Η Κάτω Πόλη Στην πλατεία Γεωργίου δεσπόζει το Δημοτικό Θέατρο, στη Μαρκάτου απλώνονται κάθε λογής μαγαζιά
Στην Πάτρα υπάρχουν διάσπαρτες πολλές πλατείες. Η πλατεία Γεωργίου, όμως, και η πλατεία Μαρκάτου, είναι από τις πιο διάσημες στην πόλη, η καθεμιά με τα δικά της αλλιώτικα χαρακτηριστικά. Στην πρώτη δεσπόζει το στολίδι της Πάτρας, το Θέατρο «Απόλλων»· στη δεύτερη κάτω από σπίτια με καμάρες βρίσκονται εμπορικά καταστήματα. Εδώ ήταν άλλωστε η πρώτη αγορά της κάτω πόλης. Πλατείες και οι δυο με τη δική τους ιστορία και το σύγχρονο δυναμικό παρόν καλούν τον κόσμο να τις γνωρίσει.

Ἐπισκέπτεσθαι ἐμαυτόν...
Περπατούσα μόνη εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στον τόπο που γεννήθηκα, και δεν έφευγε από μέσα μου η φράση: «Πορεύσομαι εις την έρημον του επισκέπτεσθαι εμαυτόν».
Είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και συνόδευε ρυθμικά και επίμονα τα βήματά μου. Ήταν δεν ήταν μεσάνυχτα. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, όλα γυάλιζαν και έσταζαν μέσα στο θαμπόφωτο των ηλεκτρικών. Η πλατεία Γεωργίου ήταν έρημη, ολότελα έρημη. Δυο ταξί μόνον στο απάνω μέρος, με αχνισμένα τα τζάμια από την ανάσα των οδηγών που λαγοκοιμόνταν στο τιμόνι. Είχα κάμει το δρόμο από τα Ψηλά Αλώνια, σιγά-σιγά, ακούγοντας τα βήματά μου και τις υδρορροές που έσταζαν συνέχεια. Ο ουρανός φαινόταν απειλητικός, φορτωμένος μαύρα βαριά σύννεφα. Έλεγα πως ένιωθα ξένη σε έναν ξένο τόπο, που όμως δεν μου πρόσφερε τη χαρά να τον ανακαλύψω, γιατί σχεδόν όλα τα ήξερα. Μπορούσα να περπατώ με τις ώρες στα τυφλά και να μη χάνω τον προσανατολισμό μου. Όλα γύρω ήσαν τόσο γνωστά και άγνωστα συγχρόνως, που μου γεννούσαν μια περίεργη σύγχυση. Δεν ήθελα όμως να αφεθώ στον πανικό της αποξένωσης. Δεν ήθελα, ακόμη πιο πολύ, να παρασυρθώ σε αναμνήσεις αυτών που έφυγαν για πάντα, παρόλο που η γύρω ατμόσφαιρα βοηθούσε. Δεν περπατούσε κανένας ίσκιος κοντά μου, φερμένος από τα βάθη του καιρού, νεκρός ή ζωντανός από αυτούς που είναι νεκροί σαν τους πεθαμένους…
Η αίσθηση της απουσίας τους τόνιζε πιο πολύ τη δική μου αποξένωση. Και όμως έλεγα πάντα πως το ύφος μιας πόλης είναι οι άνθρωποι. Έλεγα πως τα κτίρια, οι δρόμοι, όλα από τους ανθρώπους παίρνουν εκείνη την ιδιαίτερη σφραγίδα και την κρατάνε σαν μύρο σε αλάβαστρο, που μόνο κάτι ελάχιστο αφήνει να διαχύνεται ένα γύρο. Στάθηκα στη μέση της πλατείας, αντίκρυ στο πανέμορφο δημοτικό θέατρο. Γύρω οι ψηλές και συνηθισμένες πολυκατοικίες σφίγγουν το χώρο και δίνουν τη μάχη τους με τον χρόνο. Τα δυο στρογγυλά σιντριβάνια με τα χαλκοπράσινα φτερωτά λιοντάρια, που γυάλιζαν από τη βροχή, κρατούσαν με περηφάνια την αρχοντιά του τόπου, και δεν υποχωρούσαν ούτε πόντο στις ανάγκες του σήμερα. Η βεβαιότητά τους ήταν έξω από το χρόνο, δεν ανήκε σε μιαν ορισμένη εποχή, σε μιαν ορισμένη άνθηση της πόλης. Αυτά αδιαφορούσαν αν οι γυναίκες φορούσαν κρινολίνα ή μπλου τζην και μεταδίνανε εύκολα κάτι στέρεο και στους περαστικούς.
Ποιος μηχανισμός τον έφερε τότε μπροστά μου για να μου επιβεβαιώσει, ολότελα παράλογα, πως τίποτα δεν χάνεται ολοκληρωτικά; Εκεί, στο απάνω σιντριβάνι κοντά, τον είχα δει και τον είχα θαυμάσει, και έμεινε μέσα μου πιο ζωντανός από όλους τους ζωντανούς και πιο γνωστός από όλους τους γνωστούς και φίλους. Ήταν ένας μελαψός Ινδός φακίρης. Φορούσε ένα σαρίκι άσπρο. Μπορεί και να μην ήταν Ινδός και να μην ήταν φακίρης. Εμείς όμως τα σκολιαρόπαιδα, που είχαμε μαζευτεί ένα γύρο και τον θαυμάζαμε, τον είπαμε Ινδό. Μας άρεσε πιο πολύ η λέξη. Στεκόταν εκεί και κατάπινε άσπρο, χιονάτο μπαμπάκι. Ακίνητος, σοβαρός και επίσημος θα έλεγα, σα να έκανε καμιά ιεροτελεστία.
Το έβαζε στο στόμα του, κομμάτι-κομμάτι, το μασούσε και το κατάπινε. Ναι, όλοι το είδαμε, πως χανόταν και έμπαινε άλλο, και έπειτα άλλο και άλλο. Και σαν τέλειωσε αυτή η προεργασία άρχισε η δεύτερη πράξη, το ίδιο τελετουργικά. Το μπαμπάκι έβγαινε από το στόμα του τώρα σε κλωστές κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες, και ο Ινδός τις τύλιγε σε κουβαράκια, χώρια το κάθε χρώμα, σοβαρά, επίσημα, και μας κοίταζε όλους κατάματα, καθέναν χωριστά και όλους μαζί και τα μάτια του ήσαν σαν κάρβουνα αναμμένα. Όλη η μαγεία του κόσμου ξετυλιγόταν σε εκείνες τις χρωματιστές κλωστές. Απατεώνας! είπε κάποιος. Θαύμα! είπε κάποιος άλλος. Κι εγώ ένιωθα, δίχως να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, πως όλα όσα δεν ξέραμε και όλα όσα δεν μπορούσαμε να ξέρουμε για τον άνθρωπο και τη ζωή, ξετυλίγονταν μυστηριακά με τις χρωματιστές κλωστές… Πώς έγινε τώρα και μέσα στην έρημη πλατεία, μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα ξεπετάχτηκε τούτη η ηλιόλουστη εικόνα από το θησαυροφυλάκιο των παιδικών μου χρόνων, δεν θα μπορούσα να πω. Γεγονός είναι πως από κει και πέρα το θυμικό μου αλάφρωσε. Τι αναζητούσα σε τούτο τον ερημικό περίπατο; Το χτες, το σήμερα; Τι νόημα έχει να χωρίζουμε το χρόνο όταν δουλεύει έξω από τη θέλησή μας ένας αυτόνομος μηχανισμός, και σε μια απειροελάχιστη στιγμή θαύματος, φέρνει ολοζώντανα στην πρώτη γραμμή ανθρώπους και πράγματα, ήχους και χρώματα;
Ο Παναγιώτης Μιχελής - ας είναι αλαφρό το χώμα που τον σκεπάζει - μου είχε πει κάποτε με φωνή πνιγμένη στη νοσταλγία:
-Έχει μείνει μέσα μου η μυρωδιά του Μαρκάτου. Πετσί μύριζε, δουλεμένο πετσί. Μικρός τριγύριζα στα μαγαζάκια του Μαρκάτου και χάζευα με τις ώρες… Δεν είναι περίεργο; Όλες οι εικόνες φεύγουν, άνθρωποι και τοπία, σπίτια και δέντρα. Όλα φεύγουν. Η μυρωδιά του πετσιού μένει μέσα μου. Αυτό είναι η Πάτρα για μένα: το Μαρκάτο και τα μαγαζιά του που δεν τα έζησα.
