Κυπριακή τραγωδία και επιστράτευση
Λογοτεχνία
▲▲
Κόκκινο στην πράσινη γραμμή
(απόσπασμα)
Ο κοζανίτης δικηγόρος άρχισε να μιλάει με φωνή κάπως ταραγμένη, αλλά γρήγορα η επαγγελματική συνήθεια την έφερε στο κατάλληλο επίπεδο, ώστε να είναι δήθεν αδιάφορη αλλά πειστική. Τα λόγια του ήταν περίπου τα εξής: «Ήταν, θυμάμαι, μια δυο μέρες μετά την υποτιθέμενη κατάπαυση του πυρός του πρώτου γύρου. Πιθανόν να ήταν 24η Ιουλίου. Κάτι ακούγαμε για τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ότι έπεσε η χούντα, έφυγαν οι προδότες, ήρθε ο Καραμανλής από το Παρίσι και όπου να 'ναι η δημοκρατική τώρα Ελλάδα θα μας στείλει ενισχύσεις. Οι αξιωματικοί έκαναν τον κουτό. Δεν εκδηλώνονταν- βέβαια κι αυτοί δεν ήξεραν περισσότερα. Κανένας μας δεν τολμούσε να πανηγυρίσει για την πτώση της χούντας. Αλλά τι σας τα λέω; Εδώ ήμασταν όλοι.
»Ο λόχος μου βρισκόταν στη Σχολή Γρηγορίου, εκεί όπου αργότερα πάθαμε τη νίλα από τους Τούρκους στις 16 Αυγούστου. Πάντως ως εκείνη τη στιγμή νιώθαμε νικητές, παρότι στραπατσαριστήκαμε λίγο από τις δυο νυχτερινές επιθέσεις στο Κιόνελι. Το ηθικό μας ήταν πολύ υψηλό. Κι αυτά τα γνωρίζετε. Δεν ξέραμε όμως προς τα πού πηγαίνει το πράγμα και ήμασταν ανήσυχοι. Κατάπαυση του πυρός μάς λέγαν, αλλά και οι μάχες δεν σταματούσαν. Οι Τούρκοι μάς πλησίαζαν επικίνδυνα, μπαμπέσικα.
»Μας είχαν μοιράσει σάντουιτς και κόκα κόλες και τα τρώγαμε συλλογισμένοι. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας από τη γωνία του κτιρίου ένας στρατιώτης με πλήρη εξάρτυση και κράνος, αλλά χωρίς όπλο, με στολή παραλλαγής καταδρομών. Τον κοιτάξαμε κάπως περίεργοι. Είχε μια πουλάδα κεντητή στο αριστερό στήθος, ήταν αλεξιπτωτιστής. "Μπα" απορούσαμε εμείς, "πώς βρίσκεται εδώ έλληνας αλεξιπτωτιστής; Μήπως ήρθαν ενισχύσεις;". Πίσω του ξεπρόβαλε ένας Κύπριος. Ήταν επίστρατος, αξύριστος, φαινόταν να έχει περασμένα τα τριάντα τριάντα πέντε και φορούσε μόνο στρατιωτική φόρμα, το απάνω μέρος, αποκάτω παντελόνι καμπάνα, ένα καρό παντελόνι σαν φόρμα φυλακής- το θυμάμαι σαν τώρα.
»Αυτός κράταγε ένα Καλάσνικοφ, με το χέρι στη σκανδάλη. Οδηγούσε προς εμάς τον αλεξιπτωτιστή. Κάτι φώναζε ο Κύπριος στα τουρκικά και τότε είδαμε τον αλεξιπτωτιστή να σηκώνει τα χέρια σπασμωδικά και κουρασμένα. Σχεδόν δύο ορθογώνια τρίγωνα φτιάχναν τα χέρια του με τους αγκώνες και έδειχνε σαν να παραδίνεται ή να προσεύχεται. Καταλάβαμε τότε ότι είναι τούρκος αιχμάλωτος. Πού τον βρήκε ο Κύπριος και τον έφερε; Άγνωστο. Σταματήσαμε να τρώμε, όπως σταματούν τα πρόβατα το μηρυκασμό όταν αντιληφθούν κάτι περίεργο. Κώστα, το θυμάσαι το περιστατικό;».
Κοίταξε προς τον Κώστα, που κούνησε επιβεβαιωτικά το κεφάλι. Μάλιστα είχε βαθιά απορία στο πρόσωπό του πώς το θυμήθηκε ο δικηγόρος και το επανέφερε στη μνήμη τους. Άλλη μια φωνή ακούστηκε: «Κι εγώ».
Ο δικηγόρος, σαν να πήρε θάρρος, είπε: «Το θυμάστε, παιδιά;».
«Ναι, ναι!» έκαναν εκείνοι οι δύο, κυρίως με τις κινήσεις των κεφαλιών.
«Ήταν ένα ψηλό γεροδεμένο παιδί ο αλεξιπτωτιστής. Όπως μας διηγήθηκε αργότερα στην ανάκριση, χάθηκε κατά τη διασπορά προς τις περιοχές μας. Δεν μπορούσε να βρει τη διμοιρία του, γιατί είχαν ως σήμα αναγνώρισης κόκκινη φωτοβολίδα, αλλά όλος ο τόπος που καιγόταν ήταν κόκκινος και μπερδεύτηκε. Δυο μέρες περιπλανιόταν ξεκομμένος από τη μονάδα του, μέχρι που τον βρήκε ο Κύπριος στη Βιομηχανική Ζώνη.
