Στιγμές εμφυλίου
Λογοτεχνία
▲▲
Η γυναίκα από τη Φούρκα
Ήτανε και μια γυναίκα στη Φούρκα που περίμενε τους στρατιώτες να 'ρθούνε.
Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πηγαίναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.
Αυτή δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι όσο που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν έβρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.
Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τους αντάρτες, πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε που της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτοια. Καθότανε και μαράζωνε.
Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλυτη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδυ καθότανε ήσυχα-ήσυχα, μισονηστική μισοχορτασμένη, μέσα σ' ένα όνειρο από καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.
Τότες η γυναίκα καθότανε κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ήξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κι εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ' άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν το 'θελε. Είχε κι ένα χωραφάκι δικό της, το 'χε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.
—Σε λίγο θα το θερίσουμε, έλεγε κι η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.
Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Άρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ' αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι - πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί να 'τανε στ' αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και να 'ναι και κείνος μαζί τους.
Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κι έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κι έκλαιγε.
Το πρωί ξαναπέσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδυ κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει μήτε το στρατιώτη πότε θα 'ρχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αυτή τον ανήφορο για τ' αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.
Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κι έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.
Μια οβίδα έσκασε κοντύτερα. Η γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενα ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.
—Ελενίτσα.
Τίποτα.
—Ελενίτσα;…
Πάλι τίποτα.
Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχυα τ' αθέριστου χωραφιού της.
Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρυα μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί, με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά μήτε πίσω μήτε ξανά στο χωριό.
Και κει τη βρήκαν οι στρατιώτες από το τάγμα 683 που ανεβαίνανε για τη Φούρκα. Αυτή τους κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ' όλα τα πρόσωπά τους ξεχώριζε αυτόν που περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με το παιδί.
—Παρ' το… Η Ελενίτσα είναι, η δική σου.
Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι…
▲▲
Η κάθοδος των εννιά
(απόσπασμα)
Βραδιάζοντας έφυγα με τον Κουτσό. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έμειναν τελευταίοι. Ο Γυαλής με τον Κωστανταράκο έκαναν άλλο ζευγάρι. Για κάμποσο πήγαμε μαζί.
Κει που χωρίζαμε έκανε να μου πάρει το στεν ο Κωστανταράκος.
—Εδεπά του λέω μακελευόμαστε, το στεν δεν το παίρνεις.
Έβαλα το χέρι στη σκαντάλη. Τον τράβηξε ο Γυαλής και φύγανε.
Ο Κουτσός έλεγε να καβαλήσουμε το βουνό και να πέσουμε πίσω μεριά. Από κει θα βλέπαμε τον Ταΰγετο. Δικοί μας τόποι. Κλώθαμε δυο μέρες. Μας παίδευε η δίψα.
Είδαμε μακριά ένα σπίτι με τσίγκους. Πήραμε την απόφαση να ζυγώσουμε. Φαινόταν έρημο. Σταθήκαμε και το κοιτάζαμε. Απάνω κει γύρισε ο Κουτσός απότομα πίσω του. Γύρισα και γω. Ήταν ένας άντρας ξιπόλητος μ' ένα δεμάτι σίκαλες στα χέρια. Δεν τον είχαμε καταλάβει.
—Γεια σας παιδιά, μας χαιρέτησε.
Έμοιαζε φιλικό το ύφος του.
—Νερό πατριώτη, του είπε ο Κουτσός.
—Ελάτε μέσα παιδιά.
Πήγε και τράβηξε το σκοινί της πόρτας. Μπήκαμε στην αυλή. Ήταν ένα πηγάδι και μια ξερή μυγδαλιά.
—Κώστα…, φώναξε.
Δεν του απάντησε κανένας.
—Έχουμε θέρο, είπε.
Πήρε ένα γκουβά και τον έριξε στο πηγάδι. Έβγαλε νερό.
—Να ξεϊδρώστε πρώτα παιδιά.
Γύρισε στη μάντρα και ξαναφώναξε.
—Αντώνη…
Πάλι δεν του απάντησε κανένας.
—Χάθηκαν οι μπάσταρδοι. Πάω να σας φέρω τίποτα να φάτε.
Μπήκε μες στο σπίτι.
Στην πόρτα της μάντρας φάνηκαν δυο παιδιά. Στάθηκαν μαζεμένα και μας κοίταζαν. Θα ήσαν σχεδόν συνομήλικά μου.
Ο άντρας βγήκε με μισό καρβέλι.
—Πού γυρίζετε, μάλωσε τα παιδιά.
Πηγαίνετε φέρτε καμιά ντομάτα.
Μας έδωσε το ψωμί κι έκατσε στο πηγάδι.
—Χτες πέρασε στρατός, είπε.
—Πολλοί; ρώτησε ο Κουτσός.
—Μια κατοστή.
—Κατά πού πήγαν;
—Στην Πόρτα Παναγιά πιστεύω.
—Το βουνό είναι ο Μαλεβός;
—Ναι.
—Καλά το 'λεγα. Για την Μπαρμπίτσα είναι ανοιχτός ο δρόμος;
—Δεν πιστεύω. Γέμισε ο τόπος ντουφέκια, μη ζυγώστε χωριάτη.
Τα παιδιά έφεραν ντομάτες, μας τις έδωσαν.
—Πηγαίνετε μέσα τοιμάστε τα σακιά, είπε ο άντρας.
Είχαν το ίδιο μπόι κι έμοιαζαν.
—Γιοι σου είναι; τον ρώτησε ο Κουτσός.
—Ναι, μια κοιλιά και οι δύο. Κόντεψε να τη σκοτώσουν τη μάνα τους.
Φάγαμε ψωμί και ντομάτες, στυλωθήκαμε.
—Γέρο, φώναξε το 'να παιδί από μέσα.
—Τώρα.
Ο Κουτσός σήκωσε το κεφάλι του μασώντας.
