Υπόδουλος ελληνισμός και Ευρώπη
Λογοτεχνία
▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
Ήτανε ένα σύσκιο εκεί ανάμεσα στα βράχια, μες στην ξεραΐλα καμπόσες λεύκες. Κι ήτανε λαός συναγμένος, όλο άντρες, κάπου είκοσι–τριάντα ντουφέκια. Μα λίγο παραπίσω φανήκανε κάτι σπηλιές μέσα στον βράχο, κι εκεί καθόντανε γυναίκες. Μια ψηλή μελαχρινή ήρθε κατά δω κρατώντας με τα δόντια το κεφαλομάντιλο, να μην το παίρνει ο άνεμος. Λύγαε το κορμί της. Πάλι ο «κερατάς» φυσάει. Φέτο τους τρελάνανε τα μελτέμια.
Καθώς εζύγωνε ο γερο-Κοσμάς με τους συντρόφους του το αγέρι έφερε λόγια απ’ το τραγούδι των παλικαριών:
Ακόμα τούτ’ την άνοιξη
ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το καλοκαίρι,
καημένη Ρούμελη,
όσο να ’ρθεί ο Μόσκοβος
ραγιάδες, ραγιάδες,
να φέρει το σεφέρι,
Μοριά και Ρούμελη…
Τούτος ο χαβάς τραγουδιέται απ’ όλους τους ραγιάδες, Μοριά και Ρούμελη. Είναι κάνα–δυο χρόνια που κοινολογήθηκε, που ’πιασε ρίζα σ’ ολωνώνε τις ψυχές μια γνώμη, πως θε να ’ρθεί ο Μόσκοβος, να ξελευτερώσει τον τόπο. Το «γένος των ξανθών» έγινε ελπίδα, έγινε πίστη. Θα ’ρθει ο Μόσκοβος να διώξει τον Τούρκο. Μια εκκλησιά έχουμε, λέει, ο Μόσκοβος κι εμείς, ο Τσάρης θα γενεί βασιλιάς μας και προστάτης. Με του Μόσκοβου τη δύναμη θα σαρωθεί ο Τούρκος στο άψε-σβήσε. Μόνο να δούμε πότε θα ν’ αρχίσει. Πότε θα ’ρθούνε τα άρματα που μας έταξε, πότε τα καράβια κι οι λουφέδες, τα όβολα.
Πηγαινόρχονται κι αλωνίζουνε, Μοριά και Ρούμελη, αποσταλμένοι της Κατερίνας, της Τσάρινας, και βάνουνε φυτίλια στις καρδιές, φυτίλια στα μυαλά. Α, μα τούτη τη φορά δε θα ’ναι σαν και στα παλιά τα χρόνια, στα χρόνια των παππούληδων, τότες που η Βενετιά κι οι Φράγκοι βάζανε φωτιά στον τόπο, σηκώνανε τους ραγιάδες να χτυπήσουνε τον Τούρκο, κι ύστερα, σαν άναβε ο πόλεμος και βλέπανε πως δεν τα καταφέρνουν, μπαρκαίρνανε και φεύγανε οι Φράγκοι κι απαρατούσανε τους ραγιάδες, κι οι ραγιάδες πληρώνανε τα σπασμένα. Όχι! Τούτη τη φορά θα ’ναι ο Μόσκοβος, χριστιανός ορθόδοξος σαν και τα μας. Δεν τόνε σπρώχνει το εμπόριο τον Μόσκοβο. Αυτός πολεμάει για τον σταυρό, πολεμάει το μισοφέγγαρο, να χαλάσει το Ντιβάνι, να μας κάνει από ραγιάδες λεύτερους! Το λένε κι οι γραφές που στέλνει η Αικατερίνα στους μητροπολιτάδες, στους προεστούς, στους καπεταναίους και στα άξια παλικάρια: «Εγώ σας κράζω εις το ασκέρι μου και εις το μεγάλο τάμπουρό μου, και εσείς να φέρετε και τους πιστούς σας φίλους. Δια την λύτρωσίν σας εμπαίνω εις τα βάσανα…». Έτσι δε λέει; Και παρακάτω: «Σας λυπούμαι. Να σας γλιτώσω από τα χέρια των ασεβών, να ζωογονήσω τις εκκλησιές σας, να στήσω τους σταυρούς σας. Τελοσπάντων, δια την πίστιν θέλετε πολεμήσει. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, ας χαρούμε, και τους τόπους των πατέρων σας θα πασκίσουμε να τους πάρουμε». Θεέ και Κύριε! Τι φωτιές ανάψανε τούτες οι γραφές!