Ήταν στ' αλήθεια απίθανη τούτη η κουβέντα σε ένα επίσημο δείπνο, που μας απομόνωνε ξαφνικά από όλους τους άλλους. Προσπάθησα κι εγώ τότε να βρω και να πω τι ήταν εκείνο που μου έμενε παράλογα αμετακίνητο, από τον τόπο μου. Ήταν η θάλασσα, ήταν το κάστρο, ήταν ο μόλος, οι δρόμοι; Αναζητούσα ένα, ένα και μόνον που να φέρνει όλα τα άλλα μαζί, ένα κυριαρχικό, που να ανοίγει μια πόρτα στο χρόνο, κάτι σαν τη μυρωδιά του Μαρκάτου που συγκινούσε εκείνον, μα δεν το βρήκα.
Σαν έφτασα στη γωνία που διασταυρώνεται η Μαιζώνος με την Αγίου Νικολάου, ένιωσα για μια στιγμή την ξαφνική διάθεση να συνεχίσω τον νυχτερινό μου περίπατο κάτω από τις στοές, προς τα πάνω, αναζητώντας την αποκαλυπτική στιγμή, που θα έδινε ίσως και σε μένα τη συμπύκνωση του χρόνου που έφυγε. Δεν προχώρησα. Το ήξερα πως είναι μάταιο, δεν γίνονται αυτά όταν τα αναζητάς με το μυαλό. Κατηφόρισα σιγά στην παραλία. Γύρισα την πλάτη στην καινούρια προβλήτα, που σαν κακόγουστο ελικοδρόμιο πήρε τη θέση του μόλου με το φάρο, και που με έφερε βίαια στη σημερινή πραγματικότητα. Ένα-δυο καράβια ξεφόρτωναν αυτοκίνητα. Κόσμος πηγαινοερχόταν στο σταθμό και στην παραλία. Βιαστικός, ολοζώντανος σημερινός κόσμος. Άρχισε πάλι να ψιλοβρέχει. Βαθιά άστραφτε και φαινόταν να έρχεται θύελλα. Πότε-πότε φωτιζόταν η Παλιοβούνα, κι έδειχνε μέσα στη νύχτα και στην αστραπή ολότελα ονειρική.
Δεν πορευόμουν εις έρημον. Μια ζωντανή πολιτεία με τις ομορφιές της και τις ασχήμιες της με κύκλωνε και απαιτούσε την έγνοια μου, τη νοσταλγία μου, την αγάπη μου. Ήμουν ένα μέρος της και εγώ γιατί ένιωθα τις ρίζες μου εκεί. Δεν πορευόμουν πια σε ξένο τόπο, και ίσως μέσα στην ασάφεια της βροχερής χειμωνιάτικης νύχτας, να είχα κατά κάποιο τρόπο συναντήσει τον εαυτό μου στο πρόσωπο του Ινδού με το σαρίκι, που αμίλητος και τελετουργικός κορόιδευε τον κόσμο ή δίδασκε το θαύμα.
Γαλάτεια Σαράντη, «Επισκέπτεσθαι εμαυτόν», Το ποτάμι, Αθήνα, Εστία, 1992, σσ. 155-160.

Προστατευμένος με μια ...
Θα υπογράφω Λουί
Μέρος Α'
Κεφάλαιο 4
Αυτά λοιπόν τα δωμάτια, τα ανάξια του προγονικού κύρους, τα επάξια όμως για τον μοναχιασμένο άντρα που σου γράφει, βρίσκονται κοντά στην πλατεία Καποδιστρίου, όπως οι κρυφές σου επισκέψεις σε είχαν αναγκάσει να θυμάσαι. Ο λαός την είπε Μαρκάτο, γιατί εδώ δημιουργήθηκε η πρώτη αγορά της Κάτω πόλης, και οι δρόμοι που τη συνδέαν με τη θάλασσα ήσαντε οι πρώτοι που χτιστήκαν. Σ' αυτήν εγκαταστάθηκαν Επτανήσιοι συντοπίτες σου, που ήρθαν να προστεθούν στους επιζήσαντες εμπόρους. Από το στόμα τους πρωτακούστηκε το όνομα Μαρκάτο για να θυμίζει τις ολοζώντανες δικές τους αγορές, για να ευχηθεί το ίδιο σφρίγος, και για να μην ξεχαστεί η λειτουργία στην ίδια θέση μιας άλλης παλιότερης αγοράς την εποχή της Δεύτερης Βενετοκρατίας. Όπως όλα σχεδόν τα σπίτια των αστών, είχε και το δικό μας έναν εξώστη πάνω από τις καμάρες μιας στοάς με μαγαζιά. Το πέμπτο τόξο ήταν λίγο πιο πλατύ, επιτρέποντας την είσοδο μιας καρότσας στη μικρή εγκάρσια στοά, που από τον εμπρός κεντρικό δρόμο κατέληγε πίσω σ' ένα σοκάκι με χαμόσπιτα. Η είσοδος της οικίας βρισκόταν στο πλάι, στη μικρή στοά, για να μένει η πρόσοψη στα μαγαζιά. Απέναντι στη δική μας ήταν η είσοδος μιας άλλης πανομοιότυπης κατοικίας. Και οι δυο προσόψεις, σχεδόν ενωμένες και αναμεταξύ τους και με άλλα παρόμοια χτίρια, σχημάτιζαν μιαν αυλαία μπροστά από τα χαμόσπιτα, τα οποία στριμώχνονταν γύρω από ένα πολυώροφο τούβλινο εργοστάσιο της εποχής. Εσύ ερχόσουν από τα πίσω σοκάκια, μην τύχει και σε δει κανείς από τον κεντρικό δρόμο.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 62-63.
Μέρος Ε'
Εγώ, όταν πήγαινα στην Πάτρα, αρκετές φορές έπρεπε να μένω κρυμμένος. Το γεγονός ότι κρυβόμουν στη γενέτειρα με διασκέδαζε λιγάκι. Έλεγα πως ξανακρυβόμουν στην αγκάλη της μητέρας για να γλιτώσω από δράκοντες και λύκους. Αλλά δεν είχε ζήσει τόσο, η μακρινή, ώστε ν' αρχίσω κι εγώ μεγαλώνοντας να της κρύβω, όπως τώρα της πόλης μου.
Η σοφίτα είχε ένα παράθυρο. Απ' αυτό συνήθιζα να παρατηρώ τις λαμπρές οικοδομές ενός από τους πιο κεντρικούς δρόμους. Γνώριζα τους ιδιοκτήτες των περισσότερων σπιτιών. Σε άλλες περιστάσεις είχα διαβεί το αδιάβατο για την ώρα κατώφλι τους. Από ψηλά οι προσόψεις τους μου φαίνονταν πιο θαλερές. Έλικες, φύλλα και λουλούδια· βήμα το βήμα οι εξώστες κατηφορίζαν προς τη θάλασσα, υπακούοντας στην κλίση του δρόμου. Κάθε κτίριο πατούσε πιο χαμηλά από το προηγούμενό του, ώστε να μην υπάρχει μια ευθεία, αλλά τα κομμάτια της κλιμακωτά αρθρωμένα προς τα κάτω. Ανέπαυα το μάτι στις καμάρες, που σχημάτιζαν πλατιές στοές μπροστά στα μαγαζιά και κατηφόριζαν με αρμονικά ημικύκλια προς το ίδιο μπλάβο. Πιο ψηλά, οι εναλλασσόμενες στέγες διώροφων και τριώροφων σπιτιών έγραφαν ένα είδος μαίανδρου στον ουρανό. Στην αριστερή γωνία της οδού με την προκυμαία υπήρχε πάντα το μεγάλο ξενοδοχείο, και πιο πάνω το φαρμακείο ενός θείου μου. Άμαξες, κάρα και διαβάτες κινούσαν την, ακίνητη την πρώτη στιγμή, εικόνα που έδινε η πόλη στον κρυμμένο της γιο. Ώχρα, λουλάκι, κεραμίδια, μάρμαρα· στο βάθος το ορεινό εκείνο μωβ. Πολύχρωμη και μακρινή αγκάλη.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 178-180.
Μέρος Η'
Απόκριες· Φεβρουάριος ή Μάρτιος, τα τελευταία χρόνια. Σύσσωμη η Πάτρα έθυε πάλι στον οινοχαρή θεό των ημερών. Μακριά δεν ήταν ο καιρός που το μασκάρεμα έδινε την ευκαιρία για ξεκαθάρισμα κάθε λογής λογαριασμών, δίχως να αποκλείει ούτε τα μαχαιρώματα. Διαφωνούσα με τέτοια καμώματα, χωρίς να αρνούμαι την ανάγκη μιας αφηρημένης, μιας συμβολικής σταγόνας αίματος στις πανάρχαιες τούτες γιορτές. Για ευνόητους λόγους εγώ ανήκα στους καβαλιέρους των βαλς, μακριά από τις μπούλες των οδών με τον κίνδυνο και το χάζι τους. Ώσπου κάποτε σταμάτησα να συχνάζω στους ωραίους -ομολογώ- χορούς, σκανδαλισμένος από τη σπατάλη, κι όχι μόνον αυτή, για την αγορά εξωτικών φτερών, χρυσών υφασμάτων και ασημένιων προσωπείων. Μια τυφλή, επιπόλαιη, ομοιόμορφη ευζωία, που αδιαφορούσε ακόμη και για το καλό θέατρο. Ο κόσμος γλεντούσε στο δρόμο με περισσότερο σπίρτο.