—Τσιγάρο μη σου βρίσκεται;
Έβγαλε ένα λαϊκό πακέτο. Είχε δυο τσιγάρα και μας τα 'δωσε.
Εγώ δεν κάπνιζα. Ο Κουτσός μου 'κανε νόημα και το πήρα.
—Δεν τα βρίσκω, φώναξε πάλι το παιδί.
—Τώρα, είπε ο άντρας.
Γύρισε σε μας.
—Έχω καπνό μέσα. Να σας φέρω.
Μπήκε στο σπίτι.
Έσκυψα στον γκουβά και ξαναήπια. Ο Κουτσός πήγε ίσαμε τη μάντρα, κοίταξε όξω. Ο άντρας μας έφερε μια σακούλα καπνό κι ένα μικρό μπλοκ σημειώσεων.
—Χαρτί δεν έχω καλό, είπε.
Ο Κουτσός γέμισε το παγούρι του. Εγώ έσκυψα και ήπια πάλι. Ο άντρας μας ξέβγαλε στην πόρτα.
Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ' το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα.
Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ' τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι.
Πήραν τον κατήφορο κατά κει που 'σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στη μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σα να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το 'να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα.
Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλωτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος.
Γύρισα έκανα κάτω.
—Νάσιο, άκουσα τον Κουτσό.
Τον βρήκα μέσα στο χαντάκι με το καλό του πόδι σπασμένο στο καλάμι. Με κοίταξε, πώς με κοίταξε.
Τον φορτώθηκα στην πλάτη μου. Δαγκωνότανε να μη βογγάει. Μήδε ήξερα πού πήγαινα. Βρήκα ρουμάνι μπροστά μου, χώθηκα μέσα.
Ο Κουτσός λιποθύμησε κι έγινε ασήκωτος. Είχαν πέσει τα νεφρά μου. Τον άφησα χάμω κι ανέβηκα σ' ένα μαστό να ιδώ γύρω μου. Ύστερα κατέβηκα και τον κουβάλησα σούρνοντας στη ρεματιά.
Τον σημάδεψα στο κεφάλι. Η ρεματιά τράβηξε τη ντουφεκιά. Ούτε που σκέφτηκα πως μπορεί να με προδώσει ο αντίλαλος.
Βιβλιογραφικά
Θανάσης Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά, Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 50-56.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Διάλογος > < Λαϊκός λόγος > < Βαλτινός > < Πολεμική σκηνή > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Λευκή πετσέτα στο ρινγκ
(απόσπασμα)
«Όσο πλησίαζα στα Πετράλωνα το τουφεκίδι δυνάμωνε. Μου είχαν κοπεί τα γόνατα. Παραπάνω από το καρβουνιάρικο του Νικιτίδη έπεσα στο πρώτο οδόφραγμα. "Πού πας, ρε μούλικο", μου είπε ένας χωροφύλακας. Του έδειξα την τσάντα, "κονσέρβες και ψωμί στον πατέρα μου", του κάνω. "Τι είναι ο πατέρας σου, κομμουνιστής;" "Όχι, ανάπηρος πολέμου".
»Τον είδα που αγρίεψε και χέστηκα απ' το φόβο μου. Ήμουνα, βλέπεις, γεμάτος σημειώματα. Τα γράφανε οι δικοί μας που είχαν εγκλωβιστεί στις γειτονιές του κέντρου και μαρτυρούσαν τις θέσεις των μοναρχικών και των Εγγλέζων, ιδιαίτερα το πού ακριβώς είχαν στημένο πολυβόλο, τα περίφημα μπρεντ τότε…
»Ναι, εμάς στέλνανε για τέτοια θελήματα. Γυναίκα δεν πήγαινε, οι άντρες ήταν στόχος, μόνο εμείς, η μαρίδα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Σου λέει, παιδιά είναι… όμως εκείνος ο χωροφύλακας που είχα πέσει, στριμμένο άντερο, με πιάνει από το αυτί… "Εμπρός, πάμε να τα πεις αυτά που μου 'πες και στον Κοτσώνη".
»Ο Κοτσώνης διοικούσε τότε τα τάγματα ασφαλείας. Είχε το αρχηγείο του σ' ένα διώροφο που σώζεται ακόμα, περιουσία νομίζω του Τσουδερού ή του Καφαντάρη, θα σε γελάσω. Λέγανε πως είχε πάρει με το ίδιο του το χέρι πολλά κεφάλια. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο που ήταν ζωσμένη με σακιά, μπήκε μέσα ο χωροφύλακας να τον φωνάξει, ο σκοπός με κοίταξε αδιάφορα και μετά γύρισε από την άλλη, προς τα κει που πέφτανε οι σφαίρες. Λέω από μέσα μου, "τώρα είναι η ευκαιρία", έβγαλα τα δυο σημειώματα από το στρίφωμα του σακακιού μου, έκοψα και μια μπουκιά ψωμί και τα 'χωσα όλα μαζί στο στόμα μου. Έτσι, όταν μ' ανέβασαν πάνω, είχα λιγάκι ηρεμήσει. Ό,τι και να μου κάνουν, σκέφτηκα, όσο και να με ψάξουν, τίποτα δε θα μου βρουν. Κι ευτυχώς, γιατί ο μπάσταρδος ο Κοτσώνης με ξετίναξε, ύστερα κράτησε τα τρόφιμα και μ' έστειλε στο διάολο. Όπως έφευγα, το θυμάμαι λες και είναι τώρα, φέρνανε σηκωτό ένα γειτονόπουλο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το πέταξαν μπροστά στα πόδια του Κοτσώνη. Δε γύρισα να δω, όπου φύγει φύγει, άκουσα μόνο την μπιστολιά…»
Βιβλιογραφικά
Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 99-101.
