Η διακυβέρνηση Καποδίστρια
Λογοτεχνία
▲▲
Μ΄ ενάντιους ανέμους
(απόσπασμα)
Ξεκίνησα να ιστορήσω τα συμβάντα της ζωής μου με ηρεμία και τάξη. Όμως τώρα βγαίνουν όλα με φούρια, ζητούν να ξεχυθούν όμοια με τα νερά του ποταμού σαν λιώνουν τα χιόνια. όμοια με χείμαρρο που παρασέρνει ό,τι βρει στο διάβα του.
Στο αναμεταξύ, όλον ετούτο τον καιρό, έβλεπα ν' ανεμοσκορπίζεται το βιος μας. Να φεύγουνε τα γρόσια μας πότε από τον Πορφύριο, πότε από τους αβοκάτους, πότε από τα πηγαινέλα στην Αίγινα να υποβάλουμε τα έγγραφα, να μιλήσουμε με νοτάριους και εκκλησιαστικές επιτροπές για όλα τα καθέκαστα, να βγάζουμε οληώρα να πληρώνουμε.
Τώρα, γιατί στην Αίγινα; Πού μυαλό να το πω. Που το είχα σκοπό μου να βάλω όλα τα συμβάντα σε τάξη και να τα ιστορήσω με τη σειρά, δεν πάει να πει πως κι ελόγου τους πειθαρχούν. Κάποια συμβάντα σπρώχνουν άλλα και τα παραμερίζουν. Όσο να ‘ναι, αν για την ιστορία της πατρίδας το σπουδαίο συμβάν ήταν ποιος θα ‘παιρνε το κουμάντο της, για την ιστορία τη δική μου ήταν ο άτυχος γάμος της Μαριορής μου. Έτσι πήρε την πρωτιά.
Το λοιπόν, αφού κόντεψε να χυθεί αίμα για το ποιος θα γίνει η κεφαλή της λεύτερης πατρίδας, κι αφού μίσος θανατερό φούντωσε πάλι ανάμεσα στους αγωνιστές, τέλος, τους εφώτισεν ο Θεός να καλέσουν τον Καποδίστρια. Σου λέει, αυτός ξένος προς τα ελληνικά καμώματα είναι, γνώση δεν έχει από φατρίες, ας τον διορίσουμε να φέρει κάποιαν ευταξία. Στο αναμεταξύ, έγινε κι αυτό που όφειλε να έχει γίνει προ πολλού, μην πω εξαρχής. Βάναν το χέρι τους οι Φραντσέζοι, οι Ιγγλέζοι και οι Ρώσοι και εδέησαν ν’ αναμετρηθούν με τους Τούρκους στο Ναβαρίνο. Μετά το ράπισμα που δέχτηκαν οι Οθωμανοί στο Ναβαρίνο, μαζεύτηκαν κι εκάλμαρε και τούτη η πολύπαθη πατρίδα. Τέλος…
Ελόγου μου, βέβαια, είχα κι άλλους λόγους να τόνε θέλω τον Καποδίστρια, εξόν που ήταν και αίμα δικό μας.
Όπως είχα πει νωρίτερα, όταν μου πήρε ο κύριος Δρακάτος τον Θεμιστοκλή μου, μου τον προόριζε για το Λονδίνο. Πλην όμως, ύστερα, πέσαν απάνω του οι ξένοι κι είπαν πως αφού όλα τα ελληνόπουλα θα μέναν στο Παρίσι, αμαρτία ήταν να τον στείλουν τον Θεμιστοκλή μου έρμο και μονάχο στο Λονδίνο. Έτσι έμεινε στο Παρίσι. Τον έβαλαν, το λοιπόν, για σπουδές σε μια σχολή που τήνε λένε Κολέζ Σεν Μπαρμπ.
