Ιδεολογική προετοιμασία της επανάστασης
Λογοτεχνία
▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
‒ Τι λες γι’ αυτά, εσύ;
‒ Λέω…
Σώπασε πολλήν ώρα. Ο άλλος τον άφησε.
‒ Λέω πως ήρθε ο καιρός.
‒ Έτσι λέω κι εγώ.
Ο Ρήγας κόμπιασε ξαφνικά.
‒ Μένουν οι δικοί μας. Με μηνάνε πως είναι έτοιμοι. Ο Ρώμας με έγραψε από τη Ζάκυνθο. Οι Μανιάτες, όλοι, είναι πάνοπλοι, έτσι με γράφουν.
‒ Φοβούμαι μην υπερβάλλουν.
‒ Δεν φοβούμαι. Κι ας υπερβάλλουν. Οπλισμένοι είναι. Γυμνασμένοι είναι. Τρακόσα χρόνια πάνω στα βουνά.
‒ Ο λαός; Το πλήθος;
‒ Ο λαός είναι ξύπνιος. Ξύπνησε. Αλαλάζει. Θα τόνε σπάσει με τα δόντια του τον ζυγό!
‒ Στάσου! Νομίζω ότι υπερβάλλεις εσύ τώρα.
‒ Έχω πειστήρια. Ελευθερία ή θάνατος! γράφουνε όλοι. Ανάβουν καντήλια εμπρός στην εικόνα του Μποναπάρτη, του Ελευθερωτού. Το δικό μου… το δικό μου το τραγούδι, ο Θούριος, τον περνάνε από χέρι σε χέρι, με το γράψανε πολλοί, από χέρι σε χέρι, χειρόγραφο, αφού δεν πήγανε ακόμα τα αντίτυπα… έτσι με λένε, περνάει από στόμα σε στόμα… τι γρήγορα ωστόσο, ε!… πόσος καιρός είναι! δεν το λέω γιατί είναι δικό μου, αλλά… για να πιάνει έτσι, θα πει… θα πει ότι, σα φλόγα που είναι, πέφτει σε μπαρούτη… μπαρούτη! Ο κόσμος, όλοι οι Γραικοί, αμέσως παίρνουνε φωτιά! Τέτοια με γράφουν. Θες πίστεψέ τα. Εγώ τα πιστεύω.
‒ Είσαι έτοιμος εσύ;
‒ Έτοιμος είμαι. Προσμένω να τυπώσεις τούτο εδώ και κάτι άλλο… Αυτό θε να ’ναι για την τελευταία στιγμή. Ύστερα… θα τραβήξουμε εμπρός, θα κινήσω εγώ, μόνος πρώτα. Οι άλλοι θα ’ρθούνε ένας-ένας, το πολύ δυο-δυο μαζί, να μην υποψιαστεί η Αστυνομία.
Έφυγε αισιόδοξος από του Πούλιου. Κι άξαφνα, γυρίζοντας στο σπίτι του, βρίσκει γράμμα από το Παρίσι. «Παρίσιοι, Σεπτεμβρίου 5, 1797». Είναι γράμμα του Κοραή. Θεέ μου! Θα πασκίζει πάλι να του κόψει την ορμή! Ποιος! Ο Κοραής! Πάντα του ψύχραιμος, πάντα με το μυαλό. Όχι! δεν του ταιριάζει του Ρήγα αυτός ο άνθρωπος, κι ας είναι πιο σοφός… Α, μα παραείναι σοφός, με τον διαβήτη πάντα! Πάλι για τα βιβλία γράφει, πάλι για το πνευματικό ξύπνημα των Γραικών, πρώτα να μάθουν γράμματα, λέει, πρώτα να μάθουν πράγματα, κι ύστερα, ύστερα θα σκεφθούμε για τον σηκωμό. Τόσο σοφός, τόσο σοφός! Κι «είναι πρόωρον» ακόμη, λέει. Όχι! δεν είναι πρόωρον, όχι!
«Φίλε πολίτα», γράφει ο Κοραής.
«Έλαβα την 26 Ιουλίου.