Μεταδεδομένα
< Κομμουνισμός-Σοσιαλισμός > < Διώξεις αντιφρονούντων > < Οπτική γωνία παιδιού > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Νεκρή Ευρώπη
(απόσπασμα)
Ο Σταύρος είχε χάσει ήδη ένα γιο στον πόλεμο. Πριν από ένα χρόνο, οι Άγγλοι είχαν ρίξει προμήθειες από τις ιπτάμενες μηχανές τους —τις έβλεπε και σταυροκοπιόταν— και τα κιβώτια με τα τρόφιμα είχαν αποθηκευτεί στο δημαρχείο, στο Θέρμο, για να μοιραστούν στους στρατιώτες του βασιλιά. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει γρήγορα στα χωριά. Περίμεναν ότι οι αντάρτες θα κατέβαιναν απ' τα βουνά και θα έκαναν έφοδο στο κτίριο. Στην πόλη εγκαταστάθηκε φρουρά για να φυλάει τα τρόφιμα. Τελικά δεν ήταν οι αντάρτες αυτοί που επιχείρησαν να κλέψουν τα τρόφιμα. Τέσσερα απ' τα μεγαλύτερα πιτσιρίκια του χωριού κατέστρωσαν μαζί ένα σχέδιο· ένα απ' αυτά ήταν κι ο Μανόλης, ο γιος του Σταύρου. Το σχέδιο ήταν να βάλουν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά να ξεκινήσουν δήθεν καβγά μεταξύ τους με την ελπίδα ν' αποσπάσουν την προσοχή των φρουρών, και να σκαρφαλώσουν τότε τα δυο μικρότερα παιδιά σ' ένα παράθυρο, να περάσουν απ' τις μικρές γρίλιες στο πίσω μέρος του δημαρχείου και να χώσουν όσο περισσότερη τροφή μπορούσαν στις τσέπες τους. Αργότερα όλοι συμφωνούσαν ότι το σχέδιο αυτό ήταν γελοίο και ανεφάρμοστο. Τα δύο μικρότερα παιδιά δεν είχαν προλάβει καν να περάσουν απ' το παράθυρο όταν σήμανε συναγερμό ένας στρατιώτης. Ακούγοντας τις φωνές των φίλων τους, τα δυο παιδιά που καβγάδιζαν για αντιπερισπασμό το έβαλαν στα πόδια, αλλά οι σφαίρες τούς σταμάτησαν αστραπιαία. Οι τέσσερις σοροί επεστράφησαν στο χωριό, αλλά χωρίς κεφάλια· τους τα είχαν κόψει για τιμωρία. Είχαν θεωρήσει ότι τα παιδιά ήταν αντάρτες. Οι αντάρτες επέβαλαν τη δική τους εκδίκηση μια βδομάδα αργότερα. Σχεδίαζαν πράγματι να κάνουν έφοδο στο δημαρχείο και να κλέψουν τις προμήθειες. Όμως η στρατιωτική παρουσία αυξήθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα των παιδιών, κι έτσι, αντ' αυτού, οι αντάρτες έκαναν επιδρομή στις οικογένειες των νεκρών παιδιών και κατάσχεσαν και τον παραμικρό κόκκο τροφής που απέμενε στα σπίτια τους.
Βιβλιογραφικά
Christos Tsiolkas, Νεκρή Ευρώπη, μτφρ. Νίκη Προδρομίδου, Printa, Αθήνα 2010, σ. 178.
Μεταδεδομένα
< Ευρώπη >▲▲
Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη
(απόσπασμα)
Από τους πρώτους που πιάστηκαν στην περιοχή τη δική τους μόλις άρχισαν οι διώξεις ήταν αυτός. Τώρα πια το ξέραν όλοι τους ποιος ήταν - ο γραμματέας του εαμ στην επαρχία, ο ασύλληπτος, το γερό το χέρι. Τον πήγαν στις φυλακές του Βόλου, μαζί με τρεις άλλους από το χωριό, τρεις από τον Αλμυρό και πέντε από τα γύρω χωριά. Στη δικογραφία που αρχίσαν και φκιάχνανε, τους φορτώναν έξι φόνους, με πρώτο κατηγορούμενο αυτόν. Μείνανε δύο χρόνια στη φυλακή, περιμένοντας τη δίκη με τη σίγουρη θανατική καταδίκη.
Πέρα απ' τους τοίχους της φυλακής της δικής τους απλωνότανε και δυνάμωνε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο σπαραγμός του, η αμφιβολία που διαδεχότανε τώρα τη μεγάλη πίστη, η απόγνωση που διαδεχότανε την ελπίδα και τ' όνειρο - περνούσαν τους τοίχους της φυλακής, τους φτάναν κι αυτούς: ήταν δικαιωμένος, δεν ήταν; Σωστά τα κάναν - δεν τα κάναν σωστά; Είχε δικό τους φταίξιμο μέσα - δεν είχε; Και πού βρισκόταν; Ποιος το 'χε;
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης, που 'χε φτάσει να γίνει αρχηγός των ανθρώπων στον τόπο του, δε μπορούσε να ξέρει γι' αυτά. Μπορούσε μόνο να ξέρει πως είχανε νικηθεί, πως η δίκη τους δεν θα 'τανε δίκη, η θανατική καταδίκη τους ήτανε σίγουρη. Και σκεφτόταν πως όταν έρθουν έτσι τα πράματα - και χάνονται όλα χωρίς ελπίδα καμία, ο θάνατος είναι τότε και λυτρωμός και δικαίωση - και σώζονται πάλι τα πάντα. Και την περίμενε τώρα κι αυτός τη δική του θανάτωση. Όχι με την παλικαριά των γενναίων - δεν έβγαινε τίποτα για κανέναν από το δικό του το θάνατο. Ούτε καν σαν εξίσωση γενική, μια τελική αναγωγή της ζωής. Την περίμενε με τη σιγουριά των τελειωτικά νικημένων - πως χάθηκαν όλα - εντάξει - μα παραπέρα δεν έχει - υπάρχει πάντοτε ο θάνατος κι είναι ένα τέρμα και σταθερό κι αναφαίρετο. Το 'πε και στους άλλους που 'τανε μαζί του - Μη φοβάστε, ρε παιδιά, θα μας σκοτώσουν, τελειώνουν όλα σε λίγο. Μερικοί τους τον φοβόνταν το θάνατο, μερικούς τους έπνιγε η αδικία του, μερικοί τους ελπίζαν ακόμα, θέλανε να σωθούν - από το θάνατο μόνο - και τα βρίσκουν ύστερα - η ζωή δεν είχε τελειώσει μ' αυτή τους την ήττα. Γι' αυτόν - είχε τελειώσει. Ήταν έτοιμος.
