Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Λογοτεχνία
▲▲
Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου
(απόσπασμα)
Τράβηξα έξω όλ' αυτά τα χαρτιά κι άφησα το σκέπασμα της στενόμακρης κάσας να ξαναπέσει. Ήταν, αλήθεια, μια αληθινή νεκρόκασα τούτο το μπαουλάκι, κι ήταν ένας φτωχός πεθαμένος αυτά τα κιτρινισμένα πολυκαιρίτικα χαρτιά που ο σπάγγος τα σημάδεψε στις τέσσερεις άκριες. Ένας πεθαμένος που γύρευε να μιλήσει. Τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και διαβάζοντάς τα με την αράδα έτσι που 'ταν αριθμημένα, σιγά-σιγά, δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χρόνια ολάκερα ξοπίσω. Τα τετράδια τούτα με το φτηνό χαρτί και με τις στριμωχτές μολυβογραμμένες σελίδες τα 'χα βρει μέσα σ' ένα γελιό του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερ' από τη φριχτή μάχη του υψόμετρου 908. Ήμουν υπαξιωματικός ακόμα κείνο τον καιρό και ξεχωρίζαμε τα δημόσια είδη των ζωντανών, των λαβωμένων και των σκοτωμένων. Τούτα τα τετράδια βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Ένας εθελοντής λοχίας, διμοιρίτης στην Τρίτη διμοιρία του έβδομου λόχου. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Ήταν ένας αληθινός άντρας, φρόνιμος και συσταζούμενος σαν κοπέλα.
Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα που πατήσαμε, την ώρα που οι εκκαθαριστές, με τα κοντομάχαιρα στη φούχτα και με το συνεργείο των «φλογοβόλων», ξεπαστρεύανε τους τελευταίους οχτρούς, που απόμειναν κρυμμένοι από φόβο για από μπαμπεσιά μέσα στ' αμπριά της κυριεμένης γραμμής. Τον έκαψε ένας φραντσέζος, υποδεκανέας στην «ειδικότητα του υγρού πυρός». Αυτό το συνεργείο το κολλήσανε στο Σύνταγμά μας κείνη τη φοβερή κι εξαιρετική μέρα, γιατί εμείς οι βαλκάνιοι δεν είχαμε τότες ακόμα στα μηχανικά μας πολεμικά μέσα τέτοιας λογής ευρωπαϊκές «ειδικότητες».
Το λοιπόν ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ' ένα βουλγάρικο αμπρί, πήρε μια τραβηχτή μαχαιριά στ' αποικοίλι από έναν κρυμμένο βούλγαρο. Ώσπου να παραδώσει, σπαρταρώντας σαν το ψάρι με τ' άντερα έξω (το μηχάνημα της συσκευής του δούλευε), και με τα νύχια γαντζωμένα πα στο σουληνάρι της εκτόξευσης, σκόρπιζε ακόμα το συντριβάνι της φωτιάς όπου λάχαινε.
Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα κι ο λοχίας ο Κωστούλας και κάηκε. Τον ήβραμε με το μούτρο φαγωμένο απ' τη φωτιά. Όλο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά τω δοντιώ του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασέλες, ολότελα γδύτες από κρέας, κι οι βορβοί τω ματιών, που φούσκωναν στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου. Το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε, σκεπασμένο με χρυσή κορόνα.
Τόνε θάψαμε στο ίδιο μέρος που βρέθηκε, σ' ένα λάκκο, αντάμα με το φραντσέζο και με τρεις βουλγάρους. Πολλές μέρες ύστερα, σαν περνούσα από κει κι ένιωθα το χώμα να λαστιχάρει κουφωτό κάτω απ' τα προσεχτικά πόδια μου, ένα κρύο φύσημα περνούσε ως μέσα μου. Μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατ' ήτανε των αδυνάτων αδύνατο να τους παραχώσουμε αλλού. Ο οχτρός, βλέπεις, μόλις άφησε στα χέρια μας το οχυρό του, άρχισε, μέρες, να το ζευγαρίζει αδιάκοπα με οβίδες, για να μας μποδίσει να το «οργανώσουμε».
Ήτανε, μπορεί να πει κανείς, τυχεροί κιόλας όσοι έλαχε να πεθάνουνε μέσα στα χαρακώματα ή εκεί κοντά στα προπετάσματα ένα γύρω. Γιατί οι άλλοι, που πέσανε στο ξέσκεπο, σάπιζαν άθαφτοι έξω απ' τα συρματοπλέγματα, και κάθε λίγο ξέσκιζαν τις κοιλιές τους οι εκρήξεις κι έκαναν τα κουφάρια να πηδούνε πάνω απ' το χώμα. Κατόπι ήρθε η βροχή και μέρες τους έδερνε μέσα στα μαύρα στόματα που χάσκανε, και τους χτυπούσε στα στυλωμένα μάτια. Κι οι οβίδες που χιμούσαν με ακατανόητη μανία πάνω σ' αυτούς τους φουκαράδες νεκρούς, βουτούσανε σαν γουρούνες στις λάσπες, τους πιτσίλιζαν ελεεινά και τους έκαναν καμιά φορά με τον τρανταγμό ν' ανασηκώνουνται, σα να ζωντάνευαν για λίγο, να μετατοπίζουν τα μέλη τους απότομα, να κλωτσάνε και ν' ανοίγουν άσκημα τα σκέλια.
