Αθήνα
Μια πόλη σε μετάβαση
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Οι ζωές των άλλων Οι ζωές των άλλων
Θα σας πω ένα παραμύθι
για δυο παιδιά, που γίνανε θυσία,
για μια πόλη και τη λήθη.
Εκεί που πήγαν χαμηλά
(δεν είχαν άδεια για ψηλά)
είδανε πράγματα γελοία.
Είδαν, λοιπόν, μια κοπέλα να ζει για εβδομάδες στα κρατητήρια ενός αεροδρομίου και μια άλλη, κοπέλα κι αυτή, να γεννά τα παιδιά των άλλων. Είδαν ακόμη κουρελήδες τουρίστες να γυρνούν στον ομφαλό της πόλης και άκουσαν συνθήματα «Δεν θα γίνει Έλληνας, ποτέ…». Και όλα αυτά μοιάζαν να βγαίνουν από ταινία, του Γιάνναρη να ’ταν, του Τσίτου ή μήπως του Κούτρα; Είδαν κι ένα καρτοτηλέφωνο κρεμασμένο να περιμένει μιαν απάντηση και άκουσαν λόγια, ακατάληπτα για τους πολλούς, αλλά όχι και για εκείνους που ήξεραν από την ξενιτιά της γλώσσας. Στο τέλος βρέθηκαν στην πορεία και είδαν τον ντόπιο να χορεύει με την ξένη και προσπάθησαν να χαμογελάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Γιατί ήξεραν πως η θυσία τους, στη χώρα των λωτοφάγων, κρατάει όσο ένα τραγούδι.
Με λένε Ευρώπη...
Ήρθε ο λαθρέμπορος και μας είπε να ετοιμαστούμε, γιατί θα φεύγαμε για την Τουρκία. Οι γονείς μου είχαν πουλήσει τα πάντα και είχαν δανειστεί πολλά χρήματα για να τον πληρώσουν. Ήταν λιγομίλητος και σοβαρός, μιλούσε πολλές γλώσσες και είχε παντού σπίτια και πολλές γνωριμίες. Γι’ αυτό δε μας σταμάτησε ποτέ κανείς… Πήραμε το αεροπλάνο και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Με άλλο αεροπλάνο πήγαμε στην Ολλανδία. Όταν φτάσαμε εκεί, ζητήσαμε άσυλο. Μας φέρθηκαν πολύ καλά στην αρχή. Μας έδωσαν σπίτι και μας έβαλαν να μάθουμε ολλανδικά.
Έμαθα πολύ γρήγορα τη γλώσσα. Δεν κατάλαβα πώς άλλαξαν όλα ξαφνικά… Μας είπαν: «Πρέπει να φύγετε στην Ελλάδα». Ήταν άνοιξη του 2004, μου φαίνεται, όταν έδιωξαν 26000 πρόσφυγες, γιατί, όπως μας είπαν, οι Ολλανδοί δεν ήθελαν άλλους ξένους, ειδικά μουσουλμάνους. Προλάβαμε να πάρουμε μόνο μια βαλίτσα με ρούχα. Μας είπαν ότι στην Ελλάδα θα είχαμε ό,τι είχαμε και εκεί, κι αυτό ήταν ψέμα.
Η πρώτη μου γνωριμία με την Αθήνα έγινε στα κρατητήρια του Ελ. Βενιζέλου. Δεν υπήρχαν κρεβάτια και κοιμόμουν πάνω στο μπουφάν μου. Είχαμε μόνο μια φορά τη μέρα φαγητό. Μετά από τρεις εβδομάδες, οι αστυνομικοί μάς είπαν να φύγουμε, αλλά δεν ήξεραν για πού… Δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε… Επί δύο μήνες κοιμόμασταν στα παγκάκια στο Πεδίο του Άρεως… Έπαθα κατάθλιψη και έχασα έντεκα κιλά, λιποθυμούσα συνέχεια στον δρόμο και περαστικοί με πήγαιναν στα Επείγοντα. Μια μέρα μας πλησίασε μια οικογένεια Περσών, που είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από μας. Εκείνοι δεν είχαν χώρο να μας βάλουν, αλλά μας έφερναν κάθε μέρα φαγητό. Μετά μας πήγαν σε μια οργάνωση της Εκκλησίας, μετά σε μια άλλη, κι έτσι βρήκαμε ένα σπίτι για να μείνουμε. Έπειτα πήραμε το ροζ χαρτάκι ότι κάναμε αίτηση για άσυλο.
Έχει περάσει πολύς χρόνος και ακόμα περιμένουμε να εγκριθεί η αίτησή μας. Μερικές φορές στο όνειρό μου βλέπω ότι μας γυρίζουν πίσω στο Ιράν και με αποκεφαλίζουν οι ισλαμιστές, σαν τη δολοφονημένη κοπέλα που ανακάλυψε ο μπαμπάς. Ξυπνάω τη νύχτα τρομαγμένη, καταϊδρωμένη… Στην Ολλανδία τα πάντα ήταν τακτοποιημένα. Στην Αθήνα υπάρχει πολλή φασαρία. Είναι λίγο χάος. Μου θυμίζει την Τεχεράνη κάποιες φορές… Αλλά εδώ υπάρχει ελευθερία… Γι’ αυτό μου αρέσει η Αθήνα, και έχω κάνει ελληνίδες φίλες. Μαθαίνω ελληνικά και θέλω να πάω στο πανεπιστήμιο… Το κράτος εδώ είναι αδιάφορο, ενώ οι άνθρωποι πολύ φιλικοί… Ποια είναι η γνώμη μου για το Ισλάμ; Οι γονείς μου λένε ότι σήμερα το Ισλάμ έχει γίνει η θρησκεία του μίσους και της αποβλάκωσης. Όλο αυτό δεν έχει να κάνει με το Ισλάμ που γνώρισαν εκείνοι… Ποια είναι τα όνειρά μου; Να ριζώσω κάπου, γιατί έχω κουραστεί να με διώχνουν από παντού… Θέλω να τα καταφέρω, πρέπει να τα καταφέρω… Και θέλω να δω τα κορίτσια στο Ιράν να κάνουν ποδήλατο με τα αγόρια χωρίς να φοβούνται την Κόλαση…
Αν και είμαι μικρή, η ζωή μού έμαθε ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι αυτές οι ασήμαντες, καθημερινές επιθυμίες…Γκαζμέντ Καπλάνι, Με λένε Ευρώπη, Α.Α. Λιβάνης, 2010, σ. 59-60.
Σας αρέσει ο Μπραμς;...
(Αργά, ήρεμα.) Η δική μου περιπέτεια αρχίζει από '90. Πού έμαθα ελληνικά; Όχι μόνο να ρωτάς, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και λίγο. Φυγή απ' την κόλαση; Η κόλαση δεν είναι μόνο κόλαση. Ο παράδεισος δεν είναι μόνο παράδεισος. Μπορείς να μου λες τι έχει γίνει; Κι εσείς, τι είστε; Σε βλέπω που με κοιτάζεις. Με λυπάσαι; Τι κοιτάς τα νύχια μου; Τότε είχα μεγάλα νύχια, βαμμένα. Κι ήμουν ωραία. Τι κοιτάς τα μαλλιά μου; Ήμουν ξανθιά. Τα είχα βάψει και ήμουνα κούκλα…
Περνούσανε οι βδομάδες… Κοιμόμουνα όλο το πρωί. Περίμενα κάθε φορά τη νύχτα, να μιλήσω στον πρώτο που θα 'ρχόταν. Να τον παρακαλέσω να με σώσει. Αλλά μετά δε μιλούσα. Μπορεί και κάτι να μου 'βαναν στο φαΐ. Ήμουνα πολύ ελαφριά. Τα σώμα μου φτερό. Μετά βάραινα, δεν μπορούσα να περπατήσω. Ο κύριος του σπιτιού απών. Σου μίλησα γι' αυτόν; Δε σου μίλησα. Δεν τον είχα δει καλά… Είχα καταλάβει ότι το σπίτι δεν ήταν το κανονικό του σπίτι. Αλλού έμενε. Αυτό το σπίτι ήταν bordel, έξω από την πόλη. Πολλά δωμάτια… Όχι, δεν μπορώ να το περιγράψω. Ούτε τον κύριο…
Θυμάμαι απογεύματα. Ξυπνούσα, ήθελα μιλήσω. Ακούσω φωνή μου. Έξω δέντρα, μακριά ο βουνός. Προσπαθώ καλοπιάσω καμαριέρα, καμιά σημασία. Ούτε σοφέρ… (Παύση, μετακίνηση στον χώρο, δείχνει τους καρπούς των χεριών της.) Κόβω φλέβες μου… Καμαριέρα έδειξε κήπο. Δηλαδή σκάβουμε λάκκο, σε βάλουμε, κανείς δε σε αναζητάει.