Βιβλιογραφικά
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 55-56.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πετσάλης-Διομήδης > < Ρωσία > < Μεγάλες Δυνάμεις >▲▲
Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα
(απόσπασμα)
Κολλημένος από το πρωί μέχρι το βράδυ στην καρέκλα του ο μαστρο-Νικήτας γράφει, όλο και γράφει, στέλνει επιστολές δεξιά κι αριστερά, στα Βαλκάνια, σε όλη την Ευρώπη, στη Ρωσία, διηγείται, εξηγεί, παρακαλάει. Τον πλούσιο, τον τραπεζίτη και τον μεγαλέμπορο τους παίρνει με το καλό και τους κολακεύει όσο μπορεί, τους θυμίζει την ελληνική τους καταγωγή, για να τους συγκινήσει τους μιλάει για τη σκλαβωμένη πατρίδα, για τα χωριά τους, τα σπίτια τους. Ύστερα, με καλοδιαλεγμένα κι εντυπωσιακά λόγια, τους τάζει ότι άμα τελειώσει με το καλό η γέφυρα, θα χαράξει τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα σε μια μεγάλη μαρμαρένια πλάκα για να τα βλέπουν οι διαβάτες, ντόπιοι και ξένοι, όλοι οι άνθρωποι, να τα διαβάζουν και να μην ξεχνούν, να σχωρνάνε αυτούς που μια φορά κι έναν καιρό άφησαν την καρδιά τους να συγκινηθεί κι άνοιξαν τα πουγκιά τους.
Όταν ο πρωτομάστορας υποπτεύεται πως έχει να κάνει με κάποιον που δεν είναι ευαίσθητος σε κάτι τέτοια και που δύσκολα ανοίγει τον μπεζαχτά, κάνει άλλου είδους υποσχέσεις, υπογραμμίζει ότι δε θα πάει στράφι η δωρεά που θα κάνει και πως όταν λευτερωθεί κάποτε με το καλό η Ελλάδα, το γκουβέρνο θα τον διορίσει σίγουρα μινίστρο. Οι παράδες που θα δώσει σήμερα, γράφει, θα πιάσουν τόπο, είναι μια πολύ καλή επένδυση γι’ αργότερα, για να μπορούν αυτός και οι δικοί του άνθρωποι να ’χουν στην τσέπη τους τη νέα εξουσία.
Άμα στέλνει γράμμα σ’ Ευρωπαίο, ο μαστρο-Νικήτας αλλάζει τελείως χαβά. Μετά από τόσες και τόσες επιστολές που ’χει λάβει από το εξωτερικό, ειδικά από τη Φραγκιά, έχει μάθει κάμποσες από τις αγαπημένες και στερεότυπες φράσεις των ξένων, ξέρει τι τους αρέσει ν’ ακούνε, με τι κολακεύονται. Όταν γράφει σε κάποιον φιλέλληνα, δεν ξεχνάει ποτέ ν’ αναφερθεί «στον αθάνατο ελληνικό πολιτισμό που είναι και δικός σου», δεν παραλείπει να εκφράσει τον θαυμασμό του για «τα φώτα της Ευρώπης που θα ’ρθουν κάποτε και στην Ελλάδα όταν ο τόπος γλιτώσει από την Τουρκιά». Ειδικά όταν η επιστολή προορίζεται για κάναν Γάλλο φιλέλληνα, δεν παραλείπει να προσθέσει στο κείμενό του τουλάχιστον μια παράγραφο όπου εκφράζεται πολύ επιφυλακτικά για του βασιλιά την εξουσία, λέει ότι τη βρίσκει υπερβολική, συχνά αυταρχική, και πως «όλα τα πολιτισμένα έθνη έχουν συμφέρον να εμπνευσθούν από του Ρουσώ και του Βολταίρου τα έργα».
Δεν τον νοιάζει καθόλου για όλες αυτές τις παπαρδέλες και τα ψέματα που αραδιάζει, δεν αισθάνεται την παραμικρή τύψη για τις κολακείες, για όλα τούτα τα φραστικά προσκυνήματα. Φτάνει να καταφέρει να συγκινήσει, να δώσει κάποιο καλό πρόσχημα για να γίνει κουβέντα στα σαλόνια όπου συχνάζουν όλοι αυτοί που ’χουν και φυσάνε τον παρά, για ν’ ανοίξουνε οι μπεζαχτάδες και τα πορτοφόλια.
Μονάχα όταν γράφει σε μερικούς Έλληνες, σε κάτι παθιασμένους πατριώτες που ’ναι εγκαταστημένοι στην Αούστρια ή τη Βλαχιά, που ’χουν φτιάξει μυστικές επαναστατικές εταιρείες και δουλεύουνε κρυφά και παράνομα για να λευτερωθεί από τον τουρκικό ζυγό η Ελλάδα, ξανοίγεται και μιλάει αλλιώτικα, με την ίδια του την καρδιά. Ο τόπος, τους λέει, έχει μεγάλη ανάγκη από τέτοια έργα, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα μετά την επανάσταση που θα ξεσπάσει κάποτε, αργά ή γρήγορα. Τι θ’ απογίνει τότε, ρωτάει, σε μια χώρα που θα ’ναι ρημαγμένη από μια τόσο μακρόχρονη σκλαβιά κι από τον σκληρό αγώνα για την ανεξαρτησία; Τι θα πρωτοκάνει το παντέρμο ελληνικό γκουβέρνο που δε θα ’χει μήτε γρόσι στον μπεζαχτά, με τι θα πρωτοασχοληθεί, για ποιο πράγμα θα πρωτοφροντίσει; Για σχολεία, για δημόσια κτήρια και για ιδρύματα ή για δρόμους, για γεφύρια και για λιμάνια; Θα κοιτάξει πώς θα τα βγάλει πέρα με την καθυστέρηση του τόπου και την αγραμματοσύνη ή θα φροντίσει να ετοιμαστεί για νέο πόλεμο με την Τουρκιά, που δε θα πάψει ποτέ να ξερογλείφεται για την Ελλάδα; Πού θα βρεθούν όλοι αυτοί οι παράδες, πώς θα γίνουν όλα μαζεμένα; Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, οι Έλληνες θα πρέπει να προετοιμάζονται από σήμερα, από τώρα: ό,τι θα ’χουν φτιάξει κι ό,τι θα φτιάξουν με τα δικά τους χέρια, με τα δικά τους λεφτά, θα ’ναι μεγάλο κέρδος γι’ αργότερα, για πάντα. Αλλιώτικα, αμέσως μόλις φύγουν από τη χώρα οι εχθροί Οθωμανοί, θα πλακώσουν σαν την ακρίδα οι φίλοι Ευρωπαίοι, θα κάνουν στο γκουβέρνο δάνεια για να γίνουν όλα τα μεγάλα έργα, η Ελλάδα θα γλιτώσει από των Τούρκων τα σπαθιά και τα τουφέκια, αλλά θα βρεθεί σκλαβωμένη στης Ευρώπης το χρήμα.
