Στιγμές εμφυλίου

Λογοτεχνία

▲▲

Η γυναίκα από τη Φούρκα


Ήτανε και μια γυναίκα στη Φούρκα που περίμενε τους στρατιώτες να 'ρθούνε.

Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πηγαίναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.

Αυτή δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι όσο που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν έβρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.

Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τους αντάρτες, πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε που της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτοια. Καθότανε και μαράζωνε.

Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλυτη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδυ καθότανε ήσυχα-ήσυχα, μισονηστική μισοχορτασμένη, μέσα σ' ένα όνειρο από καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.

Τότες η γυναίκα καθότανε κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ήξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κι εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ' άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν το 'θελε. Είχε κι ένα χωραφάκι δικό της, το 'χε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.

—Σε λίγο θα το θερίσουμε, έλεγε κι η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.

Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Άρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ' αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι - πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί να 'τανε στ' αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και να 'ναι και κείνος μαζί τους.

Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κι έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κι έκλαιγε.

Το πρωί ξαναπέσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδυ κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει μήτε το στρατιώτη πότε θα 'ρχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αυτή τον ανήφορο για τ' αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.

Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κι έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.

Μια οβίδα έσκασε κοντύτερα. Η γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενα ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.

—Ελενίτσα.

Τίποτα.

—Ελενίτσα;…

Πάλι τίποτα.

Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχυα τ' αθέριστου χωραφιού της.

Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρυα μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί, με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά μήτε πίσω μήτε ξανά στο χωριό.

Και κει τη βρήκαν οι στρατιώτες από το τάγμα 683 που ανεβαίνανε για τη Φούρκα. Αυτή τους κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ' όλα τα πρόσωπά τους ξεχώριζε αυτόν που περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με το παιδί.

—Παρ' το… Η Ελενίτσα είναι, η δική σου.

Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι…

Βιβλιογραφικά

Δημήτρης Χατζής, «Η γυναίκα από τη Φούρκα», Θητεία. Αγωνιστικά κείμενα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 105-108.

Μεταδεδομένα

< Μητέρα > < Χατζής >

▲▲

Η κάθοδος των εννιά

(απόσπασμα)


Βραδιάζοντας έφυγα με τον Κουτσό. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έμειναν τελευταίοι. Ο Γυαλής με τον Κωστανταράκο έκαναν άλλο ζευγάρι. Για κάμποσο πήγαμε μαζί.

Κει που χωρίζαμε έκανε να μου πάρει το στεν ο Κωστανταράκος.

—Εδεπά του λέω μακελευόμαστε, το στεν δεν το παίρνεις.

Έβαλα το χέρι στη σκαντάλη. Τον τράβηξε ο Γυαλής και φύγανε.

Ο Κουτσός έλεγε να καβαλήσουμε το βουνό και να πέσουμε πίσω μεριά. Από κει θα βλέπαμε τον Ταΰγετο. Δικοί μας τόποι. Κλώθαμε δυο μέρες. Μας παίδευε η δίψα.

Είδαμε μακριά ένα σπίτι με τσίγκους. Πήραμε την απόφαση να ζυγώσουμε. Φαινόταν έρημο. Σταθήκαμε και το κοιτάζαμε. Απάνω κει γύρισε ο Κουτσός απότομα πίσω του. Γύρισα και γω. Ήταν ένας άντρας ξιπόλητος μ' ένα δεμάτι σίκαλες στα χέρια. Δεν τον είχαμε καταλάβει.

—Γεια σας παιδιά, μας χαιρέτησε.

Έμοιαζε φιλικό το ύφος του.

—Νερό πατριώτη, του είπε ο Κουτσός.

—Ελάτε μέσα παιδιά.

Πήγε και τράβηξε το σκοινί της πόρτας. Μπήκαμε στην αυλή. Ήταν ένα πηγάδι και μια ξερή μυγδαλιά.

—Κώστα…, φώναξε.

Δεν του απάντησε κανένας.

—Έχουμε θέρο, είπε.

Πήρε ένα γκουβά και τον έριξε στο πηγάδι. Έβγαλε νερό.

—Να ξεϊδρώστε πρώτα παιδιά.

Γύρισε στη μάντρα και ξαναφώναξε.

—Αντώνη…

Πάλι δεν του απάντησε κανένας.

—Χάθηκαν οι μπάσταρδοι. Πάω να σας φέρω τίποτα να φάτε.

Μπήκε μες στο σπίτι.

Στην πόρτα της μάντρας φάνηκαν δυο παιδιά. Στάθηκαν μαζεμένα και μας κοίταζαν. Θα ήσαν σχεδόν συνομήλικά μου.

Ο άντρας βγήκε με μισό καρβέλι.

—Πού γυρίζετε, μάλωσε τα παιδιά.

Πηγαίνετε φέρτε καμιά ντομάτα.

Μας έδωσε το ψωμί κι έκατσε στο πηγάδι.

—Χτες πέρασε στρατός, είπε.

—Πολλοί; ρώτησε ο Κουτσός.

—Μια κατοστή.

—Κατά πού πήγαν;

—Στην Πόρτα Παναγιά πιστεύω.

—Το βουνό είναι ο Μαλεβός;

—Ναι.

—Καλά το 'λεγα. Για την Μπαρμπίτσα είναι ανοιχτός ο δρόμος;

—Δεν πιστεύω. Γέμισε ο τόπος ντουφέκια, μη ζυγώστε χωριάτη.

Τα παιδιά έφεραν ντομάτες, μας τις έδωσαν.

—Πηγαίνετε μέσα τοιμάστε τα σακιά, είπε ο άντρας.

Είχαν το ίδιο μπόι κι έμοιαζαν.

—Γιοι σου είναι; τον ρώτησε ο Κουτσός.

—Ναι, μια κοιλιά και οι δύο. Κόντεψε να τη σκοτώσουν τη μάνα τους.

Φάγαμε ψωμί και ντομάτες, στυλωθήκαμε.

—Γέρο, φώναξε το 'να παιδί από μέσα.

—Τώρα.

Ο Κουτσός σήκωσε το κεφάλι του μασώντας.

—Τσιγάρο μη σου βρίσκεται;

Έβγαλε ένα λαϊκό πακέτο. Είχε δυο τσιγάρα και μας τα 'δωσε.

Εγώ δεν κάπνιζα. Ο Κουτσός μου 'κανε νόημα και το πήρα.

—Δεν τα βρίσκω, φώναξε πάλι το παιδί.

—Τώρα, είπε ο άντρας.

Γύρισε σε μας.

—Έχω καπνό μέσα. Να σας φέρω.

Μπήκε στο σπίτι.

Έσκυψα στον γκουβά και ξαναήπια. Ο Κουτσός πήγε ίσαμε τη μάντρα, κοίταξε όξω. Ο άντρας μας έφερε μια σακούλα καπνό κι ένα μικρό μπλοκ σημειώσεων.

—Χαρτί δεν έχω καλό, είπε.

Ο Κουτσός γέμισε το παγούρι του. Εγώ έσκυψα και ήπια πάλι. Ο άντρας μας ξέβγαλε στην πόρτα.

Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ' το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα.

Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ' τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι.

Πήραν τον κατήφορο κατά κει που 'σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στη μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σα να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το 'να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα.

Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλωτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος.

Γύρισα έκανα κάτω.

—Νάσιο, άκουσα τον Κουτσό.

Τον βρήκα μέσα στο χαντάκι με το καλό του πόδι σπασμένο στο καλάμι. Με κοίταξε, πώς με κοίταξε.

Τον φορτώθηκα στην πλάτη μου. Δαγκωνότανε να μη βογγάει. Μήδε ήξερα πού πήγαινα. Βρήκα ρουμάνι μπροστά μου, χώθηκα μέσα.

Ο Κουτσός λιποθύμησε κι έγινε ασήκωτος. Είχαν πέσει τα νεφρά μου. Τον άφησα χάμω κι ανέβηκα σ' ένα μαστό να ιδώ γύρω μου. Ύστερα κατέβηκα και τον κουβάλησα σούρνοντας στη ρεματιά.

Τον σημάδεψα στο κεφάλι. Η ρεματιά τράβηξε τη ντουφεκιά. Ούτε που σκέφτηκα πως μπορεί να με προδώσει ο αντίλαλος.

Βιβλιογραφικά

Θανάσης Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά, Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 50-56.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Διάλογος > < Λαϊκός λόγος > < Βαλτινός > < Πολεμική σκηνή > < Εμφύλια διαμάχη >

▲▲

Λευκή πετσέτα στο ρινγκ

(απόσπασμα)


«Όσο πλησίαζα στα Πετράλωνα το τουφεκίδι δυνάμωνε. Μου είχαν κοπεί τα γόνατα. Παραπάνω από το καρβουνιάρικο του Νικιτίδη έπεσα στο πρώτο οδόφραγμα. "Πού πας, ρε μούλικο", μου είπε ένας χωροφύλακας. Του έδειξα την τσάντα, "κονσέρβες και ψωμί στον πατέρα μου", του κάνω. "Τι είναι ο πατέρας σου, κομμουνιστής;" "Όχι, ανάπηρος πολέμου".

»Τον είδα που αγρίεψε και χέστηκα απ' το φόβο μου. Ήμουνα, βλέπεις, γεμάτος σημειώματα. Τα γράφανε οι δικοί μας που είχαν εγκλωβιστεί στις γειτονιές του κέντρου και μαρτυρούσαν τις θέσεις των μοναρχικών και των Εγγλέζων, ιδιαίτερα το πού ακριβώς είχαν στημένο πολυβόλο, τα περίφημα μπρεντ τότε…

»Ναι, εμάς στέλνανε για τέτοια θελήματα. Γυναίκα δεν πήγαινε, οι άντρες ήταν στόχος, μόνο εμείς, η μαρίδα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Σου λέει, παιδιά είναι… όμως εκείνος ο χωροφύλακας που είχα πέσει, στριμμένο άντερο, με πιάνει από το αυτί… "Εμπρός, πάμε να τα πεις αυτά που μου 'πες και στον Κοτσώνη".