Εμφανίστηκε ένας. Μιλούσε ευγενικά. Ρωτούσε για πατρίδα μου, γονείς μου. Ήθελε να με πάρει, κοντά του. «Δεν μπορώ», είπα, «μ' έχουν εδώ φυλακισμένη». «Μη σε νοιάζει, εγώ μιλήσω μ' αυτούς και σε πάρω, σε σώσω». «Εντάξει», είπα. Άρχισε με φιλάει λαιμό, αυτιά. Ήθελε χωρίς φως, με χάιδευε, το ένα χέρι εδώ, το άλλο εκεί. (Φέρνει το 'να χέρι στο στήθος, το άλλο στο εφηβαίο.) «Μην είσαι τόσο κρύα», έλεγε, «παγωμένη. Θέλω το καλό σου». Ξέρεις ποιο ήταν το καλό μου; (Γίνεται σκωπτική, ειρωνική.) Σ' ένα σπιτάκι. Ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα. Είδα μια φορά το πρόσωπό του. Σφιγμένο πρόσωπο. Ξέχασα να σου πω, με πήγε και για ανάλυση αίματος. Ακόμη δεν κατάλαβες; (Γελάει.) Το ήξερε, λέει, η γυναίκα του που δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι ήθελαν εγώ να τους γεννήσω παιδί. Αργότερα, όταν έμεινα έγκυος, η γυναίκα του με φρόντιζε. Μου τα είπαν όλα. Με είχαν ενοικιάσει από τον κύριο.
Δεν μου εξήγησαν ποιον κύριο… (Μιλάει γρήγορα.) αλλά εγώ είχα καταλάβει… και αυτός που με πήρε από την πατρίδα μου και ο άλλος με το μεγάλο σπίτι στην εξοχή ήταν συνεταίροι, μαζί δούλευαν. Κι είχα καταλάβει ότι είχαν μεγάλη θέση στην κοινωνία… Αργότερα έμαθα τα ονόματά τους. Σκέφτομαι, βγαίνω τηλεόραση, τα λέω όλα. Έπειτα σκέφτομαι, αν μιλήσω, μόνο εγώ πληρώνω. Σε εφημερίδες, σε τηλεόραση μιλάνε για νταβατζήδες. Αλλά αυτοί είναι οι μικροί… Τι έγινε; Τους άλλους, τους «καλούς» κυρίους, ποιος θα τους πειράξει;
Και γέννησα. Αγόρι. Ούτε να το πάρω στην αγκαλιά μου δε μ' αφήσανε. Γιατί να το πάρω στην αγκαλιά μου; Μου δώσανε τριακόσιες χιλιάδες. «Τίποτα άλλο δεν μπορούμε, σ' ευχαριστούμε για όλα». Τους άκουγα. Πέτρα. Τους άφηνα να με αγγίζουνε, ήμουνα πράγμα, τι ήμουνα; (Παύση.)
Ήρθε ένας με Μερσεντές. Μ' έβαλαν στο αεροπλάνο. Είχα σκεφτεί να κάνω φασαρία στο αεροπλάνο. Ένας κρατάει ένεση για να έχω φόβο…
Πάλι σ' ένα μεγάλο σπίτι. Άλλο τοπίο. Άλλη πόλη. Περνούσανε οι μήνες. Μπέρδευα τις μέρες. Δεν ήξερα πιο μήνα έχει. Μόνο επειδή έκανε ζέστη καταλάβαινα καλοκαίρι. Σ' ένα θολό φως. Σε σκοτεινό νερό. Ανεβαίνω κατεβαίνω σ' ένα βουνό με αγκάθια. (Παύση.) Μια κυρία που ήθελε παιδί. Μεγαλούτσικη, μπορεί και πενήντα, δεν ξέρω. Ο κύριος νεότερος. Πλυμένος πάντα, αρωματισμένος. Αλλά με βαριά μυρουδιά, ιδρώτας που μ' έπνιγε. Στη δεύτερη εγκυμοσύνη δεν ήμουνα τόσο χάλια. Φυλακισμένη, αλλά στα πούπουλα. Όπως στα χαρέμια. Διάβαζα πολύ τότε. Ήθελα να μάθω ελληνικά. Να 'χω ένα όπλο. Πόσο θα κρατήσει αυτό; σκέφτομαι. Κάποτε όλα τελειώνουν. Όταν ξέρεις τη γλώσσα των βασανιστών σου, έχεις και μια μικρή ελπίδα να σωθείς. Πάει κι αυτό, πρέπει συντομεύω.
Δεκαεννιά είχα φύγει απ' το σπίτι, ήμουνα είκοσι τρία κι είχα γεννήσει δυο παιδιά για ξένους. Το βλέπω στο βλέμμα σου. Τι αισθανόμουνα; Πράγμα ήμουνα.
Με φέρανε Αθήνα. Μ' είχε αναλάβει ένας που μ' έδερνε. Σ' ένα διαμέρισμα κλεισμένη με άλλες πέντε κοπέλες. Και τις άλλες τις έδερνε, πιο πολύ μπορώ να πω. Από Βαλκάνια όλες. Μικρές κοπέλες. Λέξη ελληνικά. Ούτε «καλημέρα».
Είχα προσέξει ότι οι πελάτες θέλανε κουβέντα. Όταν πιάσω κουβέντα μ' έναν, μπορεί βοηθήσει. Ήτανε κάποιος έμπορας που έλεγε για τη γυναίκα του. Πολύ ψυχρή η γυναίκα του, όλο κουρασμένη. Κι έκλαιγε στην αγκαλιά μου. Έτσι άρχισε η έξοδός μου στο φως. Τι λέω; Φως δεν υπάρχει, ούτε σωτηρία. Ούτε να τους καταγγείλω ήθελα ούτε τίποτα. Αλλά πάλι κάτι γινότανε μέσα μου. Δεν μπορούσα να σκύβω τελείως κεφάλι. Μου λέει μια μέρα ο έμπορας: «Αυτό που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σε αγοράσω και να σε αφήσω ελεύθερη».
Σπούδαζα Νομικά. Ήμουνα στο πρώτο έτος, αλλά έπεσα στις μεγάλες φασαρίες. Σκέφτομαι συχνά για τις γενιές που πέφτουν στις μεγάλες φασαρίες και χάνονται. Έπειτα έρχονται οι άλλες γενιές σαν υπνωτισμένες. Τα βλέπουν όλα καλά, μέχρι που αρχίζουν πάλι οι φασαρίες… (Αναστενάζει, σιγοτραγουδάει σαν φευγάτη από τον χώρο…)
Εσένα δε σ' ενδιαφέρουν αυτά. Θέλεις να σου πω τη ζωή μου. Πώς έφτασα εδώ, σ' αυτό το μπαράκι. (Κοιτάζει το ρολόι της. Μονολογεί απευθυνόμενη στον εαυτό της:)
Δέχτηκα να μιλήσω για τη ζωή μου. Γιατί; Δεν περιμένω τίποτα. Και τώρα τι κάνω; Προβάρω συνέντευξη; Φαντάζομαι τις ερωτήσεις και απαντώ; (Κάθεται σταυροπόδι, προτάσσει τις γάμπες της, τις κοιτάζει, ανάβει τσιγάρο, συνεχίζει την πρόβα…)
Με βλέπεις και βλέπω τη λύπη στα μάτια σου. Εσύ τι βλέπεις στα μάτια μου; Πρόσεξέ την, εκεί. (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού. Εδώ θα μπορούσε να παίζει βίντεο γουόλ…) Ρωσίδα. Βλέπεις ομορφιά; Σε δυο τρία χρόνια θα είναι αγνώριστη. Και η Γεωργιανή θα είναι αγνώριστη και η Βουλγάρα. Σπάει νωρίς η γυναίκα… Δεν έχω φωτογραφία να δεις πώς ήμουνα. Αν δεν ήμουνα αυτή που ήμουνα, δε θα με διαλέγανε να γίνω μάνα των παιδιών τους. Όχι μάνα. Ζώο που γεννάει κι ύστερα παίρνει η άλλη το παιδί στην αγκαλιά της. Αν τα θυμάμαι τα παιδιά μου;
Πού οδηγεί τον άνθρωπο η ελπίδα για καλύτερη ζωή! Τι είναι καλύτερη ζωή; Χρήμα. Όλα χρήμα. Κι εσύ, τι είσαι; Πώς ζεις; Μπορείς να ζεις χωρίς χρήμα; Αλλά εντάξει, θα το δεχτώ, υπάρχει και κάτι άλλο που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο. Μόνο που καμιά φορά αυτό το άλλο χαλάει πολύ. Σαν το φρούτο, ένα μήλο. Το βλέπεις ροδοκόκκινο, λες: «Τι μήλο!» Έπειτα το μήλο σαπίζει… Εσύ τώρα θέλεις τη συνέχεια.