[…]
Στα σαράντα εφτά έγινε η δίκη των άλλων. Στο έκτακτο στρατοδικείο του Βόλου. Όσες φορές αναφερότανε τ' όνομά του, πότε ο πρόεδρος, πότε ο επίτροπος, λέγανε, ναι, και βέβαια, τα ξέρουν, θα τον δικάσουν αργότερα αυτόν. Τότε κι οι άλλοι - κι αυτοί που φοβόνταν το θάνατο και κείνοι που 'χαν ελπίδα πως θα σωθούν, τα φορτώσαν όλα σ' αυτόν. Και τα ψέματα και τ' αληθινά. Και δεν σώθηκαν. Με τη σύντομη διαδικασία του καιρού εκείνου τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο.
Το πρωί της εκτέλεσης άκουσε τις πόρτες των κελιών τους ν' ανοίγουν, βήματα πολλά στο διάδρομο. Κατάλαβε. Πήγε στο παραθυράκι της δικής του πόρτας, είδε να τους παίρνουν. Πέρασαν μπροστά του, τους φώναξε με τα ονόματά τους, έβγαλε το χέρι του μέσα από τα σίδερα, να τους αγγίξει που φεύγουνε, κανένας δε γύρισε το κεφάλι του να τον δει, κανένας δεν τον αποχαιρέτισε. Τι έγινε; Γιατί τον άφησαν αυτόν; Πως έγινε; Είχε πιστέψει πως φτάνοντας στην απελπισιά που 'χε φτάσει μήτε καλό μήτε κακό δεν είχε να βρει παραπέρα. Η ζωή του με τους άλλους είχε τελειώσει - οι λογαριασμοί του με τα περασμένα, τα τωρινά, κλειστήκαν για πάντα. Και να, που δεν κλείστηκαν. Η αγωνία ερχότανε τώρα στο τελευταίο του καταφύγιο, ξαναφέρνοντας μέσα τους άλλους, ξαναμπάζοντας μέσα τα τωρινά - τι είχε γίνει; - πώς είχε γίνει; - γιατί;
Έμεινε άλλα τρία χρόνια στη φυλακή ρεύοντας και περίμενε ακόμα το θάνατο. Δεν ερχόταν. Η δίκη του ορίστηκε, αναβλήθηκε, ορίστηκε, αναβλήθηκε πάλι. Η γυναίκα του πήγαινε πάντοτε και τον έβλεπε, του χαμογελούσε πάλι - το πικραμένο της χαμόγελο τώρα - μα για κείνο το μόνο που 'θελε τώρα να μάθει, αυτή δεν ήξερε να του πει. Από τους άλλους που περνούσαν - μένανε, φεύγαν γι' αλλού, τους σκοτώναν, ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωνε έξω - μια τελειωτική συντριβή - οι τουφεκισμοί λιγοστεύανε, ο δικός του ο θάνατος αναβαλλόταν ακόμα.
Βιβλιογραφικά
Δημήτρης Χατζής, «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη», Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 88-89 & 92-93.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Χατζής > < Διώξεις αντιφρονούντων > < Κομμουνισμός-Σοσιαλισμός > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Του Εμφυλίου
[I]
Μάχη αστραπή μέσα στα δέντρα. Γεγονότα που κάηκαν
σαν φύλλα. Απ’ αυτές τις πλαγιές περάσανε οι αντάρτες.
(Άνθρωποι απλοί με χωμάτινα χέρια).
Ποιος θα τους βγάλει από τους θρύλους
που μέσα τους ακόμη περπατούν φανταστικοί
και παραμορφωμένοι;
[II]
Εδώ κατέβηκαν για πλιάτσικο. Λίγο κριθάρι και
κοτόπουλο. Λίγο τυρί και λίγο απίδι απ’ τα χωριά της
Θεσσαλίας. Ποιο στόμα έτρεφαν; Ποιας χαμένης χαραυγής;
Ποιας ωραίας αυταπάτης; Τη στιγμή που η μάχη
από πριν είχε κριθεί και το παιχνίδι.
Στη μεγάλη τετράγωνη σκακιέρα.
[III]
Ο γιος αντάρτης. Ο πατέρας εθνικός.
Το σπίτι βούλιαζε σαν πετρελαιοφόρο
σε τυφώνα.
Κομμένο στα δυο.
Βιβλιογραφικά
Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1970-1984, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σ. 46.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Ποίηση > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Οι δραπέτες του καστρόπυργου
(απόσπασμα)
Ήμασταν πια στα 1947. Στο χωριό μας τους τελευταίους μήνες έρχονταν αντάρτες κι από άλλες περιοχές. Ήταν όλοι τους αδυνατισμένοι, βρόμικοι και με κουρελιασμένες στολές. Η επιμελητεία τούς μοίραζε στα σπίτια των χωριανών για να μένουν όσες μέρες θα βρίσκονταν στο χωριό. Όταν έφευγαν έπαιρναν όσα τρόφιμα υπήρχαν, λάδι, αλεύρι, τυριά και όσπρια. Ελάχιστα ζώα γύριζαν τα βράδια στα κατώγια των σπιτιών. Οι χωριανοί τα έβγαζαν να βοσκήσουν και τα βράδια έμεναν στα βοσκοτόπια για να μην τα πάρουν οι αντάρτες.