»Είχε πετάξει κάπου το όπλο. Μονάχα ένα μαχαίρι είχε στη θήκη. Κι αυτό του το πήρε ο Κύπριος, που τον έψαξε και για χειροβομβίδες. Ο αλεξιπτωτιστής, όπως θα θυμούνται και τα παιδιά, μας κοίταζε έκπληκτος, σαν να πάτησε σε κάποιο σάπιο κομμάτι ουρανού κι έπεσε κατευθείαν στην Κόλαση. Εμείς αρχίσαμε πάλι να μασάμε. Αυτός μας κοίταζε κατευθείαν στα στόματά μας, που μπουκώνονταν και κατάπιναν την τροφή με γουλιές κόκα κόλα. Μου φάνηκε ότι δεν τον ενδιέφερε η ζωή του. Απλώς, προτού τον εκτελέσουμε, θα ζητούσε ως τελευταία χάρη να πιει και να φάει. Φανταστείτε, δυο μέρες διψασμένος στον Ιούλιο της Λευκωσίας!
[…]
»Ο λοχαγός ρώταγε τον αλεξιπτωτιστή πού βρήκε τον Τουρκοκύπριο, μέχρι που κατάλαβε την γκάφα και ρώταγε ανάποδα: "Πού τον βρήκες αυτόν;". Ο Κύπριος, προτού απαντήσει, ρώτησε: "Είστε ο διοικητής;", αφού, όπως ξέρουμε, οι αξιωματικοί δεν φοράνε διακριτικά στον πόλεμο. "Είναι ο λοχαγός μας" του είπε κάποιος από μας. Θυμάστε, παιδιά;
»Όταν ο λοχαγός πρόσεξε ότι ο αιχμάλωτος είναι αλεξιπτωτιστής, ενθουσιάστηκε και ξαναμίλησε στον Κύπριο χαρούμενος: "Βρε κουμπάρε, πού τον βρήκες;". Αργότερα κατάλαβα γιατί χάρηκε ο λοχαγός. Ήταν σαν να μας έπεσε στα χέρια ένα χοντρό χαρτονόμισμα που θα το χαλάγαμε σε ψιλά στις ανταλλαγές αιχμαλώτων. Θα παίρναμε είτε δυο τρεις πεζικάριους είτε καμιά δεκαριά επιστράτους.
»Είχε ο λοχαγός με τον Κύπριο έναν… ωραίο διάλογο. Πρώτα του είπε ότι τον βρήκε στη Βιομηχανική Ζώνη, περιφερόταν. "Το όπλο του πού είναι; Του το βούτηξες;" "Λέει ότι το πέταξε. Εγώ έτσι τον βρήκα. Ένα μαχαίρι είχε απάνω του. Τον έφερα να τον ανακρίνετε και να τον πάρω πίσω".
»Ο λοχαγός άνοιξε το στόμα: "Τι λες, κουμπάρε; Τι βρήκες, καμιά αγελάδα και την έφερες να την αρμέξουμε και να την πάρεις πίσω;"».
Ο δικηγόρος ρώτησε τον Κώστα αν συμφωνεί, αν θυμάται: «Θυμάσαι, Κώστα;». Σκυφτός εκείνος σχεδόν γελούσε, αλλά κουνούσε περίλυπος το κεφάλι του.
«Ο Τούρκος δεν καταλάβαινε ελληνικά. Εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να είχε πάθει νευρική αμνησία και κοίταζε τα στόματά μας, που μπουκωμένα γελούσαν μ' αυτό που είπε ο λοχαγός. Έδειχνε έτοιμος να πάρει την τροφή από τα ξένα στόματα και να συνεχίσει αυτός να τη μασάει. Ο λοχαγός είπε στον Κύπριο: "Φέρ' τον μέσα" και σ' εμένα: "Παπασταύρου, έλα στο γραφείο". Ο Κύπριος κάτι είπε στον αιχμάλωτο, σαν προσταγή, σαν βρισιά κι εκείνος άρχισε να σέρνει τα πόδια του πίσω από το λοχαγό.
»Είχαμε ένα δωμάτιο, με το τραπέζι του φαγητού για γραφείο. Επάνω ήταν ολόκληρα πιάτα από αριστοκρατικές γόπες, μισοκαπνισμένα αμερικάνικα Κινγκ Σάιζ. Τέτοια κάπνιζε ο λοχαγός. Τραβήξαμε τρεις ψάθινες καρέκλες, ο διοικητής καθόταν στη δική του. Ο αιχμάλωτος κάθισε βαριά, έτριξε η καρέκλα. Ήταν ένα θηρίο μέχρι απάνω, παραλίγο να τη σπάσει. Τώρα κοίταζε λαίμαργα τις τεράστιες γόπες. Είχε μπερδευτεί πια αν θέλει περισσότερο το νερό, το φαΐ ή το τσιγάρο. "Ρώτησέ τον από πότε έχει να φάει" είπε ο λοχαγός στον Κύπριο. Η απάντηση ήρθε από τα δάχτυλα του αιχμαλώτου. Σήκωσε δυο δάχτυλα. "Παπασταύρου" μου είπε ο λοχαγός, "φέρ' του σάντουιτς και, αν βρεις, κόκα κόλα και νερό".
[…]
«Παιδιά, μόλις ο αιχμάλωτος είδε το νερό, το άρπαξε από τα χέρια μου σαν τρελός και το έβαλε στο στόμα. Τόσο ήθελε να πιει νερό που δεν είχε υπομονή να ξεβιδώσει το μπουκάλι. Το τρύπησε με τα δόντια και το ήπιε σαν αγρίμι. Μπορεί κιόλας να μην ήξερε από εμφιαλωμένα νερά, που δεν κυκλοφορούσαν πολύ, και να νόμιζε ότι έτσι πίνεται. Εμείς, οι πολιτισμένοι, γύρω γύρω γελούσαμε. Θα μας πνιγόταν εκεί, επιτόπου, από τη λαιμαργία του, προτού τον ανακρίνουμε. Το σάντουιτς πρώτα το κατάπιε και μετά το μασούσε, σαν προβατίνα, λίγο λίγο, το ξανάφερνε από το στομάχι του πίσω στα δόντια. Φρίκη! Η αλήθεια είναι ότι δεν τον πιέσαμε, τον αφήσαμε να καπνίσει δυο τρία ακόμα τσιγάρα. Ήθελε κι άλλο νερό και ψωμί. Του είπαμε: "Μετά, μόλις μας πεις δυο τρία πραγματάκια…".