Ο έμπορας με αγόρασε. Αλλά δε μ' ελευθέρωσε. Με ήθελε μόνο δική του. Πάλι κλειδωμένη, από έρωτα τώρα. Ποτέ δε μ' είχε ρωτήσει αν τον αγαπώ εγώ, αν τον θέλω. Με αγαπούσε αυτός και θα με στεφάνωνε, λέει. (Παύση.)
Με άφηνε να βγαίνω λίγο, μαζί του πάντα. Μ' έβανε και στο αυτοκίνητό του και με πήγαινε εξοχή. Στο βουνό. Σου αρέσει το βουνό; Μου έφερνε τριαντάφυλλα.
Θυμόμουν τις τριανταφυλλιές στην πατρίδα. Τη γάτα μου, το δρόμο μας. Το σημείο στο ποτάμι. Σαν όνειρο όλα. Μακρινά, θαμπά. Ακόμη και το χώμα μας. Αλλιώς μυρίζει το δικό σας χώμα, αλλιώς το δικό μας. Αλλιώς τα δέντρα. Άλλο πράσινο. Άλλος ουρανός. Και τα πουλιά αλλιώς. Αυτό δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή. Όλα σου φαίνονται ίδια. Για να καταλάβεις τη διαφορά πρέπει να νοσταλγήσεις. Όσο πιο πολύ θαμπώνει κάτι τόσο σε πονάει. Δεν το θυμάσαι ακριβώς κι αυτό σε πονάει.
(Συγκινημένη:) Του λέω ένα βράδυ: «Άφησε με, παρακαλώ, να μιλήσω στη μάνα μου». Με λυπήθηκε και ξεκλείδωσε το τηλέφωνο. Δε σου το είπα αυτό. Είχε μ' ένα λουκετάκι κλειδώσει το τηλέφωνο. Αν σε χάσω, θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ, έλεγε.
Κλάματα η μάνα μου. Είχε πεθάνει ο πατέρας, ο αδελφός μου είχε χαθεί, «Κάπου εκεί», έλεγε η μάνα, «Αθήνα, με παίρνει αραιά στο τηλέφωνο, αλλά δεν είναι καλά, στην παρανομία, παιδιά μου, σας έχασα». Έκλαιγα κι εγώ. «Καλά, μάνα, όλα καλά, να έχεις εμπιστοσύνη».
Σκέφτομαι το σκάσω, ψάξω για δουλειά, τι δουλειά; Φυλάω παιδιά; Προσέχω γριές; Έλεγε ο πατέρας: «Η τέχνη είναι σαν ψωμί, τόσο την έχουμε ανάγκη». Μικρή τον πίστευα. Έπειτα δεν μπορούσα να τον πιστεύω. Τον έβλεπα και τον λυπόμουν. Μετά τον περιφρόνησα. Τώρα, δεν ξέρω. Όχι, δε μου χρειάζεται η τέχνη. Καμιά τέχνη. Και τα τραγούδια με πονάνε. Μόνο η κλασική μουσική. Με γλυκαίνει. Πατέρας αγαπούσε Ρίχτερ. Εγώ Γκλεν Γκουλντ. Έχεις ακούσει; Μπαλάντες και ραψωδίες του Μπραμς, αυτά μου πάνε.
Το βλέπω στο βλέμμα σου. Αλλοδαπή πουτάνα και ακούει Μπραμς; Εντάξει, τώρα δεν τον ακούω. Ξέρω όμως ότι μπορώ να ακούω. Τον είχα ζητήσει στη δεύτερη εγκυμοσύνη μου. Η κυρία είχε συγκινηθεί: «Α, το παιδί μας θα ακούει Μπραμς! "Σας αρέσει ο Μπραμς;"». Ταινία, λέει, με την αγαπημένη της ηθοποιό…
Χάνω τη συνέχεια… Έλεγα για τη δουλειά. Τίποτα δεν ήθελα. Τι μου έμενε; Να γίνω καθαρίστρια; (Κι εδώ βίντεο γουόλ…) Τη βλέπεις εκείνη; Καθαρίστρια. Αν ήθελε ζήσει κανονικά, τίποτα δε θα της περίσσευε. Αλλά θέλει μαζέψει λίγα χρήματα και να φύγει. Και ζει σ' ένα υπόγειο…
Όλες οι υπόγες της Αθήνας με ξένους. Όπως ποντίκια στους υπονόμους. Αλλά οι μετανάστες δεν είναι ποντίκια. Θέλουν κι αυτοί περπατήσουν τη μέρα. Με το κεφάλι ψηλά. (Σηκώνεται, μουσική…) Μεγάλη παρέλαση, πολύχρωμη. Όλες οι φυλές, όλοι οι λαοί. Με τις σημαίες τους. Τις μουσικές τους. Και βλέπω μεγάλες φωτιές. Να περπατούν ανάμεσα στις φωτιές οι μετανάστες και να μην καίγονται.
Εντάξει, υπάρχουν και καλοί Έλληνες. Πώς να το λέω; Όχι καλοί, με φόβο μέσα τους. Πρέπει να υπάρχει φόβος στον άνθρωπο. Ούτε νόμος ούτε τίποτα δεν τον συγκρατεί αν δεν έχει φόβο μέσα του. (Παύση.)
Πώς το είπες; Αν-θρω-πιά; Ναι, αλλά τι είναι αν-θρω-πιά; Αλλάζει η αν-θρω-πιά, κάθε εποχή έχει τη δική της αν-θρω-πιά. Αυτό δε λένε; Σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς. Να σου πω τι πιστεύω; Ο άνθρωπος πρέπει να έχει κάτι μέσα του και να φοβάται πως αν το χάσει αυτό το κάτι δε θα είναι πια άνθρωπος… (Παύση.) Καλά, εσύ με βλέπεις σαν υλικό. Μια αλλοδαπή που μιλάει. Θέλεις τη συνέχεια…Απόσπασμα από τον μονόλογο που γράφτηκε το 2001 για την ηθοποιό Κάτια Γέρου, προκειμένου να ενταχθεί στην πολύτροπη σύνθεση του ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη Ο δρόμος προς τη Δύση, με θέμα τον ξεριζωμό στην εποχή μας. Είναι το παραμιλητό μιας Ουκρανής, που αναζητώντας τον παράδεισο, οδηγήθηκε στην πορνεία.
Οι Αλβανοί στην Ομόνοι...
Μεγάλο μέρος των αλβανικών μαζών που πλημμύρισαν την Ελλάδα με το άνοιγμα των συνόρων κατέληξε στην Αθήνα. Αν η Ελλάδα φάνταζε στα μάτια τους σαν η γη της επαγγελίας, η Αθήνα ήταν για πολλούς νέους το Ελδοράδο που έψαχναν να βρουν. Ειδικότερα η Ομόνοια ήταν ο χώρος που θάμπωσε τα μάτια τους. Γοητευμένοι από την κοσμοπλημμύρα, το συναρπαστικό τοπίο με τα πολύχρωμα φώτα και την αέναη καθημερινή κίνηση, την ικανή να διώξει κάθε πλήξη και κάθε μελαγχολία, επέλεξαν την πλατεία ως μόνιμο υπαίθριο στέκι. Η Ομόνοια αντικατέστησε περισσότερο από επάξια τον εθνικό τους ομφαλό, την κεντρική πλατεία των Τιράνων, που φέρει το όνομα του Σκεντέρμπεη, του εθνικού τους ήρωα. Τους θυμάμαι το 1985, τους ίδιους ή άλλους, να περιφέρονται στην άδεια από τροχοφόρα πλατεία, να κάθονται βαριεστημένοι στα πεζούλια και τα σκαλοπάτια του Μεγάρου της Κουλτούρας ή να βολτάρουν πάνω σε ποδήλατα. Είχε πεθάνει ο Εμβέρ Χότζα, ο Ραμίζ Αλία, ο διάδοχός του, κυβερνούσε δεσποτικά τη χώρα —όλα τα 'σκιαζε ή φοβέρα— και κανένα σημάδι δεν προμήνυε τη λαίλαπα που θα σάρωνε τα πάντα.