Την τελευταία Κυριακή στεκόμουν με τους επίσημους της πόλης στον εξώστη του θεάτρου Απόλλων. Βλέπαμε κάτω τον ντόρο και περιμέναμε να ξεκινήσει η παρέλαση των αρμάτων κουβεντιάζοντας για την κατασκευή του λιμανιού, τις νέες φορολογίες και τις πτωχεύσεις. Έξαφνα είδα με την άκρη του ματιού μου τον εαυτό μου στο πάνω σιντριβάνι της πλατείας. Κυριολεκτώ. Ο γυμνός άντρας με το σουραύλι, ο Έρωτας στα πόδια του, τα τέσσερα λιοντάρια της μεγάλης γούρνας κι ένα μέτρο πιο μπροστά ολοζώντανος εγώ να μιμούμαι το βάδισμά μου. Μαζεύτηκε ο κόσμος ένα γύρο κι άρχισε να γελά, καθώς η καρικατούρα μου έβγαζε το ημίψηλο και υποκλινόταν. Ο μίμος δεν είχε λησμονήσει να προστατευθεί από το κρύο με μια μπέρτα, όμοια μ' αυτήν που φορούσα στον εξώστη, και να προστατέψει την ταυτότητά του με μια μαύρη μάσκα.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 247-248.

Μια λαϊκή παράσταση στ...
Το μαύρο σκυλί της Πάτρας
Χειμώνας του '80. Ταξιδεύοντας από Πύργο για Αθήνα με το αυτοκίνητο ενός φίλου, σταματάμε σε μια βενζίνα. Νύχτα, σκοτάδι πίσσα, ο βενζινάς ξενύχτης κι ένα σκυλί που τεντώνει την αλυσίδα του να μας φτάσει. Μαύρο μου φάνηκε κι αυτό. «Κοντεύουμε στην Πάτρα», λέει ο φίλος μου και ζητά από τον βενζινά μια κόκα κόλα. Το σκυλί γαβγίζει, τα μάτια του γυαλίζουν κι είναι σαν κάτι να θέλει στη δική του γλώσσα να μου πει. «Κρύο πολύ, το γυρίζει στον χιονιά», ακούω τον βενζινά να λέει. Πίνουμε την κόκα κόλα στο πόδι, κι ενόσω το σκυλί γρυλίζει υπόκωφα, οι αριθμοί στο καντράν της αντλίας γλιστρούν, κι είναι σάμπως τα χρόνια να κυλούν ανάποδα και να 'χω γυρίσει πίσω, είκοσι χρονώ, την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Πάτρα.
Χειμώνας του '51. Μέρα γεναριάτικη, χιονισμένη. Οι Πατρινοί έλεγαν πως είχε χρόνια να χιονίσει στην πόλη τους. Κι εγώ να βρίσκομαι μπλεγμένος στην περιοδεία μιας χορευτικής κομπανίας που ερχόταν να δώσει παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Φορτωμένα σε βαγόνια είχαν ταξιδέψει τα σκηνικά του Μόραλη και του Γκίκα, ανάκατα με παπουτσάκια μπαλέτου, μάλιες, περούκες και κάτι μικρά όργανα με χορδές που δεν τα είχα ξαναδεί - μπαγλαμαδάκια, καταπώς άκουσα να τα λένε. «Έλα μαζί μου», μου είχε προτείνει ένας φίλος μουσικός μεγαλύτερος στα χρόνια, «να δεις τα έργα μου, πώς θα σου φανούνε». Παχουλός, με μάτια πανέξυπνα που τα έσφιγγαν σκοτεινοί χαλκάδες, κάπνιζε το 'να πίσω απ' τ' άλλο άφιλτρα όπως ήταν τα τσιγάρα τότε, έπινε απανωτούς καφέδες, κι έπαιζε στο πιάνο αντί για σονάτες λαϊκά.
Από τ' αχνισμένα παράθυρα του λεωφορείου που ταξιδεύει ο θίασος, μαζί κι εγώ, κυλούσε ο παλιός δρόμος, πολύ προτού φτιαχτεί η εθνική οδός. Κιάτο, Ξυλόκαστρο, Ακράτα, δίπλα η θάλασσα, στο βάθος τα βουνά της Ρούμελης συννεφιασμένα. Αντί για τα εκδρομικά ανέκδοτα και τις εκρήξεις φυσιολατρίας, οι πάντες συζητούσαν τους ρόλους τους, σιγοψιθυρίζαν τη μουσική και μια κυρία λιγνή, με κότσο - ο αρχηγός - έδειχνε τα βήματα χωρίς να λογαριάζει τις στροφές. Απόγευμα περασμένο, φάνηκε η προκυμαία της Πάτρας. Φυσούσε μανιασμένα κι ανάμεσα στους ρυμοτομημένους δρόμους, ξεχώριζαν στις στέγες τ' ακροκέραμα, δάχτυλα υψωμένα στον χιονιά.
Το βράδυ άρχιζε η παράσταση. Σειρά τα λαμπιόνια στην πλατεία, κι οι Πατρινοί με τα καλά τους. Το θέατρο, μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, σκαλισμένο μπαρόκ, βελούδα στα καθίσματα, κυρίες στα θεωρεία με βεντάλιες, στον αέρα ή άρια της πρόποσης από την «Τραβιάτα» κι η καβατίνα της Ροζίνας από τον «Κουρέα».
Η αυλαία σηκώθηκε. Το σκηνικό του Μόραλη: μωβ ουρανοί με προσόψεις νεοκλασικών που ξεμύτιζαν δεξιά κι αριστερά απ' τις κουίντες. Στο πιάνο, ο φίλος μου ο μουσικός. Το έργο, οι «Έξη λαϊκές ζωγραφιές». Χόρευε ο Άγγελος Γριμάνης. Κι ας ήταν μεγάλος σε ηλικία, σειόταν και λυγιόταν σαν δεκαοχτάρικο. Τα γαλανά παιδικά μάτια του στραφτοκοπούσαν κι είχε το γνήσιο χαμόγελο που συνόδευε τις κάθε λογής σχέσεις του - από τον πιο πλούσιο και σνομπ, ως το τελευταίο σπουργίτι της Ομόνοιας. Αντί για μενουέτα και πά-ντέ-ντέ, τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα δίναν και παίρναν. Στο σανίδι του Δημοτικού σηκωνόταν σύννεφο η σκόνη. Οι άντρες ντυμένοι μαύρα γελέκα και άσπρα πουκάμισα χωρίς σακάκι, παντελόνια ντρίλινα ριγέ, με περούκες από κατσαρωμένα μαλλιά. Τυποποιημένες κι οι κοπέλες. Τα σώματά τους λύγιζαν μ' απίστευτη σβελτάδα και μέσ' από τη μελαχρινάδα τους άστραφτε το χαμόγελό τους. Άραγε, έτσι είναι οι λαϊκοί άνθρωποι από κοντά;
Κυκλοφορούσα στην Πατησίων και στην Πανεπιστημίου κι άλλο δεν έβλεπα παρά κοστουμάκια και γραβάτες. Δεν είχα ακόμα ξανοιχτεί στα στέκια τους, στην Ασωμάτων, στην πλατεία Βάθης, να δω τα παιδεμένα σώματα, τα συλλογισμένα βλέμματα, αυτούς που όσο έπαιζαν το μπουζούκι τους έμοιαζαν με Παναγίες, μα που έτσι και τους έθιγες το φιλότιμο γινόντουσαν ανήμερα θεριά. Γιατί αν η αστική τάξη έχει τα ταμπού της, είχαν κι εκείνοι τα ταμπούρια τους και μέσα εκεί οχυρώνονταν.
Οι προβολείς φώτιζαν το σκηνικό, μια κοπέλα με τ' αγόρι της έβγαιναν «τσάρκα στο μπαξέ τσιφλίκι», κι ένας άλλος, αμαξάς αυτός, σιγοντάριζε μες στη βροχή, «το κορίτσι που 'ναι μέσα, όμορφο σαν πριγκηπέσα, μην τυχόν και μου βραχεί». Οι Πατρινοί σταφιδέμποροι κι οι οπερετομανείς έβλεπαν και άκουγαν με απορία. Για πρώτη φορά οι λαϊκοί άνθρωποι και τα φερσίματά τους ζωντάνευαν πάνω στο σανίδι. Πράγματα παρακατιανά και απαγορευμένα.
Στο διάλειμμα, οι γέρικες πόρτες του θεάτρου έτριζαν, έτριζαν κι οι μασέλες της αριστοκρατίας. Ένας βοριάς θέριζε τους διαδρόμους, τουρτούριζα μισά από κρύο, μισά από ηδονή.