Να λοιπόν γιατί σας παρακαλάω, γιατί προσπέφτω σήμερα σ’ εσάς, καταλήγει στα γράμματα που γράφει στους συμπατριώτες του ο μαστρο-Νικήτας. Για να μας βοηθήσετε από τώρα, για να μη σταματήσει η προσπάθεια για τούτη τη γέφυρα, για ν’ ανοίξουμε εμείς οι ίδιοι, με τα δικά μας μέσα, την πρώτη μεγάλη στράτα που θα μας φέρει σ’ επαφή, ύστερα από τόσους και τόσους αιώνες, με την Ευρώπη, για να ’χουμε εμείς κι όχι οι άλλοι την πρωτοβουλία, για να ’μαστε αφεντικά κι όχι αιώνιοι σκλάβοι στην ίδια μας την πατρίδα.
Βιβλιογραφικά
Άρης Φακίνος, Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 55-57.
Μεταδεδομένα
< Φακίνος > < Φιλέλληνες >▲▲
Το κάστρο της μνήμης
(απόσπασμα)
«…Αυτή τη φορά κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει. Το πολύ πολύ να ξεσηκωθούμε τίποτα χωριά τριγύρω, να μας δώσει κάνα χέρι κι η κλεφτουριά. Ποιος άλλος θα πάει να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά; Από Θεσσαλία και Ρούμελη μην περιμένεις τίποτα, οι προεστοί τους θα μας πούνε να κάτσουμε στ’ αυγά μας, να δεχτούμε τους όρους του Σελήμ πασά και να ρίξουμε τα μπεντένια, να πληρώσουμε τα χαράτσια, να προσκυνήσουμε. Ξέρουνε αυτοί από προσκυνήματα, κάνουνε τεμενάδες εδώ κι αιώνες, η σκλαβιά μπήκε στο αίμα τους, βολεύτηκαν, συνήθισαν.
»Εδώ που τα λέμε, τι ανάγκη έχουνε αυτοί; Εμείς, όπου και να κοιτάξουμε γύρω μας, μόνο κατσάβραχα βλέπουμε, τα χωράφια μας είναι σωστές λαγοκυλήθρες. Πείνα και στέρηση, χρόνια και χρόνια. Κείνοι όμως έχουν καρπερά χώματα, ελαιώνες, αμπέλια. Κάθε χρονιά γεμίζουν τ’ αμπάρια τους γέννημα μέχρι τα μπούνια, τα κιούπια τους ξεχειλίζουνε κρασιά και λάδια. Όσα κι αν τους παίρνουν οι Τούρκοι με τα δοσίματα, πάλι πολλά τούς μένουνε. Γιατί να ξεσηκωθούμε, σου λένε, και να τα βάλουμε με τους Οθωμανούς; Δεν περνάμε κι άσκημα μαζί τους. Κι αν μας λένε ραγιάδες, τι μ’ αυτό; Μόνο εμείς είμαστε; Από τον Δούναβη μέχρι το Τούνεζι κι από την Περσία μέχρι την Μπαρμπαριά, όλοι προσκυνάνε τον σουλτάνο.
»Έτσι σκέφτονται, έτσι ζούνε. Σαν τα γαϊδούρια που συνηθίσανε στο σαμάρι και δεν τα νοιάζει που οι αγωγιάτες τούς τσιγκλάνε με τη βέργα τα πισινά. Φτάνει να ’χουνε σανό στο παχνί τους. τι άλλο θέλουνε;
»Μετριούνται στα δάχτυλα όσοι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούνε και να πιάσουν τ’ άρματα. Τι να σου κάνει ο κοσμάκης… Οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες τους πιπιλάνε το μυαλό, τους κατηχούνε: “Να περιμένουμε, να ’χουμε υπομονή. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα, αφήστε να δούμε τι θ’ αποκάνει ο Μόσκοβος, αν θα μας υποστηρίξουν οι Άγγλοι κι οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί”.
