Το Σούλι

Λογοτεχνία

▲▲

Η φυγή

«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη.
Το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Κάτου απ’ τον βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια,
κυλάνε ανάκατα σα να ’ν’ λιθάρια.

Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!
Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.

Βριόνη, πρόφθασε. ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
Τ’ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.

Δεν τόνε βλέπετε; σα Χάρος φθάνει
ψηλά ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό
πόρχεται απάνω μου σα να ’ναι φιο.

Τ’άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη.
Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει…
Άστρα, λυτρώστε με. αυτή τη χάρη
ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι».

Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Β ο ρ ι ά.

Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
Τ’ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Ολόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.

Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη…
Κρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!…

Ο Λάμπρος το ’βλεπε, κι από τη ζήλεια
κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια.
«Άτι περήφανο, να σ’ είχα ’γω,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».

Ωστόσ’ ο Αλήπασας από τον τρόμο
τη χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο…
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή.
Το άτι χάθηκε με τον Αλή.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα.
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.

Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια,
αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια.
αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.

Καθώς διαβαίνουμε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι,

όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ιδρώτας βρύση τού στάζει,
τ’ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,

και κειός τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Ζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είν’ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στον λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.

Καθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δε χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τ’ Αλήπασα τα γένια αφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κι εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι.
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του.
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!

Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.
Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ’ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

Κι εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
Τ’ αυτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί.

Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
Τ’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,

και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει
αν κείνοι οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασ’ ο Αλήπασας, καίετ’, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.

Τ’ άτι εταράχθηκε σαν το στοιχειό
και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο.

Ακούει πατήματα, φωνές πολλές…
Αχ! τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι.

Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Ακούει που φώναζαν «Βεζίρη Αλή!»,
κι εκείνος έλιωνε σαν το κερί.

Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ακούεται ο θόρυβος πλέον σιμά.
Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:
«Βοήθα με, φώναξε, Ομέρ Βριόνη!».

Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.

Βιβλιογραφικά

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Η φυγή» στο Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, τ.5, Αθήνα 1976, Δωδώνη, σ. 167-171.

Μεταδεδομένα

< Βαλαωρίτης > < Τούρκοι > < Ποίηση >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Σούλι και Σουλιώτες
  2. Σούλι και Σουλιώτες

    «Η περιοχή όπου αναπτύχθηκαν οι τέσσερις οικισμοί, Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκος αναδύεται στην ιστορική σκηνή στα μέσα του 18ου αιώνα. Το όνομα του μεγαλύτερου από τους τέσσερις οικισμούς επικρατεί επί των υπολοίπων. Οι Σουλιώτες κατοίκησαν ένα στενό οροπέδιο, το οποίο σχηματίζεται στην κεντρική κατωφέρεια δύο συμπαγών οροσειρών, της οροσειράς της Παραμυθιάς και εκείνης που έγινε έκτοτε γνωστή από την εκεί παρουσία τους ως όρη Σουλίου. Κάτω από τις κορυφές Βούτσι ή Κακοσούλι (1553 μ.) και Μούργκα (1201 μ.) συναντάται, σε υψόμετρο 600 μέτρων, ο οικισμός του Σουλίου και σε υψόμετρο 460 μέτρων ο οικισμός της Σαμονίβας. Στη νότια έξοδο του στενού οροπεδίου και σε απόσταση πέντε σχεδόν χιλιομέτρων από το Σούλι βρίσκεται ο οικισμός της Κιάφας, ενώ νοτιότερα και σε μισής ώρας πεζοπορία, εντοπίζεται, στις υπώρειες του Φλάμπουρου, ο τέταρτος οικισμός, ο Αβαρίκος. Νότια του Αβαρίκου είναι δυνατή η κατάβαση στη βαθιά και απότομη χαράδρα που τέμνει κατακόρυφα τη νότια πλευρά των σουλιωτικών βουνών. Στο βάθος της χαράδρας ρέει ο Αχέρων, ο οποίος, σχηματίζει ένα είδος φυσικής οχυρωματικής τάφρου. Δυτικά της οροσειράς της Παραμυθιάς εκτείνεται, μέχρι τις ακτές του Ιονίου, η πεδιάδα του Φαναρίου. Ανατολικά της οροσειράς του Σουλίου, στην περιοχή της Τσαρκοβίστας, εκτείνεται μια μεγάλη κοιλάδα, γνωστή ως Μεγάλη Λάκκα. Οι σουλιωτικοί οικισμοί, αθέατοι από τον κάμπο του Φαναρίου αλλά και από την Μεγάλη Λάκκα, λόγω της θέσης τους στην ορεινή ενδοχώρα, βρίσκονταν μακριά από τα κύρια οδικά δίκτυα της περιοχής. Ωστόσο, μονοπάτια, ατραποί και διάσελα συνδέουν τα σουλιωτικά χωριά με τους γύρω ορεινούς και ημιορεινούς οικισμούς.

