Εμφύλιες έριδες
Λογοτεχνία
▲▲
Ψηλαφητό σκοτάδι
(απόσπασμα)
Του είχαν βάλει στα χέρια και στα πόδια σίδερα με μπάλες βαριές, τροφή του έδιναν αραιά και πού, κι εκείνη άθλια. δεν είχε ούτε στρώμα. Όταν τον είδα εγώ στη φυλακή ήτανε άπλυτος, κουρελιασμένος. Φορούσε ένα βρομερό πανωφόρι και τον θρυλικό του καλογερόσκουφο λιγδωμένο. Ήτανε νύχτα πολύ σκοτεινή, δεν έβλεπες το δάχτυλό σου, έπεφτε ψιλή βροχή κι εγώ, τυλιγμένος με την κάπα μου, φυλούσα στην πόρτα του μεγάλου πύργου της Ακροπόλεως.
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν βλέπω τέσσερις άντρες να έρχονται προς τη φυλακή. Κάποιος κρατούσε φανάρι, ήταν οπλισμένοι καλά. Έκαναν έφοδο για επιθεώρηση της φρουράς. Ήταν γνωστοί μου: ο Τριανταφυλλίνας, ο Τζαμάρος και ο Μαμούρης κι ένας στρατιώτης που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. Όταν πλησίασαν έγινε αλλαγή φρουράς και έβαλαν στη θέση μου εκείνο τον στρατιώτη κι εμένα με διέταξαν να πάω να κοιμηθώ. Απομακρύνθηκα αμέσως στο σκοτάδι. Επειδή υποψιάστηκα όμως πως έρχονται τα χειρότερα, χώθηκα μέσα σ’ εκείνο το ψηλαφητό σκοτάδι και παραμόνευα πίσω από τα ερείπια.
Ακούστηκε ο κρότος των κλειδιών της φυλακής. Την άνοιξαν και μπήκαν στον πύργο οι τρεις τους ενώ ο σκοπός στεκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα. Μόλις μπήκαν ακούστηκαν οι αλυσίδες του στρατηγού. Με το που τους είδε θα σηκώθηκε. Τον άκουσα να τους λέει: «Ξέρω και ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε εδώ μέσα τέτοιαν ώρα. Δε μου λύνετε το ένα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές τις σάπιες ψυχές δεν τις συνερίζομαι, μα εσύ μωρέ Γιάννη Μαμούρη, γιατί;»
Πάνω σ’ αυτά του όρμησαν, καθώς κατάλαβα από την ταραχή. Άκουγα βογκητά και μουγκρίσματα όπως του λιονταριού και η καρδιά μου ράγιζε. Κι ύστερα απόλυτη σιωπή. Σε λιγάκι τους είδα και τους τέσσερις να βαδίζουν προς το τείχος με το φανάρι. Ακουγόταν χτύποι σαν να καρφωνόταν ένα στειλιάρι στη γη. Ύστερα τους είδα πάλι να γυρίζουν στον πύργο και πήραν κάτι βαρύ, που το κουβαλούσαν με δυσκολία στο μέρος που ακουγόταν ο κρότος. Εκεί κάτι έκαναν και σε λίγο να πάλι χτύπος πέτρας πάνω σε πέτρα. Μετά έγιναν άφαντοι κι εγώ γύρισα φοβισμένος για ύπνο.
Το πρωί είχε διαδοθεί παντού πως ο Ανδρούτσος είχε δραπετεύσει τη νύχτα κι όπως κατέβαινε δεμένος από το τείχος, κόπηκε το σκοινί και σκοτώθηκε. Πήγα κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος, να δω στο μέρος που είχα ακούσει τον κρότο και ήταν δεμένο ένα κομμάτι τριχιά. στην άκρη φαινόταν ξασμένη. Κατέβηκα κάτω και τον είδα τσακισμένο. Το στόμα του ήταν καταματωμένο, τα χείλια του ήταν κομμένα στρογγυλά, σα δαχτυλίδι, σα να τα χτύπησε κανείς με την κάννη τουφεκιού. Ο λαιμός του είχε μαυρίλες και σημάδια από νύχια. Τον έθαψαν σαν σκυλί στον Άγιο Δημήτριο, προς δυσμάς της Ακροπόλεως.
Η μαρτυρία είναι του Κωνσταντίνου Καλαντζή, φρουρού τη νύχτα της 9ης Ιουνίου 1825. Ο Μαμούρης ήταν 28 χρονών κι έγινε αργότερα κι αυτός στρατηγός. Ο Ανδρούτσος ήταν 35. Το ξίφος του– η «Ασήμω», μήκους 98 εκατοστών, αναπαύεται στο Μουσείο Μπενάκη.
Βιβλιογραφικά
Δημήτρης Καλοκύρης, «Ψηλαφητό σκοτάδι», Το μουσείο των αριθμών. Διηγήσεις και εικονίσματα, Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 141-143.