»Ο Κοτσώνης διοικούσε τότε τα τάγματα ασφαλείας. Είχε το αρχηγείο του σ' ένα διώροφο που σώζεται ακόμα, περιουσία νομίζω του Τσουδερού ή του Καφαντάρη, θα σε γελάσω. Λέγανε πως είχε πάρει με το ίδιο του το χέρι πολλά κεφάλια. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο που ήταν ζωσμένη με σακιά, μπήκε μέσα ο χωροφύλακας να τον φωνάξει, ο σκοπός με κοίταξε αδιάφορα και μετά γύρισε από την άλλη, προς τα κει που πέφτανε οι σφαίρες. Λέω από μέσα μου, "τώρα είναι η ευκαιρία", έβγαλα τα δυο σημειώματα από το στρίφωμα του σακακιού μου, έκοψα και μια μπουκιά ψωμί και τα 'χωσα όλα μαζί στο στόμα μου. Έτσι, όταν μ' ανέβασαν πάνω, είχα λιγάκι ηρεμήσει. Ό,τι και να μου κάνουν, σκέφτηκα, όσο και να με ψάξουν, τίποτα δε θα μου βρουν. Κι ευτυχώς, γιατί ο μπάσταρδος ο Κοτσώνης με ξετίναξε, ύστερα κράτησε τα τρόφιμα και μ' έστειλε στο διάολο. Όπως έφευγα, το θυμάμαι λες και είναι τώρα, φέρνανε σηκωτό ένα γειτονόπουλο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το πέταξαν μπροστά στα πόδια του Κοτσώνη. Δε γύρισα να δω, όπου φύγει φύγει, άκουσα μόνο την μπιστολιά…»

Βιβλιογραφικά

Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 99-101.

Μεταδεδομένα

< Κομμουνισμός-Σοσιαλισμός > < Διώξεις αντιφρονούντων > < Οπτική γωνία παιδιού > < Εμφύλια διαμάχη >

▲▲

Νεκρή Ευρώπη

(απόσπασμα)


Ο Σταύρος είχε χάσει ήδη ένα γιο στον πόλεμο. Πριν από ένα χρόνο, οι Άγγλοι είχαν ρίξει προμήθειες από τις ιπτάμενες μηχανές τους —τις έβλεπε και σταυροκοπιόταν— και τα κιβώτια με τα τρόφιμα είχαν αποθηκευτεί στο δημαρχείο, στο Θέρμο, για να μοιραστούν στους στρατιώτες του βασιλιά. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει γρήγορα στα χωριά. Περίμεναν ότι οι αντάρτες θα κατέβαιναν απ' τα βουνά και θα έκαναν έφοδο στο κτίριο. Στην πόλη εγκαταστάθηκε φρουρά για να φυλάει τα τρόφιμα. Τελικά δεν ήταν οι αντάρτες αυτοί που επιχείρησαν να κλέψουν τα τρόφιμα. Τέσσερα απ' τα μεγαλύτερα πιτσιρίκια του χωριού κατέστρωσαν μαζί ένα σχέδιο· ένα απ' αυτά ήταν κι ο Μανόλης, ο γιος του Σταύρου. Το σχέδιο ήταν να βάλουν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά να ξεκινήσουν δήθεν καβγά μεταξύ τους με την ελπίδα ν' αποσπάσουν την προσοχή των φρουρών, και να σκαρφαλώσουν τότε τα δυο μικρότερα παιδιά σ' ένα παράθυρο, να περάσουν απ' τις μικρές γρίλιες στο πίσω μέρος του δημαρχείου και να χώσουν όσο περισσότερη τροφή μπορούσαν στις τσέπες τους. Αργότερα όλοι συμφωνούσαν ότι το σχέδιο αυτό ήταν γελοίο και ανεφάρμοστο. Τα δύο μικρότερα παιδιά δεν είχαν προλάβει καν να περάσουν απ' το παράθυρο όταν σήμανε συναγερμό ένας στρατιώτης. Ακούγοντας τις φωνές των φίλων τους, τα δυο παιδιά που καβγάδιζαν για αντιπερισπασμό το έβαλαν στα πόδια, αλλά οι σφαίρες τούς σταμάτησαν αστραπιαία. Οι τέσσερις σοροί επεστράφησαν στο χωριό, αλλά χωρίς κεφάλια· τους τα είχαν κόψει για τιμωρία. Είχαν θεωρήσει ότι τα παιδιά ήταν αντάρτες. Οι αντάρτες επέβαλαν τη δική τους εκδίκηση μια βδομάδα αργότερα. Σχεδίαζαν πράγματι να κάνουν έφοδο στο δημαρχείο και να κλέψουν τις προμήθειες. Όμως η στρατιωτική παρουσία αυξήθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα των παιδιών, κι έτσι, αντ' αυτού, οι αντάρτες έκαναν επιδρομή στις οικογένειες των νεκρών παιδιών και κατάσχεσαν και τον παραμικρό κόκκο τροφής που απέμενε στα σπίτια τους.

Βιβλιογραφικά

Christos Tsiolkas, Νεκρή Ευρώπη, μτφρ. Νίκη Προδρομίδου, Printa, Αθήνα 2010, σ. 178.

Μεταδεδομένα

< Ευρώπη >

▲▲

Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη

(απόσπασμα)


Από τους πρώτους που πιάστηκαν στην περιοχή τη δική τους μόλις άρχισαν οι διώξεις ήταν αυτός. Τώρα πια το ξέραν όλοι τους ποιος ήταν - ο γραμματέας του εαμ στην επαρχία, ο ασύλληπτος, το γερό το χέρι. Τον πήγαν στις φυλακές του Βόλου, μαζί με τρεις άλλους από το χωριό, τρεις από τον Αλμυρό και πέντε από τα γύρω χωριά. Στη δικογραφία που αρχίσαν και φκιάχνανε, τους φορτώναν έξι φόνους, με πρώτο κατηγορούμενο αυτόν. Μείνανε δύο χρόνια στη φυλακή, περιμένοντας τη δίκη με τη σίγουρη θανατική καταδίκη.

Πέρα απ' τους τοίχους της φυλακής της δικής τους απλωνότανε και δυνάμωνε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο σπαραγμός του, η αμφιβολία που διαδεχότανε τώρα τη μεγάλη πίστη, η απόγνωση που διαδεχότανε την ελπίδα και τ' όνειρο - περνούσαν τους τοίχους της φυλακής, τους φτάναν κι αυτούς: ήταν δικαιωμένος, δεν ήταν; Σωστά τα κάναν - δεν τα κάναν σωστά; Είχε δικό τους φταίξιμο μέσα - δεν είχε; Και πού βρισκόταν; Ποιος το 'χε;

Ο μικρός ράφτης της Σούρπης, που 'χε φτάσει να γίνει αρχηγός των ανθρώπων στον τόπο του, δε μπορούσε να ξέρει γι' αυτά. Μπορούσε μόνο να ξέρει πως είχανε νικηθεί, πως η δίκη τους δεν θα 'τανε δίκη, η θανατική καταδίκη τους ήτανε σίγουρη. Και σκεφτόταν πως όταν έρθουν έτσι τα πράματα - και χάνονται όλα χωρίς ελπίδα καμία, ο θάνατος είναι τότε και λυτρωμός και δικαίωση - και σώζονται πάλι τα πάντα. Και την περίμενε τώρα κι αυτός τη δική του θανάτωση. Όχι με την παλικαριά των γενναίων - δεν έβγαινε τίποτα για κανέναν από το δικό του το θάνατο. Ούτε καν σαν εξίσωση γενική, μια τελική αναγωγή της ζωής. Την περίμενε με τη σιγουριά των τελειωτικά νικημένων - πως χάθηκαν όλα - εντάξει - μα παραπέρα δεν έχει - υπάρχει πάντοτε ο θάνατος κι είναι ένα τέρμα και σταθερό κι αναφαίρετο. Το 'πε και στους άλλους που 'τανε μαζί του - Μη φοβάστε, ρε παιδιά, θα μας σκοτώσουν, τελειώνουν όλα σε λίγο. Μερικοί τους τον φοβόνταν το θάνατο, μερικούς τους έπνιγε η αδικία του, μερικοί τους ελπίζαν ακόμα, θέλανε να σωθούν - από το θάνατο μόνο - και τα βρίσκουν ύστερα - η ζωή δεν είχε τελειώσει μ' αυτή τους την ήττα. Γι' αυτόν - είχε τελειώσει. Ήταν έτοιμος.

[…]

Στα σαράντα εφτά έγινε η δίκη των άλλων. Στο έκτακτο στρατοδικείο του Βόλου. Όσες φορές αναφερότανε τ' όνομά του, πότε ο πρόεδρος, πότε ο επίτροπος, λέγανε, ναι, και βέβαια, τα ξέρουν, θα τον δικάσουν αργότερα αυτόν. Τότε κι οι άλλοι - κι αυτοί που φοβόνταν το θάνατο και κείνοι που 'χαν ελπίδα πως θα σωθούν, τα φορτώσαν όλα σ' αυτόν. Και τα ψέματα και τ' αληθινά. Και δεν σώθηκαν. Με τη σύντομη διαδικασία του καιρού εκείνου τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο.

