Μακεδονικός Αγώνας
Λογοτεχνία
▲
Παύλος Μελάς
Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου· του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ' ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά!
Βιβλιογραφικά
Κωστής Παλαμάς, «Παύλος Μελάς» στo Λίνος Πολίτης (επιμ.), Ποιητική ανθολογία, τ. Στ', Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 81.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Μακεδονία > < Παλαμάς > < Παύλος Μελάς >▲▲
Το έβδομο ρούχο
(απόσπασμα)
Όταν πέθανε ο πατέρας του στη Ματαράγκα, ο Γιάννης -αποδώ- ήτονε νιόπαντρος και είκοσι εφτά χρονώ. Θα τα πω όπως μου τα 'πε η βάβω, που της τα 'πε η γυναίκα του, η Χάιδω, που της τα 'πε ο Αντώνης της Λάμπραινας. Η Χάιδω ήτονε είκοσι ενός. Του γέννησε δυο παιδιά, τον Θόδωρο και τον Γιώργη. Και μια τσούπρα, τη Βασιλική. Ήσυχα περνάγανε κι οι Τούρκοι πια είχανε φύγει απ' τα μέρη μας το 1881. Δούλευε ο Γιάννης στα χωράφια, στα ζωντανά, μαζί με τα παιδιά του. Το 'χε καημό που πέρασε έτσι ήσυχα χρόνια. Μικρός ήθελε να πάει να πολεμήσει αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε. Εκείνη τη χρονιά, το 1904, περάσανε απ' το χωριό κάτι παλικάρια με μαύρες στολές. Πηγαίνανε για Μακεδονία. Θα μπαίνανε κρυφά να πολεμήσουν τους κομιτατζήδες. Ο αρχηγός τους, ο καπετάν Μίκης Ζέζας, γύρευε ντόπιους για οδηγούς. Θα μπαίνανε από μονοπάτια στη Μακεδονία, γιατί οι Τούρκοι που την κρατάγανε δεν αφήνανε Ρωμιούς να μπούνε. Και μάλιστα με στολές. Ο Γιάννης το μόνο που γύρεψε απ' τον καπετάν-Ζέζα ήτονε να φορέσει τη στολή. Αυτήν εδώ, με τη μαύρη φουστανέλα και το πανωκόρμι στολισμένο με χρυσά κουμπιά και σταυρό. Ο Γιάννης θα τους οδήγαγε έξω απ' τα μέρη μας, να τραβήξουνε για Καστοριά. Όμως, δεν ήτονε της μοίρας του να ανδραγαθήσει. Κι ας ήτονε μόνο πενήντα τριώ χρονώ. Καθώς ανέβαινε ένα μονοπάτι στο βουνό, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Η ανάσα του δύσκολα έβγαινε κι ο πόνος στο στήθος αβάσταχτος. Κάτω από ένα πεύκο ξεψύχησε. Από «στηθάγχη», είπε ο καπετάν-Ζέζας. Τον καπετάν-Ζέζα, άλλοι τον ξέρανε σαν Παύλο Μελά. Ο Γιάννης άφησε παραγγελία πριν πεθάνει -στον Αντώνη της Λάμπραινας, που ήτονε κι αυτός οδηγός- στο φλάμπουρό του να βάζουν τη μαύρη του στολή. Ο Αντώνης της Λάμπραινας τον έκοψε στον ώμο και τον έφερε νεκρό στη Χάιδω και της έδωσε και την τελευταία του επιθυμία…
Βιβλιογραφικά
Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σ. 118-119.
Μεταδεδομένα
< Λαϊκός λόγος > < Μονόλογος > < Φακίνου > < Μακεδονία >▲▲
Στα μυστικά του βάλτου
(απόσπασμα)
Πρωί ξεκίνησαν από το χωριό. Τούρκικο στρατό δε θ' αντάμωναν ως τη Νιάουσα, όπου, μηνυμένοι, τους περίμεναν οι Έλληνες. Και ως προς τους Βουλγάρους, ο Άγρας δεν τους λογάριαζε.
Πήραν πάλι τον ανήφορο. Μπροστά πήγαινε ο Αποστόλης και αμέσως πίσω του ο Άγρας.
Ο οδηγός ήταν ανήσυχος. Θαύμαζε τη μεγαλοψυχία του Αρχηγού, αλλά και φοβούνταν καμιά «μπρουσκάδα» στο δρόμο. Ήταν εύκολο να είχε στήσει μερικούς δολοφόνους εδώ κι εκεί ο γερο-Βούλγαρος, που από την παραμονή τη νύχτα είχε όλο τον καιρό να σηκώσει το χωριό. Μιας και φθάσουν στην ελληνική Νιάουσα, φόβο πια δεν είχαν. Μα στο μεταξύ, και Βουλγάρους αντάμωναν, και βουλγάρικα χωριά περνούσαν, και ξυλοκόποι οπλισμένοι έβγαιναν στο βουνό.
Τα μάτια του παντού γυρνούσαν, έψαχναν βράχους, χαμόδενδρα και πυκνοδεντριές, σταματούσαν σε κάθε σκιά, ξετρύπωναν κάθε αγρίμι, υποψιάζουνταν κάθε σούσουρο, ακόμα και του ανέμου μες στα κλαριά.