» Παρουσιάζω σε και εμαυτόν με δύο πληγωμένους, οι οποίοι κοινωνούν εις εις τον άλλον τους πόνους των με την αυτήν επιθυμίαν της θεραπείας, αλλ’ όχι και με την αυτήν αίσθησιν. Διότι κατά την καθενός κράσιν αναλογεί και του πόνου η αίσθησις… Χρειάζονται, αδελφέ, βιβλία, χρειάζονται κατά μέρος διδάσκαλοι, οι οποίοι είναι μισθωτοί, χρειάζεται συναναστροφή σοφών ανδρών, αναγκαιοτέρα και από αυτήν την ανάγνωσιν… και τι δεν χρειάζονται! Όθεν σε παρακαλώ θερμώς, να μεταχειρισθείς όλην σου την προθυμίαν και να κινήσεις πάντα λίθον, να κατορθώσεις το να τυπωθώσι και δεύτερον ως άνω… κλπ. κλπ.».
‒ Καλά! Καλά! ξέσπασε ο Ρήγας αναμμένος. Τα γράμματα! Τα βιβλία! Οι σοφίες! Οι πνευματικοί αγώνες! Καλά και άγια! Όμως το σπαθί;… Ήρθε η ώρα του σπαθιού πριν την ώρα των γραμμάτων! Τι να γίνει! Εμείς με το ’να χέρι θα κρατούμε το σπαθί και με τ’ άλλο τα βιβλία! Το σπαθί είναι πιο ακονισμένο σήμερα παρά το μυαλό και, μα τον Θεό, δ ε ν κ ά ν ε ι, δ ε ν μ π ο ρ ε ί σήμερα πια να περιμένει!
Γύρισε το γράμμα από το άλλο φύλλο και διάβασε:
«Σε έστειλα με την περασμένη πόστα γράμματα διά κάποιον Ζηνόβιον εις Βιέννα. Γράψε (να ζήσεις) αν τω τα εγχείρισες. Αι συγχύσεις της Γαλλίας είναι σχεδόν προς το τέλος των, και όλοι ελπίζομεν ότι πλησιάζει ο καιρός του να ελευθερωθώμεν από τους καθημερινούς κινδύνους και βάσανα, οπόταν…»
‒ Ε, μα είναι ανυπόφορος! φώναξε ο Ρήγας κατακόκκινος. Κινδύνους! Βάσανα! Μα εγώ τους θέλω τους κινδύνους! Τα θέλω τα βάσανα! Αυτά με θρέψανε εμένα! Α! τι αλλιώτικοι που είμαστε! Κρίμα! Κρίμα! Ο Κοραής! Τόσο σοφός!…
Στάθηκε. Σκέφτηκε.
‒ Ίσως και να ’χει δίκιο, ωστόσο. Είναι στιγμές που με κλονίζει κάτι. Δεν ξέρω, μπορεί και να ’χει δίκιο αυτός. Πάρωρος σηκωμός μπορεί να καταστρέψει. Θεέ μου! Πώς με επηρεάζει ο Κοραής! Τι ακτινοβολία πρέπει να ’χει, αφού τούτο το γράμμα…
Το γράμμα τέλειωνε έτσι: «Έρρωσο και γίνου φρόνιμος ως ο όφις, ότι αι ημέραι πονηραί εισί διά πολλάς αιτίας».
Έτσι ήτανε κάθε φορά που λάβαινε γράμμα από τον Κοραή, σπαραζότανε ο Ρήγας. Από τη μια η χαρά του γραμματισμένου, του ηδονιστή της μελέτης, του αισθητικού του Ρήγα, από την άλλη η συμπίεση του Ρήγα του ορμητικού, του αυθόρμητου, του ασυλλόγιστου Ρήγα.
