Δεκεμβριανά
Λογοτεχνία
▲▲
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
(απόσπασμα)
Πενήντα μία μέρες που τέλειωσε ο πόλεμος, πενήντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Πενήντα νύχτες είχα την ελπίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Αχιλλέα. «Θα μείνουμε μαζί μονάχα σαν παντρευτούμε». Το είπε ο Αχιλλέας. Η Νίνα μένει μαζί με τον Πάνο σ' ένα καμαράκι τόσο δα και δεν τη νοιάζει να το διαλαλεί σ' όλον τον κόσμο. Θαρρείς μάλιστα πως το κάνει επίτηδες και βρίσκει κάθε φορά να πει κάτι για να καταλάβουμε πως τα βράδια κοιμάται μαζί του. «Λαχτάρα που πήρα χτες βράδυ! Ξύπνησα και δεν είδα τον Πάνο δίπλα μου.» Αλήθεια, τη ζηλεύω. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ' όλη μου τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα. Αν λείπει η Λίζα από το σπίτι ή στο καμαράκι της Νίνας. «Σ' αρέσει;» ρωτάει η Νίνα, ενώ της δίνω πίσω το κλειδί της. Μπορεί και να ντρέπομαι ν' απαντήσω, μπορεί και να μη μ' αρέσει ακριβώς εκείνη η στιγμή. Αν κοιμόμουνα όμως μια ολόκληρη νύχτα μαζί του, είμαι σίγουρη πως θα μ' άρεσε. Τριάντα τρεις νύχτες τις πέρασα πλάι του. Όσο κράτησαν οι μάχες του Δεκέμβρη μετά την απελευθέρωση. Ο καινούργιος πόλεμος με τους Εγγλέζους. Τριάντα τρεις νύχτες κατάχαμα, ντυμένοι. Από τη μια κρατούσε το χέρι μου κι από την άλλη το όπλο. «Θα διώξουμε τους Εγγλέζους, σ' τ' ορκίζομαι, και θα μείνουμε μαζί.» Το είπε ο Αχιλλέας! «Λόρδος Μπάυρον», ο λόχος των σπουδαστών, και μπροστά με καψαλισμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Αχιλλέας. Οι κοπέλες με ζηλεύουν. Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, που δεν φοβάται στη μάχη! Φοβάται μόνο να με πάρει τη νύχτα και να πάμε στο διπλανό καμαράκι που είναι φυλαγμένα όπλα και σφαίρες. Δεν φοβάται τα όπλα, βέβαια. Φοβάται τους άλλους, τι θα πουν, εκείνος δίνει το παράδειγμα. Αν θελήσουν να κάνουν κι άλλοι έτσι… Κοιμόμαστε όλοι μαζί χάμω σε κουβέρτες στη μεγάλη αίθουσα ενός σχολείου. Μόλις που αγγίζουν τα δάχτυλά μας. «Θα ζήσουμε μαζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς». Τους διώξαμε. «Αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη.» Τελειώσανε. Και τώρα, για να περάσω μια νύχτα σε κρεβάτι με τον Αχιλλέα πρέπει να πάει αντάρτης στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ' ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε Άγγλοι. Τώρα ο εχθρός είναι ο αδερφός μου! «Δεν μπορείς να κρυφτείς σπίτι μου, θα χάσω τη θέση μου στο υπουργείο.» «Μια βραδιά μονάχα», μεσολαβεί η Λίζα. «Να χάσω τη δουλειά μου επειδή αυτοί θέλουνε;» «Εμείς θέλουμε; Εμείς θέλουμε να βασανιζόμαστε, να σκοτωνόμαστε! Εμείς θέλουμε να μπαίνουμε στις φυλακές, να μας στήνετε στον τοίχο;» «Εσείς κάνατε εγκλήματα, πήρατε ομήρους.» Ψέματα! Το μίσος στα μάτια του αδερφού. Το μίσος στα δικά μου μάτια. Ο μεγάλος αδερφός, που σαν έλειπε η Λίζα μου χτένιζε τα μαλλιά χωρίς να με πονάει. Η μικρή αδερφή που έγραφε ποιήματα μόνο για κείνον στη γιορτή του. Εμείς κι Εσείς. Ένας ατσάλινος τοίχος ανάμεσά μας.