Το πρωί της εκτέλεσης άκουσε τις πόρτες των κελιών τους ν' ανοίγουν, βήματα πολλά στο διάδρομο. Κατάλαβε. Πήγε στο παραθυράκι της δικής του πόρτας, είδε να τους παίρνουν. Πέρασαν μπροστά του, τους φώναξε με τα ονόματά τους, έβγαλε το χέρι του μέσα από τα σίδερα, να τους αγγίξει που φεύγουνε, κανένας δε γύρισε το κεφάλι του να τον δει, κανένας δεν τον αποχαιρέτισε. Τι έγινε; Γιατί τον άφησαν αυτόν; Πως έγινε; Είχε πιστέψει πως φτάνοντας στην απελπισιά που 'χε φτάσει μήτε καλό μήτε κακό δεν είχε να βρει παραπέρα. Η ζωή του με τους άλλους είχε τελειώσει - οι λογαριασμοί του με τα περασμένα, τα τωρινά, κλειστήκαν για πάντα. Και να, που δεν κλείστηκαν. Η αγωνία ερχότανε τώρα στο τελευταίο του καταφύγιο, ξαναφέρνοντας μέσα τους άλλους, ξαναμπάζοντας μέσα τα τωρινά - τι είχε γίνει; - πώς είχε γίνει; - γιατί;

Έμεινε άλλα τρία χρόνια στη φυλακή ρεύοντας και περίμενε ακόμα το θάνατο. Δεν ερχόταν. Η δίκη του ορίστηκε, αναβλήθηκε, ορίστηκε, αναβλήθηκε πάλι. Η γυναίκα του πήγαινε πάντοτε και τον έβλεπε, του χαμογελούσε πάλι - το πικραμένο της χαμόγελο τώρα - μα για κείνο το μόνο που 'θελε τώρα να μάθει, αυτή δεν ήξερε να του πει. Από τους άλλους που περνούσαν - μένανε, φεύγαν γι' αλλού, τους σκοτώναν, ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωνε έξω - μια τελειωτική συντριβή - οι τουφεκισμοί λιγοστεύανε, ο δικός του ο θάνατος αναβαλλόταν ακόμα.

Βιβλιογραφικά

Δημήτρης Χατζής, «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη», Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 88-89 & 92-93.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Χατζής > < Διώξεις αντιφρονούντων > < Κομμουνισμός-Σοσιαλισμός > < Εμφύλια διαμάχη >

▲▲

Του Εμφυλίου

[I]

Μάχη αστραπή μέσα στα δέντρα. Γεγονότα που κάηκαν
σαν φύλλα. Απ’ αυτές τις πλαγιές περάσανε οι αντάρτες.
(Άνθρωποι απλοί με χωμάτινα χέρια).
Ποιος θα τους βγάλει από τους θρύλους
που μέσα τους ακόμη περπατούν φανταστικοί
και παραμορφωμένοι;

[II]

Εδώ κατέβηκαν για πλιάτσικο. Λίγο κριθάρι και
κοτόπουλο. Λίγο τυρί και λίγο απίδι απ’ τα χωριά της
Θεσσαλίας. Ποιο στόμα έτρεφαν; Ποιας χαμένης χαραυγής;
Ποιας ωραίας αυταπάτης; Τη στιγμή που η μάχη
από πριν είχε κριθεί και το παιχνίδι.
Στη μεγάλη τετράγωνη σκακιέρα.

[III]

Ο γιος αντάρτης. Ο πατέρας εθνικός.
Το σπίτι βούλιαζε σαν πετρελαιοφόρο
σε τυφώνα.
Κομμένο στα δυο.

Βιβλιογραφικά

Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ. 46.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Ποίηση > < Εμφύλια διαμάχη >

▲▲

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

(απόσπασμα)


Ήμασταν πια στα 1947. Στο χωριό μας τους τελευταίους μήνες έρχονταν αντάρτες κι από άλλες περιοχές. Ήταν όλοι τους αδυνατισμένοι, βρόμικοι και με κουρελιασμένες στολές. Η επιμελητεία τούς μοίραζε στα σπίτια των χωριανών για να μένουν όσες μέρες θα βρίσκονταν στο χωριό. Όταν έφευγαν έπαιρναν όσα τρόφιμα υπήρχαν, λάδι, αλεύρι, τυριά και όσπρια. Ελάχιστα ζώα γύριζαν τα βράδια στα κατώγια των σπιτιών. Οι χωριανοί τα έβγαζαν να βοσκήσουν και τα βράδια έμεναν στα βοσκοτόπια για να μην τα πάρουν οι αντάρτες.

Στο σπίτι μας είχε μείνει ένα βράδυ ο Ορέστης, ένα παλικάρι γλυκομίλητο, όλο για τους γονείς και τα αδέλφια του μιλούσε που έμεναν στο Κεράσοβο. Η μάνα μου τον φίλεψε με φρέσκο ψωμί, βραστά αυγά και του γέμισε το παγούρι του με γάλα. Την ώρα που έφευγε τον ρώτησε:

—Πού, με το καλό, θα σας πάνε, Ορέστη;

—Στο μέτωπο, κυρά… Γίνεται πόλεμος εκεί πάνω, και ο Δημοκρατικός Στρατός θα αγωνιστεί για να ζήσετε ελεύθεροι.

Κι ενώ όλο και πιο πολλοί αντάρτες έρχονταν στο χωριό μας, μερικοί χωριανοί μας έβρισκαν τρόπο να φεύγουν κρυφά από τα σπίτια τους και να πηγαίνουν σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν αντάρτες.

Κάποια μέρα που η μάνα μου χτύπησε την πόρτα της νονάς μου, στο παρακάτω στενό, βγήκε ένας αντάρτης αγριεμένος.

—Πού είναι η Αναστασία; ρώτησε η μάνα μου μουδιασμένη.

—Σκάβουν το λάκκο που θα τους θάψουμε. Τη νύχτα το 'σκασαν πηδώντας από το παράθυρο. Πού θα μου πάνε, όμως… Θα τους πιάσουν τα φυλάκια και τότε θα βλαστημήσουν τη μέρα που γεννήθηκαν…

Η μάνα μου έφυγε αναστατωμένη. Από καιρό έβλεπε τη νονά και τον άντρα της φοβισμένους, σπάνια έβγαιναν πια από το σπίτι τους. Ο μοναχογιός τους υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό, και όλοι στο ανταρτοκρατούμενο χωριό μας τους στραβοκοίταζαν, μερικοί μάλιστα δε δίσταζαν να τους βρίζουν και να τους απειλούν.Με τον ίδιο τρόπο, κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις, έφυγαν κι άλλες οικογένειες που είχαν χαρακτηρίσει δεξιές. Οι αντάρτες έμπαιναν στα σπίτια τους, έπαιρναν όσα τρόφιμα έβρισκαν και, ό,τι απέμενε, στρώματα, βελέντζες, ακόμα και ξύλα για το τζάκι, τα άρπαζαν οι συντοπίτες μας.

Καταλάβαμε ότι ο πόλεμος είχε φτάσει πια για τα καλά και στα μέρη μας, όταν οι αντάρτες μάζεψαν όλους τους χωριανούς στην πλατεία και διάλεξαν άντρες και γυναίκες, νέους και δυνατούς, για να μεταφέρουν πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα υλικά για να χτιστούν πολυβολεία πάνω στα βουνά. Δρόμοι δεν υπήρχαν, και όλη τη μέρα, φορτωμένοι, ανέβαιναν σε μέρη που ούτε τα αγριοκάτσικα δεν πλησίαζαν. Γύριζαν τα βράδια κατάκοποι και διψασμένοι, και την άλλη μέρα δεν μπορούσαν να ξανασηκώσουν τα πονεμένα τους κορμιά.

Τη μέρα που είδε η αδερφή μου η Μαριάνθη δυο αντάρτισσες να παίρνουν νερό από τη βρύση, έτρεξε να το πει στη μάνα μας.

—Μάνα, ξανάρθαν οι αποκριές. Δυο γυναίκες φορούν παντελόνια, πουκάμισα και αρβύλες. Έχουν και όπλα περασμένα στον ώμο τους. Μόνο τα γένια και τα μουστάκια τους λείπουν…

Σε λίγο στην πλατεία είχε μαζευτεί όλο το χωριό να δει τις κοπέλες με τις αντάρτικες φορεσιές, που τα λιγνά κορμιά τους έπλεαν μέσα στα φαρδιά ρούχα.

Οι γριές έκαναν τον σταυρό τους κι έλεγαν:

—Πάει, χάλασε ο κόσμος… Ο Θεός θα ρίξει κεραυνούς και θα μας κάψει. Πού ακούστηκε γυναίκες να φορούν παντελόνια; Κύριε ελέησον…

Σε καιρούς ειρηνικούς, όταν ήμουν μικρός, έβλεπα τους χωριανούς να μασκαρεύονται τις απόκριες. Οι άντρες φορούσαν ρούχα γυναικεία, έβαζαν ψεύτικα βυζιά κι έβαφαν τα χείλια και τα μάγουλά τους κόκκινα. Και οι γυναίκες ντύνονταν με παντελόνια και σακάκια, τραγιάσκες στο κεφάλι και έφτιαχναν γένια και μουστάκια με κάρβουνο. Οι χοροί, τα γέλια, τα πειράγματα και τα τραγούδια κρατούσαν ως το πρωί.

Όπως μάθαμε αργότερα, οι δυο αντάρτισσες ανήκαν στον Δημοκρατικό Στρατό, έκαναν βοηθητικές δουλειές, πολλές φορές όμως πολεμούσαν γενναία δίπλα στους άντρες.