Η Ομόνοια τραβάει τους Αλβανούς —περισσότερο από τούς άλλους μετανάστες και πρόσφυγες— σαν το άνθος τις μέλισσες. Κατά κάποιο τρόπο έχουν κάνει μιαν άτυπη κατάληψη της πλατείας, την οποία μέχρι το 1990 νέμονταν αποκλειστικά οι Έλληνες. Οι Αλβανοί είναι ευδιάκριτοι μέσα στο κινούμενο ή ακίνητο πλήθος που πλημμυρίζει τον ομφαλό της πόλης. Τους γνωρίζεις από το λιπόσαρκο κορμί, το στεγνό πρόσωπο, το ξανθωπό χρώμα των μαλλιών, την ακατανόητη ομιλία, την επιφυλακτικότητα στην έκφραση και την όψη αγριμιού. Το 1980 οι μοναδικοί αλλοδαποί θαμώνες της Ομόνοιας ήταν οι Άραβες, οι οποίοι ξεχώριζαν στο πλήθος σαν τη μύγα μες στο γάλα. Τους έκανε αναγνωρίσιμους το χρώμα της επιδερμίδας τους. Ο Γιώργος Ιωάννου, που τους είχε γνωρίσει από κοντά —θήτευσε ως καθηγητής σε αραβική χώρα—, εξομολογείται πως τους πλησίαζε για να τους ακούσει να μιλάνε τη γλώσσα τους και για να μυρίσει «την αράπικη μυρωδιά του κορμιού και των ρούχων».
Περπατάω σ' αυτή τη μοναδική πολυεθνική περιοχή της Αθήνας, όπου εκτός από τις πινακίδες στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες διακρίνω έξω από μαγαζιά ταμπέλες με γράμματα του κυριλλικού αλφαβήτου. Στη Ζήνωνος και αλλού συναντώ πολλά καταστήματα που πουλάνε γούνες ενώ οι πιο συχνές λέξεις που αντικρίζουν τα μάτια μου είναι οι Futra, Blamy, Mexa, Koxa. Δεν ξέρω τι σημαίνουν —προφανώς παραπέμπουν σε γουναρικά—, απλώς υπάρχουν και τις καταγράφω. Βαδίζω και παρατηρώ. Βλέποντας τα ανεξιχνίαστα πρόσωπα των Αλβανών, αναρωτιέμαι: πού κοιμούνται όλοι αυτοί; Έχουν κάποιο σπίτι να μείνουν ή ξαπλώνουν σε χαμόσπιτα, πάνω σε χαρτόνια κι εφημερίδες; Γευματίζουν κανονικά το μεσημέρι και δειπνούν ανελλιπώς το βράδυ ή τρέφονται από συσσίτια ειδικά για τους άπορους; Έχουν σύζυγο, παιδιά, φιλενάδα; Επισκέπτονται τους κοντινούς οίκους ανοχής ή στην περίπτωση ανάγκης καταφεύγουν στην εύκολη και ανέξοδη λύση, τον αυνανισμό; Εμφορούνται από πολιτικές ιδέες ή μήπως ή μιζέρια που ήρθε ως συνέπεια της πτώσης του Τείχους τους έχει κάνει αδιάφορους;
Ένα ερώτημα που με απασχολεί είναι και το εξής: ως πότε οι Αλβανοί θα παραμείνουν στην Ομόνοια σαν «τουρίστες»; Έχω τη γνώμη ότι αυτό δεν θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Κάποτε, εκτός από την πράσινη κάρτα, θα αποκτήσουν νόμιμα ελληνικά χαρτιά, ταυτότητα, διαβατήριο, εκλογικό βιβλιάριο. Αν είναι εργένηδες, θα παντρευτούν και τα παιδιά τους θα πάνε σε ελληνικό σχολείο, όπως εκείνα των έγγαμων ομοεθνών τους. Στη συνέχεια θα φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο ή σε ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης, θα υπηρετήσουν στον ελληνικό στρατό και θα καταλάβουν δημόσιες θέσεις και αξιώματα, θα ξεχάσουν τη γλώσσα και τα έθιμά τους, θα αποκτήσουν ελληνικά ονόματα και αφού στο μεταξύ βαφτιστούν χριστιανοί ορθόδοξοι, ώστε να ενταχθούν ομαλά στην ελληνική κοινωνία, θα ελληνοποιήσουν το επώνυμό τους. Μέσα σε μια γενιά θα έχουν απορροφηθεί κι αυτοί όπως οι πρόδρομοι τους που κατέβηκαν στην Αττική τον 14ο αιώνα, εποίκησαν τα χωριά των Μεσογείων και τα νησιά του Αργοσαρωνικού και πολέμησαν για την ελληνική ανεξαρτησία, έχοντας μείνει στην ιστορία ως Αρβανίτες.Ο πλεονέκτης της πράσι...
Πάει καιρός που έχω αρχίσει να μεταναστεύω στην καρδιά ενός τέρατος, μεταλλαγμένο τέρας, όπως λένε μερικοί. Μια καρδιά υπολογίσιμων σφυγμών, κάπου εκεί στα όρια της ταχυπαλμίας με διαπιστευτήρια αρρυθμίας. Όλα ξεκίνησαν πάντως με απλούς περιπάτους στα πλαίσια της προσφιλούς μου ιδιότητος «πεζοπόρος-πεζογράφος», αλλά η αλήθεια είναι πως έκανα τα πάντα για να διεκδικήσω αυτό το αμφίθυμο δικαίωμα μετανάστευσης στην καρδιά της πρωτεύουσας.
Λίγο λίγο της χαρίζω την υπόστασή μου. Δεν πρόκειται, όπως καταλαβαίνετε, για βίαιη μετανάστευση. Δηλαδή σίγουρα με κυνηγούν κάποιες Ερινύες, αλλά οπωσδήποτε πιο συνεργαζόμενες, πιο ήπιες από εκείνες τις μυθικές με τον απαίσιο –μη αναστρέψιμο– χαρακτήρα. Σ’ αυτό το κυνηγητό εννοείται πως είμαι φύσει και θέσει πια εθελοντής.
Πολλά χρόνια κρατά η ιστορία των περιπάτων μου, που κάθε τόσο είχε κι άλλο σκεπτικό. Ξεκίνησα με το σενάριο «Επαρχιώτης περιεργαζόμενος την περιέργειά του με βασικό καταλύτη το αθηναϊκό σουξέ του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.», συνέχισα με το σενάριο «Χάνομαι ΚΑΙ γιατί ρεμβάζω ΚΑΙ γιατί ενδυναμώνω την καρδιακή λειτουργία με το βάδην», πέρασα στο «Εθισμός στη μοναχική περιπέτεια των περιπάτων σε μια πρωτεύουσα που κρατά με τα δόντια τον μετεμφυλιακό νεορεαλισμό της», ακολούθησε το «Λίγο ακόμη και θα μπεις στα άδυτα του γκρίζου –πλην ηλιόλουστου– τέρατος» και πάνω που ολοκλήρωνα το σενάριο «Αισθηματικός κλοσάρ σε ανυπόληπτες διαδρομές με άλλοθι συγγραφικών ονειρώξεων» βρέθηκα στην αιμάσσουσα φυγόκεντρο της τερατώδους καρδιάς.