Στο αναμεταξύ, ο κύριος Δρακάτος που ήταν και ποιητής κι έβγαλε κι ένα ποίημα για την πατρίδα μας, τον έπαιρνε και στα σαλόνια. Εκεί σύχναζαν πολιτικοί, ποιητές, ζωγράφοι, λογιών λογιών σημαντικοί. Σ’ ένα τέτοιο σαλόνι, λοιπόν, μου γράφει ο Θεμιστοκλής μου «με κοντοζυγώνει, μάνα, ένας κύριος λιγνός, στενοφορεμένος, ένας άρχοντας, ονόματι Ιωάννης Καποδίστριας. Αρχινάει να μου μιλεί ελληνικά και να με ρωτάει διάφορα και συνέχεια να μου λέει "Τι σχέδια έχεις;" Εγώ τώρα τι ν’ αποκριθώ. Λέω: "Ο πατέρα μου, κύριε, καπετάνιος ήταν, πάνω στο μπρίκι μας πέθανε πολεμώντας τον οχτρό, θα συνεχίσω αυτό που άφησε στη μέση". Ο κύριος αυτός χαμογέλασε και μου είπε: "Τώρα που η Ελλάς έχει απελευθερωθεί έχει άλλας ανάγκας. Δεν χρειάζεται πολεμιστάς. Χρειάζεται νέους μορφωμένους να εργασθούν διά να γίνει κράτος. Να σπουδάσεις οικονομίαν και διοίκησιν. Ο πατήρ σου βοήθησε διά την απελευθέρωσιν της πατρίδος σου, εσύ διά την διοίκησιν του κράτους".»
Τέτοιες συμβουλές έδωσε στον Θεμιστοκλή μου ο Καποδίστριας. Σαν να ‘ταν πατέρας του. Σωστά τον είπαν Αγιάννη Χρυσόστομο. Όλο φρόνιμα λόγια είπε. Έτσι. λοιπόν, τον Καποδίστρια τον λογάριαζα και σαν γνώριμο της φαμίλιας μου, μην πω προστάτη της.
«Σιγά, μωρέ Δόμνα, θα μας τον πεις και για κάνα συγγενή σου τώρα!», μ’ αποπαίρνει η Αγγελίνα για να με συνεφέρει.
«Άσε, μωρέ Αγγελίνα, να πω και καμιά κουβέντα παραπανίσια!»
«Την κουβέντα να την πεις! Τα ποδάρια σου μην παίρνεις από τη γης. Να πατούν κάτω γερά!»
Δεν είν’ από ζήλια που μιλεί η Αγγελίνα. Κι όσο για την αφεντιά μου, τα ποδάρια μου πατούν γερά, μα τα σηκώνω κι απ’ τη θέση τους. Αλλιώς θα ‘μουνα τώρα εγώ εδώ; Ν’ απλώνω χέρι και να επαιτώ; Στην Αίνο θα βρισκόμουνα! Στ’ αρχονικό μου! Στα χτήματα π’ άφησε ο πατέρας μου και στα καλά μου! Λέγε εσύ, Αγγελίνα…..
Συχνά έχω σκεφτεί πως, αν ζούσεν ο Καποδίστριας, θα το είχε πάρει το παιδί μου κοντά του στο Κυβερνείο. Δεν ήταν γραμμένο. Όχι πως δεν πήρε καλό διορισμό ο Θεμιστοκλής μου όταν γύρισε στην πατρίδα, μα άλλο θα ήταν να τον έχει κοντά του ο Κυβερνήτης μας. Ας είναι.
Να ξανάρθω τώρα στον Καποδίστρια. Δεν ξεύρω για ποιους λόγους, το λοιπόν, διάλεξε την Αίγινα σαν τον πρώτο τόπο να πατήσει το πόδι του και να κάμει το κουμάντο του. Λένε πως εφόσον στ’ Ανάπλι είχαν συμβεί τα μύρια όσα, καλό ήταν να γίνει μια καινούργια αρχή, σ’ ένα καινούργιο τόπο. Κουταμάρες, λέω εγώ. Ούριος άνεμος μπορεί να φυσήξει απ’ οπουδήποτε. Ας είναι.
Πλην όμως, ήρθαν έτσι τα πράματα που άνεμος ενάντιος εμπόδισε το πλοίο να πιάσει Αίγινα. Αρχή αρχή, το λοιπόν, του όγδοου χρόνου απ’ τον ξεσηκωμό και του χωρισμού της Μαριορής μου, να σου και καταφθάνει απρόσμενα στο πόρτο μας το πλεούμενο με τον Καποδίστρια. Το τι έγινε; Αδυνατώ να το πω με λόγια. Άσε που όλοι οι απλοί άνθρωποι το θάρρεψαν για σημάδι τυχερό που ο Καποδίστριας πρωτοπάτησε σ’ ελληνική γη κι αυτή η γη ήταν τ’ Αναπλιού! Μωρέ, σημάδι ήταν, τυχερό δεν του βγήκε.
Αφού έμεινε κάνα δυο μέρες, μόλις άλλαξεν ο άνεμος, έβαλε πανιά για Αίγινα όπου και εσχημάτισε το γκουβέρνο του. Κι έτσι εξηγείται γιατί έπρεπε να σκυλοπνιγόμαστε οληώρα, για ν’ απαλλαγεί η Μαριορίτσα μου από τον Πορφύριο. Γιατί το Κυβερνείο τώρα ήταν στην Αίγινα.