    Ποιμενική κοινωνία η σουλιωτική, με κυρίαρχη ασχολία την κτηνοτροφία, συγκροτείται από μεγάλες, οργανωμένες συγγενικές ομάδες του τύπου του γένους. Ο Περραιβός, ο οποίος θα γνωρίσει από κοντά τη σουλιωτική κοινωνία, αναφέρει ότι "μέσα δε εις αυτά τα τέσσαρα χωρία είναι διάφοραι γενεαί, κοινώς λεγόμεναις φάραις", αποδίδοντας έτσι με τον αλβανικής προέλευσης όρο φάρα (σπόρος και μεταφορικά φυλή, γένος) την κοινή ονομασία με την οποία οι σουλιωτικές συγγενικές ομάδες αυτοπροσδιορίζονταν.»

  3. Επαναστατικές κινήσεις και ζυμώσεις
  4. Επαναστατικές κινήσεις και ζυμώσεις

    «Οι Σουλιώτες είναι οι μόνοι από όλους τους Έλληνες που δεν αναγνώρισαν την εξουσία του Αλή και υπήρξαν οι αδυσώπητοι εχθροί του. Κυκλωμένοι μέσα στην περιοχή τους από εχθρούς ήταν επόμενο να χρησιμοποιούν κάθε δυνατό τρόπο πολεμικής τακτικής, ώστε να μην υποκύψουν. Έτσι η ανάγκη και η πείρα δεκάδων χρόνων τούς είχαν διδάξει ιδιότυπη στρατιωτική τακτική, άγνωστη στους άλλους Έλληνες και στους αντιπάλους των Τούρκους και Τουρκαλβανούς. Αντίθετα προς αυτούς τους τελευταίους, που συνήθιζαν να πολεμούν πάντα με το φως της ημέρας και να αρχίζουν τη μάχη το νωρίτερο τα χαράματα, οι Σουλιώτες, όπως και οι ολιγάριθμες κλέφτικες ομάδες, δεν περιφρονούσαν τις νυκτερινές επιχειρήσεις, τον "νυχτοπόλεμο", όπως τον ονόμαζαν. Απεναντίας ήταν εξαίρετοι και φημισμένοι νυκτομάχοι, γιατί το σκοτάδι τους προφύλαγε και δημιουργούσε στον εχθρό την εντύπωση ότι οι δυνάμεις τους ήταν πολλαπλάσιες από ό,τι στην πραγματικότητα. Έτσι επιτύγχαναν να δημιουργούν πανικό στους αντιπάλους των και να τους κατατροπώνουν.

    Άλλο χαρακτηριστικό των Σουλιωτών, που οφειλόταν ασφαλώς στην ολιγανδρία τους, είναι ότι δεν πολεμούσαν με διάταξη σε βάθος, όπως οι άλλοι Έλληνες και οι εχθροί τους, άλλα εφάρμοζαν την αραίωση μεταξύ τους σε ευθεία γραμμή ακροβολισμού, δηλαδή ακολουθούσαν την τακτική των συγχρόνων στρατών: "Εκτείνονται", γράφει ο Περραιβός, "εις τρόπον, ώστε δίοδόν τίνα αφήνουν εις τον εχθρόν μεταξύ αυτών, και οι ίδιοι φυλάττουν ο ένας τον άλλον από τους εχθρούς"- ένα άλλο δίδαγμα πολεμικής τέχνης, που προέκυψε μέσα από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής τους. Η ολιγαριθμία τους επίσης και η φειδώ στα πυρομαχικά τούς υπαγόρευε να μη ρίχνουν πυρά ομαδόν (ομοβροντίες ή μπαταρίες, όπως ονομάζονταν), αλλά να πυροβολούν κατά βούληση σημαδεύοντας έναν οπλισμένο εχθρό. Ομοβροντίες έρριχναν μόνο, όταν έκαναν ορμητική έφοδο και ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους αντιπάλους των ή για να εγκαρδιώσουν φιλικό σώμα στρατού, που κινδύνευε και σε βοήθεια του οποίου έσπευδαν, ή τέλος για να εορτάσουν τη νίκη τους. Εξυπακούεται πως οι αρχηγοί τους μάχονταν στις πρώτες γραμμές και αψηφούσαν τον κίνδυνο.»