»Περιμένουνε να τους βοηθήσουν οι Δυτικοί, να τους βάλουνε τη λευτεριά στο πιάτο σαν ξεροτήγανο. Τους ζήσαμε κι αυτούς, τους ξέρουμε καλά σαν τους Τούρκους, τους είδαμε τότε που πέρασαν από δω οι Σταυροφόροι. Τάχα πως πήγαιναν να λευτερώσουνε τους Άγιους Τόπους, να διώξουνε τους μουσουλμάνους από τον τάφο του Χριστού. Να όμως που κρατήσανε τη μισή Ελλάδα για τον εαυτό τους, για τσιφλίκι τους, έκαναν την Πόλη γυαλιά καρφιά, την καταληστέψανε, σφάξανε τον κόσμο της, κάψανε τις εκκλησιές της. Αυτοί οι άνθρωποι θα δώσουνε στην Ελλάδα τη λευτεριά της; Οι βάρβαροι της Δύσης θα μας απαλλάξουν από τους βάρβαρους της Ανατολής; Άγγλοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, όλοι αυτοί δεν πολυσκοτίζονται για τη θρησκεία, δεν ιδρώνει τ’ αυτί τους για τη λευτεριά, δεν τους πειράζει που το Ισλάμ βασιλεύει στα Ιεροσόλυμα. Έχουν άλλα σχέδια στο νου τους, άλλους σκοπούς, γνοιάζονται για το εμπόριό τους, για τους παράδες τους, για την καλοπέρασή τους. Μην κοιτάς που σήμερα ο Χριστός κι ο Μωχαμέτης δεν τα πάνε καλά. αύριο μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράματα. Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει: οι μεγάλοι θα κάτσουν και θα τα κουβεντιάσουνε, θα συνεννοηθούνε. Κι οι αφέντες θα μείνουν αφέντες. οι σκλάβοι σκλάβοι. Εμείς οι μικροί λαοί θα ’μαστε πάντα σαν τα φασόλια στο τσουκάλι: άλλοι στη μέση, μερικοί στον αφρό, οι πιο πολλοί στον πάτο. Οι μάγεροι του κόσμου θ’ ανακατώνουν κάθε τόσο με τις κουτάλες, τα φασόλια θα πηγαίνουν μια από δω και μια από κει, αλλά στο τέλος, θέλοντας μη θέλοντας, θα βράζουνε.
»Πάει καιρός που οι Ευρωπαίοι έχουν καταλάβει πως οι Οθωμανοί δεν πάνε καλά, οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας όλο και λιγοστεύουν, ο μπεζαχτάς του σουλτάνου αδειάζει. Πόσον καιρό, συλλογίζονται, θ’ αντέξουν οι Τούρκοι μ’ όλους αυτούς τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Το ντοβλέτι έχει αρχίσει να τρίζει, σήμερα ραγίζουν οι τοίχοι, αύριο θα κουνηθούνε τα θεμέλια, μεθαύριο θα πέσει η σκεπή. Άσε, σου λένε, τους Έλληνες, τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς, τους Σέρβους να ξεσηκώνονται και να πολεμάνε με τους Οθωμανούς: δίχως να το ξέρουνε, για μας δουλεύουνε, οι Τούρκοι εξασθενούνε. Αργότερα, όταν τα Βαλκάνια θα ’χουν πάρει φωτιά για τα καλά κι ο σουλτάνος δε θα μπορεί να τα βγάλει πέρα, θα πάμε όπως πάντα να επιβάλουμε την τάξη, να μεσολαβήσουμε. Θα διώξουμε τους Τούρκους, αλλά θα μείνουμε στο πόδι τους εμείς, θα σταματήσουμε και τους Ρώσους που θέλουν κι αυτοί να κατηφορίσουν κατά τον νότο, να πάρουν τη μερίδα τους.
»Πώς θα τα βγάλουμε πέρα μέσα σ’ όλο αυτό το μάλε βράσε, πώς θα επιζήσουμε; Είμαστε ένας μικρός λαός, μια χούφτα άνθρωποι. Ποιος θα ενδιαφερθεί για μας, για τα δικά μας συμφέροντα, για τη λευτεριά μας;»
Βιβλιογραφικά
Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 39-41.
Μεταδεδομένα
< Μεγάλες Δυνάμεις > < Φακίνος >▲▲
Η προφητεία του κόκκινου κρασιού
(απόσπασμα)
«Δε μου είπες όμως, νονά, ζήτησε τράχωμα τελικά ο νονός, όταν ήταν να γίνει ο γάμος;»
Τούτη η ερώτηση έκανε το θαύμα της. Η νονά χαμογέλασε.«Καλά κάνεις και με ρωτάς. Κάτι σχετικό ήθελα οπωσδήποτε να σου πω κι εσένα και στη μανούλα σου και κάτι να της εμπιστευτώ πριν φύγουμε από το Μελένικο. Μα δεν πρόλαβα με την αρρώστια… Θέλεις να ξέρεις λοιπόν αν ζήτησε τράχωμα ο Θεοδόσης μου, ε;»
Η Λισάφη έγνεψε ναι.
«Μάθε λοιπόν ότι ούτε τη συνηθισμένη προίκα που έπαιρναν οι κοπέλες δεν ήθελε. Ό,τι αποφάσισαν να μας δώσουν οι γονείς μου, στ’ όνομά μου γράφτηκε τελικά. Εκείνος δύο πράγματα ζήτησε μόνο. Πρώτα πρώτα την εικόνα της Αγίας Τριάδας, που την είχε επιστρέψει στους δικούς μου εκείνο το φθινόπωρο, σαν ήρθε να με ζητήσει.