Μάθαμε πως σαν έφτασε στην Αίγινα, έγινε δοξολογία στον ναό της Παναγίας και πως έβγαλε λόγο ο Θεόφιλος Καΐρης. Έναν λόγο που έκανε κρότο και που γι’ αυτόν μιλούσαν για καιρό.
Πλην όμως, ήρθεν η ώρα που γύρισεν ο τροχός. Αυτός που τον καλοδέχτηκε στην άφιξή του, αυτός ύστερα στράφηκε ενάντιά του. Παραξενιές που τις έχει η μοίρα! Τι ήταν γραμμένο του Κυβερνήτη! Μα τι τον περίμενε και τον ίδιο τον Καΐρη!
Βιβλιογραφικά
Άννα Γκέρτσου-Σαρρή, Μ’ ενάντιους ανέμους, Κέδρος, Αθήνα 1996, σ. 316-319.
Μεταδεδομένα
< Αίγινα >▲ ▲
Γεζούλ
(απόσπασμα)
Πέρασαν τα Χριστούγεννα κι ακόμα να φανεί ο Κυβερνήτης, που έλεγαν ότι θα έκανε τις γιορτές στην Αίγινα. Τελικά, έφτασε στα μέσα του Γενάρη, μια παγερή αλλά ηλιόλουστη μέρα. Η υποδοχή έγινε στη Μητρόπολη. Μετά τη δοξολογία, έβγαλε λόγο ο Θεόφιλος Καΐρης. Ο λόγος του ήταν τόσο έντονος, που προκάλεσε σχόλια στην εκκλησία και κάποιοι φώναξαν να σταματήσει. Ο Κυβερνήτης απάντησε: «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών». Κατοίκησε στο σπίτι του Λαλαούνη. Το σπίτι του μπαρμπα-Γιάννη, έτσι τον έλεγαν τον Καποδίστρια.
Μία από τις πρώτες του έγνοιες ήταν να βρεθεί τροφή για όλον αυτόν τον κόσμο που μαζεύτηκε στο νησί. Οι πρόσφυγες πεινούσαν. Έτσι, έφερε τα γεώμηλα, αλλά στην αρχή ήταν όλοι επιφυλακτικοί, βρήκαν άγευστο το νέο αυτό λαχανικό και το περιφρονούσαν. Αυτοί που δε χώνευαν τον Καποδίστρια βρήκαν μάλιστα ευκαιρία και άρχισαν να διαδίδουν ότι όχι μόνον είναι αλούτερος, δηλαδή προτεστάντης, αλλά, με την αντιθρησκευτική και ασεβή του πράξη να διδάξει την καλλιέργεια των γεωμήλων, θα έκανε τους ορθόδοξους αλούτερους. Τα γεώμηλα ήταν απαγορευμένος καρπός και μόνο η απλή τους γεύση θα οδηγούσε τους πιστούς στα σκότη της κολάσεως. Μαζεύτηκαν μάλιστα μια μέρα έξω από το σπίτι του Κυβερνήτη και άρχισαν να φωνάζουν: «Κάτω ο προδότης, έξω ο αλούτερος, που με τα γεώμηλα θα μας καταστρέψει το θρήσκευμα! Κάτω ο άθεος!». Ο Καποδίστριας βγήκε στον εξώστη απαθής και δήλωσε προς το πλήθος ότι τα γεώμηλα ήταν για λογαριασμό του, και όχι γι’ αυτούς. Έδωσε φαινομενικά αυστηρές οδηγίες στους φύλακες να μην αφήσουν κανέναν να πλησιάσει τα γεώμηλα, ιδιαίτερα δε, τους είπε να κάνουν πως δε βλέπουν και να αφήσουν τον κόσμο να τα κλέβει. Σε μερικές μέρες είχαν χαθεί τα γεώμηλα από την παραλία.
Ο Μπλακ ανέλαβε να βοηθήσει και έφερε το περίεργο αυτό λαχανικό στο σπίτι. Η Λούλα δοκίμασε να το μαγειρέψει με διάφορους τρόπους, με κρέας, με λαχανικά, αλλά το έβρισκε και αυτή κάπως άγευστο πράγμα και κατέληξε πως καλύτερο είναι τηγανητό. έτσι, ονόμασαν το φαγητό αυτό «το φαγητό της Λούλας». Τα έδιναν στα ζώα, στους στρατώνες, στο ορφανοτροφείο. Αλλά σιγά σιγά ο κόσμος συνήθισε και άρχισε να τα τρώει. Ήταν, βέβαια, όπως και το πλιγούρι, τροφή για τους φτωχούς.