  5. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
  6. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

    «Ενώ οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι έθεταν το Ανατολικό ζήτημα κι άρχιζαν να διαμελίζουν την Οθωμανική αυτοκρατορία, η εσωτερική αναρχία επέσπευδε την παρακμή της. Οι γενίτσαροι ανέβαζαν και κατέβαζαν τους σουλτάνους. οι πασάδες γίνονταν ανεξάρτητοι, πολεμούσαν κι επαναστατούσαν κατά της κεντρικής διοίκησης. Η δραστηριότητα του πασά του Βιδινίου, Πασβάνογλου, και του Αλή Πασά Τεπελενλή συνδέεται στενά με το εθνικό ελληνικό κίνημα. Ο Αλής, απλός πασάς των Ιωαννίνων το 1788, έγινε ισχυρός τοπάρχης, που η εξουσία του, προσωπική ή μέσω των γιων του, απλωνόταν στην Ήπειρο, τη Νότια Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Στερεά Ελλάδα κι ακόμα στην Πελοπόννησο. Έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του τεράστια δύναμη και υπερβολικά πλούτη και γνωρίζοντας να χρησιμοποιεί τις αντιζηλίες των Δυνάμεων και να επιτυχαίνει έτσι την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια πότε της Γαλλίας και πότε της Αγγλίας, σχεδίαζε τη δημιουργία ενός ελληνοαλβανικού κράτους, ανεξάρτητου απ' την Πύλη. Στην προσπάθειά του για διοικητικό συγκεντρωτισμό, προσέκρουσε στις δυο αυτόνομες περιοχές της Χειμάρρας και του Σουλίου και στο ανεξάρτητο φρόνημα των κλεφτών. Το 1798 κατόρθωσε να υποτάξει τη Χειμάρρα κι όλα τα χωριά της ακτής των Ακροκεραυνίων. Ο αγώνας κατά των Σουλιωτών διάρκεσε περισσότερο. Για να δαμάσει την αντίστασή τους (1803) χρειάστηκε να κάνει τρεις εκστρατείες (1790-1791, 1792 και 1800). Η καταδίωξη των κλεφτών της Ηπείρου και της Πελοποννήσου κράτησε σε όλη τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αλή. Αλλά τον ίδιο καιρό ο Αλή πασάς χρησιμοποιούσε το ελληνικό στοιχείο, εμπιστευόμενος στους Έλληνες διοικητικές θέσεις προορισμένες για Τούρκους και παίρνοντάς τους στο στρατό του, έτσι που η Αυλή των Ιωαννίνων έγινε για τους Έλληνες εξαίρετο πολιτικό και στρατιωτικό σχολείο.»