Ο Δημοκρατικός Στρατός κυριαρχούσε σε όλη την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο θείος Θύμιος δεν έκρυβε τη χαρά του. Το καφενείο του γέμιζε κάθε βράδυ. Ο μόνος που δεν πήγαινε ήταν ο γιος του ο Βαγγέλης. Τη μέρα δούλευε στα κτήματα του πατέρα του και του παππού και τα βράδια διάβαζε. Πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του παππού για να βρίσκει ησυχία, μακριά από τα αδέρφια του, τον Λευτέρη και τον Νίκο, που όλο τσακώνονταν και δέρνονταν μεταξύ τους.

Οι αντάρτες δεν του το συγχωρούσαν.

—Πολύ ακατάδεχτος είναι ο γιος σου, σύντροφε Θύμιο. Επειδή είναι στέλεχος του κόμματος, δε μας λογαριάζει εμάς. Αλήθεια, γιατί άφησε τη θέση του στην Αθήνα και ήρθε εδώ πάνω να καλογερέψει; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο και μας το κρύβει; ρωτούσαν οι αντάρτες τον θείο Θύμιο. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον γιο του, ότι το κόμμα τον έστειλε λίγο καιρό στο χωριό για να διαβάσει και να τελειώσει τις σπουδές του και ότι γρήγορα θα ξαναγύριζε στην Αθήνα.

—Όλα τα νιάτα της Ελλάδας αγωνίζονται στα βουνά και ο γιος σου νοιάζεται για τις σπουδές του; του απαντούσε ειρωνικά ο Βασίλης ο Γιωργούλης, ο πιο σκληρός και μισητός αντάρτης, χωριανός μας, που δε χώνευε όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι μπροστά του.

Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, όλα τα σπίτια ετοιμάζονταν για να γιορτάσουν. Κάποια μέρα, αντί ν' ακούσουμε την καμπάνα να χτυπάει, μας ξεκούφαναν τουφεκιές και ριπές πολυβόλου.

Σε λίγο ήρθε ο παππούς και μας καθησύχασε.

—Μη φοβάστε. Οι αντάρτες είναι, στο καφενείο του Θύμιου. Έχουν μεθύσει, τραγουδούν και ρίχνουν και καμιά τουφεκιά πάνω στο κέφι τους.

Ακολούθησα τον παππού ως την πλατεία, παρά τις φωνές της μάνας μου. Γινόταν χαλασμός. Χοροί, τραγούδια, κι ο Βασίλης μ' ένα χωνί καλούσε τους χωριανούς να γλεντήσουν όλοι μαζί.

Ο θείος Θύμιος μόλις είδε τον παππού έτρεξε και τον αγκάλιασε.

—Πατέρα, επιτέλους η Ελλάδα απόχτησε κυβέρνηση δημοκρατική, κι ας είναι προσωρινή. Ζήτω ο πρωθυπουργός Μάρκος!

—Και πώς το έμαθες εσύ; Μήπως σε έκαμαν υπουργό; γέλασε ο παππούς.

—Μόλις το είπε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας από τη Γιουγκοσλαβία.

—Με το καλό, γιε μου, να γίνει και μόνιμη. Και πού έχει τα γραφεία της η νέα κυβέρνηση;

—Στα βουνά, πατέρα. Γρήγορα όμως ο Δημοκρατικός Στρατός θα μπει σε μια μεγάλη πόλη και η κυβέρνηση θα έχει τη θέση που της αξίζει. Τα κράτη όλου του κόσμου θα τη σέβονται και θα την υπολογίζουν. Το ξεδοντιασμένο εγγλέζικο λιοντάρι δε θα πληγώνει πια τις σάρκες της Ελλάδας με τα νύχια του, και η πατρίδα μας θα κυβερνηθεί μόνη της.

—Κούνια που σας κούναγε … Ξεχνάτε ότι ο αμερικανικός αϊτός θα περάσει θάλασσες και ωκεανούς και θα έρθει ν' αντικαταστήσει το λιοντάρι. Κι αυτός ο αϊτός είναι νέος και δυνατός, και δε θα αφήσει την κουρασμένη ρωσική αρκούδα να κατασπαράξει την Ελλάδα.

—Πατέρα, περίμενε να βρει πρωτεύουσα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση…

—Και ποια πόλη θα αφήσουν οι υπερασπιστές της να πέσει στα χέρια σας; τον έκοψε ο παππούς.

—Δεν ξέρω, πατέρα. Αυτά τα γνωρίζουν τα μεγάλα κεφάλια …

—Σα να μου φαίνεται, Θύμιο, ότι βιάστηκαν τα μεγάλα κεφάλια να γίνουν κυβέρνηση. Έπρεπε να έπαιρναν μέρος στις περσινές εκλογές του Μάρτη και να έδειχναν τη δύναμή τους στον λαό. Αλλά το κόμμα προτίμησε να κάνει αποχή, να μην ψηφίσει και να βγάλει την ουρά του απέξω, σαν την αλεπού. Και ο πρωθυπουργός Μάρκος μπορεί να είναι έξυπνος και αγωνιστής, αλλά δεν παύει να είναι ένας πρώην καπνεργάτης, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις για να κυβερνήσει τη χώρα σε κρίσιμες στιγμές.

—Πατέρα, σε λίγο θα δεις να γίνονται στον τόπο μας πράματα και θαύματα. Θα τρίβετε όλοι τα μάτια σας…

Ο καημένος ο θείος μου… Δεν ήταν ποτέ αρεστός στη μικρή κοινωνία του χωριού μας. Τα έφερε όμως έτσι ο καιρός, να μπαινοβγαίνουν οι αντάρτες στο καφενείο, να κουβεντιάζουν μαζί του, να ρωτούν τη γνώμη του, πράγματα ανήκουστα, που δεν είχε ποτέ του τολμήσει ούτε να τα ονειρευτεί. Τον θάμπωσαν και οι αντάρτικες στολές, τα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος, τα όπλα, τα κατορθώματα των ανταρτών. Του θύμιζαν, όπως άλλωστε και σε όλους τους χωριανούς, τα ένδοξα χρόνια των Αρματωλών και των Κλεφτών, που κι εκείνοι είχαν πάρει τα βουνά για να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν την πατρίδα από τους Τούρκους.

Βιβλιογραφικά

Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 87-93.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Εμφύλια διαμάχη >

▲▲

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

(απόσπασμα)


Πλησίαζε το καλοκαίρι του 1948. Είχαμε μαζευτεί από νωρίς στα σπίτια μας. Ο καιρός ήταν ακόμα κρύος στα μέρη μας, κι έπεφτε βροχή όλη μέρα. Μόλις είχαμε τελειώσει το βραδινό μας φαγητό, αραιή σούπα από καλαμποκάλευρο κι ένα κομμάτι τυρί. Η μάνα μας, αμίλητη, μάζεψε τα πιάτα. Κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου. Πεινούσαμε ακόμα αλλά δε βγάλαμε μιλιά. Τον τελευταίο καιρό όλο αδειανά ήταν τα στομάχια μας.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Αργούσε να με πάρει ο ύπνος. Να ήταν, άραγε, αλήθεια ότι πλησίαζε η μέρα; Και μόνο που το σκεφτόμουν έτρεμα από τον φόβο μου.

Γλάρωναν τα μάτια μου, όταν εκεί, κατά τα χαράματα, ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μας. Η μάνα μου σηκώθηκε ν' ανοίξει. Η φωτιά έκαιγε ακόμα στο τζάκι. Είδαμε μπροστά μας τον Πέτρο Μπάλα, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, με το όπλο στον ώμο του.

—Κυρα-Βγενιώ, πού είναι τα παιδιά σου; φώναζε αγριεμένος.

Εγώ και η αδελφή μου η Μαριάνθη είχαμε ζαρώσει κάτω από τις βελέντζες και τρέμαμε.

Ο Μπάλας τράβηξε τα σκεπάσματα και γύρισε στη μάνα μας.

—Ετοίμασέ τα. Να τους βάλεις ζεστά ρούχα, δώσε τους και λίγο ψωμοτύρι για τον δρόμο. Εκεί που θα πάνε θα βρουν μπόλικο φαγητό, καινούρια ρούχα και παπούτσια.

—Πού θα τα πάτε τα παιδιά μας, Πέτρο; τον κοίταζε η μάνα μου πανιασμένη.

—Γιατί ρωτάς; Αφού το ξέρεις, τα είπαμε εδώ και μέρες. Ένα μόνο να θυμάσαι. Τα παίρνουμε για να τα γλιτώσουμε από τις βόμβες των Αμερικάνων κι από τους μοναρχοφασίστες του Εθνικού Στρατού. Στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες θα τελειώσουν το σχολείο και το πανεπιστήμιο, θα γίνουν καλοί κομμουνιστές και θα γυρίσουν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά των λαών. Λοιπόν, κάμε αυτά που σου είπα και όταν ξημερώσει να τα φέρεις η ίδια στην πλατεία.

—Μη μου πάρετε τη μικρή… Χήρα είμαι, αφήστε τη να τη δω να μεγαλώνει, να την έχω συντροφιά. Είναι και φιλάσθενο παιδί, με το παραμικρό αρρωσταίνει.

—Κυρα-Βγενιώ, άσε το λόγια και κάμε αυτό που σου λέω, την έκοψε ο αντάρτης.

Μόλις έφυγε ο Μπάλας, η μάνα μου άρχισε το κλάμα και το μοιρολόι, κι ανάμεσα στα δάκρυά της του έριχνε κατάρες και βλαστήμιες που πρώτη φορά άκουγα να βγαίνουν από το στόμα της. Γύριζε σαστισμένη γύρω γύρω, άνοιξε το σεντούκι κι ανακάτευε τα ρούχα. Πρώτα έντυσε εμένα κι ας ήμουν πια μεγάλος, είχα κλείσει τα δεκατέσσερα τον περασμένο Δεκέμβρη. Έπειτα άρπαξε στην αγκαλιά της τη Μαριάνθη και σπάραξαν κι οι δυο στο κλάμα. Η αδερφή μου ήταν δέκα χρονών, ψηλή κι αδύνατη σαν κλαράκι.