[…]
Μας είπε ότι προερχόταν από την ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών της Καισάρειας, τον λέγανε Ταχσίν και ήταν λοχίας.
»Εγώ έγραφα συνοπτικά την κατάθεση. Μόλις άκουσα Καισάρεια, μου φάνηκε κάπως σαν συμπατριώτης, μου ήρθαν στο νου ο Άγιος Βασίλειος και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Το συμπάθησα το παιδί. Είχε αδέρφια και αδερφές, ήταν ο προτελευταίος, δούλευε μαθητευόμενος σε αλουμινοκατασκευές. Δεν είχαμε και τίποτε να μάθουμε απ' αυτόν για να τον ζορίσουμε. Ο λοχαγός σκόπευε μετά να τον στείλει στους καταδρομείς για τα ειδικότερα. Τι ήξερε ο δόλιος;
»Μας αφηγήθηκε τις ατυχίες του: το αεροπλάνο όταν ετοιμαζόταν να τους πετάξει δώθε από τον Πενταδάκτυλο, που οι Τούρκοι τον λένε Μπεσμαρμάκ Νταγλαρί, χτυπήθηκε από ένα αντιαεροπορικό μας. Κρατήθηκε όμως και δεν έπεσε. Γύρισε πίσω στη βάση, στην Τουρκία, χωρίς να τους πετάξει. Αυτοί οι καημένοι χαίρονταν που γλίτωσαν τον πόλεμο προτού καλά καλά τον δουν, αλλά μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε τους βούτηξαν, προτού πιουν νερό, και τους έχωσαν σε άλλο. Στο πρώτο αεροπλάνο οι αξιωματικοί τούς λέγαν ψευτιές ότι στην Κύπρο θα κάνουν Επιχείρηση Ειρήνης- έτσι λένε οι Τούρκοι τον Αττίλα- και ότι οι Έλληνες είναι δειλοί και κρυμμένοι σαν τα ποντίκια, ότι γενικώς θα κάνουν περίπατο.
»Ωστόσο αυτοί είχαν δει με την πρώτη βόλτα του αεροπλάνου ότι κάτω ο τόπος καιγόταν και ο ουρανός- έτσι ποιητικά το είπε- ήταν σαν μια τριανταφυλλιά από τα αντιαεροπορικά βλήματα που έσκαγαν στον αέρα. Ο τόπος κάτω καιγόταν και οι πιλότοι τούς έριχναν χωρίς δεύτερη σκέψη, όπου βολεύονταν, ακόμα κι απάνω στα καμένα, αρκεί να ξεφορτώσουν γρήγορα και να γυρίσουν πίσω. Είχαν φωτοβολίδες οι διμοιρίτες, κάθε διμοιρία ξεχωριστό χρώμα, για να συγκεντρώνονται, αλλά μέσα στις φωτιές και στους καπνούς δεν ξεχώριζε κανένας τίποτε. Σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί όσοι έφταναν στο χώμα ζωντανοί κι όσοι δεν κάηκαν μέσα στα αναμμένα σπαρτά.
»Ο δικός μου έλεγε ότι στο τσακ γλίτωσε το κάψιμο, στο τσακ γλίτωσε το σφάξιμο, γιατί το αλεξίπτωτο τυλίχτηκε σ' ένα κοτέτσι και μια γριά τον πλησίαζε με μαχαίρι να τον σφάξει σαν κότα. Δεν μας είπε πώς γλίτωσε- μάλλον θα την πρόλαβε αυτός τη γριά. Τελικά χάθηκε και τον αιφνιδίασε ο Κύπριος σ' ένα κλειστό εργοστάσιο, όπου είχε κρυφτεί για λίγο. Γύριζε στα χωράφια και δεν ήξερε κατά πού πέφτουν οι τούρκικοι θύλακες.
»Όσο μας μιλούσε, ξεθάρρευε πάλι. Τον ρώτησε ο λοχαγός για τους διοικητές του. Μετέφραζε ο Κύπριος, έγραφα εγώ, μετά μιλάγαμε μεταξύ μας τι να τον κάνουμε. Εκείνος είχε ξεθαρρέψει αρκετά, νόμιζε ότι γίναμε φίλοι. Μας μίλαγε με τα μάτια, μας έβλεπε με τ' αυτιά, κάτι μας έλεγε με ενθουσιασμό, κούναγε τα χέρια, δεν τον είχαμε ακόμη δέσει, αλλά ο Κύπριος βαριόταν πια και δεν μετέφραζε. Τον κοίταζε με θυμό και περιέργεια, αλλά δεν μετέφραζε: "Φύγε τώρα" είπε ο λοχαγός στον Κύπριο. "Ευχαριστώ για τη διερμηνεία". Εκείνος όμως ήθελε πίσω τον αιχμάλωτο. Ο λοχαγός τον αποπήρε: "Είναι αιχμάλωτος, θα τον ανταλλάξουμε. Έχουμε τόσους αγνοουμένους". "Τον θέλω!" επέμενε εκείνος. "Εγώ τον βρήκα".