«Σ' ένα χρόνο το πολύ», μ' αποχαιρετάει ο Αχιλλέας και στη φωνή του υπάρχει σιγουράδα. Στρίβει τον δρόμο και χάνεται. Δεν χύνω ούτε ένα δάκρυ. Όλα στέγνωσαν μέσα μου. Απόμεινα σε μια άγνωστη πόλη. Σε μια Αθήνα ξένη. Πόρτες κουφές, μουγκά παράθυρα. «Εσείς που μας σφάξατε.» «Εσείς που μας στήνετε στον τοίχο.» «Κλειδώστε τις πόρτες στην αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη!» Όλες τις πόρτες. Πράσινες πόρτες με ηλεκτρικά κουδούνια, καρυδένιες μεγάλες πόρτες με μπρούντζινα γυαλιστά πόμολα. Ακόμα κι εκείνη η μικρή του θείου Κώστα, του αδερφού της μαμάς, με το σιδερένιο χέρι για χτυπητήρι. «Σ' ένα χρόνο.» το είπε ο Αχιλλέας.
Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ' ένα ταγάρι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ' όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέει, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου.» Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι' απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…». Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση κι η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι δώδεκα χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του '44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.
Βιβλιογραφικά
Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 26-29.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Λήξη πολέμου > < Ζέη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός >▲▲▲
Η μεγάλη πλατεία
(απόσπασμα)
Χρίστος
Κάθε μέρα και περίσσευε ο κίνδυνος, λέγαν «δεν μπορεί, θα 'ρθεί και δω το σκότωμα», που χτυπιόνταν στην Αθήνα μες στους δρόμους, τα μαθαίναν από τις εφημερίδες κι από τα χωνιά, λέγαν «ο αδούλωτος λαός», βάζανε φωτογραφίες απ' την αιματοχυσία, όπου νεαρά κορίτσια μαυροφορεμένα γονατίζανε στο δρόμο και κρατούσανε τεράστια συνθήματα, τέλος πέφτανε οι τουφεκιές και τα σκοτώνανε και την άλλη μέρα άλλες μαυροφορεμένες στις φωτογραφίες· κι έλεγε ο Χρίστος «θα σφαχτούμε μεταξύ μας». Το πρωί που έφευγε από το σπίτι είχαν σταματήσει τραμ και αυτοκίνητα, είχε φράξει ο μεγάλος δρόμος απ' τη διαδήλωση, πιο πολύ γυναίκες, μα και άντρες και παιδιά, που κουνούσαν τις γροθιές τους, και κραυγάζαν «έξω οι Εγγλέζοι, κάτω οι μπουραντάδες», και τους έβλεπε ο κόσμος απ' τα μαγαζιά, πίσω από τζάμια και από κλειστά παράθυρα, όπου είδε ο Χρίστος τη γειτόνισσα, τη γυναίκα απ' τον τραμβαγιέρη, μια ξερακιανή φιλάσθενη, φώναζε και φώναζε σαν μανιασμένη, μια στιγμή συναντηθήκαν οι ματιές τους, έδειξε σαν να ζωντάνεψε, είπε «έλα, Χρίστο» κι εννοούσε ανάμεσά τους, τον καλούσε και με τ' απλωμένο χέρι της, αλλά ένεψε κείνος όχι και χαμογελούσε, από πού κι ως πού; αναρωτιότανε, πώς και τόση οικειότητα; όμως «πρέπει να 'μαι στη δουλειά μου» φώναξε - μέσα του νευρίαζε μετάνιωνε, δεν του χρειαζόταν δικαιολογία, σκέφτονταν. Και την ίδια ώρα άκουσε το αυτοκίνητο, ήταν φορτηγό εγγλέζικο, άνοιγε το δρόμο του στο πλήθος, μα σειόντανε γροθιές, κάποιοι βρόντηξαν τις λαμαρίνες με τα χέρια τους· όπως προχωρούσε είδαν από πίσω που κάθονταν πέντε στρατιώτες, φαίνονταν απορημένοι σκεφτικοί, όπου βλέπαν μία θάλασσα από γροθιές που απειλούσαν, που περνούσε ανάμεσά τους το αυτοκίνητο, που 'τανε οι ξένοι πάνω κι ο λαός μονάχος και περπατηχτός, κάποια ώρα έπεσε μια πέτρα στο φτερό, έκανε έναν κρότο που τους πάγωσε, μα βρυχήθηκε η μηχανή, κι έτρεξε πιο γρήγορα το αυτοκίνητο, και παραμερίζαν αναγκαστικά, σαν να είδε ο Χρίστος άλλη μία πέτρα που 'γραφε καμπύλη κι αστοχούσε, «αλληλοχτυπιόμαστε» μονολογούσε, όμως άνοιξε το βήμα αποφασισμένος να τους προσπεράσει, όπου να 'ναι έρχονται κι εδώ, σκεφτόταν.