Στο σπίτι μας είχε μείνει ένα βράδυ ο Ορέστης, ένα παλικάρι γλυκομίλητο, όλο για τους γονείς και τα αδέλφια του μιλούσε που έμεναν στο Κεράσοβο. Η μάνα μου τον φίλεψε με φρέσκο ψωμί, βραστά αυγά και του γέμισε το παγούρι του με γάλα. Την ώρα που έφευγε τον ρώτησε:
—Πού, με το καλό, θα σας πάνε, Ορέστη;
—Στο μέτωπο, κυρά… Γίνεται πόλεμος εκεί πάνω, και ο Δημοκρατικός Στρατός θα αγωνιστεί για να ζήσετε ελεύθεροι.
Κι ενώ όλο και πιο πολλοί αντάρτες έρχονταν στο χωριό μας, μερικοί χωριανοί μας έβρισκαν τρόπο να φεύγουν κρυφά από τα σπίτια τους και να πηγαίνουν σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν αντάρτες.
Κάποια μέρα που η μάνα μου χτύπησε την πόρτα της νονάς μου, στο παρακάτω στενό, βγήκε ένας αντάρτης αγριεμένος.
—Πού είναι η Αναστασία; ρώτησε η μάνα μου μουδιασμένη.
—Σκάβουν το λάκκο που θα τους θάψουμε. Τη νύχτα το 'σκασαν πηδώντας από το παράθυρο. Πού θα μου πάνε, όμως… Θα τους πιάσουν τα φυλάκια και τότε θα βλαστημήσουν τη μέρα που γεννήθηκαν…
Η μάνα μου έφυγε αναστατωμένη. Από καιρό έβλεπε τη νονά και τον άντρα της φοβισμένους, σπάνια έβγαιναν πια από το σπίτι τους. Ο μοναχογιός τους υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό, και όλοι στο ανταρτοκρατούμενο χωριό μας τους στραβοκοίταζαν, μερικοί μάλιστα δε δίσταζαν να τους βρίζουν και να τους απειλούν.Με τον ίδιο τρόπο, κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις, έφυγαν κι άλλες οικογένειες που είχαν χαρακτηρίσει δεξιές. Οι αντάρτες έμπαιναν στα σπίτια τους, έπαιρναν όσα τρόφιμα έβρισκαν και, ό,τι απέμενε, στρώματα, βελέντζες, ακόμα και ξύλα για το τζάκι, τα άρπαζαν οι συντοπίτες μας.
Καταλάβαμε ότι ο πόλεμος είχε φτάσει πια για τα καλά και στα μέρη μας, όταν οι αντάρτες μάζεψαν όλους τους χωριανούς στην πλατεία και διάλεξαν άντρες και γυναίκες, νέους και δυνατούς, για να μεταφέρουν πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα υλικά για να χτιστούν πολυβολεία πάνω στα βουνά. Δρόμοι δεν υπήρχαν, και όλη τη μέρα, φορτωμένοι, ανέβαιναν σε μέρη που ούτε τα αγριοκάτσικα δεν πλησίαζαν. Γύριζαν τα βράδια κατάκοποι και διψασμένοι, και την άλλη μέρα δεν μπορούσαν να ξανασηκώσουν τα πονεμένα τους κορμιά.
Τη μέρα που είδε η αδερφή μου η Μαριάνθη δυο αντάρτισσες να παίρνουν νερό από τη βρύση, έτρεξε να το πει στη μάνα μας.
—Μάνα, ξανάρθαν οι αποκριές. Δυο γυναίκες φορούν παντελόνια, πουκάμισα και αρβύλες. Έχουν και όπλα περασμένα στον ώμο τους. Μόνο τα γένια και τα μουστάκια τους λείπουν…
Σε λίγο στην πλατεία είχε μαζευτεί όλο το χωριό να δει τις κοπέλες με τις αντάρτικες φορεσιές, που τα λιγνά κορμιά τους έπλεαν μέσα στα φαρδιά ρούχα.
Οι γριές έκαναν τον σταυρό τους κι έλεγαν:
—Πάει, χάλασε ο κόσμος… Ο Θεός θα ρίξει κεραυνούς και θα μας κάψει. Πού ακούστηκε γυναίκες να φορούν παντελόνια; Κύριε ελέησον…
Σε καιρούς ειρηνικούς, όταν ήμουν μικρός, έβλεπα τους χωριανούς να μασκαρεύονται τις απόκριες. Οι άντρες φορούσαν ρούχα γυναικεία, έβαζαν ψεύτικα βυζιά κι έβαφαν τα χείλια και τα μάγουλά τους κόκκινα. Και οι γυναίκες ντύνονταν με παντελόνια και σακάκια, τραγιάσκες στο κεφάλι και έφτιαχναν γένια και μουστάκια με κάρβουνο. Οι χοροί, τα γέλια, τα πειράγματα και τα τραγούδια κρατούσαν ως το πρωί.
Όπως μάθαμε αργότερα, οι δυο αντάρτισσες ανήκαν στον Δημοκρατικό Στρατό, έκαναν βοηθητικές δουλειές, πολλές φορές όμως πολεμούσαν γενναία δίπλα στους άντρες.
Ο Δημοκρατικός Στρατός κυριαρχούσε σε όλη την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο θείος Θύμιος δεν έκρυβε τη χαρά του. Το καφενείο του γέμιζε κάθε βράδυ. Ο μόνος που δεν πήγαινε ήταν ο γιος του ο Βαγγέλης. Τη μέρα δούλευε στα κτήματα του πατέρα του και του παππού και τα βράδια διάβαζε. Πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του παππού για να βρίσκει ησυχία, μακριά από τα αδέρφια του, τον Λευτέρη και τον Νίκο, που όλο τσακώνονταν και δέρνονταν μεταξύ τους.