»Ο Τούρκος από ένστικτο άρχισε να σκοτεινιάζει, ο Κύπριος και ο λοχαγός άρχισαν να κοκκινίζουν. "Φύγε, σου είπα!" αγρίεψε ο λοχαγός. "Παλιοκαλαμαράδες!" μας έβρισε μέσα από τα δόντια ο Κύπριος και ξέσπασε: "Εγώ φταίω που σας τον έφερα". "Ρε, τι θα τον κάνεις;" τον ρωτούσε ο λοχαγός. "Ό,τι έκαναν αυτοί στη νύφη μου και στην ανιψιά μου. Δεν βλέπεις τα γένια μου; Πενθώ" απάντησε. "Καλά, φύγε τώρα. Ο πόλεμος τελείωσε. Ό,τι έγινε έγινε" επέμενε ο λοχαγός σε ήπιο ύφος. "Εντάξει!" είπε εκείνος θυμωμένος κι έριξε το Καλάσνικοφ στον ώμο.
»Ο λοχαγός με διέταξε να τον δέσω όπως μπορώ κι εγώ τον έδεσα με τα κορδόνια των αρβυλών. Δεν τον έσφιξα, τον είχα συμπαθήσει. Ο λοχαγός έφυγε για τη διοίκηση της ΕΛΔΥΚ. Είχαν κάποια σύσκεψη, γιατί ο πόλεμος είχε τελειώσει μόνο στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Έρχονταν γύρω γύρω κάποιοι φαντάροι και τον κοίταζαν με περιέργεια. Ήταν θυμωμένοι μερικοί από το Κιόνελι και του έριχναν καλαμιές. Εγώ τους έδιωχνα, τους έλεγα ότι δεν πήρε μέρος σε επιχειρήσεις. Άλλοι πίστευαν, άλλοι όχι. Θυμάστε, παιδιά; Σας έδιωχνα».
[…]
Έπειτα από κάποια παύση και αφού ο δικηγόρος τελείωσε μια ακόμα μικρή παγωμένη μπίρα ΚΕΟ, συνέχισε τη διήγηση: «Λοιπόν, παιδιά, κατά τις οκτώ το βράδυ ήρθε πάλι ο Κύπριος, αλλά τώρα με καμιά δεκαριά ακόμα επιστράτους, άλλοι ντυμένοι κι άλλοι μισοντυμένοι στρατιωτικά, όλοι με Καλάσνικοφ από τις κρυφές αποθήκες του Μακαρίου. Ήρθαν και ζητούσαν το διοικητή. Αυτοί δεν ήταν στρατός, ήταν αντάρτικο, γι' αυτό και δεν κράτησαν οι μονάδες τους σχεδόν καθόλου αντίσταση- καθένας έκανε του κεφαλιού του. Τους είπαμε ότι λείπει ο διοικητής. Η αλήθεια είναι ότι την ώρα εκείνη ούτε κάποιος άλλος αξιωματικός ήταν εκεί γύρω. Εκείνοι έλεγαν: "Μας μυρίζει Τούρκος εδώ μέσα. Κάπου υπάρχει Τούρκος και αναπνέει".
»Ο γνωστός πρωινός Κύπριος με γνώρισε, θυμόταν και το όνομά μου, διότι άκουγε το διοικητή που με φώναζε πότε δικηγόρο, πότε Παπασταύρου. Με φώναζε κι αυτός πότε Παπασταύρου, πότε δικηγόρο και με παρακαλούσε: "Αδερφέ, πού τον έχεις; Σεβάσου το πένθος μου, τη νύφη μου και την ανιψιά μου, δεκαπέντε χρονώ… Τις σκότωσαν και πριν τις πέρασαν δέκα. Τα κουρέλια τους θάψαμε". "Και τι θα βγει;" ρωτούσα εγώ, ο αφελής, ο απόφοιτος της Νομικής, που ήθελα την εφαρμογή της Συνθήκης της Γενεύης "περί αιχμαλώτων". "Αμάν, αδερφέ, πού τον έχεις;" παρακαλούσε εκείνος. Αν δεν ήταν θυμωμένος θα του έτρεχαν δάκρυα από το παρακαλετό, λες και πίστευε ότι, αν τον σκότωνε, θα ανασταίνονταν οι συγγενείς του. Οι άλλοι, οι δικοί του, ήταν πιο έξω και τριγύριζαν σαν κυνηγόσκυλα μυρίζοντας τον τόπο. "Έχω ευθύνη, θα περάσω στρατοδικείο" έλεγα εγώ. "Πες ότι σου λύθηκε και δραπέτευσε".
»Δεν τον βοήθησα καθόλου, το ορκίζομαι, ούτε έδειξα πού τον είχα δεμένο. Τον βρήκε μόνος του. Τον πέρασε από μπροστά μου. Εκείνος με κοίταξε με τέτοιο μάτι… Καλύτερα να μου έριχνε ριπή. Με έφτυσε, σαν να με έφτυσε- δεν το θυμάμαι καλά-, έκανε έτσι τα χείλη σαν να με φτύνει. Ξυπνάω κάθε πρωί, τρίβω τα μούτρα μου με σαπούνι και νερό, τα γδέρνω και το σάλιο δεν φεύγει. Σαν να με έφτυσε ο Τούρκος με κόλλα Λόγκο. Και τώρα, κύριε Πρόεδρε, κύριε συνάδελφε, επιτρέπεται να σταματήσω ή να συνεχίσω κι άλλο;».
Κανείς δεν μιλούσε. Είχαν όλοι απορροφηθεί από το περιστατικό και κάποια υγρά, από δάκρυα ή ιδρώτα, έτρεχαν κάτω από τα μαύρα γυαλιά του κοζανίτη δικηγόρου, χωρίς να μπορούν να τα προσδιορίσουν. Οι μπίρες είχαν ξεχαστεί, έχασε ο αφρός τους το χιονάτο χρώμα και γκριζάριζε, σαν το λερωμένο χιόνι στις άκρες των δρόμων.
Βιβλιογραφικά
Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκινο στην πράσινη γραμμή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σ. 235-244.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Αιχμαλωσία > < Κύπρος > < Τούρκοι > < Μονόλογος >▲▲
525 τάγμα πεζικού
(απόσπασμα)
Το πρωινό που κηρύχτηκε η επιστράτευση, στο «χώρο συγκεντρώσεως» του 525 έφτασε πρώτος ο διοικητής.
