Το Σούλι
Λογοτεχνία
▲▲
Η φυγή
«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη.
Το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.
Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Κάτου απ’ τον βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια,
κυλάνε ανάκατα σα να ’ν’ λιθάρια.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.
Βριόνη, πρόφθασε. ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ’ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.
Δεν τόνε βλέπετε; σα Χάρος φθάνει
ψηλά ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.
Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.
Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό
πόρχεται απάνω μου σα να ’ναι φιο.
Τ’άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει…
Άστρα, λυτρώστε με. αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι».
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Β ο ρ ι ά.
Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.
Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τ’ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.
Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη…
Κρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!…
Ο Λάμπρος το ’βλεπε, κι από τη ζήλεια
κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια.
«Άτι περήφανο, να σ’ είχα ’γω,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».
Ωστόσ’ ο Αλήπασας από τον τρόμο
τη χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο…
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή.
Το άτι χάθηκε με τον Αλή.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα.
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.
Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια,
αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια.
αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.
Καθώς διαβαίνουμε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι,
όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ιδρώτας βρύση τού στάζει,
τ’ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,
και κειός τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Ζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είν’ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.
Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στον λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.
Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δε χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,
έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τ’ Αλήπασα τα γένια αφρό.
Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κι εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι.
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του.
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!
Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.
Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ’ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.
Κι εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Τ’ αυτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί.
Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Τ’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,
και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει
αν κείνοι οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασ’ ο Αλήπασας, καίετ’, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.
Τ’ άτι εταράχθηκε σαν το στοιχειό
και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο.
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές…
Αχ! τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι.
Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βεζίρη Αλή!»,
κι εκείνος έλιωνε σαν το κερί.
Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούεται ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:
«Βοήθα με, φώναξε, Ομέρ Βριόνη!».
Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.
Βιβλιογραφικά
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Η φυγή» στο Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, τ.5, Αθήνα 1976, Δωδώνη, σ. 167-171.
Μεταδεδομένα
< Βαλαωρίτης > < Τούρκοι > < Ποίηση >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Σούλι και Σουλιώτες
- Επαναστατικές κινήσεις και ζυμώσεις
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Σούλι και Σουλιώτες
- Τα πολεμικά γεγονότα της Τουρκοκρατίας και οι Εξεγέρσεις των Υπόδουλων Ελλήνων
- Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες
- Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
- Σούλι και Σουλιώτες
- Οι αγώνες των Σουλιωτών
Οπτικό υλικό
- Χάρτης της περιοχής του Σουλίου
- Άποψη του Σουλίου
- Σουλιώτισσες
- Σουλιώτης πολεμιστής
- Χειρόγραφο αιχμαλωσίας του Φώτου Τζαβέλα
- Αλή πασάς
- Ο τραυματισμός του Λάμπρου Τζαβέλα