Βιβλιογραφικά
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 293-295.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πετσάλης-Διομήδης > < Ρήγας Βελεστινλής > < Διαφωτισμός >▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
Συλλογίζεται ο Ρήγας. Κι η ώρα περνάει, κι είναι μια νέκρα απέραντη ολόγυρα, ούτε σκυλί, ούτε βήματα, ουδέ κοκόρι στ’ απόμακρα, ουδέ τίποτα, μόνο η νέκρα και το μαύρο σκοτάδι που στάζει αργά-αργά στο τζάμι του παραθυριού. Πόσες ώρες να περάσανε κιόλας; Άνοιξε η θύρα και μπήκαν άνθρωποι, πέντε, έξι, οχτώ, κι άλλοι μείνανε απέξω στον διάδρομο και κοιτάνε μέσα. Είναι ο Διευθυντής της Αστυνομίας του Τριεστιού, είναι δυο-τρεις υπάλληλοι, είναι μερικοί αστυνομικοί δίχως στολή. Ο Διευθυντής άρχισε να μιλάει στα γερμανικά. Ένας υπάλληλος κάθησε μπρος στο τραπέζι και γράφει.
‒ Το όνομά σου;
‒ Ρήγας Βελεστινλής… Βε-λε-στιν-λής.
‒ Υπήκοος;
‒ Οθωμανός.
‒ Γεννηθείς;
‒ Στη Βλαχιά.
‒ Το έτος;
‒ 1747.
‒ Θρησκεύματος;
‒ Χριστιανός Ορθόδοξος.
‒ Επάγγελμα;
‒ Έμπορος.
Τα συνηθισμένα. Ύστερα ο Διευθυντής λέει ηχερά:
‒ Εν ονόματι του Νόμου, Ρήγα Βελεστινλή, συλλαμβάνεσαι! Από την στιγμήν αυτήν είσαι υπό κράτησιν!
Ο Διευθυντής γύρισε στον Περραιβό.
‒ Εσύ;
‒Περραιβός Χριστόφορος.
‒ Υπήκοος;
Ο Ρήγας πρόλαβε ν’ αντισκόψει.
‒ Κύριε Διευθυντά, τούτο το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση που σας απασχολεί. Πηγαίνει στην Πάδοβα, να σπουδάσει την ιατρική. Κοιτάξτε τα χαρτιά του. Μια απλή σύμπτωσις ήταν, να βρεθεί συνταξιδιώτης μου.
Ο Διευθυντής πήρε κι εξέτασε το διαβατήριο του Περαιβού. Ο Ρήγας λέει:
‒ Άλλωστε, είναι γεννημένος στην Πρέβεζα. Είναι υπήκοος γάλλος…
‒ Κανένα χαρτί;
‒ Δεν έχω.
Πάλι ο Ρήγας αντισκόβει:
‒ Σας λέω: άδικα θα τον συλλάβετε. Δεν έχει καμιά σχέση…
Ο Διευθυντής κοίταξε τον Περραιβό στα μάτια.
‒ Είσθε ελεύθερος, κύριε. Μπορείτε να πηγαίνετε.
Ο Περραιβός έκανε να πάρει τον σάκο του.
‒ Μια στιγμή, λέει κάποιος.
Ένας αστυνομικός έψαξε τον σάκο. Αλλά δεν είδε τίποτα ύποπτο μέσα. Ο Ρήγας βρήκε τον καιρό να πει του Περραιβού στα ελληνικά:
‒ Αυτό που δεν επρόλαβα εγώ… το Προξενείο… Να πας αμέσως… αμέσως…
Μπρος στην πόρτα, βγαίνοντας, στάθηκε μια στιγμή ο Περραιβός. Γύρισε και κοίταξε μια στερνή φορά τον Ρήγα. Ο Ρήγας του χαμογέλασε, κουνώντας λίγο το κεφάλι.
Ο Διευθυντής λέει στον Ρήγα:
‒ Θα μείνεις εδώ, σε τούτο το δωμάτιο, υπό κράτησιν!
Έδωσε διαταγές: δυο αστυνομικοί θα μένουν νύχτα-μέρα μέσα στο δωμάτιο, να παρακολουθούν την παραμικρή του κίνηση. Κάθε δυο ώρες θα έρχονται άλλοι, να συναλλάζονται.