Βιβλιογραφικά
Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, σ. 10-12.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πολεμική σκηνή > < Βούλγαροι > < Μυριβήλης >▲▲
Αστροφεγγιά
(απόσπασμα)
Μέρες τώρα ο Άγγελος Γιαννούζης διάβαζε την εφημερίδα του μ' αγωνία. Στο διάστημα τούτου του πολέμου μεγάλωσε. Ξεκίνησε παιδί και γέρασε πρόωρα. Ο θάνατος έξω, οι θάνατοι στο σπίτι, η ανάγκη που ένιωθε ν' αφοσιώνεται πάντα σ' ένα σκοπό, η συνείδηση του άδειου, που τον βάραινε σαν κατάρα - κι άλλα τόσο παρόμοια πράματα τον έσπρωξαν ν' αγκιστρωθεί σ' αυτή την ελπίδα, που ήταν το τέλος του πόλεμου, ένα τέλος που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει σε τι θα του άλλαζε τη ζωή, μα και που το ποθούσε ολόθερμα σα μιαν αλλαγή, σαν ένα ξεκίνημα για καινούρια πορεία, χειρότερη ή καλύτερη -αδιάφορο! Τα νιάτα του Δεκαοχτώ, στερεμένα από τόσες χαρές, παραπλανεμένα σε τόσους δισταγμούς, ξεχειλισμένα από νοσταλγίες κι αρρωστεμένες ηδυπάθειες, έτσι το αντίκριζαν το τέλος τούτο. Κι ο Άγγελος Γιαννούζης, γνήσιο παιδί του καιρού του, με βεβαιότερη και πικρότερη κιόλας πείρα ανάμεσα σε πολλούς, τη λαχταρούσε αυτή τη μέρα που θα 'κλεινε το βιβλίο του πολέμου και θ' άνοιγε τη νέα σελίδα μιας εποχής.
Και να που οι τελευταίες μέρες του Οχτώβρη, πλούσιες σε σημαδιακά περιστατικά, προμηνούσαν την καλοκαιριά μέσα στην καρδιά του φθινόπωρου της Αθήνας. Ένα βράδυ, καθόταν πάλι κατάμονος στο σκυθρωπό καμαράκι του και συλλογιόταν. Μια εφημερίδα ήταν απλωμένη μπροστά του: «Οι εύζωνοι εις την Πόλιν. Ελληνικός στρατός εις τον άγιον Στέφανον και τας Μετράς. -Η κατοχή επεκτείνεται. Καταλήψεις, παρελάσεις, ζητωκραγαί». Τι απίστευτο θάμα! Μέσα στην πατρίδα που πραγμάτωνε τ' όνειρό της έβλεπε και τη δική του ύπαρξη να ζεσταίνεται, να μεγαλώνει, να πλουταίνει.
Την άλλη μέρα η Αθήνα παραφρονούσε. Ανακωχή. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους. Τραγούδια και σημαίες. Λες και φυσούσε απάνου από την πολιτεία λεύτερη πια η τόσα χρόνια φυλακισμένη ανάσα. Τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα άνθισαν όλα μονομιάς κι έγιναν πρόσχαρα και χαμογελαστά και τα κλεισμένα παράθυρα της ορφάνιας. Άνθισαν τα τριαντάφυλλα, άνθισαν και τ' αγόρια και τα κορίτσια, τα γλυκά κορίτσια της Αθήνας με τα ψηλά μποτίνια και τα στενά φουστανάκια, που διάβαιναν σαν αργοπορεμένα φλύαρα χελιδόνια από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Οι μεγάλες πλατείες στέναζαν από τη χαρούμενη ανθρωποσύναξη.
Βιβλιογραφικά
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας, Αστήρ, Αθήνα 1971, σ. 33-34.
Μεταδεδομένα
< Λήξη πολέμου > < Αθήνα >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο
- Οι Πόλεμοι
- Οι πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική Καταστροφή
- Η Ελλάδα στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
- Η Ελλάδα στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
- H Μεγάλη Ιστορία του 20ού αιώνα
- Ευρωπαϊκή Ιστορία
- Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο
Οπτικό υλικό
- Εσωτερικό εργοστασίου παραγωγής οβίδων στη Βρετανία
- Επίθεση με φλογοβόλα
- Gassed
- Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο ναύαρχος Δαγκλής στο ελληνικό μέτωπο
- Το όνειρον του στρατού μας
- Πεδινό πυροβολικό στο Μακεδονικό Μέτωπο
- Ο Δοξασμένος