Αυτό είναι προς τιμήν του γιατί άλλοι ψάχνανε ως τη νύχτα να βρούνε πού συγκεντρώνονται οι άντρες τους. και αλλού οι έφεδροι αφού περιμένανε μια δυο μέρες να εμφανιστούν οι υπεύθυνοι για την υποδοχή τους, βαρέθηκαν και γύρισαν σπίτια τους.
[…]
Ο διοικητής του 525, ως στρατιωτικός, έχει μειωμένη όραση, μειωμένη ακοή, μειωμένη κρίση, αφύσικο βάδισμα, μονότονη ομιλία, κατεστραμμένα μαλλιά και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
Στο βάθος της ψυχής του δεν υπάρχουν ανησυχίες και ερωτηματικά. εκεί φυσάει ένα αεράκι σιγουριάς, που έρχεται κατευθείαν από τη θαυματουργή εικόνα της υπηρεσίας και τα απαλαίνει όλα. Κοντά τριάντα χρόνια καριέρα, και το αεράκι δε σταμάτησε ποτέ να φυσάει. μια ακλόνητη πίστη το ενέπνεε ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Μόνο τώρα- πρώτη φορά- ένιωσε τη δροσερή πνοή του να χάνεται και κάποιοι τρόμοι άρχισαν να αναδεύονται μέσα του.
Αυτός, ο λάτρης κι ένθερμος υποστηρικτής του παραδοσιακού τρόπου διοίκησης, είδε με αγωνία τις φωνές και τις απειλές να αποδίδουν ελάχιστα ή καθόλου. Οι στρατιώτες δεν ήταν κουρεμένοι εικοσάρηδες. ούτε είχε γύρω του συνάδελφους πρόθυμους να του συμπαρασταθούν. οι αξιωματικοί ήταν όλοι έφεδροι.
[…]
Οι περισσότεροι έφεδροι αξιωματικοί ήταν αρκετά πάνω από τριάντα χρονών και στην πλειονότητά τους δάσκαλοι. με γυαλιά, κοιλίτσες, καράφλες και φανερή προθυμία να δουλέψουν. Αυτοί τοποθετήθηκαν όλοι σχεδόν στους λόχους: διοικητές, υποδιοικητές και διμοιρίτες. Στο επιτελείο και στο λόχο διοικήσεως συγκεντρωθήκανε: ο μυρωδάτος υπασπιστής. ο στρατολόγος, που ήτανε και αξιωματικός διαβιβάσεων. ένας σωματώδης ανθυπολοχαγός από τον Πειραιά με φωνή τρομπόνι ανέλαβε αξιωματικός κινήσεως. ένας κουρεμένος κεφάλας υπολοχαγός με διάπλαση γίγαντα και βαριά προφορά ορίστηκε αξιωματικός πληροφοριών. κάτι άλλοι στα γραφεία επιχειρήσεων και ο αρχαιότερος υπολοχαγός διοικητής του λόχου διοικήσεως.
Ένα ευγενικός ανθυπολοχαγός γύρω στα σαράντα, επηρεασμένος από τη γενική αντιμετώπιση του διοικητή, νόμισε πως τον έφερε άθελά του σε δύσκολη θέση.
—Επιτρέπεται, κύριε διοικητά; του έκοψε την ανάγνωση.
—Όχι! απάντησε ο αντισυνταγματάρχης χωρίς να τον κοιτάξει.
Μετά σήκωσε το κεφάλι του να δει ποιος μίλησε.
—Επιτρέπεται; επανέλαβε ο έφεδρος.
—Λέγε.
—Δεν άκουσα πού τοποθετούμαι.
—Πού έχεις το μυαλό σου… Πώς λέγεσαι;
Ο έφεδρος είπε το όνομα και το βαθμό του. Ο διοικητής έψαξε στη σύνθεση και τον κοίταξε βλοσυρός:
—Εδώ είσαι εσύ;
—Μάλιστα.
—Είσαι διαγραμμένος. Εκτός συνθέσεως.
—Γιατί;
—Εδώ έχει μπει κόκκινο μολύβι και λέει πως βρίσκεσαι… στη Δυτική Γερμανία.
—Δεν πήγα ποτέ στη Γερμανία.
—Δεν μ' ενδιαφέρει πού ήσουνα… Έλειπες στο εξωτερικό.
—Με συγχωρείτε, κύριε διοικητά, αλλά… δυστυχώς… δε βγήκα ακόμα από την Ελλάδα, είπε με κάποιο νόημα.
—Είσαι σίγουρος;
—Μάλιστα.
—Αυτά που λες θα ελεγχθούν.
—Μάλιστα. Αν επιτρέπεται…
—Δεν επιτρέπεται. Θα πας στο Μεσολόγγι. Είσαι εκτός συνθέσεως.
—Αφού εδώ παρουσιάζομαι.
—Στο Μεσολόγγι!
—Πού να τρέχω, κύριε διοικητά, γλύκανε τη φωνή του ο έφεδρος. Σαράντα χρονών άνθρωπος είμαι.
—Ο αρχαιότερος ανθυπολοχαγός των Βαλκανίων, επισήμανε κάποιος.
—Τι δουλειά κάνεις; τον ρώτησε ο διοικητής.
—Γιατρός.
—Είσαι βέβαιος;
—Μάλιστα.
Αυτό έπεισε το διοικητή πως το δίκιο ήταν με το μέρος του έφεδρου γιατί η κατάσταση τον είχε ηλεκτρονικό. Αν και ήταν ύποπτος σε τέτοια ηλικία να είναι μόνο ανθυπολοχαγός, ο διοικητής τού ανέθεσε το ιατρείο του τάγματος. Σ' αυτό βοήθησαν η ευγένειά του και η πολύ προχωρημένη ηλικία του άλλου γιατρού, που σε λίγο τον έστειλε σπίτι του.