Μεταδεδομένα
< Δολοφονία > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Απομνημονεύματα
(απόσπασμα)
Ένα βράδυ μαζώχτηκαν όλοι αυτείνοι εις του Νοταρά το σπίτι. έστειλαν και πήγα κι εγώ, κι ακώ τα νέα παγγύρια. «Τι είναι αυτά όπου κάνετε, αδελφοί;» τους λέγω. «Εσύ ‘σαι ο Ζαΐμης, εσείς είσαστε οι Λονταίγοι, οι Νοταραίγοι και οι άλλοι σημαντικοί της πατρίδος; Δεν χορτάσατε τόσους μήνους σκοτώνοντας τους καλύτερους Έλληνες διά τα κέφια σας, διά τους νόμους σας; Τι αμαρτίες είχαμε εμείς οι δυστυχισμένοι Ρουμελιώτες να σκοτωθούμε όλοι διά το κέφι σας; Εγώ έθαψα τόσους Ρουμελιώτες, και οι άλλοι το ίδιον. κι εκείνοι όπου σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν κι από τ’ άλλο το μέρος οι περισσότεροι ήταν Ρουμελιώτες. Εγώ από το δικό μου μέρος θα πάρω τους συντρόφους μου να πάγω εις την πατρίδα μου να σκοτωθώ με τους Τούρκους κι όχι με τους αδελφούς μου». Τότε με παίρνει ο Ζαΐμης και πάμε σ’ έναν οντά και μου λέγει μη φωνάζω κι ακούσουνε και οι άλλοι Ρουμελιώτες και φωνάζουν κι αυτοί. και ν’ ακολουθήσω την συντροφιά τους και να μου δώσουνε χίλια γρόσια τον μήνα μιστόν. «Πενήντα χιλιάδες να μου δώσετε, κρέας διά εμφύλιον πόλεμον δεν πουλώ!». Και σηκώθηκα κι έφυγα.
[…]
Άμα ήρθα εδώ, εις Άργος, με διατάζει η Διοίκηση να πάρω το σώμα μου κι από ούλα τ’ άλλα σώματα οπού ‘ταν εις τ’ Ανάπλι, του Χατζηχρήστου κι αλλουνών, να γένουν όλοι αυτείνοι ως χίλιοι διακόσοι άνθρωποι κι αρχηγός να είμαι εγώ σ’ αυτούς κι ο Παπαφλέσσας εις τα πολιτικά, να πάμε εις την Αρκαδίαν, ότι ‘ρέθισαν τους κατοίκους εκεί ο Κολοκοτρώνης με τον συβουλάτορά του Μεταξά κι όλοι οι συγγενείς του Κολοκοτρώνη και οι συντρόφοι του οι νέοι, όλοι της Πελοπόννησος οι κοτζαμπασήδες. — Αφού θέλησε ο Θεός να γίνομε κι εμείς έθνος, δι’ αυτό σκλαβώθηκαν οι σημαντικοί της Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν. ήταν νοικοκραίοι, έγιναν διακοναραίοι. κι άλλοι δια την πατρίδα έλειψαν και χάθηκαν ολότελα. Αυτοί πριν από την επανάστασιν βάσταγαν την πατρίδα όσο να βρει μίαν ημέρα αρμόδια να λευτερωθεί καθώς ο Θεός φώτισε κι ευρέθη. Ποιοι ήταν αυτείνοι; Ήταν ο Αλέξης Νούτζος, όπου ξεκρέμαγε από τα χέρια των Τούρκων τους χριστιανούς και θυσιάστηκε και εις την επανάστασιν. Έδωσε περίπου από ‘να μιλλιούνι γρόσια και βασανίζονταν εις τα στρατόπεδα του Σουλιού, Άρτας και αλλού. Οι Νακαίγοι θυσίασαν εις την επανάστασιν πραγματικώς, ο Φίλων, ο Λογοθέτης και οι άλλοι. Οι Σαλωνίτες, οι Φηβαίγοι, οι Ταλαντιναίγοι, οι Λιδορικιώτες, οι Κραβαρίτες, οι Μισολογγίτες, οπού ‘γιναν στάχτη, οι Αποκουρίτες, οι Βραχωρίτες, όλο το Κάρελι κι ο Βάλτος- οι Μεγαπαναίγοι, οι Μαυροματαίγοι, οι Καραγιανναίγοι- οι Καρπενησιώτες και τ’ άλλα τα μέρη της Ρούμελης, πλούσιοι νοικοκυραίοι και κάτοικοι και πολλοί γενναίοι οπλαρχηγοί. Εις την Ρούμελη, αφού ο Τούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ’ άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη όπου να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαΐρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι αδικημένη είναι κι αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγει η πατρίς ομπρός. Ο Κολοκοτρώνης όμως κι ο Μεταξάς και οι άλλοι οι τοιούτοι καθημερινούς εφύλιους πολέμους θέλουν και φατρίες. αυτείνοι τις γέννησαν κι από αυτούς προχώρεσαν κι οι Αράπηδες.
Βιβλιογραφικά
Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Γνώση, Αθήνα 2003, σ. 190-191 & 196.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Αυτοβιογραφία > < Εμφύλια διαμάχη >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα
- Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα πριν τη δίκη του Κολοκοτρώνη
- Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
- Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος
- Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα
- 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
- Ιστορία Νέου Ελληνισμού
- Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο
- 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
- 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
- Η Επανάσταση του 21
Οπτικό υλικό
- Σφραγίδες της Προσωρινής Διοίκησης και του Βουλευτικού
- Διακήρυξις της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος
- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
- Γεώργιος Κουντουριώτης
- Ιωάννης Κωλέττης
- Πέτρος Μαυρομιχάλης
- Δημήτριος Υψηλάντης
- Κανέλλος Δεληγιάννης
- Ανδρέας Ζαΐμης
- Ανδρέας Ζαΐμης
- Οδυσσέας Ανδρούτσος
- Γιάννης Γκούρας
- Ιωάννης Μακρυγιάννης
- Η καταστροφή της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