—Όχου, συμφορά μου. Πού θα σας πάνε, καμάρια μου; έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου.

Προσπάθησα να την ηρεμήσω.

—Μην φοβάσαι, μάνα. Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου τη Μαριάνθη μας.

—Στέλιο, ψυχούλα μου, είναι κορίτσι όμορφο και μεγαλοδείχνει. Εκεί που θα πάτε μπορεί να της κάμουν κακό οι άντρες…

—Σου ξαναλέω, δε θα την αφήνω στιγμή από τα μάτια μου, σου το ορκίζομαι στην ψυχή του πατέρα μας.

Πιο ήρεμη κάθισε δίπλα στο τζάκι και μας κοίταζε για ώρα. Έπειτα, σαν να πήρε μια απόφαση, σηκώθηκε, άρπαξε το ψαλίδι, έκοψε τις κατάμαυρες κοτσίδες της Μαριάνθης κι έκανε το κεφάλι της γουλί. Εκείνη έσκουζε σαν να την έσφαζαν.

—Μην φωνάζεις, κακόμοιρο, και ξεσηκώσεις όλη τη γειτονιά. Ανοίξετε και οι δυο τ' αυτιά σας κι ακούστε με προσεχτικά. Μαριάνθη, από αυτή τη στιγμή είναι αγόρι και σε λένε Μάριο. Και κάτι ακόμα. Θυμάσαι τον θείο σου τον Κώστα;

—Τον αδερφό σου, το μουγγό;

—Ναι, αυτόν. Θα κάνεις τη μουγγή. Κανένας δε θα σκεφτεί να πειράξει ένα αγοράκι μουγγό. Είσαι έξυπνη και θα τα καταφέρεις. Οι μουγγοί είναι κουφοί, κι επειδή δεν ακούν δεν ξέρουν και να μιλούν.

—Μάνα, δεν μπορώ να είμαι και αγόρι και μουγγό. Κάποια στιγμή θα μου ξεφύγει καμιά κουβέντα και, τότε, αλίμονό μου. Και η Μαριάνθη έβαλε ξανά τα κλάματα.

—Δε θα μιλάς καθόλου. Θα είσαι πάντα κοντά στον Στέλιο για να σε προσέχει. Κάμε αυτό που σου λέω, αλλιώς είσαι χαμένη, κακομοίρα μου. Εμπρός, ορκίσου!

Και η μάνα μου είχε αρπάξει την αδερφή μου και την ταρακουνούσε.

—Ορκίζομαι, μάνα, ορκίζομαι, έλεγε και ξανάλεγε η Μαριάνθη σαστισμένη.

Η ώρα περνούσε. Η μάνα μας βρήκε παλιά ρούχα δικά μου κι έντυσε την αδερφή μου. Έβαλε σε μια άσπρη πετσέτα δυο φέτες ψωμί, δυο κομμάτια τυρί και λίγα ξερά σύκα. Μας φόρεσε κι από ένα σκούφο ως τα μάτια και βγήκαμε στο παγωμένο χάραμα.

Καθώς μου έδινε την πετσέτα με το φαγητό, γύρισε και μας είπε:

—Δε θα πάμε στην πλατεία για να μην αναγνωρίσουν οι χωριανοί τη Μαριάνθη μας. Θα σταθούμε πίσω από την εκκλησιά και την τελευταία στιγμή θα ακολουθήσετε τα άλλα παιδιά. Μέσα στην αναμπουμπούλα και στον πανικό, κανένας δε θα σας προσέξει.

Μόλις πέρασα την αυλόπορτα γύρισα και κοίταξα το σπίτι μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Μπορεί να μην το έβλεπα ποτέ πια…

Στην πλατεία γινόταν κλαυθμός και οδυρμός. Τα μικρότερα παιδιά τσίριζαν γαντζωμένα στα φουστάνια των μανάδων τους κι εκείνες τα έσφιγγαν πάνω τους, έκλαιγαν και καταριόνταν. Ο Πέτρος Μπάλας τα τραβούσε από τις μάνες τους και μια νεαρή αντάρτισσα τα έβαζε δυο δυο. Υπήρχαν και μερικές μανάδες που φαίνονταν ευχαριστημένες. Έβαζαν οι ίδιες τα παιδιά τους στη σειρά, εκείνα όμως έδειχναν σαστισμένα και φοβισμένα.

Την τελευταία στιγμή που η θλιβερή φάλαγγα περνούσε από μπροστά μας, η μάνα μου μας έσπρωξε και ακολουθήσαμε τα άλλα παιδιά στον κατηφορικό δρόμο. Μέχρι τη στροφή ακούγαμε τις φωνές, τις βλαστήμιες, τις κατάρες και τα κλάματα των μανάδων. Η τελευταία εικόνα που πήρα μαζί μου ήταν η δική μας μάνα, πετρωμένη, με το χέρι στο στόμα, λες και δεν ήθελε ν' ακουστεί η κραυγή απελπισίας που έβγαινε από τα σωθικά της.

Ο ήλιος άργησε να βγει, λες και ντρεπόταν να δει το δράμα που παιζόταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό στο χωριό μας, στην Ήπειρο ̶ Μάης του 1948 ήταν.

Βιβλιογραφικά

Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 15-19.

Μεταδεδομένα

< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Ήπειρος > < Μητέρα > < Εμφύλια διαμάχη >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου
  2. Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου

    «Η Ελλάς εξήλθεν από τον μέγαν πόλεμον εις ερείπια. Και δια τούτο, πρώτον της μέλημα ώφειλε να είναι η ανοικοδόμησις της κατεστραμμένης οικονομίας της. Δυστυχώς, παρενεβλήθη η κατάρα των εσωτερικών ανωμαλιών, αι οποίαι ήρχισαν από την περίοδον της Κατοχής, με την εξόντωσιν των εθνικών Σωμάτων Αντιστάσεως από τας Κομμουνιστικάς οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, αίτινες έκτοτε παρεσκεύαζον την μεταπολεμικήν δυναμικήν των επικράτησιν, εξεδηλώθησαν σκληρότερον με το Κομμουνιστικόν Κίνημα του Σεπτεμβρίου 1944, και έχουν επαναληφθή από έτους, διαρκούσαι ακόμη και προκαλούσαι πλέον όχι μόνον εσωτερικάς, αλλά και γενικωτέρας ανησυχίας.

    […] Αλλά δια την επιβολήν της Τάξεως θα πρέπει ν' ακολουθήσωμεν την επιλεγομένην πολιτικήν του "κατευνασμού" ή την "δυναμικήν" πολιτικήν;

    Αληθώς, τίποτε δεν θα ήτο ευτυχέστερον δια την χώραν από την ύπαρξιν πολιτικής, η οποία θα ηδύνατο, χωρίς ένοπλον πάλην, με πολιτικά μόνο μέσα, να κατοχύρωση την εθνικήν ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και να οδήγηση εις την ειρήνευσιν. Εφ' όσον όμως κατέστη πασίδηλον ότι οι συμμορίται δεν είναι "διωκόμενοι δημοκρατικοί πολίται", όπως επωνομάζοντο από το ΚΚΕ και τους δορυφόρους του, αλλά η εμπροσθοφυλακή και η πέμπτη φάλαγξ του κομμουνιστικού Πανσλαβισμού, μόνον αφελείς δύνανται να θεωρούν τελεσφόρα τα "πολιτικά" μέσα δια την κατάπαυσιν της στάσεως.»

    Απόσπασμα από τα Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου (Αθήνα, 7-8-1947).

  3. Μετά τα Δεκεμβριανά
  4. Μετά τα Δεκεμβριανά

    «Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), με την οποία τερματίστηκε η δεκεμβριανή σύγκρουση, επικύρωσε τη στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ και διαμόρφωσε το βασικό νομικό και πολιτικό πλαίσιο για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. […] Η υλοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων αποδείχθηκε όμως ιδιαίτερα προβληματική, ακριβώς επειδή συνιστούσε κρίσιμο και καθοριστικό διακύβευμα για το υπό διαμόρφωση νέο πλέγμα εξουσίας. Για την επίσημη κρατική εξουσία, άμεση προτεραιότητα ήταν η επιβολή της στο σύνολο της χώρας (με τη βοήθεια και των βρετανικών στρατευμάτων) και η διάλυση της παράλληλης εαμικής εξουσίας, που είχε διαμορφωθεί από το τέλος της Κατοχής στις περισσότερες περιοχές. Αντίθετα, για την ηττημένη εαμική παράταξη (και πρωτίστως για το ΚΚΕ) άμεση προτεραιότητα αποτελούσε η ανασυγκρότηση των δυνάμεών της, ώστε να μπορέσει να επιβάλει την ευνοϊκότερη εφαρμογή των όρων της συμφωνίας και, ει δυνατόν, να πετύχει την αναθεώρησή της.

    Στο δεκαοκτάμηνο που μεσολάβησε μέχρι την παλινόρθωση της βασιλείας (1 Σεπτεμβρίου 1946) ολοκληρώθηκε τυπικά η θεσμική ανασυγκρότηση του καθεστώτος αλλά, ταυτόχρονα, η διαμάχη για τον έλεγχο της μετακατοχικής εξουσίας οδήγησε στη σταδιακή διολίσθηση της χώρας προς έναν ανοικτό (αν και ακόμη ακήρυκτο) Εμφύλιο Πόλεμο. Στο κρίσιμο αυτό δεκαοκτάμηνο οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αποδείχθηκαν ανίκανες να αποτρέψουν τη γενίκευση του Εμφυλίου, την οποία όλοι προέβλεπαν, αποδίδοντας όμως αποκλειστικά σε κάποιους άλλους την ευθύνη για τη μοιραία κατάληξη.»