Εθίστηκα λοιπόν στην ιδέα να παραμυθιάζομαι ως Ροβινσώνας των πιο προβληματικών πεζοδρομίων, να διεκδικώ εύσημα οδοιπόρου που διασχίζει ομίχλες και δυσοίωνες αύρες, απειλητικές ενίοτε με υποθετικό «σάουντρακ» τα «Τραγούδια του οδοιπόρου» του Γκούσταβ Μάλερ, ξέφυγα απ’ την αστική μου ασφάλεια κι απ’ το συγκινητικό πεδίο των περιπάτων της δημοφιλούς κοινής λογικής…
Τότε αφουγκράστηκα την καρδιά του τέρατος που τρεφόταν μυστικά και φανερά από ανίερους πόθους παρακμής, αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν πως ΕΚΕΙ στο κέντρο της πόλης Αθήνας ακούγεται ο αληθινός παλμός της Ελλάδας… να μην ξεράσω. Κι εντάξει. Δεν ξέρασα… Ίσα-ίσα προσάρμοσα τις αυτοκαταστροφικές μου εκδρομές σε μια προχωρημένη για την αφεντιά μου αντίληψη ηρωισμού. Κι έγινα σκοτεινός ήρωας περιπατητής μιας Αθήνας που διακοσμεί κυρίως βεβαρημένα ποινικά μητρώα και μοσχοβολά χοιρινό και κάτουρο σε ίσες δόσεις.
Οι διαδρομές μου, οι τελευταίες-τελευταίες, που είναι απόσταγμα μιας τριακονταετούς και πλέον πασαρέλας στις επίμαχες οδούς και πλατείες (με τα σχετικά ένζυμα της ντροπής) καθορίστηκαν απ’ την ολοκαίνουργια ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας. Το νέο αίμα που μπόλιασε την ισχνή, μίζερη, φτωχομπινεδιάρικη Αθήνα του ιστορικού κέντρου ήταν τελικά ένα δυναμικό κοκτέιλ αιμάτων άσχετο με όλα αυτά που θύμιζαν ίσαμε τότε ελληνικό ασπρόμαυρο σινεμά στα μέσα του ’50.
Προέκυψαν κομπάρσοι και πρωταγωνιστές από μια φρέσκια αταξινόμητη δεκαετία του 20ού αιώνα, άγνωστη σε μας ή, τέλος πάντων, ελάχιστα γνωστή σε κάποιους υποψιασμένους με επιδόσεις στον ζόφο.
Ήρθαν ξένοι, αλλοδαποί με λανθασμένη επίσημη καταμέτρηση απ’ τις Αρχές και καθυπόταξαν όλες τις μέχρι τότε διαδρομές μου. Ίσως –δεν είμαι απολύτως βέβαιος– να έμεινε απ’ έξω η διαδρομή Πρώτο Νεκροταφείο-Αρδηττός και πίσω του Καλλιμάρμαρου δρόμοι εκεί που είναι το σπίτι του ποιητή Σεφέρη. Αλλά τούτη η διαδρομή έτσι κι αλλιώς είναι παράξενη από μόνη της, ειδικών διεργασιών περίπατος και δεν αφορά όσους υπηρετούν συνειδητά τον ωραίο κίνδυνο.
Όλοι μαζί αυτοί της ασφάλτου, του τσιμέντου ή και άλλων οικοδομικών υλικών κολασμένοι-επίτιμοι δάνεισαν ή πρόσφεραν έναντι ψιλών τους παλμούς τους στην περιφρονημένη απ’ τους ιθαγενείς καρδιά της εντελώς πια διασκευασμένης Αθήνας μου. Κι έτσι η πρωτεύουσα, που έπαιρνε μήνα τον μήνα διαστάσεις χολυγουντιανού τέρατος, απόκτησε καρδιά με παντελώς αυτοσχέδιους ρυθμούς, πιο άναρχη κι απ’ την άναρχη τζαζ. Καρδιά μαγνήτη με όλα αυτά τα νέα πρόσωπα δότες παλμών κι αιμάτων. Κι από θυμικό; Φανταστείτε τα πάντα και σκεπάστε τα με μια ψιλή βροχή στυφού τσαγιού, απολυμαντική βροχή, που αποδυνάμωσε τα αισθήματα που γεννούσαν οι παλιοί περίπατοι της Κυριακής, αλλά και οι καθημερινοί με τη δοξαστική φασαρία μιας Αθήνας που φανατιζόταν απ’ τον θρύλο της ζωντάνιας της.
Τα νέα πρόσωπα κατέλαβαν τώρα τα πεζοδρόμια, τις στάσεις των τρόλεϋ, τις προσόψεις των κτιρίων με τη γραφική φθορά και τα ιερά σημάδια της κακουχίας, πλημμύρισαν όλα τα κακόφημα στέκια με νέα καλύτερη φήμη κι όσο για το «κακό» έγινε μια αόριστη κόκκινη λάμψη στο ενδιαφέρον περιβόλι των αστραπών. Το ίδιο με το καλό. Γιγαντώθηκε και συρρικνώθηκε ταυτόχρονα ανάλογα με τις εκάστοτε χρήσεις του. Αφού και το ίδιο το Κράτος προβληματίστηκε με την παντελώς καινούργια θέα της ηθικής και πονηρά –ως συνήθως– ανέβαλε οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση.
Έτσι οι παλιές μου διαδρομές απόκτησαν κύρος φρεσκάδας με αμύθητης αμηχανίας μωσαϊκά απελπισίας και οργής συγκαλυμμένης απ’ την ευγένεια της υπομονής και της ανάγκης.
Και παίρνω τα πόδια μου, αρουραίος ανάμεσα σε αρουραίους, να ξετρυπώσω την αίγλη των φόβων μου. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει και οι θανατερές χημικές προτιμήσεις των νεοελλήνων. Η αίσθηση γρήγορα και βιαστικά έγινε για πολλούς παραίσθηση κι ο πόνος να τος αγοραίος και θεαματικός, όσο ποτέ τηλεοπτικά σκηνοθετημένος. Άλλος μπελάς. Να περπατάς και να ’χεις τον νου στις κάμερες που φωτογραφίζουν το επιθανάτιο χρονικό της Ομόνοιας και των πέριξ. Δε θα το άντεχα να μπω κατά λάθος «αυτόπτης μάρτυρας μιας δημοσιογραφικής επιτυχίας-τομή στο γνωστό καυτό θέμα».
Μετανάστευσα όμως την περιέργειά μου στην καρδιά του τέρατος που ξερνούσε επιείκεια κι ανοχή και φέιγ-βολάν στοργής για κάθε είδους δυστυχία και προσαρμόστηκα στους παλιούς δρόμους με την καινουργή φήμη. Δεν είχα και δεν έχω πού αλλού να πάω. Δε γνωρίζω να οδηγώ να τρέξω στα βουνά να συναντήσω το χιόνι κι αληθινά βαριέμαι τα νησιά και τις χαρές τους. Σπάνια λείπω απ’ την Αθήνα και το καλοκαίρι. Παραμένω εντός με τους «εκτός», που πιθανόν να με θεωρούν, λογικά, βαλκάνιο καύκαλο σουπιάς εκβρασμένο στις παραλίες του αρχαίου τσιμέντου. Αν έχουν παρατηρητικότητα και πείρα καταναλωτή, μπορεί να δουν πως τα παπούτσια μου είναι αυθεντικά «Τίμπερλαντ», σαράντα χιλιάδες πάνω-κάτω αγορασμένα. Βγήκαν όμως τόσες μαϊμούδες Τίμπερλαντ στην αγορά με τρεις κι εξήντα που δεν υποψιάζω πια κανέναν. Ίσως λίγο τα γυαλιά μου να με διαφοροποιούν, αλλά μύωπες και πρεσβύωπες απ’ όσο διαισθάνομαι κυκλοφορούν ακόμη και στην Κωστάντζα και στην Αυλώνα και στο Τμπίλισι της Γεωργίας. Και του Λακόστ ο κροκόδειλος και το σήμα του Πόλο κι όλες οι φίρμες της σικάτης ευδαιμονίας πουλιούνται αφειδώς στην οδό Αθηνάς και στο παζάρι κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι. Βάλε το άσπρο σου μακώ φανελλάκι, γέρο μου, λέω, κι άσε τον κροκόδειλο για την πλέμπα. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα λένε κι εκείνοι για μένα, αν υποθέσουμε πως ελκύω βλέμματα.