Οι αντάρτες δεν του το συγχωρούσαν.
—Πολύ ακατάδεχτος είναι ο γιος σου, σύντροφε Θύμιο. Επειδή είναι στέλεχος του κόμματος, δε μας λογαριάζει εμάς. Αλήθεια, γιατί άφησε τη θέση του στην Αθήνα και ήρθε εδώ πάνω να καλογερέψει; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο και μας το κρύβει; ρωτούσαν οι αντάρτες τον θείο Θύμιο. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον γιο του, ότι το κόμμα τον έστειλε λίγο καιρό στο χωριό για να διαβάσει και να τελειώσει τις σπουδές του και ότι γρήγορα θα ξαναγύριζε στην Αθήνα.
—Όλα τα νιάτα της Ελλάδας αγωνίζονται στα βουνά και ο γιος σου νοιάζεται για τις σπουδές του; του απαντούσε ειρωνικά ο Βασίλης ο Γιωργούλης, ο πιο σκληρός και μισητός αντάρτης, χωριανός μας, που δε χώνευε όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι μπροστά του.
Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, όλα τα σπίτια ετοιμάζονταν για να γιορτάσουν. Κάποια μέρα, αντί ν' ακούσουμε την καμπάνα να χτυπάει, μας ξεκούφαναν τουφεκιές και ριπές πολυβόλου.
Σε λίγο ήρθε ο παππούς και μας καθησύχασε.
—Μη φοβάστε. Οι αντάρτες είναι, στο καφενείο του Θύμιου. Έχουν μεθύσει, τραγουδούν και ρίχνουν και καμιά τουφεκιά πάνω στο κέφι τους.
Ακολούθησα τον παππού ως την πλατεία, παρά τις φωνές της μάνας μου. Γινόταν χαλασμός. Χοροί, τραγούδια, κι ο Βασίλης μ' ένα χωνί καλούσε τους χωριανούς να γλεντήσουν όλοι μαζί.
Ο θείος Θύμιος μόλις είδε τον παππού έτρεξε και τον αγκάλιασε.
—Πατέρα, επιτέλους η Ελλάδα απόχτησε κυβέρνηση δημοκρατική, κι ας είναι προσωρινή. Ζήτω ο πρωθυπουργός Μάρκος!
—Και πώς το έμαθες εσύ; Μήπως σε έκαμαν υπουργό; γέλασε ο παππούς.
—Μόλις το είπε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας από τη Γιουγκοσλαβία.
—Με το καλό, γιε μου, να γίνει και μόνιμη. Και πού έχει τα γραφεία της η νέα κυβέρνηση;
—Στα βουνά, πατέρα. Γρήγορα όμως ο Δημοκρατικός Στρατός θα μπει σε μια μεγάλη πόλη και η κυβέρνηση θα έχει τη θέση που της αξίζει. Τα κράτη όλου του κόσμου θα τη σέβονται και θα την υπολογίζουν. Το ξεδοντιασμένο εγγλέζικο λιοντάρι δε θα πληγώνει πια τις σάρκες της Ελλάδας με τα νύχια του, και η πατρίδα μας θα κυβερνηθεί μόνη της.
—Κούνια που σας κούναγε … Ξεχνάτε ότι ο αμερικανικός αϊτός θα περάσει θάλασσες και ωκεανούς και θα έρθει ν' αντικαταστήσει το λιοντάρι. Κι αυτός ο αϊτός είναι νέος και δυνατός, και δε θα αφήσει την κουρασμένη ρωσική αρκούδα να κατασπαράξει την Ελλάδα.
—Πατέρα, περίμενε να βρει πρωτεύουσα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση…
—Και ποια πόλη θα αφήσουν οι υπερασπιστές της να πέσει στα χέρια σας; τον έκοψε ο παππούς.
—Δεν ξέρω, πατέρα. Αυτά τα γνωρίζουν τα μεγάλα κεφάλια …
—Σα να μου φαίνεται, Θύμιο, ότι βιάστηκαν τα μεγάλα κεφάλια να γίνουν κυβέρνηση. Έπρεπε να έπαιρναν μέρος στις περσινές εκλογές του Μάρτη και να έδειχναν τη δύναμή τους στον λαό. Αλλά το κόμμα προτίμησε να κάνει αποχή, να μην ψηφίσει και να βγάλει την ουρά του απέξω, σαν την αλεπού. Και ο πρωθυπουργός Μάρκος μπορεί να είναι έξυπνος και αγωνιστής, αλλά δεν παύει να είναι ένας πρώην καπνεργάτης, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις για να κυβερνήσει τη χώρα σε κρίσιμες στιγμές.
—Πατέρα, σε λίγο θα δεις να γίνονται στον τόπο μας πράματα και θαύματα. Θα τρίβετε όλοι τα μάτια σας…
Ο καημένος ο θείος μου… Δεν ήταν ποτέ αρεστός στη μικρή κοινωνία του χωριού μας. Τα έφερε όμως έτσι ο καιρός, να μπαινοβγαίνουν οι αντάρτες στο καφενείο, να κουβεντιάζουν μαζί του, να ρωτούν τη γνώμη του, πράγματα ανήκουστα, που δεν είχε ποτέ του τολμήσει ούτε να τα ονειρευτεί. Τον θάμπωσαν και οι αντάρτικες στολές, τα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος, τα όπλα, τα κατορθώματα των ανταρτών. Του θύμιζαν, όπως άλλωστε και σε όλους τους χωριανούς, τα ένδοξα χρόνια των Αρματωλών και των Κλεφτών, που κι εκείνοι είχαν πάρει τα βουνά για να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν την πατρίδα από τους Τούρκους.