Φύγανε οι άνθρωποι της εξουσίας. Απόμεινε ο Ρήγας με τους δυο φρουρούς. Μόνος. Πάει κι ο Περραιβός! Α, τι κούραση! Η ψυχή του τσακίστηκε…
Έγειρε τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, έτσι ντυμένος ως ήταν, κι έμεινε μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια, ώρα, ώρα, ώρες… Ούτε ύπνος, ούτε ησυχία, ούτε… όχι δα, είναι κι η ελπίδα, τόσες ελπίδες… Έτσι λέει… Τόσες ελπίδες ακόμη! Βέβαια, τις κασόνες θα τις πιάσανε. Πώς τις πιάσαν; Προδοσία! Tι άλλο! Ποιος; Εδώ; Ή στη Βιέννα;… Πιάσαν κανέναν άλλο; Δεν το πιστεύει. Όχι, όχι, είναι μόνος ευτυχώς! Πρέπει να ’ναι μόνος… Ελπίζει άξαφνα, «ε λ π ί ζ ω», το λέει στον εαυτό του… Ανασκαλεύει όλα τα πάντα μες στο μυαλό του.
Κι από κει, λίγο-λίγο, ως να χαμήλωνε φως λυχναριού, σβήνει ετούτη η διάθεση, η καλή διάθεση της ελπίδας και του θαρρεμού και παραλεί η καρδιά και παραλεί το μυαλό και σκοτεινιάζει εμπρός και σκοτεινιάζει δίπλα και σκοτεινιάζει ο δρόμος, ο δρόμος κι ο ανήφορος, που στη γωνιά του στέκει απόψε η ζωή του Ρήγα…
Ξημέρωσε αγάλι-αγάλι. Μα δεν πρόφτασε να φωτίσει το τελάρο του παραθυριού κι ακουστήκανε βήματα έξω, βήματα βαριά, κι ακουστήκανε φωνές. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν άνθρωποι πολλοί, πέντε, δέκα, δώδεκα.
Ο Ρήγας ανακάθησε στο κρεβάτι, σηκώθηκε. Ξανάρχισαν τα ρωτήματα, οι ανακρίσεις. Τι και πώς και με ποιους, προπάντων αυτό το: «ποιοι άλλοι είναι μαζί σου», αυτό πασκίζουν να του πάρουνε με τέχνη, με κατεργαριά, με ψεύτικες πληροφορίες, με το κλωθογύρισμα γύρω και γύρω και γύρω από τα ίδια πράματα, από τα ίδια πράματα, για να τον μπλέξουν. Μα ο Ρήγας δε χάνει την ψυχραιμία του. Δε βιάζεται ποτέ ν’ απαντήσει.
‒ Το ’χεις ή δεν το ’χεις σκοπό, να ξεσηκώσεις τους ραγιάδες ενάντια στον Σουλτάνο;
‒ Το ’χω ελπίδα μου και πόθο, ν’ απαλλάξω τον τόπο μου από τα δεσμά της δουλείας. Δεν το κρύβω.
‒ Ομολογείς ότι εργάζεσαι γι’ αυτό;
‒ Εργάζομαι γι’ αυτό φανερά και τίμια και μέσα στα όρια που μου επιτρέπει η φιλοξενία της Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως.
‒ Το γνωρίζεις, ότι δεν υπάρχει θέσις για παρόμοιες ενέργειες; Γνωρίζεις ότι παρόμοιες ενέργειες εις βάρος φίλου Κράτους μπορούν να δημιουργήσουν δυσάρεστες περιπλοκές για την Κυβέρνηση του Αυτοκράτορος;
‒ Το γνωρίζω, αλλά θεωρώ ότι οι ενέργειές μου δεν είχαν τίποτε το επαναστατικό, αφού περιορίστηκαν σε μερικά ποιήματα– πατριωτικά, το βεβαιώνω… εσείς τι θα εκάνατε στη θέση μου, κύριε ανακριτά, ως Αυστριακός;– και σε μερικές ευχές… έγγραφες, τις έχετε στη διάθεσή σας, φαντάζομαι… ευχές για την απελευθέρωση της πατρίδος μου από τους Τούρκους.
‒ Είχες συνεννοήσεις με πολλούς πατριώτες σου.