Οι μόνες θέσεις που δε συμπληρώθηκαν ήταν του ταγματάρχη-υποδιοικητή και του εφέδρου υπολοχαγού εφοδιασμού. Αργότερα βέβαια αποδείχτηκε πως ο υποδιοικητής είχε παρουσιαστεί κανονικά σε άλλο τάγμα και ο υπολοχαγός είχε σκοτωθεί πριν τρία χρόνια σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Όμως εκείνη τη στιγμή ο διοικητής δεν το ήξερε και ανησυχούσε.
Τελικά έδωσε στους επικεφαλής των λόχων και των υπηρεσιών του τάγματος από ένα φάκελο μέσα από το σιδερένιο κιβώτιο και τους ξαπόστειλε. Μερικοί γυρέψανε περισσότερες εξηγήσεις και κάνανε το διοικητή να αγανακτήσει με την ανικανότητά τους. λίγο έλειψε να ξανατραβήξει πιστόλι. Αλλά, επειδή οι έφεδροι καταλάβανε πως ούτε αυτός ήξερε τι περιέχουν οι φάκελοι, σταματήσανε τις ερωτήσεις και κοιτάξανε να τα βολέψουνε μόνοι τους.
▲▲
Για την άλλη πατρίδα
(απόσπασμα)
Όχι, δεν ήταν μονάχα η θλίψη για τον θάνατο του παππού εκείνη η σκιά που ξεχώριζε ο Τέλης, τρεις μέρες τώρα, στα μάτια του θείου και του πατέρα. Πρέπει να ήταν και κάτι ακόμα. Είχε αρχίσει να τους ζώνει μια παράξενη ανησυχία. Κι ο Τέλης αδιάκοπα θυμόταν εκείνο το μαύρο προαίσθημα.
[…]
Ώσπου ένα πρωί, αναστατώθηκε ο κόσμος στην πόλη. Αλλόκοτη κίνηση, φωνές κι ανακατωσούρα περίεργη ακούστηκε από τον δρόμο. Ο πατέρας κόλλησε τ' αυτί στο ραδιόφωνο. Ο θείος πετάχτηκε έξω να μάθει τα νέα καλύτερα. Στην πρωτεύουσα του νησιού γίνονταν ταραχές! «Πραξικόπημα» το είπαν αγανακτισμένοι οι μεγάλοι.
Ο Τέλης έσκυψε απ' το παράθυρο. Άνθρωποι με πρόσωπα ταραγμένα έτρεχαν εδώ κι εκεί, μαζεύονταν λίγοι λίγοι, κουβέντιαζαν φοβισμένοι, χειρονομούσαν… Τα μαύρα μαντάτα σκοτείνιαζαν θαρρούσες τον ουρανό, πλάκωναν το νησί σαν αντάρα─ κι ας έφεγγε ο ήλιος ανέμελος.
Μέσα η μητέρα σταυροκοπιόταν κατάχλωμη.
─ Πάλι, Θεέ μου, αδελφός τον αδελφό! Πάλι τα ίδια! Τι κατάρα είναι τούτη;
Η Ναταλία στεκόταν παράμερα σκυθρωπή. Δίπλα της είχαν κουρνιάσει αμίλητα τα κορίτσια.
Λίγες ώρες αργότερα, η κίνηση κόπασε. Η πόλη θαρρούσες πως είχε πεθάνει. Μια νέκρα παράξενη απλωνόταν παντού.
Κλείστηκαν μέσα μικροί μεγάλοι. Κι ο θείος κουβέντιαζε φωναχτά τώρα με τον πατέρα, που τον άκουγε αποθαρρημένος, στενοχωρημένος, σαν παιδί που το γέλασαν.
─ Θέλουν να μας βάλουν και μας στο χέρι οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους, Ανδρέα, το κατάλαβες τώρα; αγανακτούσε ο θείος. Θέλουν να κάνουν κι εδώ τα ίδια. Σου τα έλεγα εγώ. Θυμάσαι τι σου έλεγα και για κείνα τα συστήματα; Κάθε τόσο κι ένα πραξικόπημα, μια δικτατορία σε κάποια χώρα. Και τότε ξεχνούν μεμιάς την ελευθερία την ατομική, που τόσο υποστηρίζουν. Λησμονούν τ' ανθρώπινα δικαιώματα όποτε τους συμφέρει. Σου τα έλεγα… Παντού οι μικροί και οι αδύνατοι την πληρώνουν. Αυτοί 'ναι πάντα τα θύματα─ κι ας πασχίζουν τάχα όλοι γι' αυτούς. Χιλιάδες φορές σας τα είπα, μα κι εσύ κι ο πατέρας με θεωρούσατε απροσγείωτο!
«Εκείνα τα συστήματα»… «Οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους»… Τι να εννοούσε άραγε ο θείος; Θα τον ρωτούσε ο Τέλης σε πρώτη ευκαιρία.
Δεν πρόφτασε. Σε λίγες μέρες ξέσπασε η θύελλα.
Ήταν πρωί. Ένιωσε να τον ξυπνά η μητέρα αλαφιασμένη. Μάζευε σαν τρελή κάτι ρούχα. Παράξενες βροντές ακούγονταν που του τράνταζαν το κρεβάτι. Τα τζάμια έτριζαν, η μητέρα κάτι του φώναζε: να ντυθεί… να φύγουν… να γλιτώσουν… Πετάχτηκε τρομαγμένος. Να γλιτώσουν; Από τι; Δεν απαντούσε. Μιλούσε βιαστικά στα κορίτσια. Η Δανάη έντυνε κιόλας τη μικρή, που σιγόκλαιγε φοβισμένη. Ξάφνου τραντάχτηκαν πάλι… Έτρεξε στο παράθυρο. Η θάλασσα είχε γεμίσει μαύρα καράβια.