»Και ύστερα ένα ακόμη πολύτιμο αντικείμενο, που του είχα πει εγώ πως το φυλάει ο πατέρας μου δίπλα στα εικονίσματα: ένα τετράδιο με κάλυμμα επίχρυσο. Εκεί μέσα είχε γραμμένα τα ονόματα των συντρόφων του Ρήγα, με όσα στοιχεία είχε καταφέρει να μάθει, κι ακόμα τις ρήσεις του Ρήγα κι αντίγραφα δύο γραμμάτων απ’ όσα έστειλε ο Φίλιππος Πέτροβιτς προς Γάλλους επιφανείς για να υποστηρίξουν τον αγώνα του Βελεστινλή. Τούτο το τετράδιο το ήθελε ως κειμήλιο. Να διαβάζουν τα παιδιά μας τα περίφημα εκείνα γράμματα του ξαδέλφου του, που τα είχε στείλει με κίνδυνο της ζωής του».
Νέος βήχας έκοψε τα λόγια της νονάς.
«Να σου φέρω ένα ζεστό!» πετάχτηκε η Λισάφη.
«Δε θέλω ζεστό» τη σταμάτησε. «Κάτι άλλο θέλω να μου φέρεις τούτη τη στιγμή. Ένα ποτηράκι κόκκινο μελενικιώτικο κρασί».
Η Λισάφη την κοίταξε απορημένη. Κρασί πρωί πρωί; Και στην κατάστασή της;
«Μα…» έκανε να φέρει αντίρρηση.
«Κάνε αυτό που σου λέω και μην αργείς!» την έκοψε η νονά. «Δε θέλω να ξυπνήσουν οι άλλοι».
Ο τόνος της έδειχνε ότι θα επέμενε ώσπου να γίνει το δικό της. Μάταιο λοιπόν θα ήταν ν’ αντισταθεί στην «πείσμονα Ελισάβετ Α΄» η Λισάφη.
Έτρεξε και της έφερε ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί, προσέχοντας μην κάνει θόρυβο.
Το έφερε στα χείλη της η νονά και ήπιε μερικές γουλιές με άφατη ευχαρίστηση. Έπειτα το άφησε δίπλα της με προσοχή.
«Αυτό το πολύτιμο τετράδιο, λοιπόν, το έχω φέρει εδώ, μαζί μου» συνέχισε.
«Εδώ; Γιατί εδώ;» απόρησε η Λισάφη, τρόμαξε κιόλας όταν αναλογίστηκε πως ήταν στις αποσκευές της νονάς όταν ταξίδευαν με την άμαξα για να έρθουν από τα Σέρρας!
«Άκου, παιδί μου!» αποκρίθηκε η νονά. «Το κειμήλιο αυτό δεν μπορώ να το αφήσω σ’ εσένα, όπως άφησα την εικόνα της Αγίας Τριάδας. Ανήκει στους γιους μου. Αν όμως μείνουν εργένηδες και δεν κάνουν παιδιά, τότε θα είναι δικό σου. Το έφερα λοιπόν στη μάνα σου να το φυλάξει. Και να πράξει ανάλογα, όταν εγώ δε θα υπάρχω πια: ή θα το δώσει σε όποιο γιο μου αποκτήσει παιδιά ή θα το κρατήσει για σένα. Γιατί εσύ είμαι βέβαιη ότι θα έχεις απογόνους».
Κάτι πήγε η Λισάφη να πει, κάτι για τις αμφιβολίες που είχε… Η νονά δεν της άφησε χρόνο.
«Πήγαινε λοιπόν και ψάξε ανάμεσα στα ρούχα που έχω φέρει μαζί μου» της έδειξε κατά τη μουσάντρα. «Εκεί θα το βρεις. Φέρ’ το να σου δείξω τι έχει μέσα. Ιδίως εκείνα τα περίφημα γράμματα».
Σηκώθηκε αμέσως η Λισάφη, έψαξε και σε λίγο το τετράδιο με το επίχρυσο κάλυμμα ήταν στα χέρια της νονάς.
«Εδώ είναι όλα, ορίστε!» το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια.