‒ Το ότι τους έβλεπα τους πατριώτες, το ότι μιλούσα μαζί τους, τούτο δε θέλει να πει, ότι είχαμε ιδιαίτερες συνεννοήσεις, που να δίνουν βάση στες υποθέσεις σας.
Μιάμιση ώρα βάστηξε η ανάκριση. Κι όταν έφυγαν αυτοί, ήρθε ένας στρατιώτης κι έφερε μια γαβάθα με μαυροζούμι κι ένα κομμάτι ψωμί. Ο Ρήγας ρούφηξε το ζουμί, να ζεσταθεί, μα το ψωμί δεν τ’ άγγιξε. Γύρεψε να του τ’ αφήσουν όμως. Ύστερα πλάγιασε πάλι κι έκλεισε τα μάτια. Τότε είδε μπρος του ολομεμιάς τον κίνδυνο, τον φοβερό κίνδυνο που απειλούσε την προσπάθειά του. Μ’ ένα τίποτε θα γκρεμιζόταν όλο το Έργο. Κι έπρεπε να σωθεί το Έργο, να το σώσει το Έργο! Στο βάθος, ο Ρήγας είναι ακόμα βέβαιος, ότι η Αστυνομία δεν έχει στα χέρια της σοβαρές αποδείξεις. Μες στις κασόνες ήτανε ο Θούριος, ήτανε το Πολίτευμα, ήταν οι Προκηρύξεις. Μα αυτά όλα δε θα πουν συνωμοσία. Αυτά βαραίνουνε αποκλειστικά τον Ρήγα τον ίδιο, δεν παίρνει μ’ αυτά κανέναν στον λαιμό του, ούτε προϋποθέτουνε συνεννόηση με άλλους.
‒ Ενθουσιώδης πατριώτης! Βέβαια! Είμαι!
Έτσι είπε ο Ρήγας στον ανακριτή, όταν ξανάρθε το απομεσήμερο και τον τυράννησε δυο ώρες.
Βιβλιογραφικά
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 332-335.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πετσάλης-Διομήδης > < Ρήγας Βελεστινλής > < Διαφωτισμός >▲▲
Το κάστρο της μνήμης
(απόσπασμα)
Κανείς δεν τον είχε ακούσει ποτέ να βαρυγκομάει.
Γιατί να παραπονιόταν; Όπως όλοι οι Παλιοκαστρίτες ήταν συνηθισμένος να βλέπει τη φτώχεια και τη στέρηση να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι, να ’ναι αχώριστες φιλενάδες με την οικογένεια. Άλλωστε, αυτός δεν ήταν εμιγκρές όπως οι περισσότεροι Έλληνες που ’βλεπε γύρω του, δεν είχε μισέψει για να βγάλει λεφτά, δε σκόπευε να γεράσει στην ξενιτιά και να γυρίσει μια μέρα στην πατρίδα μ’ άσπρα μαλλιά, φραγκοφορεμένος, με μεταξωτά πουκάμισα, με χρυσές καδένες και με ρολόγια για να παριστάνει τον άρχοντα.
Κάποτε έδωσε ο Θεός και βρήκε μια καλή δουλειά σ’ ένα τυπογραφείο που τύπωνε ελληνικά αλλά και ξένα βιβλία, που ’χε πελάτες όχι μονάχα στο Τριέστι αλλά και σ’ άλλες πόλεις, στη Φλωρεντία, στην Πίζα και στη Βενετιά, που ’παιρνε παραγγελίες κι από άλλα μέρη της Ευρώπης, από τη Βιέννη, από το Παρίσι, από τη Λόντρα. Όλη την ημέρα ο τυπογράφος έβαζε τα τσιράκια του και τύπωναν βιβλία για την Εκκλησία, φυλλάδια με ιστορίες και ποιήματα που διάβαζαν οι μεγαλοκυράδες στ’ αρχοντικά, ονειροκρίτες, ερωτικά αναγνώσματα. Το βράδυ, όταν σχόλαγε ο Φώτης από τα μαθήματα κι ερχόταν να πιάσει δουλειά, ο ιδιοκτήτης έκλεινε καλά την πόρτα τ’ αργαστηριού και καταπιανόταν μ’ άλλης λογής χειρόγραφα, βιβλία πολιτικά και φιλοσοφικά, εφημερίδες που μίλαγαν για δικαιοσύνη και λευτεριά, που αντιμάχονταν όλους τους τυράννους, βασιλιάδες, αυτοκράτορες και σουλτάνους, που καλούσαν τους λαούς να ξεσηκωθούν και να χτυπήσουνε την τυραννία, να φέρουνε ρεπούμπλικα.