Στο δεύτερο μέρος, το «Καταραμένο Φίδι». Ο φωτισμός ζωντάνεψε, κυριαρχούσαν χρώματα κίτρινα, τριανταφυλλιά, κι άλλα βελούδινα της Προύσας - η λάγνα Ανατολή. Οι κοπελιές, κι ας έκρυβαν το στόμα τους με πέπλα, άφηναν πίσω από τούλια και σαλβάρια να μαντεύεται το κορμί γυμνό. Να 'ταν, τάχα, μόνο ο ρυθμός που τις έκανε να σπαρταρούν;
Από τη μια μεριά του σκηνικού, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας είχε στήσει την καλύβα του Καραγκιόζη - που με χιούμορ χόρευε η λιγνή κυρία με τον κότσο - κι απ' την άλλη το Σαράι του Πασά. Δυο κόσμοι διαμετρικά αντίθετοι. «Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι…», έλεγε στο ντελάλημά του ο τραγουδιστής. Ούτε άριες, ούτε βεντάλιες. Στην πλατεία τα γέρικα μπιζού ξεθωριασμένα και τ' άσπρα πουκάμισα λερά. Μόνο οι νέοι στη γαλαρία, ζωντανοί, να κρατάνε με παλαμάκια τον ρυθμό.
Στο τέλος, το χειροκρότημα σκέπασε τη μουσική - ως κι αυτή η γερουσία έμοιαζε να 'χει ξυπνήσει από ύπνο βαθύ. Ποιος ξέρει τι μνήμες μικρασιατικές και άλλες χαμένες στους αιώνες του ελληνισμού τους είχε φέρει τούτη η μουσική. Το θέατρο, το αφιερωμένο στον Βέρντι και στον Πουτσίνι, γνώριζε τώρα άλλους θεούς. Αντί για τη Μανόν Λεσκώ στην έρημο, πέθαινε σφαδάζοντας ο κατηραμένος όφις, κι όρθιος με περικεφαλαία ο Μεγαλέξανδρος τον διαπερνούσε με το σπαθί. Για μπιζάρισμα ο θίασος έπαιξε την τελευταία εικόνα από τις «Λαϊκές ζωγραφιές». Ατμόσφαιρα κατανυκτική, το σώμα ενός νέου να πάλλεται ερωτικά, «νύχτωσε χωρίς φεγγάρι… κι ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί».
Ούτε κι εγώ μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα στην Πάτρα.
Μετά την παράσταση, παρέα μ' ένα μπουλούκι θεατρίνους, στροβιλίστηκα σαν χορευτής στο χιόνι. Κάτω από τις στοές με τις καμάρες, που θύμιζαν Κέρκυρα, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, ένιωθα κράμα Ευρωπαίου κι Ανατολίτη. Μισός αστός, μισός καλλιτέχνης. Ένα μαύρο σκυλί ερχόταν ξοπίσω μου, εγώ το 'διωχνα κι εκείνο ακολουθούσε. Το γάβγισμά του, ανθρώπινο. Σαν να μου μιλούσε. Χώθηκα σ' ένα πατσατζίδικο, στην Αγίου Νικολάου. Τα μοσχαρίσια ποδαράκια άχνιζαν στα πιάτα βγάζοντας χρησμούς για το μέλλον κι εγώ με βουλιμία βουτούσα μέσα το ψωμί μου. Κάπως έτσι η νεότητα καταβροχθίζει το χρόνο. Έξω λευκές νιφάδες και μέσα στολισμένες νυφάδες οι Πατρινές, λεπτές, τσαχπίνες, μας έστελναν κρυφές ματιές. Το κρασί βαρούσε κατακέφαλα. Αποφάγαμε κι αφού μάταια ψάξαμε για κάποιο ζαχαροπλαστείο που να διανυκτερεύει - το χιόνι τα είχε κλείσει όλα - καταλήξαμε πίσω στο ξενοδοχείο.
Ξένος και άγουρος σε μια περιπέτεια όπου οι άνθρωποι αφοσιώνονται στην τέχνη, πάσχιζα να υποτάξω ένα όνειρο και να το ζήσω. Ποθούσα να ξεφύγω από την τάξη μου - χρηματιστές, τραπεζικούς, καπεταναίους - να γνωρίσω ανθρώπους διαφορετικούς, να ριχτώ όπως κι αυτοί σε κάτι δημιουργικό και ριψοκίνδυνο, σαν τους «Μποέμ» κι εγώ σε μια σοφίτα να γράψω και να ερωτευθώ. Ερωτευμένος ούτως ή άλλως ήμουνα, κι όπως οι περισσότεροι νέοι έγραφα στίχους κι εγώ. Τους έδινα στον φίλο μου να τους κοιτάξει, μιας κι έκανε σχεδόν αποκλειστικά παρέα με ποιητές, που κάθε μεσημέρι σύχναζαν στο «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου. Τους έβλεπα πίσω απ' τη βιτρίνα, αραδιασμένους σε σκαμνιά, μια σειρά από προτομές κλασικών, να πίνουνε καφέδες. Περνούσα έξω από το μαγαζί, σαν βέβηλος μπρος από θεούς. «Δεν ξέρω τι θα γίνεις αργότερα», μου είχε πει ο φίλος που τους έκανε παρέα, «ποιητής πάντως, αποκλείεται». Κι όπως μ' έβλεπε μαραζωμένο, «ποιος ξέρει», πρόσθεσε, «ίσως πεζογράφος», και με συμβούλεψε να διαβάσω Κοσμά Πολίτη. «Διάβασε την "Ερόικα"», μου τόνισε, «εκεί θα βρεις τα όρια της ποίησης και της πεζογραφίας».
Στο τασάκι του ξενοδοχείου ξέμεινε αναμμένο το τσιγάρο μου να καίει. Ποιος ξέρει, σκεφτόμουν, ακουμπώντας στα κρύα σεντόνια, ίσως κάποτε να γράψω κι εγώ κάτι ηρωικό. Έσβησα το τσιγάρο. Έξω κιόλας θαμπόφεγγε, οι ήχοι από τα διπλανά δωμάτια είχαν κοπάσει, η παγωνιά μ' έσφιγγε κι εγώ ονειρευόμουν τον εαυτό μου πίσω από τη βιτρίνα κάποιου καφενείου να φουμάρει. «Αυτά είναι φούμαρα», όπως έλεγε κι ο πατέρας μου, όποτε μ' έβλεπε να μουντζουρώνω χαρτιά, «συγκεντρώσου σε κάτι πρακτικό, πάψε να ονειρεύεσαι όρθιος». Ήταν μ' ένα όνειρο που ξεκινούσε η δεκαετία του '50, και για μένα που το έζησα, μοιάζει όνειρο ακόμα.
Το άλλο πρωί, το χιόνι έλιωσε. Οι χορευτές φευγάτοι. Μαζί τους κι ο φίλος μου ο μουσικός. Μέσ' απ' το λεωφορείο, πρόλαβα να δω τις καμάρες να φεύγουν πίσω από τ' αχνισμένα τζάμια. «Ποιος ξέρει», σκέφτηκα, «πότε θα χιονίσει ξανά».

Ο κύριος Νικολάκης στο...
Το Γυρί (απόσπασμα)
Τα παιδιά τούς είχαν τριγυρίσει και χαζεύανε τον αναπάντεχο επισκέπτη. Τα μέτρησε: τρία, κι η Αλεξάντρα που κάπου ροβολά με την κατσίκα τέσσερα -χώρια το βυζανιάρικο στην καλαθούνα. Και η μηχανή της βάρκας -μα πρώτα απ' όλα, βέβαια, τα παιδιά.
-Περάστε να το δείτε.
Ήτανε στρωμένο χάμω μαλτεζόπλακες. Μια κουρελού μπρος στο κρεβάτι.
-Λοιπόν;
-Ευρίσκω το δωμάτιο κατάλληλον.
Συμφώνησαν την τιμή, διακόσιες δραχμές το μήνα κι ακόμη άλλες τριάντα για το σαπούνισμα κάθε φορά… Τ' αγόρια -τ' αγόρια θα κοιμόντανε μες στην κουζίνα.
-Το όνομά σας, παρακαλώ;
-Νικολάκης.
-Και το επίθετο;
-Λέγετέ με κύριο Νικολάκη, αποκρίθηκε κοφτά δίχως να επιτρέπει αντιλογία.
Ο κύριος Νικολάκης ξεκινούσε στις εφτάμιση κάθε πρωί, διακριτικός, πατώντας ακροπόδαρα ώσπου έβγαινε στο δρόμο. Από την οδό Καλαμογδάρτη, των Τριών Ναυάρχων και την οδό Υψηλάντη έφτανε κατά τις οχτώ μπροστά σ' ένα εμπορικάκι, στο πάνω μέρος της οδού Ερμού, αυτό που λένε το Μαρκάτο. Ένα μαγαζάκι με δυο μέτρα πρόσοψη και ως τέσσερα στο βάθος. Ντρίλια, σκούφοι, μπατανίες κι άλλες τέτοιες πραμάτειες.