Γιατί άκουσε μια μέρα άθελά του την Αλκμήνη, το Δημήτρη, κι έλεγε με πάθος το κορίτσι «είναι ώρα πια να τους συντρίψουμε» κι αισθανόταν δεν αναγνωρίζω τη φωνή της, σαν να είχε βάλει κάποιο σίδερο μες στο λαιμό της που την αλλοιώνει, ο Δημήτρης ήταν μαλακός δισταχτικός, «δε μ' αρέσει που σκοτώνονται» της έλεγε - «όμως είναι οι δικοί μας, τα αδέρφια μας» επέμενε η Αλκμήνη - «και οι άλλοι τι να είναι;» αναλογιζόταν το αγόρι - «τους προδότες και τους μπουραντάδες σκέφτεσαι; ξέχασες που μας σκοτώνανε στους δρόμους;» - μα δεν της απάντησε· «τους φοβάσαι;» ρώτησε η Αλκμήνη σαν να τον χαστούκιζε, τότε είπε κείνος «κάτι δε με πείθει, τους φοβάμαι όλους τούτους που φωνάζουν και κουνάνε τις γροθιές τους, τι θα κάνουν αύριο αν θα νικήσουνε οι άλλοι, τους γνωρίζεις όλους που κρατάνε τα» - όμως άνοιξε η πόρτα, μπήκε η Αμαλία και την ξαναχτύπησε με βρόντο, έπαψαν οι ομιλίες και παραπονέθηκε ο Χρίστος «δεν προσέχεις», όμως δεν κατάλαβε η μάνα, είχε τα δικά της να σκεφτεί, το δικό της τρόπο. Πρέπει να 'τανε το ίδιο βράδυ στην εφημερίδα, τον πλησίασε ο Νίκος, ένας κοντουλός κατσαρομάλλης, που 'χε κάνει χρόνια στην Ανάφη - τώρα είχε πάρει πόστο και καθοδηγούσε - είπε «θα 'θελες να 'ρθείς σε μια σειρά μαθήματα;» και τον ρώτησε «σαν τι μαθήματα;» - τα οργάνωνε το κόμμα και μιλούσαν γιαπολιτική και για τον τύπο, «να 'ρθω» συγκατένευσε ο Χρίστος, μα «πώς πάνε στην Αθήνα;» ρώτησε - «πολεμάμε» είπε ο άλλος και το έκοψε κει.