  7. Σούλι και Σουλιώτες
  8. Σούλι και Σουλιώτες

    «Κεντρικός, ωστόσο, και σταθερός στόχος της στρατηγικής του Αλή, σε όλο το διάστημα της κυριαρχίας του στο πασαλίκι των Ιωαννίνων, θα παραμείνει η έξοδός του στα λιμάνια και τις θάλασσες του Αμβρακικού, του Ιονίου και της Αδριατικής, στις οποίες οι Βενετοί δεν του επέτρεπαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Η κατάρρευση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, άνοιξε το δρόμο στον Αλή για τη διεκδίκηση, ταυτόχρονα με τις μεγάλες δυνάμεις, των Επτανήσων και των ηπειρωτικών εξαρτημάτων τους- Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα, Βουθρωτό-, που συνιστούσαν ταυτόχρονα και τα κυριότερα λιμάνια στον Αμβρακικό και στο Ιόνιο. Η εγκαθίδρυση της εξουσίας του σε ακτές, λιμάνια και νησιά απέτρεπε τον εγκλωβισμό του στα ενδότερα του ηπειρωτικού χώρου, εξασφαλίζοντας την αμυντική κάλυψη των εδαφών του αλλά και το άνοιγμα, με τους δικούς του πλέον όρους, στις ευρωπαϊκές αγορές και στην αντίστοιχη πολιτική πραγματικότητα. Ως κύριο εμπόδιο στην υλοποίηση του στρατηγικού του στόχου παρεμβάλλονταν οι εκάστοτε κυρίαρχοι των Επτανήσων και τα προγεφυρώματα της πολιτικής τους επί του ηπειρωτικού εδάφους: οι πρώην βενετικές κτήσεις, ο Μουσταφά πασάς του Δελβίνου, οι ανεξάρτητοι Τσάμηδες αγάδες των ακτών και η ορεινή κοινότητα του Σουλίου.»

  9. Τα πολεμικά γεγονότα της Τουρκοκρατίας και οι Εξεγέρσεις των Υπόδουλων Ελλήνων
  10. Τα πολεμικά γεγονότα της Τουρκοκρατίας και οι Εξεγέρσεις των Υπόδουλων Ελλήνων

    «Οι Σουλιώτες ήταν αυτόνομοι, χωρισμένοι σε μεγάλες οικογένειες, τις "φάρες" των Μπότσαρη, Τζαβέλλα, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Ζέρβα κ.ά., και ήταν απομονωμένοι πάνω στους ορεινούς όγκους του Ολύτσικα της Μολοσσαίας. Εμπειροπόλεμοι και ετοιμοπόλεμοι, επιδόθηκαν σε σκληρούς αγώνες εναντίον των Τουρκαλβανών αγάδων της περιοχής τους, έδωσαν εξαίρετους αγωνιστές της ελευθερίας των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων και έγραψαν από τις ηρωικότερες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας.

    Το 1788 οι Σουλιώτες ασπάστηκαν πρόθυμα το κήρυγμα του Σωτήρη για εξέγερση. Τον επόμενο χρόνο (1789) οι οπλαρχηγοί τους δήλωσαν έγγραφα στον Ρώσο απεσταλμένο ότι ήταν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον των Οθωμανών και του Αλή πασά. Ο τελευταίος, πληροφορούμενος τις προθέσεις τους, εξεστράτευσε γρήγορα εναντίον τους, δεν μπόρεσε όμως να κάμψει την αντίστασή τους, παρόλο που οι επιχειρήσεις του κράτησαν ένα τετράμηνο, και αναγκάστηκε να συνάψει ανακωχή. Άρχιζε έτσι η πολύχρονη πάλη του τυράννου των Ιωαννίνων για την υποταγή του Σουλίου.»

  11. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες
  12. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες

    «Η εσωτερική κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο επαναστατικός αναβρασμός των υποδούλων και ο συνεχιζόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η αυτοκρατορία των σουλτάνων σύντομα θα κατέρρεε. Αυτή ασφαλώς πρέπει να ήταν και η άποψη του Αλή πασά, ώστε να τολμήση να εκδήλωση χωριστικές τάσεις στέλνοντας τον Ιούνιο του 1791- ενώ αυτός βρισκόταν στο τουρκικό στρατόπεδο της Σούλμας- τους αντιπροσώπους του στον Κάλαμο, για να συζητήσουν με τον Ρώσο στρατηγό Ταμάρα ένα σχέδιο συμμαχίας […]