«Θέλω να τα δεις με προσοχή. Μα πρώτ’ απ’ όλα θέλω να μου διαβάσεις τα γράμματα του Φίλιππου. Να τα ξανακούσω πριν κλείσω τα μάτια μου. Όπως μου τα διάβαζε παλιά ο Θεοδόσης μου πάλι και πάλι…»
Η Λισάφη βρήκε τ’ αντίγραφα κι άρχισε να διαβάζει, κομπιάζοντας λίγο, γιατί δεν έβγαζε τα γράμματα εύκολα:
Βιέννη, 17 Ιουλίου 1797
Προς τον Abbé Sieyès ηγετικό στέλεχος της επαναστατικής περιόδου, μέλος του Διευθυντηρίου
«… Φημισμένοι Γάλλοι, ένδοξον έθνος! Είσθε οι ευεργέται όλης της ανθρωπότητος και οι ορκισμένοι εχθροί των τυράννων… Αυτός είναι ο λόγος, πολίτα Διευθυντά, δι’ ον απευθυνόμεθα προς υμάς. Είμεθα οι απόγονοι εκείνων των θνητών, οι οποίοι το πάλαι ήσαν οι πρώτοι εις τα έργα του πνεύματος, όπως τώρα είναι οι Γάλλοι… Είμεθα Έλληνες! Μαραινόμεθα, καθώς γνωρίζετε, από μακρού χρόνου υπό τον ζυγόν της δουλείας… Γνωρίζετε ότι δεν έχομεν άνδρας… όπως είναι ο Βοναπάρτης, όστις κατέστη αθάνατος… όπως είναι ο Moreau… όπως είναι ο Hoche…
Ηθέλαμεν να καταστή δυνατόν να πραγματοποιήσωμεν εν σχέδιον, αλλά πώς; Στερούμεθα όλων των αναγκαίων μέσων διά την απελευθέρωσίν μας…
Επιτρέψατε να σας είπω ότι όλα τα λεχθέντα ανωτέρω είναι προσπάθεια νεανίου δεκαοκταετούς και γράφω επίτηδες το όνομά μου δια να είμαι μόνος το θύμα, αν τυχόν συμβεί κανέν ατύχημα.
Αξιώσατέ με, πολίτα Διευθυντά, κάποιας απαντήσεως, διά να εννοήσω πώς θα υποδεχθείτε την επίμονον αυτήν παράκλησίν μου, και αν είναι δυνατόν ή όχι εις την υπόθεσιν αυτήν να κατορθώσωμεν τίποτε…1
Μετά σεβασμού και τιμής
Φίλιππος Ι. Πέτροβιτς»
Και ύστερα:
Βιέννη, 12 Αυγούστου 1797
«… Σας έγραψα, πάτερ, την 17ην παρελθόντος μηνός… και δεν γνωρίζω μεν αν ελάβατε το γράμμα μου, αλλά δεν δύναμαι να ικανοποιήσω την περιέργειάν μου, αν δεν μάθω ότι η επιστολή μας σας έκαμε κάποιαν εντύπωσιν. Δι’ αυτό παρακαλώ πάρα πολύ να με τιμήσετε με μικράν απάντησιν, μόλις λάβετε το γράμμα μου.
Πάτερ, γνωρίζετε πόσον τυραννοκρατείται η πατρίς μου!… Εν τούτοις, πώς δύναται η Ελλάς μόνη της να διεξαγάγει επανάστασιν χωρίς ξένην βοήθειαν… Θέλομεν να είμεθα ελεύθεροι Έλληνες, όπως οι προπάτορές μας!… Δι’ αυτό σας παρακαλώ εκ μέρους του έθνους μου να μας βοηθήσετε… Σας διαβεβαιώ, πάτερ Sieyès, ότι εις ολίγας ημέρας δυνάμεθα να προκαλέσωμεν μεγάλην επανάστασιν. Μόλις δε προκληθεί η επανάστασις, θα καταλάβωμεν έπειτα με ολίγας δυνάμεις δύο τρεις πόλεις και, τούτου γενομένου, θα πιάσει όλη η Ελλάς την σπάθην, διά να κρημνίσει τον Τύραννον!»2
Τα μάτια της νονάς είχαν βουρκώσει. Άπλωσε με τρεμάμενο χέρι να πάρει το ποτηράκι με το κόκκινο κρασί… Δεν τα κατάφερε. Το ποτηράκι έγειρε και το κρασί χύθηκε στο πάτωμα…
1 Λ. Ι. Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1957, σ. 96-97.
2 Ό.π.Βιβλιογραφικά
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Η προφητεία του κόκκινου κρασιού, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 184-189.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου > < Ρήγας Βελεστινλής >▲▲
Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια
(απόσπασμα)
«Από μικρός ρωτιόμουν», διηγήθηκε ο Αντρέας Ροϊλός, «πού θα ‘βρισκαν την ομοψυχία οι Έλληνες να σηκωθούν ενάντια στον Δυνάστη, αν ήταν να παραταχτεί στρατός αντίκρυ σε στρατό, όπλα ενάντια σε όπλα. Στους πολέμους που παίζαμε παιδιά, στο νησί, οι παρακατιανοί που κάμαν τους Αγαρηνούς παίζαν τον ρόλο τους με πάθος ‒ γιατ’ είχαν πάθος εναντίον μας, των αρχόντων, που δεν τους θέλαμε ίσους. Να ‘ταν αλλιώτικα ανάμεσα σ’ αρχόντους και ποπολάρους στην Ήπειρο, στον Μοριά, στη Θεσσαλία ή στα νησιά; Οι μεγάλοι στα μέρη τα δικά μας διόλου δε μιλούσανε για σηκωμό εθνικό. Ο Θεός είχε τάξει τα νησιά στην αγκάλη και την προστασία των Βενετσιάνων‒ κι αυτοί μας προστάτευαν απ’ τη σκλαβιά που πλάκωνε τους συμπατριώτες μας στη Ρούμελη. Ήμουν κι εγώ αναθρεμμένος μ’ αυτή την τάξη στο μυαλό μου. Η Ιταλία ήταν το μεγάλο έθνος. κι οι δεσμοί μαζί του εγγύηση της λευτεριάς μας. Όμως, το Αιγαίο πρώτη φορά κόχλαζε ολόκληρο κάτω από τον άνεμό της. κι οι ελπίδες είχανε φουντώσει καθώς η Χριστιανοσύνη πρόσμενε τον λυτρωμό απ’ τους Ρώσους‒ ο Ορλώφ κυριαρχούσε στο Αρχιπέλαγο. Τα νεά έφθαναν στα μέρη μας από μανιάτες πρόσφυγες, από τους καπεταναίους και τα πληρώματα των ελληνικών καραβιών, που με τη ρώσικη σημαία έπλεαν απείραχτα στα νερά του.