Βιβλιογραφικά
Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 87-93.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Εμφύλια διαμάχη >▲▲
Οι δραπέτες του καστρόπυργου
(απόσπασμα)
Πλησίαζε το καλοκαίρι του 1948. Είχαμε μαζευτεί από νωρίς στα σπίτια μας. Ο καιρός ήταν ακόμα κρύος στα μέρη μας, κι έπεφτε βροχή όλη μέρα. Μόλις είχαμε τελειώσει το βραδινό μας φαγητό, αραιή σούπα από καλαμποκάλευρο κι ένα κομμάτι τυρί. Η μάνα μας, αμίλητη, μάζεψε τα πιάτα. Κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου. Πεινούσαμε ακόμα αλλά δε βγάλαμε μιλιά. Τον τελευταίο καιρό όλο αδειανά ήταν τα στομάχια μας.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Αργούσε να με πάρει ο ύπνος. Να ήταν, άραγε, αλήθεια ότι πλησίαζε η μέρα; Και μόνο που το σκεφτόμουν έτρεμα από τον φόβο μου.
Γλάρωναν τα μάτια μου, όταν εκεί, κατά τα χαράματα, ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μας. Η μάνα μου σηκώθηκε ν' ανοίξει. Η φωτιά έκαιγε ακόμα στο τζάκι. Είδαμε μπροστά μας τον Πέτρο Μπάλα, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, με το όπλο στον ώμο του.
—Κυρα-Βγενιώ, πού είναι τα παιδιά σου; φώναζε αγριεμένος.
Εγώ και η αδελφή μου η Μαριάνθη είχαμε ζαρώσει κάτω από τις βελέντζες και τρέμαμε.
Ο Μπάλας τράβηξε τα σκεπάσματα και γύρισε στη μάνα μας.
—Ετοίμασέ τα. Να τους βάλεις ζεστά ρούχα, δώσε τους και λίγο ψωμοτύρι για τον δρόμο. Εκεί που θα πάνε θα βρουν μπόλικο φαγητό, καινούρια ρούχα και παπούτσια.
—Πού θα τα πάτε τα παιδιά μας, Πέτρο; τον κοίταζε η μάνα μου πανιασμένη.
—Γιατί ρωτάς; Αφού το ξέρεις, τα είπαμε εδώ και μέρες. Ένα μόνο να θυμάσαι. Τα παίρνουμε για να τα γλιτώσουμε από τις βόμβες των Αμερικάνων κι από τους μοναρχοφασίστες του Εθνικού Στρατού. Στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες θα τελειώσουν το σχολείο και το πανεπιστήμιο, θα γίνουν καλοί κομμουνιστές και θα γυρίσουν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά των λαών. Λοιπόν, κάμε αυτά που σου είπα και όταν ξημερώσει να τα φέρεις η ίδια στην πλατεία.
—Μη μου πάρετε τη μικρή… Χήρα είμαι, αφήστε τη να τη δω να μεγαλώνει, να την έχω συντροφιά. Είναι και φιλάσθενο παιδί, με το παραμικρό αρρωσταίνει.
—Κυρα-Βγενιώ, άσε το λόγια και κάμε αυτό που σου λέω, την έκοψε ο αντάρτης.
Μόλις έφυγε ο Μπάλας, η μάνα μου άρχισε το κλάμα και το μοιρολόι, κι ανάμεσα στα δάκρυά της του έριχνε κατάρες και βλαστήμιες που πρώτη φορά άκουγα να βγαίνουν από το στόμα της. Γύριζε σαστισμένη γύρω γύρω, άνοιξε το σεντούκι κι ανακάτευε τα ρούχα. Πρώτα έντυσε εμένα κι ας ήμουν πια μεγάλος, είχα κλείσει τα δεκατέσσερα τον περασμένο Δεκέμβρη. Έπειτα άρπαξε στην αγκαλιά της τη Μαριάνθη και σπάραξαν κι οι δυο στο κλάμα. Η αδερφή μου ήταν δέκα χρονών, ψηλή κι αδύνατη σαν κλαράκι.
—Όχου, συμφορά μου. Πού θα σας πάνε, καμάρια μου; έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου.
Προσπάθησα να την ηρεμήσω.
—Μην φοβάσαι, μάνα. Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου τη Μαριάνθη μας.
—Στέλιο, ψυχούλα μου, είναι κορίτσι όμορφο και μεγαλοδείχνει. Εκεί που θα πάτε μπορεί να της κάμουν κακό οι άντρες…
—Σου ξαναλέω, δε θα την αφήνω στιγμή από τα μάτια μου, σου το ορκίζομαι στην ψυχή του πατέρα μας.
Πιο ήρεμη κάθισε δίπλα στο τζάκι και μας κοίταζε για ώρα. Έπειτα, σαν να πήρε μια απόφαση, σηκώθηκε, άρπαξε το ψαλίδι, έκοψε τις κατάμαυρες κοτσίδες της Μαριάνθης κι έκανε το κεφάλι της γουλί. Εκείνη έσκουζε σαν να την έσφαζαν.
—Μην φωνάζεις, κακόμοιρο, και ξεσηκώσεις όλη τη γειτονιά. Ανοίξετε και οι δυο τ' αυτιά σας κι ακούστε με προσεχτικά. Μαριάνθη, από αυτή τη στιγμή είναι αγόρι και σε λένε Μάριο. Και κάτι ακόμα. Θυμάσαι τον θείο σου τον Κώστα;
—Τον αδερφό σου, το μουγγό;
—Ναι, αυτόν. Θα κάνεις τη μουγγή. Κανένας δε θα σκεφτεί να πειράξει ένα αγοράκι μουγγό. Είσαι έξυπνη και θα τα καταφέρεις. Οι μουγγοί είναι κουφοί, κι επειδή δεν ακούν δεν ξέρουν και να μιλούν.
—Μάνα, δεν μπορώ να είμαι και αγόρι και μουγγό. Κάποια στιγμή θα μου ξεφύγει καμιά κουβέντα και, τότε, αλίμονό μου. Και η Μαριάνθη έβαλε ξανά τα κλάματα.