Χαίρομαι όμως απ’ την άλλη που οι μετανάστες μάς κατέρριψαν κάθε έννοια δυτικής αισθητικής υπερασπιζόμενοι μια δική τους μέθοδο υπέρβασης της κομψότητας. Μέχρι και πουκάμισα τρικολίνες αποκαλύφθηκαν τα τελευταία δέκα προσφυγικά χρόνια. Συναντάς άνδρες με ερεθισμένους λαιμούς απ’ το ξύρισμα, με κολλαρισμένα βεραμάν πουκαμισάκια κι από μέσα διακρινόμενο το φανελλάκι κασ-κορσέ σαν εσπερινή έμπνευση του εξαίρετου ζωγράφου μας Γιάννη Μιγάδη.
Όσο για τις γυναίκες, μωβ κραγιόν και σιελ σκιά στο πάνω βλέφαρο για να καδράρει καλύτερα το γκριζογάλανο μάτι τους. Μες στους ήλιους του προχωρημένου μεσημεριού Σέρβες, Κροάτισσες, Ουκρανές, Ρουμάνες, Βουλγάρες και Ρωσίδες παρατούν τους γέροντες που νταντεύουν και την ξινίλα της ασθένειας και, παρφουμαρισμένες με απομιμήσεις μυθικών αρωμάτων, τρέχουν να κελαηδήσουν στην πλατεία Κάνιγγος ή μπροστά στον Άγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας. Όποιος τις ρωτήσει αν είναι πουτάνες, απαντούν αρχικά «Νιετ, νοσοκόμα». Μερικές σκέφτονται γρήγορα και το άλλο ενδεχόμενο. Αυτά τις Κυριακές και τα Σάββατα.
Άλλαξα πολλά παραδοσιακά μου δρομολόγια για να χαζεύω τις αγορές στην Αθηνάς, στη Ζήνωνος και στην Πειραιώς. Μερικοί πουλάνε και στην Πανεπιστημίου. Μπουφάν, εσώρουχα και φορέματα αμπιγέ, όλα φτιαγμένα στην Κίνα για το κόστος. Οι πωλητές υποτίθεται πως αγωνιούν για τους ράθυμους αστυνομικούς, που δε μοιάζουν αστυνόμοι αλλά καρατερίστες ηθοποιοί του κινηματογράφου. Αστυνόμοι με «χρυσή καρδιά» που ανέχονται τα πάντα αρκεί όλα να γίνονται ήρεμα, όπως αρμόζει σε ημίαιμο ευρωπαϊκό πεζόδρομο. Προχωρώ ανάμεσα στα μπουφάν, σκόρπια κάτω μαύρα και γυαλιστερά. Μερικά είναι από μετάξι για να μου βάζουν ιδέες περί δρόμων του μεταξιού και νοσταλγία για το Ουζμπεκιστάν και άλλα πιο δύσκολα γεωγραφικά.
Γνωρίζω πια καλά τα στέκια τους. Οι Ρώσοι στον Άγιο Κωνσταντίνο σαν από σύμπτωση περίεργη που την εκκλησία αυτή την αποπεράτωσε το 1905 η ομοεθνής τους βασίλισσα της Ελλάδος Όλγα. Οι Αλβανοί παντού και σε όλα τα ομονοιακά στέκια. Ο πολυεθνικός υπόκοσμος της πλατείας ανησυχεί για το ζωντάνεμα του ξενοδοχείου «Ομόνοια» ως πολυκατάστημα. Δε θέλουν μικροαστούς φανατικούς καταναλωτές μες στα πόδια τους. Και το Μετρό τούς ανησυχεί σαν θα τελειώσει και αποκαθηλωθεί το μέχρι τώρα μυστήριό του.
Δίπλα στο Δημαρχείο, στην πλατεία Κοτζιά, οι Κούρδοι απ’ το Ιράκ σε ηλικία στράτευσης, χαρούμενοι και σκούροι, οργανώνουν τις αποδράσεις τους. Στόχος ο δυτικός Βορράς κι ο επιμελημένος εγκλωβισμός τους σε χώρες επηρμένες για την «ανθρωπιστική τους προσφορά». Και παραδίπλα το ξενοδοχείο «Ελ Γκρέκο», που τα βράδια της Κυριακής η καφετέρια-πιτσαρία του προσφέρεται για χορούς των αποδήμων. Όταν λέω χορούς, εννοώ κάποια ξεσπάσματα απειλητικού κεφιού, όταν η νοσταλγία γίνεται ανυπόφορα ξέχειλη.
Στέκομαι κι αφουγκράζομαι τους σκοπούς τους. Γρήγοροι, πολεμικοί, καυκασιανοί, με μελωδίες αδρές και συγκεκριμένες. Στη Βάθης οι Πολωνοί, πρώτοι διδάξαντες την εξ Ανατολών μετανάστευση με δυτικό ήθος, αραίωσαν απ’ τη δεκαετία του ’80 που πρωτόρθαν. Μπορεί και να συγχωνεύτηκαν έντεχνα κι αρμονικά με μας. Αιγύπτιοι, Αιθίοπες και Μεσανατολικοί στα στενά πέριξ της Κουμουνδούρου ή κι άλλοι πιο έντονοι Αφρικανοί διάγουν βίο μεταναστευτικό, ήρεμο, όπως στις παλιές ταινίες του Φασμπίντερ.
Οι διαβαθμίσεις των ζητιάνων ποικίλλουν κι αυτές. Είναι και τα παιδιά του εκατοστάρικου για τη «δόση», που την ονομάζουν «φαγητό» ή «εισιτήριο», είναι και κάποιοι παραδοσιακοί επαίτες συμπατριώτες μας, που με γνωρίζουν, καλησπεριζόμαστε και μιλάμε για τον καιρό ή και για την παραοικονομία των τσιγάρων, που διεξάγεται στην ομονοιακή περιοχή της οδού Αθηνάς από γυναικόπαιδα της πρώην σοβιετικής επικράτειας κι από Κούρδους.
Φοβάμαι ότι μεταναστεύω σταθερά στην «καρδιά του τέρατος» με τις πιστωτικές μου κάρτες κατάσαρκα, παρασυρμένες μεταξύ άλλων κι απ’ τις μουσικές που εισέβαλαν προκλητικά στην ως τώρα μηχανοπρεπή σορντίνα του αθηναϊκού κέντρου. Μουσικές εκτελεσμένες από ακορντεονίστες και κλαρινίστες, ως επί το πλείστον βαλκανικών συνειρμών, άλλοι συνοδευόμενοι κι από ντέφια, βιολιά ή νταϊρέδες. Οι περισσότεροι ξεκινούν το απόγευμα απ’ την πλατεία Κάνιγγος, σιδερωμένοι και καθαροί σαν μέλη παλιού κομμουνιστικού σωματείου, εφοδιασμένοι μελωδίες διεθνείς και κυρίως τις πολύ γνωστές λατινικές, τις θεωρούμενες ακαταμάχητες.
Έμαθα νέες διαδρομές σε τούτη την Αθήνα που βουλιάζει από διεθνείς καημούς, ακολουθώντας τα «μονοπάτια της μουσικής» αυτών των ξέμπαρκων σθεναρών μουσικών. Μια παντελώς απρόσμενη ταξινόμηση των αισθημάτων της πρωτεύουσας έγινε εξαιτίας της μελωδικής τοπογραφίας που μας προέκυψε εσχάτως. Παλόμες, Κομπαρσίτες, Αμαπόλες και Βιολετέρες, Βαλς του Δουνάβεως, παλιά του Ξαρχάκου, ρωσικά όπως η Καλίνκα και η Κατιούσα, το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», η οβερτούρα απ’ την «Τραβιάτα» ή κι άλλα παντελώς άγνωστα, αναγνωρίσιμα ωστόσο απ’ το σλάβικο παραπονεμένο τους θυμό. Παίζονται ασταμάτητα κι εγώ θυμάμαι τον Μπρους Τσάτουιν, που στο βιβλίο Μονοπάτια της μουσικής περιέγραφε την αρχαία μουσική περίφραξη της Αυστραλίας απ’ τους αυτόχθονες κατοίκους της…
Κεραμεικός, επιτύμβιες στήλες, Πλάκα, Ακρόπολη, το Αστεροσκοπείο, του Φιλοπάππου, το Θησείο κι ο κήπος του, που κάποτε ήταν γεμάτος με τρελούς που φόραγαν παλτά καταμεσής του Αυγούστου, Ακρόπολη και πλατεία Καραϊσκάκη με το Περοκέ και το Θέατρο Βέμπο, Σταθμός Λαρίσης αλλά και πλατεία Θεάτρου και δρόμοι παράλληλοι στο Μουσείο, όλα αυτά υπάρχουν και υπομένουν τα ζιγκ-ζαγκ των περιηγητών, καληώρα όπως εγώ. Μόνο που τώρα το σενάριό μου έχει τον πανικό μιας άλλης γνώσης, μιας τρέλας που κατευθύνεται απ’ την άναρχη καρδιά του τέρατος. Και μες στη φιλοζωική μου τρέλα ενδεχομένως παρασύρομαι κι αποζητώ πράσινη κάρτα, ο μετανάστης.Αθήνα: μια πόλη που αλ...
Τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’90, λόγω της έλευσης σημαντικού αριθμού οικονομικών μεταναστών, και οι συνεπακόλουθες αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά, αποτυπώνονται σε μια σειρά από ταινίες που αγγίζουν νέα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα η ξενοφοβία και η έκρηξη της βίας. Στην ταινία «Απ’ το χιόνι» (1993) του Σωτήρη Γκορίτσα οι διαβάσεις του υπόγειου σιδηρόδρομου στην Ομόνοια γίνονται τόποι συνάντησης, διασκέδασης και νυχτερινού καταλύματος προσφύγων, όπου, πολλές φορές, διαδραματίζονται ρατσιστικά επεισόδια. Η σκηνή με τους καθαριστές να καταβρέχουν αλύπητα τους μετανάστες με τις τεράστιες αντλίες νερού, ενώ αυτοί κοιμούνται αμέριμνοι, είναι χαρακτηριστική. Το κέντρο της πόλης, με την πληθώρα των οπτικών απολαύσεων που προσφέρει, γίνεται η αιτία καλλιέργειας ψευδαισθήσεων για γρήγορη απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών, τις οποίες ωστόσο οι μετανάστες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν παρά μόνο με τη χρήση παράνομων μεθόδων.
Αντίστοιχης σκληρότητας είναι και οι σκηνές –κυρίως οι νυχτερινές– στην ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Από την άκρη της πόλης» (1998). Και εδώ το κέντρο συγκεντρώνει τους έφηβους Ελληνοπόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τη σκληρή δουλειά της οικοδομής, γίνονται αντικείμενα ηδονής επί πληρωμή, κάνουν χρήση ναρκωτικών και διαπράττουν μικροκλοπές. Η διασκέδασή τους είναι εφήμερη και αδιέξοδη, καθώς γεύονται τα πάντα, αλλά δεν μπορούν να πιαστούν από πουθενά. Το Μενίδι δεν τους ικανοποιεί, η οικογένεια τούς αποδιώχνει με την αυταρχικότητά της, οι εραστές των παραθαλάσσιων σπιτιών τούς βαριούνται γρήγορα, και τότε τι απομένει; Η φυγή στις μνήμες απ’ την πατρίδα την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν όντας παιδιά. Οι πιο ευχάριστες εικόνες είναι εκείνες των απέραντων χωραφιών στο Καζαχστάν. Οι τεράστιοι δρόμοι της πρωτεύουσας τούς καταπίνουν και τους χαρίζουν μια ψεύτικη ευδαιμονία. Οι εμπειρίες που αποζητούν τους στερούν και από τη μεταξύ τους φιλία, αποξενώνοντάς τους παράλληλα από τις πραγματικές τους ανάγκες, καθώς τους μετατρέπουν σε αντικείμενα εκμετάλλευσης απ’ τους επιτήδειους. Η απαστράπτουσα εικόνα του κέντρου είναι μόνο η βιτρίνα που κρατά ελάχιστα και οδηγεί περισσότερο σε μοναξιά παρά σε ευτυχία.
Η εικόνα της Αθήνας στις ταινίες των τελευταίων χρόνων δεν έχει να κάνει σε τίποτα με εκείνη την γραφική κι ανέμελη των πρώτων δεκαετιών, δείχνει όμως μια πόλη η οποία παρά τα τεράστια προβλήματα παραμένει ζωντανή, με γωνιές φιλικές και συμπεριφορές ανθρώπινες.
Άντρας που έκλαιγε...
Γωνία Αγίας Φωτεινής κι Ελευθερίου Βενιζέλου στη Νέα Σμύρνη. κανείς δεν τον βλέπει καθώς έχει χωμένο το κεφάλι του μέσα στο τηλεφωνικό κουβούκλιο. Μονάχα τα πόδια του πατάνε γερά στο γυρτό πεζοδρόμιο, που, καθώς χαμηλώνει για τη διάβαση των πεζών, γίνεται κι αυτό ξαφνικά αδιάβατο από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Το ένα πόδι λυγίζει πάνω στο άλλο για να ξεκουραστεί, το κεφάλι του να μη βλέπει προς τα έξω, να έχει την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται κάπου απομονωμένος.
Μιλάει εδώ και ώρα, μόλις τελειώνει η μία κάρτα, βάζει την άλλη και σχηματίζει ένα μακρόσυρτο υπεραστικό νούμερο, εκείνο της πατρίδας του ή μάλλον της παρά λίγο πατρίδας του, ή ακόμη της ακυρωμένης. Τι σημασία έχει αν η πατρίδα του δεν είναι οριοθετημένη, η οικογένειά του τουλάχιστον σχηματίζει εκεί ένα πλαίσιο, μια φωλιά, τους πεθύμησε, τέσσερα χρόνια τώρα μακριά τους. Άσε που θέλουν να μιλήσουν όλοι μαζί του, τουλάχιστον όσοι βρίσκονται στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Η προστατευτική και ανήσυχη μάνα, ο πατέρας του, που τον αναγκάζει να θυμηθεί ότι δεν κατάφερε να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του, τα αδέλφια του, τρία αγόρια, τέσσερα κορίτσια, μόνον η μία παντρεύτηκε, οι άλλες είναι μικρούλες. Την πιο μικρή την άφησε πεντάχρονη και τώρα εκείνη αρπάζει το ακουστικό –άραγε ποιος μπορεί να δει και από εκείνη την πλευρά της γραμμής;– και μιλάει μαζί του.
«Πότε θα ’ρθεις;» Αυτή είναι η επωδός. Ο άντρας δακρύζει κι ευτυχώς που το κεφάλι του είναι χωμένο στο τετράγωνο κουβούκλιο, δεν θέλει να τον βλέπουν ούτε να συγκινείται ούτε να προσποιείται άλλοτε τον χαρούμενο και άλλοτε τον πετυχημένο μετανάστη. Εδώ και μήνες συνειδητοποιεί ότι στην πόλη αυτή δεν έχει να πάρει τίποτε, κάτι περιστασιακά μεροκάματα, χαμηλά κι αυτά, εκμετάλλευση όλη μέρα, και να βαριέται ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια επιχειρήματα, ότι δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για τους Έλληνες πια. Κανείς δεν τον πιστεύει από την εκεί πλευρά, στις αρχές τούς είχε στείλει –μέσω του «γραφείου» της Ομόνοιας– αρκετά ευρώ και καταχαρήκανε, τώρα βαριέται ακόμη και να δουλέψει, ξέρει πως ούτε και το ενοίκιό του δε θα μπορεί να πληρώσει στην τρελόγρια στο Μπραχάμι για το ερείπιό της, που του ζητάει τριπλάσια ποσά για τη ΔΕΗ, κι ας μην έχει παρά μόνο μια μικρή τηλεόραση στο δωμάτιό του.
«Πότε θα ’ρθεις να μου τραγουδήσεις;» φωνάζει η μικρούλα. Την έπαιρνε σφιχτά στην αγκαλιά του και κοιμόνταν μαζί, στη σειρά, τα οκτώ παιδιά, αυτός μεγαλύτερος και προστάτης. Η μικρούλα θυμάται ότι της τραγούδαγε μέσα στο αυτί μέχρι να την πάρει ο ύπνος, αλλά και για να την ξυπνήσει και για να την πειράξει καμιά φορά.
«Πες μου ένα τραγουδάκι» επιμένει.