[…]
»Σκεφτόμουν για τη λευτεριά, σκεφτόμουν για τα νησιά και για τη Στεριά, αλλά σκεφτόμουν μόνος. κι όποιος σκέφτεται μόνος, δε σκέφτεται σωστά. Πέρασαν πολλά χρόνια πεταμένα σε μικρές χαρές και μικρές θλίψεις. Το τουφεκίδι απέναντι στη Στεριά δεν έπαυε: οι κλέφτες πολεμούσανε Τούρκους κι Αρβανιτάδες. Αλλά το έθνος είχε χάσει το κουράγιο, σηκωμός γενικός δε φαινόταν πως μπορεί να ξαναγίνει.
»Κι όταν το ’87 ξαναβγήκε η Ρωσία με τον Κατσώνη και κατέβηκε στ’ Αρχιπέλαγο κι έφτασε ίσαμε τα δικά μας τα νερά‒ κι ακόμη πιο βόρεια, στο Ντουράτσο, και μέχρι την Τεργέστη όπου είχε υποστηριχτές και χρηματοδότες ‒νικώντας και καίγοντας τους Τούρκους, με χρήματα των Ρωμιών εμπόρων της Αούστριας, σηκώθηκε πάλι βουή ανάμεσα σ’ αυτούς που ελπίζαν– να ’τανε τώρα η ευκαιρία για την ανάσταση του Έθνους; Οι κλέφτες καπετάνιοι της Στεριάς μπορούσαν να σχηματίσουνε στρατό; Θα βρίσκαν ηγεμόνα να τους οδηγήσει; Πολλοί πιστεύαν πως αυτός μπορούσε να ’ναι ο Αλής, άλλοι είπαν πως η χριστιανική κι η ορθόδοξη Ρωσία τούτη τη φορά θα κρατήσει την υπόσχεσή της. Άλλοι, κυρίως από το εξωτερικό, έριχναν το βάρος στην προετοιμασία του εθνικού φρονήματος… Μα πώς να γίνει φρόνημα εθνικό σ’ έθνος αμόρφωτο και ταπεινό, που καταφέρνει να επιβιώσει μα δε μπορεί να ονειρευτεί το γενικό καλό;
»Η γλώσσα, είπαν κάποιοι, είναι που θα συνδέσει τον διαλυμένο εθνικό ιστό, η γλώσσα και η σκέψη. Μα η γλώσσα που αυτοί νογούσαν είχε μείνει μακριά απ’ τον λαό κι ο λαός είχε τη δικιά του γλώσσα πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωση δική του – γλώσσα σκλάβα, γλώσσα μπασταρδεμένη, γλώσσα αμάθητη να περιλάβει ιδέες και ιδεώδη. αμάθητη αλλά όχι ανίκανη! Η ιδέα της λευτεριάς θα φτιάξει γλώσσα, είπαν άλλοι, και για μπει η ιδέα της λευτεριάς στον λαό, πρέπει η τυραννία να πιέσει τη ράχη του σκλάβου ίσαμε που να μη σκύβει χαμηλότερα. κι απ’ το πιο χαμηλό σκαλί ριγμένο το Έθνος έπειτα μόνο προς τα πάνω θα μπορούσε να κοιτάξει, αφού πιο κάτω δεν θα υπήρχε.
»Όμως το Έθνος πρόκοβε κάτω απ’ τη σκλαβιά, το εμπόριο ανθούσε, το χρήμα περίσσευε κι αγόραζε την ελευθεριά του καθενός που το ’χε, τα γράμματα ‒αν χρειαζόταν‒ έρχονταν ύστερα να στολίσουν το σαλότο μαζί με τα ιταλικά ή τα γαλλικά έπιπλα, τις μουσικές, τους πίνακες. Οι εμπόροι θησαυρίζαν. Κι η εκκλησιά που πάντα διαφέντευε τους ταπεινούς, δεν άφηνε τα γκέμια στα χέρια άλλων, που μιλούσαν για μόρφωση και για σηκωμό.
»Έπειτα, το ’89, μας ήρθανε τα νέα από τη Γαλλία. Θυμούμαι ακόμα με τι έκπληξη ακούστηκε, πρώτα πως συγκεντρώθηκαν οι τάξεις στη Συνέλευση, ύστερα πως γύρισαν τον βασιλιά πίσω στο Παρίσι και τον έκλεισαν στο Ταμπλ – σε λίγο πως τον καρατόμησαν. Αυτή η επανάσταση ήταν πράγμ’ ανήκουστο, που όλα τα γύριζε τα πάνω κάτω κι έδειχνε πως το χρίσμα δεν προέρχεται απ’ τον Θεό, το στέμμα δεν κληρονομιέται με νόμο προαιώνιο, η κυριαρχία των βασιλέων δε σημαίνει ιδιοκτησία της γης και του λαού, αλλά πολιτική συναίνεση των τάξεων. Κι όλ’ αυτά όχι στα πασαλίκια της Αλβανίας, όπου ο ένας σκότωνε τον άλλο κι άρπαζε το τιμάριο. αλλά στην Ευρώπη, στη χριστιανικότατη Γαλλία, εκεί που ό,τι γινόταν ο υπόλοιπος κόσμος έπρεπε να το μελετήσει και να το σκεφτεί και να το υιοθετήσει, γιατί ήταν πάντα το κέντρο του πολιτισμού.