  5. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
  6. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

    «Τα δημοκρατικά κόμματα απέχουν από τις εκλογές και το Λαϊκό Κόμμα (βασιλικό) καταφέρνει μια "εύκολη νίκη" (31 Μαρτίου 1946). Ένα εσπευσμένο δημοψήφισμα επιτρέπει την Επάνοδο του βασιλιά (Σεπτέμβριος 1946). Η τρομοκρατία οξύνεται και "νομιμοποιείται". Συνέπεια: οι παλιοί αντιστασιακοί του Ε.Α.Μ. συγκεντρώνονται πάλι στα βουνά και δημιουργούν στις 28 Οκτωβρίου 1946 το "Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας" και λίγο αργότερα την "Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας" (23 Δεκεμβρίου 1947). Ο εμφύλιος πόλεμος, άγριος όσο ποτέ, ξαναρχίζει. Το Φλεβάρη του 1947, η Αγγλική Κυβέρνηση πληροφορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι δεν είναι πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Με τη διακήρυξη του Τρούμαν, κατά την οποία "οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να βοηθήσουν την Ελλάδα για να διαφυλάξει το Δημοκρατικό της πολίτευμα" (12 Μαρτίου 1947) αρχίζει η άμεση επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαδέχονται τη Μεγάλη Βρεταννία στο ρόλο του προστάτη, κι εγκαινιάζεται η νέα αμερικανική πολιτική που εγκαταλείπει τον απομονωτισμό και εννοεί να διευθύνει το Δυτικό συνασπισμό.»

  7. Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949
  8. Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949

    «Το καλοκαίρι του 1946, ο κοινωνικός χώρος που στήριζε την Αριστερά, δηλαδή που συνδέθηκε μαζί της στη διάρκεια της Κατοχής και συνέχιζε να εκφράζεται πολιτικά από αυτήν, βρισκόταν σε κατάσταση γενικής αποδιάρθρωσης. Πολλές εκατοντάδες μέλη, στελέχη και οπαδοί της παράταξης είχαν δολοφονηθεί και στο πεδίο αυτό οι ρυθμοί συνεχίζονταν αμείωτοι, χωρίς να υφίστανται οι δολοφόνοι οποιαδήποτε συνέπεια, ή έστω παρενόχληση, από τις αρχές. Δεκάδες χιλιάδες άλλοι είχαν κακοποιηθεί, τραυματιστεί και ξυλοκοπηθεί, πολλές γυναίκες είχαν εξευτελιστεί με κουρέματα και βιασμούς. Μερικές χιλιάδες βρίσκονταν φυγάδες στα βουνά, όπου ζούσαν και τρέφονταν σαν τα αγρίμια. Χιλιάδες άλλοι βρίσκονταν πρόσφυγες στα ξένα. Πολλές δεκάδες χιλιάδες βρίσκονταν φυλακισμένοι και υπόδικοι με βαρύτατες κατηγορίες. Το νεοεμφανισθέν μέτρο της εκτόπισης έστελνε πλήθος αριστερούς στα νησιά. Τα στρατοδικεία είχαν ξεκινήσει τη λειτουργία τους και από τον Ιούλιο άρχισαν οι αδιάκοπες- βάσει του Γ΄ Ψηφίσματος- εκτελέσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα είχαν ήδη καταφύγει στις μεγάλες πόλεις προσπαθώντας να χαθούν στην ανωνυμία του πλήθους. Ανάλογοι αριθμοί ατόμων, οικογενειών ολόκληρων, ζούσαν μακριά από τα σπίτια τους, φυγάδες, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τα προς το ζην. Όσοι παρέμεναν στα χωριά τους έβλεπαν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται και να διαρπάζονται, χωρίς κανείς να έχει τη διάθεση να τους προστατεύσει. Η ένδεια και η απόγνωσή τους μεγάλωναν καθώς βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τη συνδρομή της πολιτείας και τις διανομές της βοήθειας της ΟΥΝΡΑ.»

  9. Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου
  10. Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου

    «Το ηθικόν του Στρατού μας σήμερον είναι ακμαίον. Αλλά η τακτική του Κομμουνισμού αποβλέπει εις την υπονόμευσιν το ηθικού του λαού. Ερημώνει την ύπαιθρον και εξαναγκάζει τους χωρικούς μας, άλλους να υποτάσσωνται και άλλους να καταφεύγουν, ως γυμνητεύοντες πρόσφυγες, εις τας πόλεις, ο αριθμός των οποίων, σταθερώς αυξανόμενος, υπερβαίνει σήμερον τας 150.000. Η τακτική αυτή του Κομμουνισμού, συνεχιζόμενη, αποσυνθέτει την εθνικήν μας οικονομίαν, εξαθλιώνει την ύπαιθρον, δημιουργεί τον αφόρητον συνωστισμόν των πόλεων και επιφορτίζει το κράτος με την υποχρέωσιν της στεγάσεως και της συντηρήσεως των ανταρτοπλήκτων χωρικών. Ελπίζει τοιουτοτρόπως το ΚΚΕ ότι η κάμψις του ηθικού της υπαίθρου θα μεταδοθή εις τας πόλεις και εκείθεν, εις τον μαχόμενον Στρατόν, ώστε να επιτυχή εμμέσως το αποτέλεσμα, το οποίον δεν δύναται να επιφέρη με τον αγώνα του κατά μέτωπον. Ακόμη, και μόνον με αυστηρά οικονομικά κριτήρια εάν επρόκειτο να εξετασθή η κατάστασις, καθίσταται σαφές ότι η πλήρης ενίσχυσις των στρατιωτικών μας δυνάμεων προς ταχύν τερματισμον της στάσεως θα ήτο πράξις απείρως οικονομικωτέρα από την παρατεινομένην αποσύνθεσιν και καταστροφήν της εθνικής μας οικονομίας, την εξαθλίωσιν των χωρικών μας, τον αφόρητον πληθωρισμόν των πόλεων και την κατάθλιψιν των οικονομικών του κράτους.»

    Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου (Αθήνα, 7-8-1947).

  11. Ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
  12. Ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης

    Απόσπασμα από την Ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, 23 Δεκεμβρίου 1947

    «Κύριος και πρωταρχικός σκοπός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης είναι:

    1. να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του Λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού, να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις, παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων, όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κ.λπ. και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερούμενες περιοχές, να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, και να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους. […]

    O Πρόεδρος: Στρατηγός Μάρκος Τα μέλη: Γιάννης Iωαννίδης, Πέτρος Ρούσσος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Κόκκαλης, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Δημήτρης Βλαντάς, Λεωνίδας Στρίγκος.»

  13. Ο Εμφύλιος γενικεύεται
  14. Ο Εμφύλιος γενικεύεται

    «Με εμφανή δυσφορία και απογοήτευση οι Βρετανοί αξιωματικοί και διπλωμάτες διαπίστωναν ότι ενώ ο στρατός επιτύγχανε με σχετική ευκολία τη δευτερεύουσα αποστολή του- την κατάληψη περιοχών όπου δρούσε ο ΔΣΕ- είχε αποτύχει "καταφανώς" στον κύριο στόχο του, που ήταν εξολόθρευση των ανταρτών. Επίσης ιδιαίτερα ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι ενώ ακόμη διαρκούσε η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων, οι αντάρτες επιχειρούσαν να επανεγκατασταθουν στις περιοχές από τις οποίες είχαν εκδιωχθεί κατά την πρώτη φάση, στα Άγραφα και ανατολικά του Μετσόβου. Ταυτόχρονα υπήρχε σταθερή αύξηση της δραστηριότητας του ΔΣΕ στη Φλώρινα, τη Βέροια, το Λιτόχωρο αλλά και στην περιοχή της Λαμίας. Στις 4 Ιουνίου, ενώ είχαν ολοκληρωθεί οι δύο πρώτες φάσεις των επιχειρήσεων, η βρετανική πρεσβεία της Αθήνας ενημέρωσε το Λονδίνο ότι η κατάσταση της δημόσιας τάξης "πρόσφατα έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο", καθώς ο ΔΣΕ παρέμενε επικίνδυνος και απειλητικός, δρούσε πλέον σε τουλάχιστον 29 από τους 46 νομούς της χώρας, εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον σημαντικών επαρχιακών κέντρων, ήλεγχε σταθερά πολλές περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, και μπορούσε να αποκόπτει οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες κατά βούληση.»

  15. Ιστορικό εισαγωγικό σημείωμα
  16. Ιστορικό εισαγωγικό σημείωμα

    «Τη βρετανική κηδεμονία και εξάρτηση της χώρας, από τις αρχές ήδη του Πολέμου, διαδέχθηκε η κηδεμονία των ΗΠΑ οι οποίες παρενέβηκαν στον ελληνικό Εμφύλιο βέβαιες ότι με τον τρόπο αυτό απέτρεπαν τη σοβιετική εισβολή. Η άποψη αυτή σήμανε ριζική αλλαγή στην πολιτική της Ουάσινγκτον που, παρά τις κατηγορίες της σε βάρος των Βρετανών- ότι αυτοί ήσαν υπεύθυνοι για το ξέσπασμα του Εμφυλίου- και τις διακηρύξεις της ότι ποτέ δεν θα παρενέβαινε στα εσωτερικά φίλων και μάλιστα σύμμαχων κρατών, σε λιγότερο από δύο χρόνια ήταν έτοιμη να ασκήσει την επιρροή της σε ευαίσθητα σημεία της Ευρώπης, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Αιτία αυτής της αλλαγής ήταν η αντιπαράθεση των δυνάμεων της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση, γεγονός που αντανακλάται ευσύνοπτα στο Δόγμα Truman που περιέγραφε τον κόσμο χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα: το δημοκρατικό και το ολοκληρωτικό. "Και εφόσον το ολοκληρωτικό σύστημα ήταν επιπλέον επιθετικό και επεκτατικό, ήταν ευθύνη των ΗΠΑ, ως ηγετικής δημοκρατίας, να προστατεύσει τις δημοκρατικές κοινωνίες από τους εξωτερικούς ή τους εσωτερικούς τους εχθρούς".»