—Δε θα μιλάς καθόλου. Θα είσαι πάντα κοντά στον Στέλιο για να σε προσέχει. Κάμε αυτό που σου λέω, αλλιώς είσαι χαμένη, κακομοίρα μου. Εμπρός, ορκίσου!
Και η μάνα μου είχε αρπάξει την αδερφή μου και την ταρακουνούσε.
—Ορκίζομαι, μάνα, ορκίζομαι, έλεγε και ξανάλεγε η Μαριάνθη σαστισμένη.
Η ώρα περνούσε. Η μάνα μας βρήκε παλιά ρούχα δικά μου κι έντυσε την αδερφή μου. Έβαλε σε μια άσπρη πετσέτα δυο φέτες ψωμί, δυο κομμάτια τυρί και λίγα ξερά σύκα. Μας φόρεσε κι από ένα σκούφο ως τα μάτια και βγήκαμε στο παγωμένο χάραμα.
Καθώς μου έδινε την πετσέτα με το φαγητό, γύρισε και μας είπε:
—Δε θα πάμε στην πλατεία για να μην αναγνωρίσουν οι χωριανοί τη Μαριάνθη μας. Θα σταθούμε πίσω από την εκκλησιά και την τελευταία στιγμή θα ακολουθήσετε τα άλλα παιδιά. Μέσα στην αναμπουμπούλα και στον πανικό, κανένας δε θα σας προσέξει.
Μόλις πέρασα την αυλόπορτα γύρισα και κοίταξα το σπίτι μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Μπορεί να μην το έβλεπα ποτέ πια…
Στην πλατεία γινόταν κλαυθμός και οδυρμός. Τα μικρότερα παιδιά τσίριζαν γαντζωμένα στα φουστάνια των μανάδων τους κι εκείνες τα έσφιγγαν πάνω τους, έκλαιγαν και καταριόνταν. Ο Πέτρος Μπάλας τα τραβούσε από τις μάνες τους και μια νεαρή αντάρτισσα τα έβαζε δυο δυο. Υπήρχαν και μερικές μανάδες που φαίνονταν ευχαριστημένες. Έβαζαν οι ίδιες τα παιδιά τους στη σειρά, εκείνα όμως έδειχναν σαστισμένα και φοβισμένα.
Την τελευταία στιγμή που η θλιβερή φάλαγγα περνούσε από μπροστά μας, η μάνα μου μας έσπρωξε και ακολουθήσαμε τα άλλα παιδιά στον κατηφορικό δρόμο. Μέχρι τη στροφή ακούγαμε τις φωνές, τις βλαστήμιες, τις κατάρες και τα κλάματα των μανάδων. Η τελευταία εικόνα που πήρα μαζί μου ήταν η δική μας μάνα, πετρωμένη, με το χέρι στο στόμα, λες και δεν ήθελε ν' ακουστεί η κραυγή απελπισίας που έβγαινε από τα σωθικά της.
Ο ήλιος άργησε να βγει, λες και ντρεπόταν να δει το δράμα που παιζόταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό στο χωριό μας, στην Ήπειρο ̶ Μάης του 1948 ήταν.
Βιβλιογραφικά
Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 15-19.
Μεταδεδομένα
< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Ήπειρος > < Μητέρα > < Εμφύλια διαμάχη >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου
- Μετά τα Δεκεμβριανά
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949
- Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου
- Ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
- Ο Εμφύλιος γενικεύεται
- Ιστορικό εισαγωγικό σημείωμα
- Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948
- Μάχες χωρίς νικητή: το κρίσιμο 1948
- Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση
- Πώς μας έσπρωξαν στον εμφύλιο πόλεμο
- Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949
- Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων
- Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…
- Η ίδρυση της ΕΠΟΝ
- Το ζήτημα της εξουσίας και ο Εμφύλιος
Οπτικό υλικό
- Κρατούμενοι κατά τη διάρκεια της «τρομοκρατίας»
- Στρατόπεδο συγκέντρωσης Θεσσαλονίκης «Παύλος Μελάς»
- Στρατόπεδο γυναικών στο Τρίκερι Μαγνησίας
- Αφίσα του Λαϊκού Κόμματος για τις εκλογές 31 Μαρτίου 1946
- Αφίσα του ΕΑΜ
- Φιλοβασιλική αφίσα για το Δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946
- Συλλαλητήριο του ΕΑΜ εναντίον της μοναρχίας
- Υπογραφή της ελληνοαμερικανικής σύμβασης της 20ης Ιουνίου 1947
- Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού σε θέση μάχης
- Χαρακώματα του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο
- Μαχητές της 24ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ στο όρος Βόρα
- Ομάδα ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ. στη Θεσσαλία
- Αντάρτισσες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
- Άρθρο της εφ. Το Βήμα για τα γεγονότα στο Λιτόχωρο
- Άρθρο της εφ. Το Βήμα για τη μάχη του Μετσόβου
- Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ακρόπολις
- Άρθρο της εφ. Το Βήμα για το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων
- Χάρτης διάταξης των δυνάμεων του ΔΣΕ και οι ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές
Ακουστικό υλικό
Οπτικοακουστικό υλικό
- Επιχειρήσεις διάφορων τμημάτων του Εθνικού Στρατού
- Επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού
- Επάνοδος του Βασιλιά Γεωργίου Β'
- Περιοδεία Παπάγου και Βαν Φλητ στα Ιωάννινα
- Αρχειακό υλικό από λήψη του ΔΣΕ
- Το Δόγμα Τρούμαν
- Αφήγηση του Στρατηγού του Εθνικού Στρατού Γ. Κουμανάκου
- Στα στρατόπεδα εξορίας
- Η επιτροπή του ΟΗΕ
- Το σχέδιο Λίμνες
- Κάποια μάνα αναστενάζει
- Στρατιωτική τακτική του ΔΣΕ