─ Καίγεται το δάσος! όρμησε στο δωμάτιο η Ναταλία. Δείτε! Ρίχνουν στο βουνό!
─ Γρήγορα! Γρήγορα! ξεφώνισε η μητέρα. Είπαν τα ξαδέλφια να κάνουμε γρήγορα.
Ούτε κατάλαβε πότε βγήκαν, πού έτρεξαν, ποιοι τους πήραν. Θυμάται μονάχα πως μπήκαν σ' ένα αυτοκίνητο. Θυμάται τις φλόγες που έβγαιναν από το δάσος. τις βροντές που δεν έλεγαν να σταματήσουν, ανακατωμένες με βόμβο από αεροπλάνα και τον κόσμο να φωνάζει:
─ Απόβαση! Απόβαση! Οι εχθροί κάνουν απόβαση!
Έπειτα βρέθηκαν σ' ένα υπόγειο, κάπου πιο πέρα, μακριά απ' την πόλη. Ακούστηκε πάλι βόμβος από αεροπλάνα… και πολυβόλα… Κι αμέσως τα σπίτια, οι δρόμοι, τα χωράφια τριγύρω βάλθηκαν να τραντάζονται.
Δυο γυναίκες που έστεκαν πλάι του άρχισαν να σταυροκοπιούνται λαχταριασμένες.
─ Βόμβες! φώναξε έντρομη η μητέρα. Θεέ μου! Μας βομβαρδίζουν!
Ο πατέρας, ο θείος Ιάσονας, δεν ήταν μαζί τους. Δεν τολμούσε να ρωτήσει ο Τέλης. Δεν έβγαινε λέξη από το στόμα του. Κοίταξε τη Δανάη που στεκόταν βουβή… Έπειτα την Ηλέκτρα που είχε ζαρώσει στην αγκαλιά της μητέρας και κάθε τόσο πεταγόταν με κάθε βόμβα που έπεφτε…
Πόλεμος, λοιπόν! Γινόταν πόλεμος. Μα το νησί τους δεν είχε κανονικό στρατό, ούτε όπλα ─ έτσι δεν είχε πει ο πατέρας; Ποιος άνανδρος, λοιπόν, τολούσε να το χτυπήσει; Κι οι συμφωνίες; Τι έγραφαν οι συμφωνίες που είχε πει πως υπογράφτηκαν; «Η Γαλαζόνησος είναι μια ελεύθερη κι ανεξάρτητη μικρή χώρα…», «την ελευθερία της την έχουν εγγυηθεί δυνάμεις μεγάλες»…, «ο ελεύθερος κόσμος δε θ' αφήσει ποτέ να της κάνουν κακό…» ─ έτσι δεν έλεγε; Πού ήταν, λοιπόν, τώρα όλοι αυτοί; Γιατί άφηναν τον εχθρό να τους βομβαρδίζει; Και τ' ανθρώπινα δικαιώματα που του διάβαζε ο θείος; Τι έλεγαν τ' ανθρώπινα δικαιώματα; Δεν υπήρχε λοιπόν δικαιοσύνη σε τούτη τη γη; Ήταν όλα λόγια; Λόγια και τίποτ' άλλο; Α, πόση απογοήτευση τον κυρίευε!
Δεν θυμόταν πια πόσες ώρες έμειναν έτσι κλεισμένοι. Στο μυαλό του χαράζονταν μονάχα φωνές από πανικόβλητα γυναικόπαιδα, ουρλιαχτά από λαβωμένους, θόρυβοι από κανόνια, βόμβες και πολυβόλα.
Από τους συγγενείς τους, κανένας δεν ήταν μαζί στο υπόγειο. Κάπου αλλού, σκέφτηκε, θα είχαν ίσως τρυπώσει. Μπορεί με τον πατέρα… με τον θείο Ιάσονα… Και τότε άξαφνα πάγωσε! Θυμήθηκε τον Κυριάκο! Είχε φύγει την προηγούμενη μέρα για το χωριό της γιαγιάς του… Θεέ μου! Το χωριό ήταν κι αυτό από τούτη τη μεριά του νησιού. Πού να βρίσκονταν άραγε γιαγιά κι εγγονός με τούτο τον χαλασμό; Κι οι γονείς του; Πού να ήταν οι γονείς του; Πώς, πού θα τον έβρισκαν τώρα;
Προς το σούρουπο, κάποιος άγνωστος ήρθε και τους έβγαλε από το υπόγειο. Το άγριο θέαμα που χίμηξε στα μάτια τους, μόλις ξεμύτισαν, τους έκοψε τη μιλιά. Σκέπασε ο Τέλης τα μάτια του απ' τη φρίκη. Έσφιξε η μητέρα πάνω της την Ηλέκτρα─ της έκρυψε το πρόσωπο να μη δει. Η Δανάη έσκυψε το κεφάλι και κρεμάστηκε τρομαγμένη στο μπράτσο της Ναταλίας. Πτώματα… Πτώματα κομματιασμένα, μαζεμένα σε μια γωνιά. Με καμένες τις σάρκες, μαυρισμένες, λες, από κάρβουνο. Πιο κάτω βογκούσαν δυο τρεις λαβωμένοι. Κάποιοι έτρεχαν μ' ένα φορείο στα χέρια. Και μια φριχτή, πνιγερή μυρουδιά από καμένο τους έφραζε την ανάσα. Από μακριά η πόλη κάπνιζε. Ανάμεσα στους καπνούς, ξεχώριζαν συντρίμμια, ερείπια… Σπίτια σκοτωμένα κι αυτά, με κομματιασμένες και μαύρες τις πέτρινες σάρκες.