    Δεν είναι γνωστό αν οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στην υπογραφή συμμαχίας. Αναφέρεται ότι ο Ποτέμκιν ευνοούσε τη συνεργασία Ρωσίας και Αλή πασά. Οπωσδήποτε, οι φιλικές σχέσεις του Αλή πασά και των Ρώσων συνεχίσθηκαν και στα επόμενα χρόνια. Η περίοδος εξ άλλου αυτή της διοικήσεως του Αλή πασά συνδέεται με έντονες προσπάθειές του να επιβάλη την τάξη, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη στη χώρα και να κολακεύση ιδίως τους Έλληνες, ώστε πολλοί συγκρίνοντάς τον με άλλους αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους, να πιστέψουν ότι βρήκαν στο πρόσωπό του τον ιδανικό ηγεμόνα. Χαρακτηριστικό της απηχήσεως της πολιτικής του είναι πως η Εφημερίς των Μαρκιδών Πούλιων στο φύλλο της 30ής Δεκεμβρίου 1791 αναφερόταν στον "ευλογημένο παράδεισο" του Αλή πασά.»

  13. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
  14. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία

    «Ο Αλής γεννήθηκε το 1744 και ανατράφηκε από τη μητέρα του, συγγενή του Κούρτ-πασά του Βερατίου. Δεκατεσσάρων χρόνων, έγινε ληστής. Έκανε μεγάλη περιουσία, μάζεψε γύρω του ισχυρές ομάδες ληστών κι έγινε ο παντοδύναμος αρχηγός μιας περιοχής που ολοένα μεγάλωνε. […] Το 1786 διορίστηκε πασάς των Τρικκάλων, και το 1788 το σαντζάκι των Ιωαννίνων προσαρτήθηκε στο πασαλίκι του. […] Μετά από ολόκληρη σειρά προσεκτικά σχεδιασμένες συμμαχίες και δολοφονίες, επέβαλε την τάξη στους ανυπότακτους Αλβανούς μπέηδες. Έστρεψε κατόπιν την προσοχή του στις χριστιανικές φάρες του Σουλίου. Οι φάρες αυτές κατοικούσαν στις ορεινές περιοχές πάνω από τα Γιάννενα και ζούσαν κυρίως από τις επιδρομές τους στα χωριά που βρίσκονταν κάτω στις πεδιάδες. […] O Αλή-πασάς ήταν πολύ έξυπνος ώστε να ριψοκινδυνέψει μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον αυτών τρομερών πολεμιστών, γι' αυτό τους κάλεσε να πάρουν μέρος σε επιχείρηση εναντίον των μπέηδων του Αργυρόκαστρου, […] Οι πονηροί Σουλιώτες έστειλαν μια συμβολική δύναμη ανδρών με την ελπίδα να ανακαλύψουν τι ακριβώς σχεδίαζε ο Αλής. […] Ο Αλή-πασάς τους κράτησε ομήρους. Πρότεινε στον αρχηγό τους, τον Λάμπρο Τζαβέλα, να του χαρίσει την ελευθερία του, με τον όρο ν’ αλλάξει στρατόπεδο και να χτυπήσει τους δικούς του. Ο Τζαβέλας ζήτησε την άδεια να γυρίσει στο Σούλι για συνεννοήσεις. Ο Αλής του έδωσε την άδεια, αλλά επέμεινε ν' αφήσει ο Τζαβέλας το γιο του και μερικούς από τους άνδρες του ως ομήρους. Όταν γύρισε στο Σούλι, ο Τζαβέλας αποφάσισε, μαζί με τον αρχηγό των Σουλιωτών Γεώργιο Μπότσαρη, ν' αψηφήσουν τον Αλή, ο οποίος, βαθύτατα οργισμένος, επιτέθηκε εναντίον της Κιάφας, χωρίου του Σουλίου. Τολμώντας όμως αυτό το εγχείρημα, ο Αλής βρήκε στους Σουλιώτες το δάσκαλό του. οι δυνάμεις του ηττήθηκαν και πολλοί άνδρες του αιχμαλωτίσθηκαν για να μπορέσει μάλιστα να τους πάρει πίσω, υποχρεώθηκε, όχι μόνο ν' αφήσει ελεύθερους τους Σουλιώτες που κρατούσε ομήρους, αλλά να πληρώσει και ακριβά λύτρα.»