»Ούτε η Βενετία ούτε οι ντόπιοι αρχοντάδες μπορήγαν να φανταστούνε πόσο γρήγορα “τα αίσχη” που έπραττε ο όχλος στη Γαλλία θα γίνονταν και δικά τους προβλήματα, πόσο γρήγορα θα βρισκόταν κοντά στο τέλος της η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία και πόσο σύντομα θα ’φταναν “οι ξεβράκωτοι”, που πυρπολούσαν τις Βαστίλλες και πολιορκούσαν τους Κεραμεικούς, στα νερά των δικών μας νησιών. Οι πόλεμοι των εθνών πρώτη φορά ξεχείλισαν έτσι κι απλώνονται στον κόσμο. Τα μέτωπά τους, που από τις εδαφικές διεκδικήσεις των συνόρων φτάσαν να προασπίζουν τις επιδιώξεις των τάξεων, μεταφέρθηκαν σε μια περιφέρεια πρωτόφαντη στα χρονικά, καθώς στον χορό μπαίνουν χώρες τόσο μακρινές όσο η Ρωσία κι η Τουρκία και οι στρατηγικές κινήσεις ξαπλώνονται ίσαμε την Αίγυπτο και τις στήλες του Ηρακλή στην άκρη της Μεσογείου.
»Οι περισσότεροι τώρα μιλούν για την Αποκάλυψη και το Θηρίο της, για τη συντέλεια του κόσμου. Άλλοι– για την απελευθέρωση των λαών και την επικράτηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας στα πολιτισμένα κράτη. Σίγουρα είναι η συντέλεια του κόσμου που ξέραμε ως τώρα. Οι ποιητές το διάκριναν πιο γρήγορα από τους διπλωμάτες και τους άρχοντες. Έχω φίλους που φύγαν να πολεμήσουν με τον στρατό του Βοναπάρτη. Δυο απ’ αυτούς σκοτώθηκαν. Ο τρίτος πρέπει ακόμη να βρίσκεται στην Αίγυπτο.
»Πριν όμως να προλάβει να ριζώσει η ιδέα πως η ορθόδοξη Ρωσία θα βοηθούσε τους σκλαβωμένους Έλληνες ν’ αποτινάξουν τον ζυγό, οι μεγάλες δύναμες συνεννοήθηκαν, μπροστά στον κοινό κίνδυνο που ξεπήδησε γι’ αυτούς από τη γαλλική επανάσταση, συναποφάσισαν, και τα πράγματα ησύχασαν και πάλι. Όσοι θερμοκέφαλοι ξεσηκώθηκαν το πλήρωσαν ακριβά. Στη νέα ειρήνη που υπόγραψαν οι Ρώσοι και οι Τούρκοι, το ’92, η Ελλάδα ούτε που αναφέρθηκε καθόλου.
»Τώρα λοιπόν κατάλαβα πως η απάντηση βρίσκετ’ εδώ, στη Στεριά, σε τούτα τα βουνά – και λέγεται καπετάν Γκέκας… Και πίσω εκεί στις θάλασσές μας– και λέγεται καπετάν Τσάρας… Ούτε Ροϊλός ούτε Καποδίστριας ούτε Θεοτόκης ούτε Μπενάκης…»
Βιβλιογραφικά
Αλέξης Πανσέληνος, Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 378 & 380-383.
Μεταδεδομένα
< Μεγάλες Δυνάμεις > < Ρωσία >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Στροφή του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος προς τον Ελληνισμό
- Ιστορία της Ελλάδος από το 1800
- Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης 1492-1815
- Ο Μέγας Πέτρος και οι Έλληνες
- Ιστορία της Ελλάδος από το 1800
- Το ευρωπαϊκό υπόβαθρο της νεοελληνικής ταυτότητας
- Από τα Ορλωφικά στον Λάμπρο Κατσώνη
- Το ευρωπαϊκό υπόβαθρο της νεοελληνικής ταυτότητας
- Ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκρούσεις
- Ρήγας Βελεστινλής
- Ευρωπαϊκή Ιστορία
- Η Ευρώπη
- Επαναστατικές κινήσεις και ζυμώσεις
- Ο Μέγας Πέτρος και οι Έλληνες
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
Οπτικό υλικό
- Χάρτης της «Ελλάδας»
- Η Αγγλία και η Γαλλία τεμαχίζουν την υδρόγειο
- Συνθήκη της Ουτρέχτης
- Αικατερίνη Β'
- Ναπολέων Βοναπάρτης
- Tσάρος Αλέξανδρος Α'
- Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέττερνιχ
- Κεντρική λεωφόρος της Οδησσού