  17. Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948
  18. Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948

    «Το φθινόπωρο του 1948 ο Εμφύλιος Πόλεμος έχει επεκταθεί σε όλη τη χώρα. Στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας σκληρές μάχες διεξάγονται. Οι αντάρτες υποχρεώνονται σε σημαντικές απώλειες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδο­νία έπειτα από στρατιωτικές συγκρούσεις σε Βέρμιο, Κρούσια (Κιλκίς), Πάικο (Πέλλης), Μενοίκιο (Σέρρες), Καϊμακτσαλάν (Πέλλης), Κερδύλλια (Σέρρες). Σ' αυτό τον πόλεμο χωρίς νικητή, τίποτα το φθινόπωρο του 1948 δεν προϊδέαζε ότι ο Εμφύλιος θα έφτανε σύντομα προς το τέλος του. Στη Δυτική Μακεδονία, ο Δημοκρατικός Στρατός φαινόταν να μην μπορεί να εξουδετερωθεί. Αντίθετα, αναλάμβανε επιθετικές επιχειρήσεις όπως η επίθεση κατά της Πτολεμαΐδας και θέσεων του στρατού κοντά στη Φλώρινα (Οκτώβριος 1948) ή η επίθεση κατά του υψώματος Μπίκοβικ κοντά στην Καστοριά (Νοέμβριος 1948).

    Η τελευταία μεγάλη μάχη του 1948 για τον ΔΣΕ ήταν η επίθεση κατά της πόλης της Καρδίτσας. Η επίθεση έγινε στις 11 Δεκεμβρίου 1948 από δυνάμεις της Ι και II Μεραρχίας που διοικούνταν αντίστοιχα από το Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) και τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή) αντίστοιχα. Η πόλη καταλήφθηκε από τους αντάρτες για δύο ημέρες αλλά αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν γιατί κατέφθαναν ισχυρές δυνάμεις του στρατού. Οι επιτυχίες των ανταρτών και η αδυναμία του στρατού να πετύχει αποφασιστικές νίκες, παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του, είχαν σοβαρό αντίκτυπο όχι μόνο στη στρατιωτική ηγεσία αλλά στον πολιτικό και κυβερνητικό χώρο συνολικότερα.»

  19. Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948
  20. Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948

    «Οι περισσότερες γυναίκες μέχρι το 1948 αναλάμβαναν βοηθητικές υπηρεσίες και πήγαιναν στα μάχιμα τμήματα σε εθελοντική βάση. Οι ελλείψεις εφεδρειών, όμως, ανάγκασαν τη στρατιωτική ηγεσία να τις ενσωματώσει σταδιακά στα μάχιμα τμήματα. Έτσι, οι γυναίκες από 12%-15% των μάχιμων δυνάμεων το 1948 έφτασαν να αποτελούν το 25%-30% των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Γράμμο και το Βίτσι το καλοκαίρι του 1949. Αντίστοιχα αυξήθηκαν και οι γυναίκες αξιωματικοί, αν και ελάχιστες έφτασαν στις ανώτερες βαθμίδες. Η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών οδήγησε και στην έκδοση γυναικείων εφημερίδων στο "βουνό", όπως, μεταξύ άλλων, η Μαχήτρια, ηΑγωνίστρια και η Παρτιζάνα. Στην ίδια λογική ιδρύεται στις 25 Οκτωβρίου 1948 στους κόλπους του ΚΚΕ και του στρατού του η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (η πρώτη αμιγώς γυναικεία οργάνωση του κόμματος) με πρόεδρο στην αρχή τη Χρύσα Χατζηβασιλείου και στη συνέχεια τη Ρούλα Κουκούλου, σύζυγο του Νίκου Ζαχαριάδη. Η ΠΔΕΓ συμμετείχε στο 2ο Συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών (Βουδαπέστη, Δεκέμβριος 1948), ενώ τον Μάρτιο του 1949 οργάνωσε την Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη στην "ελεύθερη Ελλάδα", στην οποία συμμετείχαν και γυναίκες εκπρόσωποι από τις σοσιαλιστικές χώρες.»

  21. Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση
  22. Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση

    «Τώρα αρχίζει μια καινούργια [ταλαιπωρία] και χειρότερη. Ευτυχώς ο αξιωματικός που με έπιασε ήταν καλό παιδί. Με ρωτάει από πού είμαι και του λέω "από τον Δομοκό". "Πατρίδα! " μου λέει. "Εγώ από τη Λάρισα. Μη στενοχωριέσαι. Έπεσες στα χέρια μου και θα σε βοηθήσω. Αν μπορέσω να τα καταφέρω να σε πάω μόνος μου στη Λαμία". Και όμως δεν τα κατάφερε. Κάτι λυσσασμένοι φαντάροι που ήτανε [εκεί] να με κομματιάσουν θέλανε. Τους μαζεύει και τους λέει: "Την κοπέλα δε θα την πειράξει κανένας. Ξέρετε ότι έχουμε εμφύλιο πόλεμο. Σκοτώνουμε αδελφός τον αδελφό και αυτό δεν το κάναμε εμείς, ούτε εσείς, ούτε εγώ, το κάνανε άλλοι για τα συμφέροντα τους. Γιατί εμείς να μην εμποδίσομε μερικά πράγματα από αυτά; Αν ήτανε δική σας αδελφή αυτή, θα θέλατε να την κακοποιήσουν; " Και όμως υπήρχαν κάτι καθάρματα [που] δε λύγαγαν με τίποτα.»

  23. Πώς μας έσπρωξαν στον εμφύλιο πόλεμο
  24. Πώς μας έσπρωξαν στον εμφύλιο πόλεμο

    «Δεν ξέρω τι ήταν το πιο δύσκολο να αντέξει κανείς στο βουνό. Μπορεί να ήταν η πείνα. υπήρχαν φορές που δεν είχαμε τίποτε να φάμε. Άλλες φορές ήταν το αβάσταχτο κρύο, η βροχή. Δεν θυμάμαι ποτέ να χόρτασα ύπνο και να είμαι στεγνή. Ήμαστε συνέχεια μούσκεμα. Ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε στην περιοχή της Όθρυος και κυρίως των Αγράφων, όπου κάναμε πορείες μέσα από ποτάμια και χείμαρρους και μέναμε έξω στο ύπαιθρο, όλο βρεγμένοι ήμαστε, κι όταν μπορούσαμε να ανάψουμε φωτιές, αχνίζαμε. […]

    Αν φοβόμαστε τις μάχες; Και βέβαια φοβόμαστε και νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται τον πόλεμο. Αλλά με τη θέλησή μας κυριαρχούσαμε στο φόβο, γιατί πιστεύαμε στο δίκιο του αγώνα μας κι αυτό μας ανέβαζε πάνω απ' το φόβο. Θα 'λεγα πως το μεγαλύτερο χτυποκάρδι το νιώθει ο μαχητής τις στιγμές της αναμονής, λίγο πριν απ' τη μάχη.

    Όταν άρχιζαν οι μαζικές ομοβροντίες του πυροβολικού και η αεροπορία έβαλε κατά σμήνη, ξέραμε ότι γίνεται προπαρασκευή για την επίθεση. Σκοπός τους ήτανε να μας καθηλώσουν για να μπορέσει ο στρατός να μας πλησιάσει, αλλά και για να μας σπάσουν το ηθικό, να μας λιανίσουν, να μην μπορέσουμε να σηκώσουμε κεφάλι. Όταν στο Γράμμο έβαλλαν τα πεδινά πυροβόλα κι από τις δύο πλευρές, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε ταχυπαλμία.»

  25. Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949
  26. Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949

    «Εις νέαν σύσκεψιν γενομένην την 3ην Δεκεμβρίου 1947 εν τω Δημοτικώ Καταστήματι Ζακύνθου μεταξύ των εν Ζακύνθω εκπροσώπων των διαφόρων κομμάτων, παρουσία των προέδρων των διαφόρων επαγγελματικών και εργατικών Συλλόγων και Σωματείων διεπιστώθη και αύθις το επικρατούν εις όλας τας πλευράς πνεύμα μετριοπάθειας και συμφιλιώσεως και η στερεά συνάμα και ακλόνητος απόφασις όπως η Ζάκυνθος κρατηθή μακράν του εμφυλίου πολέμου.

    Όλων των παρατάξεων επιθυμία είναι όπως δια της ισοπολιτείας και δικαιοσύνης αφ' ενός και της εκ μέρους όλων των πολιτών λήθης του παρελθόντος αφ' ετέρου, προαχθή μεταξύ ολοκλήρου του Λαού της Ζακύνθου η Συμφιλίωσις, ώστε να επαναρχίση η νέα ζωή της αμοιβαίας αγάπης, η ζωή η άνευ παθών, μισών και εκδικήσεων. […]

    Εις ην όμως αδόκητον περίπτωσιν επεκταθή αύτη εν Ζακύνθω τότε υπόσχεται ότι αύτη (η Αριστερά) θα μείνη αμέτοχος. Το αυτό ισχύει και δια τας άλλας παρατάξεις εις περίπτωσιν εμφανίσεως ανταρτών της δεξιάς παρατάξεως.»

