα,
όπου αντηχεί ψηλάθε απέραντη αρμονία,
θαμπή στιγμή την ιλαρή μού παίρνει ελπίδα
με ουράνιο λάλημα να ειπώ τραγούδια θεία.
Αθήνα, 21 του Νοέμβρη 1906.