Ήταν ο μοναδικός υπάλληλος. Κατάβρεχε το πάτωμα του μαγαζιού, το σάρωνε με τόση επιμέλεια που τον απόπαιρνε το αφεντικό του. -Φτάνει πια, κύριε Νικολάκη! Να κοιτάξομε και τη δουλειά μας!… Τον μεταχειριζόταν για θελήματα, να πάει ένα δέμα στο σταθμό, κάποιο γράμμα στο ταχυδρομείο, να κάνει κάποιο ψώνι στου μπακάλη. Τις άλλες ώρες, χειμώνα καλοκαίρι, ο κύριος Νικολάκης τις περνούσε καθισμένος πάνω σε μια καρέκλα έξω από το μαγαζί, κάτω από τα βόλτα της στοάς, κράχτης για πελατεία. Κάθε τόσο καλούσε η τρεμουλιαστή φωνή του:
-Ορίστε, περάστε…
Κάποτε που τον ρώτησε η κυρία Ελισάβετ σε ποιο σπίτι έμενε πρωτύτερα, της αποκρίθηκε αφού έκλεισε τα μάτια σφιχτά, μη τον προδώσουν, και γέμισε το μούτρο του ρυτίδες: -Θα μου επιτρέψετε να μη σας απαντήσω.
Τα μεσημέρια έτρωγε κάτι στο πόδι, εκεί, στο εμπορικάκι: ψωμί, καμιά σαρδέλα, λίγο τυρί. Έπειτα έβγαζε από την τσέπη του κάποιο βιβλίο και απορροφιότανε στο διάβασμα ως τη στιγμή που ξαναγύριζε το αφεντικό. Φεύγοντας το βραδινό, περνούσε από κάποιο εστιατόριο χορτοφαγίας της οδού Κορίνθου. Ο καταστηματάρχης του έπιανε κουβέντα: -Ευχαριστημένος από τις δουλειές, κύριε Νικολάκη;… Αυτός τον κοίταζε με υποψία -μη μάντεψε το μυστικό του;- σήκωνε το δάχτυλο σα να τον καταστούσε πιο προσεχτικό κι έκλεινε τα μάτια με το συνηθισμένο μορφασμό του: -Έργον ουδέν όνειδος, κύριε Θεολόγη… Έπαιρνε θέση απόμερα σε μια γωνιά. Μια σούπα, ή λίγα χόρτα, ένα ποτήρι γάλα.
Επιστρέφοντας έκανε τη στάση του μπροστά στην πόρτα του κυρίου Μαλιγκρόπουλου να παρακολουθήσει την πολιτική συζήτηση. Ποτέ δεν έλεγε δική του γνώμη. Τους μπέρδεψε όμως όταν μια φορά σηκώθηκε από την καρέκλα του και λέει: -Res publica- και πάλι ξανακάθισε.
Όποτε τύχαινε μαζεμένα τα παιδιά μες στην αυλή της κυρίας Ελισάβετ, τους διηγότανε την «ιστορία του γένους» ανακατώνοντας τον Μούρτζουφλο με τον Κοπρώνυμο και τους εικονοκλάστες με τον Πωγωνάτο.
Μα όταν χτυπούσε πια εννιά το ρολόι του Άι Δημήτρη (ο κατεβατός έφερνε ως εδώ τον ήχο από την Πάνω Χώρα), κλεινότανε στο δωμάτιό του ως την άλλη μέρα το πρωί.
Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1990, σσ. 58-59.

Μια διάλεξη γίνεται αφ...
Το μαύρο σκυλί της Πάτρας
Η Πάτρα είναι μια πόλη που ξέρω ελάχιστα ή καθόλου. Στα ταξίδια μου φτάνω ως αυτήν και την προσπερνώ. Σαν μια γυναίκα που λάτρεψα στα νιάτα μου, και που τώρα αποφεύγω. Από τότε, μάλιστα, που με προσκάλεσαν για μια διάλεξη εκεί, τρέμω και να τη συναντήσω. Ψάχνω το θέμα της ομιλίας μου και προσπαθώ να βοηθηθώ μέσα από τις σελίδες του Κοσμά Πολίτη: «Η ονομασία συνοικία δεν ταιριάζει τόσο. Ούτε και προάστιο. Ένας δρόμος άδηλος, φαρδύς και σκονισμένος, σαν εξοχικός. Χωρίζει τη μεσημβρινή εσχατιά της πόλης από τα περιβόλια και από κάτι εχτάσεις που απλώνονται χορταριασμένες μ' εδώ κ' εκεί ένα χαμόσπιτο. Ένα κομμάτι από δρόμο τραβάει μέσ' από πρασινάδες γκριζωπές. Αρχίζοντας απ' την μικρή πλατεία, περνάει μπρος στα περιβόλια, συνέχεια στο χτήμα του Αγροτικού Ορφανοτροφείου ώσπου να στρίψει προς την εκκλησία για τα ορφανά».
Πληροφορίες αόριστες για την προπολεμική Πάτρα που δεν έχουν σχέση με τη δική μου εμπειρία. Σε τι, άραγε, μπορούν να με βοηθήσουν; Ωστόσο, με βάζουν σε μια ατμόσφαιρα και με βοηθούν να συλλάβω το τοπίο και τους ανθρώπους. Αλήθεια, τι έκαναν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης; Σίγουρα πήγαιναν στις δουλειές τους, έτρωγαν, κοιμόντουσαν κι έκαναν έρωτα, όπως παντού και πάντα. Μα όπως τους περιγράφει ο Πολίτης, έπαιζαν και φυσαρμόνικα και πίσω από τον μπερντέ του καραγκιοζοπαίχτη βλέπανε «να χορεύουνε οι ίσκιοι, και μια μάγκικη φωνή να τραγουδά: "Παντρεμένη μου μικρή, γιατί φαίνεσαι ωχρή - Βόλτα - Ώωχ!"». Τους φαντάζομαι να μένουνε με τις ώρες ακίνητοι, προσηλωμένοι ο ένας στα μάτια τ' αλλουνού, γιατί όπως λέει και κάποιος στο «Γυρί», «για μας ουσία της ζωής είναι η αγάπη…» Πώς να 'ταν, τάχατες, η αγάπη αυτή; Φρόνιμη και ταχτική σαν τους νοικοκυραίους ή ατίθαση μαζί κι επικίνδυνη όπως στους καλλιτέχνες; Ζούσα μέσα μου από νέος τούτη τη διάσταση κι ήθελα να ξέρω. Άλλωστε, είμαι βέβαιος ότι κι ο ίδιος ο Πολίτης είχε περάσει μέσα από παρόμοιες συμπληγάδες. Ό,τι ξέρω για τη ζωή του, κι απ' τα βιβλία του, εκεί με παραπέμπουν. Κάποιο χάσμα ανάμεσα στην καταγωγή και στην κλίση του, σ' αυτό που ήταν και σ' αυτό που θα 'θελε να 'ταν. Άραγε, μήπως το ότι έγινε αριστερός ήταν τυχαίο; Σε κάποια στιγμή ο επιστάτης του ορφανοτροφείου λέει στον αφηγητή: «μάθατε τα νέα, το ζήτημα της μετονομασίας της οδού Κορίνθου σε οδό Τετάρτης Αυγούστου έχει και συνέχεια». Και πιο κάτω θα του πει: «μα έχουνε αυτιά κι οι τοίχοι… γέμισε ο τόπος με χαφιέδες». Αυτές και άλλες συναφείς νύξεις έδινε ο Πολίτης για τη Μεταξική δικτατορία, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι συγγραφείς της γενιάς του - δεξιοί ή δειλοί ή και τα δυο μαζί - λούφαζαν συστηματικά.
Γυρίζω τις σελίδες. Πάνω απ' όλα, σε τούτο το βιβλίο με συγκινεί η ιδέα ότι ο Πολίτης έζησε για ένα διάστημα στην Πάτρα. Φεύγοντας μακριά από τη γυναίκα του, σπρωγμένος ποιος ξέρει από ποιες αιτίες, πήρε μετάθεση στο εκεί υποκατάστημα της τράπεζας. Πλάθω την εικόνα του να σεργιανά στους δρόμους, στην Αγίου Νικολάου με τις καμάρες, στα Ψηλαλώνια έξω από ένα «σπίτι φυστικί με άγαλμα», σε κάποια πλατεία από τις τόσες που έχει η πόλη, και όπως είναι οι πλατείες εκεί σαν σκηνικά, ηθοποιός αυτός να βγάζει το καπέλο του χαιρετώντας τον τάδε συνάδελφο ή τη δείνα κυρία - ένας τραπεζικός υπάλληλος με το χειρόγραφο παραμάσχαλα να το στέλνει στην Αθήνα να τυπωθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής εκείνης, τα «Νέα Γράμματα». Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκε η «Ερόικα» σε συνέχειες, το πιο ποιητικό ίσως κείμενο της πεζογραφίας μας.