  27. Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων
  28. Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων

    «Στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου, οι φωτογραφίες των ένστολων παρακρατικών, που ακολουθούσαν σαν ύαινες τα τμήματα του Εθνικού Στρατού, με κομμένα κεφάλια μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού θα γίνουν ένα καθ' όλα συνηθισμένο ενσταντανέ. Ήταν απόδειξη εθνικοφροσύνης, απόδειξη για την είσπραξη κάποιας χρηματικής αμοιβής και απόδειξη ότι η Ελλάδα διένυε τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της.

    Η ύπαιθρος γέμισε από κρατικοδίαιτους παραστρατιωτικούς σχηματισμούς ΜΑΔ (Μονάδες Ασφαλείας Δημοσυντήρητοι) και ΜΑY (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), που ήσαν κυριολεκτικά ασύδοτοι. Είχαν συγκροτηθεί κατά ένα μέρος από χωρικούς που γύρευαν να εκδικηθούν και βουτήχτηκαν στο αίμα και κατά ένα άλλο από πρώην ταγματασφαλίτες, ληστές και κυνηγούς κεφαλών.

    Ο στρατηγός του Εθνικού Στρατού στον Εμφύλιο, Δ. Ζαφειρόπουλος, γράφει γι' αυτές τις παρακρατικές οργανώσεις ότι "δεν προσέφερον τίποτε εις τον αντισυμμοριακόν αγώνα και μάλλον υπήρξαν οι καλύτεροι τροφοδόται της προπαγάνδας λόγω των ατασθαλιών των". Όπως παραδέχεται, "με την συμπεριφορά των είναι οι κύριοι στρατολόγοι του Δημοκρατικού Στρατού".»

  29. Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…
  30. Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…

    «Το 'κανε κι, ο ένας κι ο άλλος, οι δικοί μας, δεν ήταν ξένοι. Τώρα έγινε εμφύλιος πόλεμος, δεν ήταν ξένοι, αναμεταξύ μας έγινε. Ο αδελφός μου ο Αντρέας αντάρτης, ο Θόδωρος αντάρτης, η Βάγια η αδελφή μου ανταρτίνα. Και ο Γιάννης ο άλλος αδελφός μου ήταν στρατό, τον καλούσε η ηλικία. Τώρα πολεμούνταν ο ένας με τον άλλον, αδέλφια με αδέλφια, είμασταν μια χαρά! Και τραυματίστηκαν και οι δυο. Και τα δυο τ' αδέλφια. Ο Γιάννης απού ήταν στρατό τραυματίστηκε, πέντε μήνες στο νοσοκομείο έκανε, τραυματίζεται και ο Θόδωρος εδώ. Τώρα ο πατέρας μου, πού να πάει ο καημένος, με τη μάνα; Να πάει στα Γρεβενά φοβόμασταν, απ' τς Ραμμαίοι. Τη μια τη μέρα πάει στα Γρεβενά να δει εκείνο τον αδελφό μου, το μεγαλύτερο, την άλλη την ημέρα έπρεπε να πάει απάνω στο βουνό να δει τον άλλον. Όχι εδωέ, μακριά! Τέτοια τραβήξαμε.»

  31. Η ίδρυση της ΕΠΟΝ
  32. Η ίδρυση της ΕΠΟΝ

    «Τον Εμφύλιο δυστυχώς δεν τον αποφύγαμε. Η πρωτογενής όμως αιτία του Εμφυλίου είναι η βία και το όργιο τρομοκρατίας που ξέσπασε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945. Αυτό είναι τόσο φανερό που απορώ πώς και έντιμοι ιστορικοί της Δεξιάς και πολιτικοί δεν το έχουν καταλάβει. Είναι άδικο να επιρρίπτεται όλη η ευθύνη για τον Εμφύλιο στην Αριστερά. Είναι ιστορική αδικία. Ακόμα κι αν ο Ζαχαριάδης, ο οποίος πραγματικά είχε κάνει φοβερά λάθη, πήγαινε προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν υπήρχε όλο αυτό το κύμα της τρομοκρατίας, πώς θα έβγαζε ο Ζαχαριάδης τόσο κόσμο στο βουνό; Επιπλέον, με τις αμνηστίες που έδινε ο Πλαστήρας, ο Σοφούλης, ποιος θα καθόταν τρία χρόνια να σκοτώνεται πάνω στο βουνό, αν δεν έπρεπε να γλιτώσει το τομάρι του από το μαχαίρι του χίτη, από τις παρακρατικές συμμορίες; Και οι Εγγλέζοι, από την άλλη πλευρά, εξωθούσαν τα πράγματα και έφτιαχναν συμμορίες που σκότωσαν ανθρώπους όπως ο Βιδάλης. Και μαζί με τους Εγγλέζους ήταν και η ελληνική αντιδραστική πλευρά η οποία ήθελε να μας τσακίσει. Δεν εφάρμοσαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας και άρχισαν τον Εμφύλιο μονόπλευρα. […] Αυτό, νομίζω, ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του Ζαχαριάδη αλλά και η μεγαλύτερη ευθύνη της Αριστεράς. Αν συμμετείχε το ΚΚΕ σε εκείνες τις εκλογές, δεν θα έβγαζε φυσικά εκατό βουλευτές, όπως ισχυριζόταν ο Ζαχαριάδης, θα έβγαζε σαράντα ή τριάντα. Έτσι όμως θα μπαίναμε στο παιχνίδι της πολιτικής ομαλότητας, θα είχαμε ίσως μερικές ακόμα δολοφονίες, μερικά καψίματα και βιασμούς. Θα είχαμε όμως μια Βουλή που θα συνεδρίαζε κάθε μέρα, θα είχαμε ελεύθερο Τύπο και δεν θα φτάναμε στον Εμφύλιο ή, τουλάχιστον, αν φτάναμε, θα ήμαστε μαζί με όλους τους δημοκράτες, τους οποίους θα ήταν πλέον φανερό ότι μια φασιστική Δεξιά ήθελε πάλι να μας μαντρώσει όλους σε μια δικτατορία.»

  33. Το ζήτημα της εξουσίας και ο Εμφύλιος
  34. Το ζήτημα της εξουσίας και ο Εμφύλιος

    «Την είδηση της ανεπίσημης έναρξης του Εμφυλίου πολέμου, στις 31 Μαρτίου 1946, με την επίθεση στο Λιτόχωρο, την έμαθα ενώ βρισκόμουν στα γραφεία της ΕΠΟΝ στην Αθήνα. Από τη μεριά της κα­θοδήγησης του ΚΚΕ και του ΕAM τότε πάρθηκε η απόφαση για ένοπλο αγώνα.

    Η ηγεσία του ΚΚΕ είχε συνεννοηθεί και με τις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων της Βαλκανικής και με την ηγεσία του ΚΚΣΕ είχαν γίνει και στρατιωτικά σχέδια. […] Στον Εμφύλιο, οι διώξεις που έγιναν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Δεν θα ήταν σωστό να πει κανείς ότι ο Ζαχαριάδης ήρθε, οργάνωσε τον Εμφύλιο πόλεμο και τελείωσε η υπόθεση.

    Ούτε είναι σωστό το ότι η αντίπαλη πλευρά ήθελε να γίνει ο Εμφύλιος πόλεμος για να μπορέσει να συντρίψει το εαμικό, το αριστερό κίνημα. Όμως για τον πρώτο καιρό, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, είναι μεγάλες οι ευθύνες της άλλης πλευράς ως προς αυτόν τον ακήρυχτο, τον μονόπλευρο Εμφύλιο πόλεμο που ήταν φοβερός.»

Οπτικό υλικό

  1. Κρατούμενοι κατά τη διάρκεια της «τρομοκρατίας»
  2. Στρατόπεδο συγκέντρωσης Θεσσαλονίκης «Παύλος Μελάς»
  3. Στρατόπεδο γυναικών στο Τρίκερι Μαγνησίας
  4. Αφίσα του Λαϊκού Κόμματος για τις εκλογές 31 Μαρτίου 1946
  5. Αφίσα του ΕΑΜ
  6. Φιλοβασιλική αφίσα για το Δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946
  7. Συλλαλητήριο του ΕΑΜ εναντίον της μοναρχίας
  8. Υπογραφή της ελληνοαμερικανικής σύμβασης της 20ης Ιουνίου 1947
  9. Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού σε θέση μάχης
  10. Χαρακώματα του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο
  11. Μαχητές της 24ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ στο όρος Βόρα
  12. Ομάδα ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ. στη Θεσσαλία
  13. Αντάρτισσες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
  14. Άρθρο της εφ. Το Βήμα για τα γεγονότα στο Λιτόχωρο
  15. Άρθρο της εφ. Το Βήμα για τη μάχη του Μετσόβου
  16. Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ακρόπολις
  17. Άρθρο της εφ. Το Βήμα για το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων
  18. Χάρτης διάταξης των δυνάμεων του ΔΣΕ και οι ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές

Ακουστικό υλικό

  1. Το τραγούδι του νεκρού αδελφού

Οπτικοακουστικό υλικό

  1. Επιχειρήσεις διάφορων τμημάτων του Εθνικού Στρατού
  2. Επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού
  3. Επάνοδος του Βασιλιά Γεωργίου Β'
  4. Περιοδεία Παπάγου και Βαν Φλητ στα Ιωάννινα
  5. Αρχειακό υλικό από λήψη του ΔΣΕ
  6. Το Δόγμα Τρούμαν
  7. Αφήγηση του Στρατηγού του Εθνικού Στρατού Γ. Κουμανάκου
  8. Στα στρατόπεδα εξορίας
  9. Η επιτροπή του ΟΗΕ
  10. Το σχέδιο Λίμνες
  11. Κάποια μάνα αναστενάζει
  12. Στρατιωτική τακτική του ΔΣΕ