  15. Σούλι και Σουλιώτες
  16. Σούλι και Σουλιώτες

    «Ο Αλής επιτίθεται αμέσως στο Σούλι. […] Την άμυνα του τετραχωρίου αναλαμβάνει εσπευσμένα ο Γεώργιος Μπότσαρης, αρχηγός της ισχυρότερης σουλιωτικής φάρας, επιβεβαιώνοντας το ηγετικό του κύρος μεταξύ των γενών. Στη διάρκεια των εχθροπραξιών εμφανίζεται στο Σούλι και ο Λάμπρος Τζαβέλας, τον οποίο ο Αλής απελευθερώνει, προκειμένου να στρέψει το γένος του εναντίον των δυνάμεων του γένους Μπότσαρη. Ο Τζαβέλας, όμως, εμφανίζεται να εξαπατά με τη σειρά του τον πασά, εφόσον, εισερχόμενος στο Σούλι, φέρεται να στέλνει, κατά τον Ήτον (W. Eton), την πασίγνωστη, έκτοτε, επιστολή προς τον Αλή. Ο Τζαβέλας τον πληροφορεί πως χαίρεται που εξαπάτησε τον πασά, ένα δόλιο και κλέφτη, καθώς είναι αποφασισμένος να υπερασπίσει την πατρίδα του, ακόμη και αν χρειαστεί να θυσιάσει το γιο του. Ο Ήτον θα εξάρει τη συμμετοχή των γυναικών στον πόλεμο και ο Περραιβός τον ηγετικό ρόλο της Μόσχως, γυναίκας του Λάμπρου Τζαβέλα. Η τελική μάχη γίνεται γύρω από την Κιάφα, στις 27 Ιουλίου 1792. Τα στρατεύματα του Αλή συντρίβονται. Ο πασάς καταπτοημένος επιστρέφει στα Γιάννενα.»

  17. Οι αγώνες των Σουλιωτών
  18. Οι αγώνες των Σουλιωτών

    «Τελικά οι επιτιθέμενοι αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Αλλά και οι Σουλιώτες είχαν πολλούς νεκρούς. Ο ίδιος ο Λάμπρος Τζαβέλλας, που μαζί με τον Γεώργιο Μπότσαρη διηύθυνε τις επιχειρήσεις, τραυματίσθηκε βαριά και ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε. Στις επιχειρήσεις αυτές διακρίθηκε για το θάρρος της και η γυναίκα του Μόσχω, που ήταν επικεφαλής των Σουλιωτισσών. Κρίνοντας τις συγκρούσεις αυτές ο έκτακτος προβλεπτής της Λευκάδος τρεις ήμερες αργότερα έγραφε τα έξης επιγραμματικά: "Εις τα ορεινά καταφύγια, τα οποία αποτελούν την άμυναν των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερήφανου τούτου διοικητού. Μέρος των στρατευμάτων του ηττηθέν υπέστη μεγάλας απώλειας και διεσκορπίσθη, ενώ το υπόλοιπον ηναγκάσθη να επιστρέψη κατησχυμένον εις τα Γιάννινα. Όσον εξηυτελίσθη το γόητρον αυτού, άλλο τόσον ισχυροποιήθη το ηθικόν του γενναίου και άρπαγος σουλιωτικού λαού".

    Μετά την αποτυχία της επιθέσεως ο Αλή πασάς αντιλήφθηκε ότι οι Σουλιώτες δεν ήταν ακόμη ώριμη λεία και ζήτησε να διαπραγματευθή μαζί τους. Έτσι οι νικητές βρήκαν την ευκαιρία να επιβάλλουν τους όρους των, σύμφωνα με τους οποίους ο Αλή πασάς ήταν υποχρεωμένος να τους αποδώση όσα χωριά της στρατιωτικής ομοσπονδίας είχε κατορθώσει να καταλάβη ως τότε και να πλήρωση ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, 100.000 πιάστρα, για την εξαγορά των αιχμαλώτων, ενώ ο ίδιος θα άφηνε ελεύθερους τους ομήρους Σουλιώτες.»

Οπτικό υλικό

  1. Χάρτης της περιοχής του Σουλίου
  2. Άποψη του Σουλίου
  3. Σουλιώτισσες
  4. Σουλιώτης πολεμιστής
  5. Χειρόγραφο αιχμαλωσίας του Φώτου Τζαβέλα
  6. Αλή πασάς
  7. Ο τραυματισμός του Λάμπρου Τζαβέλα

Οπτικοακουστικό υλικό

  1. Το Σούλι