Ποιος δεν θυμάται τις αθλοπαιδιές του Λοΐζου και της παρέας του που ανακαλούν αρχαιοελληνικούς αγώνες; Κι ακόμα, τα μάτια της Μόνικας μενεξελιά, καθώς μ' ένα χεράκι άσπρο κόβει γλυσίνες από το φράχτη της Ευαγγελικής Σχολής; Χωνεμένα τα δυτικά φερσίματα σε σκέψη ελληνική. Λίγο σαν την Πάτρα κι αυτά. Κι ακόμα, μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου η φυγή του Λοΐζου με τους θεατρίνους, νύχτα, πάνω σε μια καρότσα φορτωμένη συμπράγκαλα, με το φεγγάρι ν' ασημίζει τις λάσπες που χάραζαν οι τροχοί. Τρόποι ποιητικοί που η πρόζα έχει αφομοιώσει, όπως σε ανύποπτο χρόνο μου είχε υποδείξει ο φίλος μου ο μουσικός.
Κλείνω για λίγο το βιβλίο και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο θέμα μου. Άραγε, γράφω για την Πάτρα του '50, τον Κοσμά Πολίτη ή για κάτι άλλο που ούτε ο ίδιος ξέρω;
Οι άνθρωποι, σκέφτομαι, γράφουν συνήθως για πράγματα που έζησαν ή που θα ήθελαν να έχουν ζήσει. Έτσι και ο Πολίτης. Μολονότι έγραψε την «Ερόικα» στην Πάτρα, το βιβλίο αναφέρεται σε μια πολιτεία αόριστη, κράμα της Πάτρας και της Σμύρνης, πάντως φανταστική. Αντίθετα, το «Γυρί», το έγραψε μετά που έφυγε από την Πάτρα και είναι αυτή η ίδια η πόλη. Μα πότε, άραγε, πρόλαβε να τα γράψει όλα αυτά; Τα πρωινά όταν δούλευε στην Τράπεζα, τα μεσημέρια που σαν γνήσιος μεσογειακός θα 'παιρνε κι αυτός τη σιέστα του ή τις νύχτες που κοσμικός κατακτούσε ως Πάρις Ταβελούδης την πατρινή κοινωνία; Πότε πρόλαβε, άραγε, δίπλα στους γλεντζέδες αστούς, να γνωρίσει τους άσημους και τους φτωχούς; Κι αυτά τα παιδιά του ορφανοτροφείου με τα ξυρισμένα κεφάλια και τα συλλογισμένα μάτια, κάπου θα πρέπει να τα μελέτησε καλά. Και πότε, σκέφτομαι, γράφουν οι Έλληνες συγγραφείς σκλαβωμένοι σε δουλειές άσχετες, τρόφιμοι τα βράδια σε κάποιο καφενείο; Κι εγώ ο ίδιος, δουλεύοντας μια ζωή τα πρωινά σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρίες, ξόδευα ασυλλόγιστα - και υπέροχα - τις νύχτες μου με φίλους.
Οι φίλοι αραίωσαν κι ο Κοσμάς Πολίτης μόνος κι αγνοημένος πρόφτασε κι έζησε κι άλλη δικτατορία, στυγνότερη από τη Μεταξική. Το πρωί της 21ης Απριλίου του '67, βρήκε νεκρή τη γυναίκα του στο κρεβάτι. Λίγες μέρες μετά, οι χωροφύλακες μπαίνανε στο σπίτι του ανασκαλεύοντας τα χαρτιά του, συλλαμβάνοντας και τον ίδιο. Τον κράτησαν μία ή δυο μέρες κι έζησε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες στο Ψυχικό τριγυρνώντας κι ουρλιάζοντας μόνος στο σπίτι της οδού Στρατηγού Καλάρη, που άλλοτε γνώρισε βεγγέρες και κοσμοσυρροές.
Τον γνώρισα άνοιξη του '67, ένα και μοναδικό βράδυ. «Έλα», μου είπε ένα απόγευμα από το τηλέφωνο η Τατιάνα Μιλλιέξ, «είναι μόνος, έχει ανάγκη από συντροφιά, θα χαρεί να πάμε». Κι εγώ πήγα, χωρίς να πολυσκέφτομαι τη μοναξιά του, επειδή - για να πω την αλήθεια - καιγόμουν από περιέργεια να τον γνωρίσω.
Όπως ανεβαίνουμε τη σκάλα που φέρνει στο δεύτερο πάτωμα, σ' ένα σαλονάκι διασκευασμένο εκ των ενόντων σε γραφείο και βιβλιοθήκη, βγαίνει μέσα από τους ίσκιους ένας άντρας καθόλου ψηλός, όπως τον είχα φανταστεί, με άσπρο κουρασμένο πρόσωπο. Ευγενικά, και μάλλον αδιάφορα, μου δίνει το χέρι. «Ένας νέος συγγραφέας», με συστήνει η Τατιάνα, κι εκείνος το δέχεται σαν να ήμουν νέος δικηγόρος ή γιατρός. Φορά ένα γκρίζο σταυρωτό κοστούμι, το ίδιο ίσως που κάποτε φορούσε στην Τράπεζα, κι ήσυχα απαντά στις ερωτήσεις μας. Τα μάτια μου βλέπουν τους τοίχους με τους πολυκαιρισμένους πίνακες, κι ένα γύρο τις άδειες πολυθρόνες. Εδώ, σκέφτομαι, θα είχαν ίσως καθίσει ο Σεφέρης ή ο Θεοτοκάς και θα 'χαν συζητήσει για βιβλία και γυναίκες. Ένα επιτραπέζιο κάδρο με γυαλί θαμπωμένο αφήνει να μαντεύεται ένα γυναικείο πρόσωπο - δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα χαρακτηριστικά του. Δεν είναι αυτό σπίτι εργένικο, μα ένα σπίτι που έχει στερηθεί τη γυναικεία παρουσία και που κάποτε θα είχε δει τα έξι γαλάζια μολύβια που έγραψε το βιβλίο του «Στου Χατζηφράγκου». Τώρα έχει απομείνει γυμνό.
Η ώρα περνά, όταν σε κάποια στιγμή τον ρωτώ πού θα μπορούσα να βρω τις μεταφράσεις του στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε που τόσο αγαπώ. «Όχι», μου λέει κοιτάζοντάς με με το πρεσβυωπικό βλέμμα του ηλικιωμένου, «δεν θυμάμαι να τις έχω κάνει εγώ», κι αλλάζοντας θέμα θυμάται ξαφνικά ένα θεατρικό του έργο - το μοναδικό - τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» που δεν παίχτηκε ποτέ. Το βγάζει απ' τη βιβλιοθήκη του και με χέρι που τρέμει λίγο μου τ' αφιερώνει! Περίεργο. Απ' όλα τα έργα του, αυτό αγαπούσε.
Το έχω το βιβλίο του Πόε σήμερα, «Αλλόκοτες Ιστορίες» όπως είχε μεταφράσει τον τίτλο ο Πολίτης, και πολλές φορές ξεφυλλίζοντάς το ανακαλώ τη δικιά του αλλόκοτη ιστορία. Ένας κοσμικός κύριος της αστικής τάξης με μονομανία το γράψιμο, που σιγά σιγά κατάφερε από ένα ρομαντζάκι που είναι το πρώτο του βιβλίο, γράφοντας το τελευταίο, να δώσει την τραγωδία του μικρασιάτικου ελληνισμού - ένα «μνημόσυνο», όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, «στα σαραντάχρονα της χαμένης πολιτείας». Ένας τραπεζικός που εκτός από συγγραφέας ήταν και «κομμουνιστής», καταπώς ψιθυριζόταν πίσω από την πλάτη του. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι αξίας διασύρθηκαν για τις παρεκκλίσεις τους, πολιτικές και ερωτικές. Πόσοι δεν θάφτηκαν κάτω από το πέλμα της κοινής γνώμης. Καμιά φορά απελπίζομαι. Μα είναι ίσως, σκέφτομαι, εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας, που μερικοί - οι πιο γενναίοι, μα και οι πιο αγνοί - κατορθώνουν να επιβιώσουν. Κάνοντας τέχνη την αβάσταχτη ζωή.
Πάντως, εκείνο το κρύο ανοιξιάτικο βράδυ του '67, ο γέρος κύριος δεν μπορούσε να είναι πια κομμουνιστής, συγγραφέας, αστός ή οτιδήποτε άλλο. Μόνο ένας άνθρωπος τσακισμένος, βυθισμένος σε δικούς του κόσμους. Το πένθος, μαζί κι η δικτατορία, τον είχαν διαλύσει. Μέσα στο σκιερό σπίτι στο Ψυχικό νιώθω τώρα ένα φτερούγισμα πάνω μας κι ανατριχιάζω. Ίσως να 'ναι, σκέφτομαι, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που, όπως στην «Ερόικα», παρηγορητικός, «ήρθε και στάθηκε σιμά του». «Καληνύχτα», μας ξεπροβοδίζει ως την εξώπορτα. Σέρνει τα πόδια του. Ίσως και να φορά παντόφλες. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, παραμερίζουμε τις αγριάδες που απειλούν να φράξουν την είσοδο - «καληνύχτα», λέμε κι εμείς.