Μέσα σε κείνο το τυπογραφείο ο Φώτης γνώρισε κάμποσους φωτισμένους ανθρώπους της Ευρώπης, αριστοκράτες και αστούς, διανοούμενους, ποιητές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς. Όταν ο μελλοντικός δάσκαλος του Παλιόκαστρου τους έλεγε πως ήταν Έλληνας, τον κοιτούσανε με θαυμασμό, λες κι είχαν μπροστά τους κάνα αρχαίο μνημείο ή κάποιο προϊστορικό θεριό. «Πώς γίνεται κι υπάρχουνε ακόμα Έλληνες ύστερα απ’ όσα τράβηξε η πατρίδα τους επί αιώνες κι αιώνες από Ρωμαίους, Φράγκους και Τούρκους;» ρωτούσαν.
Ο Φώτης δεν μπορούσε να τους απαντήσει.
Σιγά σιγά είχε αρχίσει κι αυτός να βρίσκει απίστευτη, ανεξήγητη την επιβίωση της πατρίδας του, του ’ταν αδύνατο να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί κι αυτή η χώρα είχε επιζήσει ύστερα από τόσες και τόσες κατακτήσεις, βάρβαρες επιδρομές, πολέμους, σφαγές. Δεν είχαν άδικο οι ξένοι που ’μεναν εμβρόντητοι όταν τον άκουγαν να μιλάει μια γλώσσα που μιλιόταν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, που δεν την είχε μάθει σε σχολεία και σε Πανεπιστήμια. Καμιά φορά, εκεί που μελετούσε, σταμάταγε για λίγο τη δουλειά και έπαιρνε στα χέρια του μια Ιλιάδα, διάβαζε λίγους στίχους μεγαλόφωνα, σχεδόν τραγουδιστά, όπως έκαναν οι πλανόδιοι μουσικάντες στου Παλιόκαστρου τα πανηγύρια. Σαν άκουγε την ίδια του τη φωνή, μόνο και μόνο σαν πρόφερε τον πρώτο στίχο, κείνο το «Μήνιν άειδε, θεά», τα μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα.
Βιβλιογραφικά
Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 88-89.
Μεταδεδομένα
< Φακίνος > < Διαφωτισμός > < Φιλέλληνες >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Δημογραφικές εξελίξεις
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770–1990
- Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια
- Τα πολεμικά γεγονότα της Τουρκοκρατίας και oι Εξεγέρσεις των Υπόδουλων Ελλήνων
- Ο Προεπαναστατικός Τύπος
- Ρήγας Βελεστινλής
- Επαναστατικές κινήσεις και ζυμώσεις
- Ρήγας Βελεστινλής
- Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770–1990
- Φυσικής Απάνθισμα
- Ένας κύκλος Ελλήνων διαφωτιστών
- Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
- Ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκρούσεις
- Αρχαιογνωσία και νεωτερικότητα
- Το σχήμα του Διαφωτισμού
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
- Βιογραφικά Κοραή
Οπτικό υλικό
- Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
- Περί παίδων Αγωγής ή Παιδαγωγία
- Χάρτης ελληνικών παροικιών
- Ρήγας Βελεστινλής
- Αδαμάντιος Κοραής
- Ρήγας Φεραίος και Αδαμάντιος Κοραής
- Εφημερίς
- Σκλαβωμένη Ελλάδα
- Ο Ρήγας Φεραίος ρίχνει το σπόρο της ελευθερίας
- Ο Ρήγας ψέλνει το Θούριο
- Χάρτα της Ελλάδος
- Φυσικής Απάνθισμα
- Θούριος
- Αδελφική Διδασκαλία
- Σάλπισμα Πολεμιστήριον