Τους φόρτωσαν, με χίλιες προφυλάξεις, σε κάτι μεγάλα αυτοκίνητα, με πολλούς άλλους μαζί. Τα γυναικόπαιδα κι οι ανήμποροι που είχαν σωθεί, έπρεπε─ είπαν─ να φύγουν από τον τόπο της μάχης. Οι γυναίκες βαστούσαν στα χέρια ό,τι είχαν κατορθώσει να πάρουν στα βιαστικά. Η μητέρα κουβαλούσε έναν μπόγο και στο δεξί της χέρι κρατούσε τώρα το εικόνισμα του παππού.
Κοντά στο βουνό, κάτι σκιές έκαναν σινιάλο στο φορτηγό να σταθεί. Και μέσα στο μισοσκόταδο, άκουσαν τη φωνή του πατέρα:
─ Νεφέλη! Εδώ είμαι. Να προσέχετε στον δρόμο… Καλή αντάμωση! Μη νοιάζεστε! Θα νικήσουμε!
Ο Τέλης πετάχτηκε. Μια από τις σκιές πλησίασε κι άλλο. Τώρα τον ξεχώριζε καθαρά.
─ Πατέρα! του φώναξε με λαχτάρα. Πατέρα, πού πας;
─ Εδώ! Θα μείνω εδώ, αγόρι μου. Πρέπει να πολεμήσω: Πρέπει όλοι οι άντρες να πολεμήσουμε. Εμείς, μόνοι μας. Με τουφέκια, με πέτρες, μ' ό,τι βρούμε. Βοήθεια δεν έχουμε από κανέναν. Κι η πατρίδα κινδυνεύει. Οι εχθροί βρήκαν ευκαιρία με το πραξικόπημα και θέλουν να μας αρπάξουν τη Γαλαζόνησο, να μας σκλαβώσουν, γιε μου, καταλαβαίνεις;
Ναι. Καταλάβαινε. Βέβαια καταλάβαινε. «Εμείς μόνοι μας…» «Βοήθεια από κανέναν…» Τους είχαν, δηλαδή, όλοι εγκαταλείψει. Καλά, λοιπόν…
─ Τότε θα μείνω να πολεμήσω κι εγώ! φώναξε κι έκανε να πηδήξει, έτοιμος να ορμήσει ενάντια στην αδικία όλου του κόσμου.
─ Όχι! τον σταμάτησε. Εσύ πρέπει να μείνεις, να προσέχεις τις γυναίκες. Είσαι ο μόνος άντρας που θα έχουν μαζί.
«O μόνος άντρας!»… Είχε δίκιο ο πατέρας. Δε γινόταν να τις αφήσουν μοναχές.
─ Ο Ιάσονας; ρώτησε απεγνωσμένα η Ναταλία.
Μα δεν πρόφτασε να πάρει απόκριση. Το φορτηγό είχε ξεκινήσει πάλι με βιάση. Κι η φιγούρα του πατέρα χανόταν… χανόταν… Την κατάπινε, καθώς πύκνωνε, το σκοτάδι.
Πίσω, οι πέντε κορφές του βουνού ξεχωρίζαν ακόμη. Το πέτρινο χέρι που πριν από λίγο καιρό τους είχε καλωσορίσει, έμοιαζε τώρα στο σούρουπο πότε να τους αποχαιρετά, πότε να υψώνεται για να σταματήσει τους εχθρούς, να φράξει τον δρόμο στον φονικό τους στρατό, και πότε να κάνει σινιάλο απελπισίας στην οικουμένη, πως εκεί, σε κείνο τον δύσμοιρο τόπο, γινόταν ένα αποτρόπαιο έγκλημα, χυνόταν αίμα αθώων.
Βιβλιογραφικά
Λότη Πέτροβιτς-Ανδουτσοπούλου, Για την άλλη πατρίδα, Πατάκης, Αθήνα 1993, σ. 113-121.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου > < Τούρκοι > < Κύπρος > < Δικτατορία >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Το Κυπριακό Ζήτημα. Ο αγώνας για την Ένωση, η Ανεξαρτησία, η τουρκική εισβολή
- Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-1990
- Η Δικτατορία, 1967-1974
- Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού (1974-1981)
- Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του
- Η δημοκρατική Ελλάδα, 1974-2004
- Ομιλία Μακαρίου (7.12.1974)
- Η κατανομή του πληθυσμού της Κύπρου το 1960
Οπτικό υλικό
- Το κατεστραμμένο προεδρικό Μέγαρο της Κυπριακής Δημοκρατίας
- Ο Μακάριος στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (19.7.1974)
- Ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο
- Η απόβαση του τουρκικού στρατού στα παράλια της Κυρήνειας (20.7.1974)
- Σταθμός Λαρίσης την ημέρα της επιστράτευσης
- Πανηγυρισμοί για την πτώση της Δικτατορίας
- Άφιξη Κωνσταντίνου Καραμανλή
- Το Γαϊτανακη
- Οι μάχες για την πόλη της Λευκωσίας
- Mεγάλο κύμα προσφύγων από τις κατεχόμενες περιοχές
- Καταυλισμός προσφύγων από τις κατεχόμενες περιοχές
- Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι
Οπτικοακουστικό υλικό
- Η εμπλοκή της ΕΟΚΑ Β΄
- Το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου
- Το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου
- Η τουρκική εισβολή
- Η τουρκική εισβολή
- Επιστράτευση
- Επιστράτευση
- Η πράσινη γραμμή
- Ταινία Επίκαιρων με ειδήσεις Αυγούστου 1974
- Το χρονικό της μεταπολίτευσης του 1974
- Μεταπολίτευση
- Η επιστροφή των εξορίστων
- Η κατάσταση του στρατού
- Η αναγνώριση του ΚΚΕ
- Κύπρος 1974
- Το μεγάλο μας τσίρκο