περυσι το φθινοπωρο. Συντροφιά με μια παρέα συγγραφέων, στο Στρασβούργο. Ανάμεσά μας κι η Μιλλιέξ. Μεσημεράκι. Περιδιαβάζουμε τον καθεδρικό της πόλης. Καθόμαστε παρέα σ' ένα μικρό υπαίθριο ρεστοράν απέναντι από τις αψίδες του καθεδρικού. Κι ας είναι η εκκλησία υπέροχη κι ωραίος ο φθινοπωρινός ήλιος, εγώ έχω συνέχεια στο μυαλό μου το κείμενο για την Πάτρα. «Πες μου», λέω στην Τατιάνα σε μια στιγμή, «πότε ακριβώς πήγαμε στον Πολίτη, πώς μας υποδέχτηκε, φορούσε μήπως παντόφλες, θύμισέ μου τα, άλλη μια φορά…» «Όχι», μου αποκρίνεται, ανασηκώνοντας χαρακτηριστικά μια άσπρη τούφα μέσα απ' τις υπόλοιπες μαύρες των μαλλιών της, «ένας άνθρωπος μιας τέτοιας ανατροφής ποτέ δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να μας υποδεχτεί έτσι. Τουλάχιστον όσο ήτανε καλά. Δεν ξέρω για κείνο το βράδυ, δεν θυμάμαι…»
Κι η Τατιάνα πρόθυμη συνεχίζει να μου μιλά, όχι τόσο για το συγκεκριμένο βράδυ, όσο γενικά για τον άνθρωπο, το πόσο ωραίος ήταν - «όλοι οι άλλοι της γενιάς του ασχημάντρες» -, για τη γυναίκα του που ήταν Αυστριακιά και κόμισσα, για το πόσο γυναικάς ήταν ο ίδιος και χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο θάνατος της κόρης τους για να σμίξει ξανά το αντρόγυνο αρμονικά. «Κι αφού τον πιάσαν», ρωτώ, «πώς τον αφήσαν να φύγει;»
«Βρισκόμουν τις μέρες εκείνες συνέχεια σ' επαφή μαζί του και σ' ένα τηλεφώνημά μας τον ακούω ξαφνικά ταραγμένο να μουρμουρίζει "ήρθαν" και κατεβάζει τ' ακουστικό. Δεν χρειαζόμουν περισσότερα για να καταλάβω. Αρχίζω δεξιά κι αριστερά τα τηλεφωνήματα, παίρνω πρώτα τον Σεφέρη, ο οποίος δηλώνει αδυναμία. Ύστερα, παίρνω με τη σειρά άλλους - λογοτέχνες και μη - κανείς τους να μην μπορεί να βοηθήσει. Τραβάω τότε, γραμμή μόνη μου, στον Παττακό.
»Ούτε τον ξέραμε τότε ακόμα στη φάτσα τον Παττακό. Βάζω τα καλά μου, παίρνω καλού κακού το διπλωματικό μου διαβατήριο και πάω στο Υπουργείο Εσωτερικών, στην Κλαυθμώνος. Μ' αφήνουν να περάσω μέσα, διασχίζω κάτι απέραντους διαδρόμους σκοτεινούς, τι θέλετε με ρωτούν, τον κύριο Υπουργό θέλω, και να σου πίσω από ένα γραφείο ένας άνθρωπος μ' ένα κεφάλι γυμνό σαν γλόμπος. Κι αφού του συστήθηκα, ξέρετε, του λέω, τι κάνατε, πιάσατε τον μεγαλύτερο συγγραφέα της Ελλάδος - δεν του τον είπα πεζογράφο, για να καταλάβει - αύριο οι εφημερίδες της Ευρώπης θα βουίξουν! Αλήθεια, μου κάνει έκπληκτος, και πώς τον λεν τον άνθρωπό σου, κυρά μου; Κοσμά Πολίτη, του λέω. Κι εκεί που ο Παττακός έδινε εντολή στον αξιωματικό υπηρεσίας να ερευνήσει, ξάφνου θυμάμαι κάτι. Μια στιγμή, κύριε Υπουργέ, του λέω, δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα, Πάρι Ταβελούδη τον λένε. Ο Παττακός αγρίεψε. Δυο ονόματα έχει ο φίλος σου; Σίγουρα δεν θα είναι έτσι που μας τον περιγράφεις… Είδα κι έπαθα να τον πείσω πως Κοσμάς Πολίτης ήταν το φιλολογικό του ψευδώνυμο. Μ' αυτό είναι γνωστός σε όλους, κύριε Υπουργέ!»
Όπως απ' τη μια αντικρίζω τις αψίδες του καθεδρικού κι απ' την άλλη την Τατιάνα να τρώει τη στρασβουργιανή σαλάτα της, άθελά μου αρχίζω να σχηματίζω την εικόνα του θλιμμένου άντρα με το γκρίζο φθαρμένο κοστούμι, πάνω στους ρόδακες και στα μπαρόκ στολίσματα του καθεδρικού. Ένα πέτρινο άγαλμα μέσα στα τόσα. Κι είναι σαν ο ίδιος, με ειρωνεία, να μου λέει: «αλλού με γύρευες, κι αλλού με βρίσκεις». Κι ας έζησε στην Πάτρα ή στο Ψυχικό, κι ας ήταν Ανατολίτης, Σμυρνιός στην καταγωγή, νομίζω του πάει να τον θυμάμαι στην Ευρώπη, που του έδωσε τα εφόδια και τον βοήθησε, μέσα από τις μαστορικές μεταφράσεις ξένων έργων που έκανε στα ελληνικά, να εκφραστεί ο ίδιος σαν πεζογράφος. Άλλωστε, ταιριάζει με το ψευδώνυμό του: κοσμοπολίτης.
Ο Κοσμάς Πολίτης πέθανε το '74 σε γηροκομείο. Πέντε μήνες μόλις πριν τη μεταπολίτευση. Η κηδεία του: 24 Φεβρουαρίου, τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, με λίγο κόσμο. Περιδιαβάζοντας τα μονοπάτια του Α΄ Νεκροταφείου, εκεί που λίγο παρακάτω αναπαύονται ο Σεφέρης, ο Τσίρκας, και εκεί που κείτονται οι δικοί μου αγαπημένοι νεκροί, καπεταναίοι και χρηματιστές, θυμάμαι την αποκριάτικη νύχτα στην «Ερόικα», που ο Πολίτης βάζει τους νεαρούς ήρωές του μεταμφιεσμένους σε πιερότους και κολομπίνες ν' αποχαιρετάνε την παιδική ζωή. Την ίδια στιγμή, μου έρχεται στο νου μια ταινία του Φασμπίντερ, όπου ο ήρωας περιφέρεται σ' ένα κοιμητήρι διαβάζοντας τις ημερομηνίες σκαλισμένες πάνω τους τάφους: «1950-52» ή «1960-64». «Μα είναι δυνατόν», απορεί, «όλοι τους να έζησαν τόσο λίγο;» «Όχι», του λέει μ' ένα χαμόγελο ο γερο-φύλακας του νεκροταφείου, «είναι το διάστημα που έζησαν ευτυχισμένοι». Άραγε, σκέφτομαι κι εγώ, πότε ήμουν περισσότερο ευτυχής; Σ' εκείνη την Πάτρα του '50, άγνωστος παρέα μ' ένα μπουλούκι θεατρίνους, ή τάχα τώρα, γνωστός και καλεσμένος για μια διάλεξη στην Πάτρα του '80; Όσο η μέρα πλησιάζει, τόσο εγώ κάθομαι στα καρφιά.