Αυθόρμητα αρχίζει το τραγούδι, που τον συνεπαίρνει, καθώς, κλείνοντας τα μάτια, βλέπει τον εαυτό του πάνω σε ένα μιντέρι, αγκαλιά με τη μικρούλα, η σιωπή της σημαίνει ότι τον ακούει κι εκείνη και το χαίρεται. Ο νέος άντρας τραγουδάει στη γλώσσα του, ενώ μπορεί κάποιος να διέρχεται απ’ έξω, ένα αυτοκίνητο να ξεκινάει, η ζωή όσων τραγουδάνε μέσα στα δικά τους σπίτια να συνεχίζεται.
Κι όταν τελειώσει το μακρόσυρτο τραγούδι, θα βγάλει το κεφάλι του από το κουβούκλιο, ιδρωμένος, με υγρά μάτια, θα πετάξει τη ληγμένη τηλεφωνική κάρτα και θα κοντοσταθεί στη γωνία του δρόμου.
Πίσω του η ογκώδης εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, το τραμ παρά λίγο να τον παρασύρει, καθώς δεν τον βλέπει. Κανένα μήνυμα πια γι’ αυτόν, καμιά χαρά. Παίρνει τον δρόμο προς τα πίσω, πίσω από τους λόφους της Άνω Νέας Σμύρνης, στις παλιές ρεματιές του Αγίου Δημητρίου, εκεί απ’ όπου κατηφόρισε ελπίζοντας να δει μια θάλασσα ή έστω μια έρημο.Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Άντρας που έκλαιγε», Χάρτες, Πατάκης, 2007, σ. 114-116.
Στην ξενιτιά της γλώσσ...
Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι στον χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε
φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσας τους.Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
καν δε τη διακρίνουν
γι’ αυτό κι ελευθερώνει ορμητικό τον ήχο της.
Στον θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί
της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων,
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,
δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός,
κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ το αγενεαλόγητο:
«Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις πάλι λέξεις.Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή-τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι
Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτας που τον ζητάς
μόνο για να τον χάσειςΠαντελής Μπουκάλας, «Στην ξενιτιά της γλώσσας», Ρήματα, Άγρα, 2009, σ. 21-22.
Σταθερές συντεταγμένες...
Ο συνταξιούχος δικηγόρος της ιστορίας μας δούλευε ακόμα γιατί είχε συγγενικές υποχρεώσεις.
Το γραφείο του –που μοιραζόταν με δύο ακόμα συναδέλφους– ήταν στην Λυκούργου. Απ’ το μεσημέρι φρόντιζε να αγοράζει και λίγα φρούτα ή κηπευτικά απ’ την λαϊκή αγορά της Βαρβακείου.
Αχ αυτές οι τσάντες με τα φρούτα. Ανελλιπώς τις κουβαλάει από νεαρός δικηγόρος ακόμα.
Το δειλινό έβλεπες έναν ευγενή, ψηλό κύριο να ανηφορίζει τη Σταδίου για τη στάση του τρόλεϊ. Ήταν τόσο αβρή η σιλουέτα του που φαινόταν ότι φορούσε ακριβά ρούχα. Εύκολα δε, διέκρινες πίσω απ’ τις επιστρώσεις του χρόνου, τον ευγενικό και ντροπαλό νέο που ήταν κάποτε.
Εκείνο το απόγευμα οι δρόμοι ήταν άδειοι από αυτοκίνητα και από χαμηλά απ’ την Ομόνοια άκουγε φωνές διαδηλωτών.
Ανάμεσα στις φωνές άκουγε ρυθμικούς, βροντερούς τυμπανισμούς.
Είδε την πορεία να ανεβαίνει. Ήταν μετανάστες και φώναζαν διάφορα συνθήματα για τα δικαιώματά τους. Στη μέση περίπου της πορείας ήταν μια ευάριθμη ομάδα με Αφρικανούς που χτυπούσαν τύμπανα. Μερικοί φορούσαν κελεμπίες.
Κάτι γυναίκες τους λικνίζονταν χορευτικά σε μικρές παραβολές και ημικύκλια. Στο ύψος της στάσης του τρόλεϊ η πορεία σταμάτησε για λίγο και ο ηλικιωμένος χάζευε τους διαδηλωτές.
«Οι μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι». «Αλληλεγγύη στους μετανάστες. Solidarity to the immigrants» άκουγε και διάβαζε στα πανό.
Εντύπωση του έκανε μια μαύρη γυναίκα αρκετά εύσωμη που φορούσε ένα φόρεμα με λουλουδάκια.
Ενώ χόρευε με μπρίο και ορμή το πρόσωπό της ήταν σοβαρό, ανέκφραστο. Ευγενική φυσιογνωμία, αξιάγγιχτο το πρόσωπό της. Στα συνθήματα δεν συμμετείχε.
Κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και είδε ότι τα μάτια της ήταν πολύ λυπημένα.
Ξεκίνησε πάλι η διαδήλωση και ο δικηγόρος περίπου ασυνειδήτως, σαν να τον μαγνήτιζαν οι τυμπανισμοί, ακολούθησε παραλλήλως, απ’ το πεζοδρόμιο. Εφαπτόταν σχεδόν στους διαδηλωτές.
Θυμήθηκε τις λιτανείες στη γενέθλια πόλη του, ιδίως την περιφορά της Μεγάλης Παρασκευής.
Με τον πατέρα του βάδιζαν πάντα μπροστά απ’ τον Επιτάφιο, μπροστά από τον κόσμο, στο ύψος της μπάντας. Δεν χόρταιναν τα θλιμμένα εμβατήρια ιδίως τα Μαραμένα Φύλλα. Κάθε χρόνο ο πατέρας του διασφάλιζε απ’ τον αρχιμουσικό ότι θα παίξουν και τα Μαραμένα Φύλλα.
Του φαινόταν πως έκαναν με τον πατέρα του παρανομία που δεν πήγαιναν πίσω απ’ τον Επιτάφιο. Αλλά ο πατέρας του φρόντιζε να μισοκρύβονται σε κανένα υπόστεγο, πίσω από κανένα αυτοκίνητο, πάντα σε απόσταση διακριτικότητος απ’ την φιλαρμονική.
Μόλις σταματούσε η περιφορά για ν’ αρχίσουν οι ψαλμωδίες τραβούσαν γρήγορα πιο πάνω για να περιμένουν τη φιλαρμονική.
Έτσι και τώρα ο συνταξιούχος φρόντιζε να προπορεύεται λίγο για να περάσει από μπροστά του η αυτοσχέδια μπάντα.
Στην Κλαυθμώνος είδε ότι το βλέμμα της Αφρικάνας στάθηκε πάνω του λίγο παραπάνω. Φαίνεται πως κι αυτή τον παρατήρησε. Κατέβασε τα μάτια του.
Στο Σύνταγμα, στη στροφή για τη Βουλή είχαν παραταχθεί πολλοί αστυνομικοί και η πορεία σταμάτησε.
Ο χορός και οι τυμπανισμοί εντάθηκαν. Παρατήρησε ότι η γυναίκα που χόρευε δεν σήκωνε πια τα μάτια να τον δει. Όμως ξαφνικά, απρόσμενα τον πλησίασε και τον τράβηξε απαλά απ’ το μπράτσο προς την αυτοσχέδια πίστα.
Δεν αντιστάθηκε. Άφησε τις δυο πλαστικές τσάντες στο ρείθρο και ακολούθησε. Προσπάθησε να κινηθεί στον ρυθμό. Η γυναίκα με φροντίδα τού έκανε χώρο και τον ενθάρρυνε κοιτώντας τον στα μάτια.
Δεν μπόρεσε να αφεθεί –όπως θα ’θελε– στον έντονο ρυθμό. Ίσα που τον κρατούσε λιγάκι ασυντόνιστα με τα πόδια του.
Δειλά επιχείρησε να αποχωρήσει αλλά τον απέτρεψαν τα μάτια της γυναίκας που είχαν γεμίσει δάκρυα. Τότε αφέθηκε κι αυτός σε μια παράξενη συγκίνηση που από ώρα τον είχε καταλάβει.
Άρχισε να ανεβαίνει προς τα ουράνια η προβολή τους και σχημάτισαν οι δυο τους ένα μακρινό, δίδυμο άστρο.Σωτήρης Δημητρίου, «Σταθερές συντεταγμένες», Τα ζύγια του προσώπου, Πατάκης, 2009, σ. 39-42.
Μετάβαση στο σημείο: Οι ζωές των άλλων