Κι έτρεχε ο κόσμος μες στους δρόμους, η φτωχολογιά, οι οργανωμένοι νεαροί με τα χωνιά, με τα περιβραχιόνια και τις σημαίες, όμως έβλεπε ο Χρίστος κι άλλους - πιο πολύ σε μαγαζιά, σε σπίτια - παρακολουθούσαν δυσαρεστημένοι, μοιάζανε να λένε μέχρι πότε; που μπορεί να τους κοβόταν η ανάσα ή να λαχανιάζαν και να πέφταν. Τώρα προχωρούσε βιαστικά, είχε ξεπεράσει και την κεφαλή της διαδήλωσης κι έψαχνε για τραμ ή γι' αυτοκίνητο, ματαίως - είπε μέσα του να ανεβώ στο Χιρς, μήπως λειτουργεί το πάνω τραμ, τα σοκάκια έμοιαζαν πιο έρημα, που και που γραμμένοι τοίχοι με συνθήματα, για τη «μάχη της Αθήνας», για τους μπουραντάδες και τον άτιμο το Σκόμπι, έβλεπε αυλές με δέντρα, κάπου ένιωσε την υγρασία και σκεφτόταν θα γεμίσουν οι ξερόλακκοι, που κατηφορίζαν απ' την Τούμπα και χυνόντανε στη θάλασσα. Μέχρι τώρα είχε παρακολουθήσει καμιά δεκαριά μαθήματα, δε θα γίνουν και πολλά, συλλογιζότανε, λέγαν πως οι Άγγλοι ρίχνανε δυνάμεις στην Αθήνα και χτυπούσαν και με αεροπλάνα, πολεμούσαν κι οι δικοί μας απ' την Αφρική - «να που αλληλοσκοτωνόμαστε» του έλεγε η Αμαλία, κι έτρεμε η καρδιά της, «περιμέναμε να φύγουνε οι Γερμανοί να ησυχάσουμε» παραπονιόταν, ένα βράδυ αρπαχτήκανε με την Αλκμήνη και ο Χρίστος σήκωσε το χέρι του (σκέφτηκε πως το 'κανε πρώτη φορά) «Παναγιά μου, να τι γέννησα» κλαιγότανε η μάνα· κι απομείναν άγρυπνοι τη νύχτα, ταραγμένοι, φοβισμένοι, ν' αφουγκράζονται τις πόρτες ή τα βήματα.
Βιβλιογραφικά
Νίκος Μπακόλας, Η μεγάλη πλατεία. Ιστορία των μέσων και νέων χρόνων, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 436-438.
Μεταδεδομένα
< Κοινωνικές ταραχές >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση, 1944-1946
- Μετά τον πόλεμο
- Ματωμένη Κυριακή
- Η διάσπαση του ΚΚΕ
- Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου
- Εξέγερση στην Αθήνα
- Εξέγερση στην Αθήνα
- Εξέγερση στην Αθήνα
- Εξέγερση στην Αθήνα
- Ο Δεκέμβριος του 1944
- Ο Δεκέμβριος του 1944
- Η Συμφωνία της Βάρκιζας και τα αίτια του Εμφύλιου Πολέμου
- Δεκέμβρης του '44
- Δεκέμβριος 1944, το ανεξήγητο λάθος
- Η Συμφωνία της Βάρκιζας
- Δεκέμβρης του '44
Οπτικό υλικό
- Διαδήλωση του ΕΑΜ (03.12.1944)
- Καταστολή της διαδήλωσης ΕΑΜ (03.12.1944)
- Αφίσα του ΕΑΜ
- Αστυνομική παρουσία στη διαδήλωση του ΕΑΜ στην πλατεία Συντάγματος
- Βρετανικά άρματα μάχης εισβάλλουν στα γραφεία του ΕΑΜ
- Πλατεία Ομονοίας κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών
- Βρετανοί κομάντος στη μάχη της Αθήνας
- Βρετανοί στρατιώτες στο Μουσείο της Ακρόπολης
- Βρετανοί στρατιώτες απομακρύνουν πολίτες μετά την κατάληψη των Γραφείων του ΕΑΜ
- Οι διαδηλωτές γύρω από τους νεκρούς στην πλατεία Συντάγματος
- Πορεία στην πλατεία Συντάγματος
- Σύσκεψη στην Αθήνα υπό τον Τσώρτσιλ
- Υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας
- Η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στους Βρετανούς στρατιώτες