Η Αίγινα γέμισε κτίσματα. Παντού έβλεπες μαστόρους, σκαλωσιές. Έτσι, ο κόσμος βρήκε δουλειά. Κτίστηκε το ορφανοτροφείο για να στεγάσει τα πολλά ορφανά. Κυκλοφορούσαν με τη λευκή στολή και τη γαλάζια ζώνη. Στην αυλή του ορφανοτροφείου έγινε το τυπογραφείο. Κτίστηκε το κυβερνείο, με το νομισματοκοπείο στο ισόγειο. Οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ έκτισαν το Εϋνάρδειο, σχολείο για δασκάλους, που ξεκίνησε με τριακόσιους πενήντα μαθητές, και λαμπρούς εκπαιδευτικούς τον Νεόφυτο Δούκα, τον Γεώργιο Γεννάδιο και τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Έτσι, η Αίγινα άλλαξε σταδιακά μορφή, από μία ήσυχη νησιώτικη πόλη έγινε η πρωτεύουσα. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός, που καλλιεργήθηκε από αυτούς τους φωτισμένους ανθρώπους. Αξέχαστη είχε μείνει σε όλους η ομιλία του Γεννάδιου για να μαζευτούν πόροι για τους πρόσφυγες από το Μεσολόγγι:
Αλλ’ αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν είμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει. Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ’ έχω εμαυτόν και ιδού, τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη διά τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!
Την επάνοδο των Μεσολογγιτών στην πόλη τους γιόρτασαν οι Αιγινίτες με λαμπρή βεγγέρα στο σπίτι του Τρικούπη. Σε σοφά, στο βάθος της αίθουσας, κάθονταν οι κυράδες, που φορούσαν φέσια, φακιόλια, μπόλιες, από κάθε περιοχή της Ελλάδας. ο Κυβερνήτης και οι ξένοι στέκονταν γύρω και η οικοδέσποινα από τον αρχαίο οίκο των Μαυροκορδάτων χάριζε σε όλους τα χαμόγελά της. Ο ήχος του βιολιού διακόπηκε όταν έξαφνα κόπηκε η χορδή και στάθηκε αδύνατο να βρεθεί άλλη να την αναπληρώσει.
▲▲
Ο επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί Ι. Καποδίστρια
Φοίνικες και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει.
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν.
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης μ’ αγκαλιάζει κάθε μέρα.
μα ρημάζω το Ταμείον; αλλού βλέπει. βρέχει πέρα.
Φθάνει μόνον πουρνό βράδυ να τον λέγω εις τ’ αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι.
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
τότε, γρόσια μιλιούνια, τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ’ απ’ εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Κριματίζει όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα.
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ’ αγαπώ απ’ όλα πρώτα,
και πολλές φορές λαχαίνει στ’ όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ’ το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Με κολνούνε οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν∙
μ’ όλες μου τες άσπρες τρίχες πως μ’ ορέγουνται με δείχνουν∙
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
Τερερέμ, λαλά, λαλά.
η δουλειά πάγει καλά.
Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Αναγόρευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση
- Η Ελλάδα του Καποδίστρια
- Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο
- Ελληνική πολιτεία, 1828-1831
- Η Αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια
- Η Ελλάδα του Καποδίστρια
- Η Αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια
- Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843
- Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843
- Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία, 1821-1862
- Επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Αδαμάντιο Κοραή
- Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843
Οπτικό υλικό
- Πορτρέτο του Καποδίστρια από το φυσικό
- Ιωάννης Καποδίστριας
- Η επίσημη σφραγίδα και η υπογραφή του Κυβερνήτη της Ελλάδος
- Σύνταγμα της Γ’ Εθνοσυνέλευσης
- Το Ναύπλιο κατά τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια
- Η ίδρυση από τον Καποδίστρια του «Πανελληνίου»
- Το Κυβερνείο στην Αίγινα
- Ο «φοίνικας»
- Το Ορφανοτροφείο της Αίγινας
- Εγχειρίδιον δια τα Αλληλοδιδακτικά σχολεία
- Γενική Εφημερίς της Ελλάδος
- Η διευθέτηση των ορίων του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
- Πίνακας πληθυσμού ελληνικού κράτους, 1821-1828
- Η επιστροφή αθηναϊκής οικογένειας στην ερειπωμένη Αθήνα