Τα βράδια, καμιά φορά, κόβω βόλτες στο Ψυχικό. Ούτε που θυμάμαι πια το σπίτι. Μετά τον θάνατό του, πάντως, το σπίτι λεηλατήθηκε, κι ο ίδιος ο συγγραφέας λησμονήθηκε κάπως. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του τον λυρισμό και κάποιο φόρτο στις περιγραφές που του προσάπτουν, κινδυνεύει να περάσει για ντεμοντέ. «Δεν λέω, καλός είναι ο Πολίτης», μου λέει ένα βράδυ ο Κώστας Ταχτσής ενώ τρώγαμε ψάρι στο «Ιντεάλ», «εκείνη η "Ερόικα" πολύ μας τάραξε, μα σήμερα, βρε αδελφέ, πώς να το κάνω, δεν με συγκινεί!» Μήπως, λοιπόν, κι εγώ έμεινα αθεράπευτα έφηβος; αναρωτιέμαι. Κι ολοένα σκαλίζω το κείμενο που γράφω, σβήνω, προσθέτω και ξανά αφαιρώ. Τις προάλλες βρέθηκα σ' ένα ουζερί στη λεωφόρο Αλεξάνδρας παρέα με νέους ανθρώπους κι η συζήτηση πηγαίνει και σ' αυτόν. «Σας αρέσει ο Κοσμάς Πολίτης;» μου λέει ένας νεαρός συμπαθής μουσάτος, «εμένα πολύ». «Τι βρίσκεις σ' αυτόν;» τον ρωτώ με περιέργεια. Κι εκείνος αντί γι' άλλη απάντηση μου θυμίζει το «Γυρί». Σε κάποια στιγμή κάποιος ρωτά τον ήρωα τι είδους βιβλία προτιμά. «Βιβλία που να με βοηθήσουν να περάσω τη ζωή», απαντά εκείνος. Κοιτάζω με περιέργεια τον νεαρό. «Με τι ασχολείσαι;» τον ρωτώ. «Σπουδάζω ιατρική», μου αποκρίνεται, «στην Πάτρα».
στην πατρα, ταξίδεψα φέτος την άνοιξη ξανά. Ούτε χιόνια ούτε κακοκαιρία. Γλυκύτατος ανοιξιάτικος καιρός. Καλεσμένος από ένα νεολαιίστικο βιβλιοπωλείο, διάβασα σ' ένα πατάρι, μπροστά σ' ένα λιγοστό κοινό, το κείμενο που έχω στις αποσκευές μου. Ακολούθησαν κρίσεις και συζητήσεις. Συζητήσεις τυποποιημένες, μα που εκείνο το βράδυ τις ένιωσα ευχάριστες στη ζεστή συντροφιά. Κάποτε, η φιλολογική βραδιά πήρε τέλος. Σαν επίλογο, οι φίλοι ευγενικά αποφάσισαν να μου κάνουν μια βραδινή βόλτα με αυτοκίνητο για να μου δείξουν τ' αξιοθέατα. «Να δεις αυτά για τα οποία μας διάβασες», μου είπαν.
Νύχτα και διασχίζουμε τους δρόμους αραιωμένους από κόσμο. Ξεχωρίζω προσόψεις, διακρίνω σκιές και σχήματα. Οι καμάρες διαδέχονται η μια την άλλη, σαν δεκαετίες. Ένιωθα μια γλυκιά κούραση, όπως όταν τελειώνεις κάτι που σ' έχει καιρό απασχολήσει. «Να, αυτό είναι το Ορφανοτροφείο που περιγράφει ο Πολίτης», μου έδειξε ένας Πατρινός δικηγόρος από τη συντροφιά, καθώς περνούσαμε έξω από ένα κτίριο πέτρινο περιφραγμένο, «"Σκαγιοπούλειο" όπως το λεν, από τ' όνομα του δωρητή». Βγήκαμε έξω, και κάναμε μερικά βήματα. Και μολονότι καμιά «ξέθωρη πανσέληνος» δεν έλεγε να το φωτίσει, εμένα η καρδιά μου χτύπησε ζωηρά. Στην ουσία, δεν έβλεπα την πόλη. Σε κάποιο άλλο τοπίο, της ψυχής, με ξεναγούσαν. «Να και το Δημοτικό που μας μίλησες για τη χορευτική παράσταση του '50», μου 'δειξαν λίγο αργότερα, όπως πήραμε στροφή για να μπούμε στην πλατεία Γεωργίου του Α΄, «έργο του Τσίλλερ, και τα σκαλίσματα που είπες, να ξέρεις, δεν είναι μπαρόκ, αλλά ροκοκό». Το θέατρο με τα ολόσωμα αγάλματα στις κόγχες στροβιλίστηκε για μια στιγμή ολόφωτο κι ύστερα χάθηκε μες στη νύχτα. Ένα σκυλί παράδερνε στην έρημη πλατεία. Δεν το έβλεπα, άκουγα μόνο το γάβγισμά του. Κι όπως ο Προυστ στέκει με δέος μπρος στα καμπαναριά που του θυμίζουν το ένα και μοναδικό, το καμπαναριό του Κομπραί, έτσι κι εγώ ξαναζώ τη νύχτα και τον θίασο με τον οποίο είχα ταξιδέψει.
Σύμπτωση; Μια μέρα, τριγυρνώντας στο Σύνταγμα, μες στους τουρίστες τουρίστας κι εγώ, πέφτω πάνω σε μια αφίσα. «Το Ελληνικό Χορόδραμα στην επαρχία». Για κοίταξε, λέω μέσα μου, άραγε η λιγνή κυρία με τον κότσο που έπαιζε τον Καραγκιόζη, να χορεύει ακόμα; Μα κι αν ακόμα χορεύει, λέω πάλι, αποκλείεται να παίζει τα παλιά, ιδίως τις «Ζωγραφιές» και το «Φίδι». Σήμερα που τα ρεμπέτικα καθιερώθηκαν, δεν υπάρχει λόγος. Στα κέντρα όπου τα τραγουδούν, φωτίζουν μάταιοι πολυέλαιοι κι οι πελάτες σπάζουν πιάτα. Ο Βαμβακάρης, η Νίνου, ο Παπαϊωάννου πέθαναν. Κι ο Άγγελος Γριμάνης, με το παιδικό πρόσωπο και τα φτερωτά πόδια, βρέθηκε τον Νοέμβρη του '79 νεκρός σ' ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Αθήνα.
Η μουσική του φίλου μου της Πάτρας του '50, κι ας έγινε πασίγνωστη στο μεταξύ, δεν έχει πια να κάνει, άμεσα, με τα ρεμπέτικα. Αυτός, τουλάχιστον, πρωτοπόρος σε όλα, φρόντισε να μην αντιγράψει ποτέ τη μόδα. Τον βλέπω αραιά και πού, τα καλοκαίρια στην πλατειούλα που βρίσκεται ο «Μαγικός Αυλός». Έκοψε το κάπνισμα και τους πολλούς καφέδες, και μένει το ίδιο μεγάλο σοφό και άτακτο παιδί. Μιλά με καλοσύνη για όσους το αξίζουν και είναι αδέκαστος για τους δεκαρολόγους.
Οι μόδες έρχονται και παρέρχονται. Άλλοι γνήσιοι κι άλλοι κάλπηδες. Κι η Αθήνα ήλθε και παρήλθε κι αυτή. Στη βιτρίνα του «Μπραζίλιαν», εκεί όπου άλλοτε καθρεφτίζονταν οι ποιητές μας, σήμερα μπίζνεσμεν καπνίζουν πούρα σοσιαλιστικά της Κούβας. Κι οι λαϊκοί έφηβοι του '50 απολιθώθηκαν. Έγιναν πανάκριβοι πίνακες στα σαλόνια των πλουσίων, αυτών που άλλοτε τους αγόραζαν ζωντανούς, για ένα κατοστάρικο, στην Ομόνοια. Σήμερα, άλλοι έφηβοι μεγαλώνουν. Προκλητικά καθισμένοι στις μηχανές τους, με γελεκάκια τζην φορεμένα κατάσαρκα να φαίνονται όλα τους τα μπράτσα, περιφέρονται περιμένοντας τη σειρά τους. Άραγε ποιος θα τους αποθανατίσει αυτούς;
Εγώ, πάντως, πιστός στην εποχή μου, τα βράδια κυκλοφορώ με αυτοκίνητα φίλων - «ανάμεσα στην οικογένεια και στους δρόμους», όπως είπε κάποτε κι ο Πολίτης σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις του. Οι δρόμοι στην πόλη απόχτησαν μια νέα και άγρια ομορφιά. Τρέχω μέσα στη νύχτα κι αφήνω πίσω μου διαφημίσεις, πολυκατοικίες, πολυκαταστήματα, βενζίνες. Βλέπω τους αριθμούς να ξετυλίγονται στο καντράν κι ακούω κάποιο μαύρο σκυλί να γαβγίζει. Άραγε, γιατί πάντα μαύρο; Τώρα πια μαντεύω τι περίπου πάσχιζε να μου πει. Πως όλα αυτά, ποιήματα, ρεμπέτικα, παρέες με συγγραφείς και μουσικούς, άλλο δεν ήταν παρά μια πρόφαση, όπως πρόφαση είναι κι η Πάτρα. Ανήκω κι εγώ σ' αυτούς που ονειρεύονται, μάταια ίσως, με πρόσωπα της φαντασίας να υποκαταστήσουν τα καθημερινά, πασχίζοντας να φτιάξω με λέξεις μια δεύτερη ζωή - καλύτερη ή όχι δεν έχει σημασία -, πάντως πιο ελεύθερη και πιο κοντινή σ' αυτό που ζει κανείς μία και μοναδική φορά - νέος.
Χιονίζει για μένα πάντοτε στην Πάτρα, ακόμα και με τον πιο λαμπρό καιρό.
Μετάβαση στο σημείο: Η Κάτω Πόλη