Κι έξαφνα ρίχθηκε μπρος στον Αρχηγό, σκεπάζοντάς τον με το σώμα του.
Την ίδια στιγμή, μια τουφεκιά έπεσε, κι ευθύς και δεύτερη, και μια σφαίρα τρύπησε την κάπα του καπετάν-Άγρα.
Μα οι άντρες είχαν δει τον καπνό μες στα χαμόδενδρα, είχαν ορμήσει, κι αιχμάλωτο έφεραν πάλι τον ίδιο γέρο της παραμονής εμπρός στον Αρχηγό τους.
—Γιατί το έκανες αυτό, παλιο-Βούλγαρε; του είπε με θυμό ο Άγρας.
—Για να σε σκοτώσω! αποκρίθηκε πάλι ο Βούλγαρος.
—Σκότωσέ με να σε δω! έκανε κοροϊδευτικά ο Άγρας, και του έτεινε το τουφέκι του.
Ευθύς το άρπαξε ο Βούλγαρος, έτοιμος να τραβήξει.
Με μια ξανάστροφη του πέταξε το τουφέκι από το χέρι ο Βασίλης, και τον έσυραν οι άντρες παράμερα.
—Δέσετέ τον πισθάγκωνα και φέρτε τον μαζί στη Νιάουσα, φώναξε ο Άγρας.
Και τράβηξε μπρος, με τον Αποστόλη και τον Τυλιγάδη.
Μα λίγα βήματα έκαναν, και πάλι μια τουφεκιά έσχισε την ήσυχη ατμοσφαίρα του βουνού.
Ο Άγρας στάθηκε ταραγμένος.
—Ποιος τραβά; φώναξε.
Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Κι ένας-ένας βγήκαν από τους βάτους οι εύζωνοι και σίμωσαν.
—Ποιος τράβηξε; ρώτησε πάλι ο Άγρας.
Κανένας δεν αποκρίθηκε.
Γύρισε πίσω ο Άγρας και μπήκε στην πυκνοδεντριά όπου είχε ακουστεί η τουφεκιά.
Χάμω κοίτουνταν ο γερο-Βούλγαρος, με το κεφάλι τρυπημένο, και πλάγι του ο Βασίλης, με ματωμένα τα χέρια, τον συγύριζε, σταύρωνε τα χέρια του νεκρού στο στήθος του, και του έκλειε τα μάτια.
—Ποιος τον σκότωσε; φώναξε ο Άγρας έξω φρενών.
Ο Βασίλης σηκώθηκε.
—Εγώ, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ήσυχα.
—Το είχα απαγορεύσει! Είπα να τον φέρετε στη Νιάουσα! αναφώνησε θυμωμένος ο Άγρας.
Χωρίς να υψώσει τη φωνή, ο Βασίλης είπε:
—Του έδωσες δίκαιο, κύριε Αρχηγέ, χθες, πως μας μισούσε. Γιατί, λέγει, σκότωσες το παιδί του. Και δεν ήξερες καν ποιος είναι, και αν αλήθεια του σκότωσες κανέναν. Τι να πω εγώ, που μου σκότωσε αυτός και μητέρα και γυναίκα, και ίσως και το παιδί μου;
—Τι λες! αναφώνησε ο Άγρας. Τον ξέρεις;
—Τον ξέρω. Τον ήξερα και αυτόν και το γιο του, που είχα ορκιστεί να τον σκοτώσω, και που μου πήρε την εκδίκησή μου ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, ή κανένας σύντροφός του.
—Τούτος ο γέρος; Είναι ο πατέρας του Τόμαν Παζαρέντζε;
—Μάλιστα. Του χάρισες μια φορά τη ζωή. Και ως απάντηση, σκότωσε με άλλους, σαν και αυτόν, οκτώ ανύποπτα παιδιά του Τέχοβου.
—Το ξέρεις πως το έκανε αυτός, ο Τόμαν;
—Και αυτός, και ο πατέρας του, και όλο του το σόι! Μη λυπάσαι Βούλγαρο, κύριε Αρχηγέ. Όπου βρίσκεις έναν, πλάκωσέ του το κεφάλι, σα να 'ταν φίδι!
Μιλούσε ο Βασίλης αργά, μα με μίσος τέτοιο που έτρεμε η φωνή του, και τα χείλια του, και τα μεγάλα χέρια του.
Βιβλιογραφικά
Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1977, σ. 289-291.
Μεταδεδομένα
< Βούλγαροι > < Πολεμική σκηνή > < Διάλογος > < Μακεδονία > < Αιχμαλωσία >▲▲
Εις τον θάνατον του Παύλου Μελά
Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον είδατε τον Μίκη,
που σήμερα λαχτάρισε βουνό κι αρματολίκι;
Κοντά σε κάποιαν Εκκλησιά, χωριού προσκυνητάρι,
που παλικάρια θάψανε πανώριο παλικάρι,
χλωμή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα
μια σκλάβα μαυροφόρα.
Στα ματωμένα σπλάχνα της την ομορφιά του θάβει,
κι απ’ την σβησμένη του ματιά
πήραν ψυχή, πήραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.
Τι στρατιώτης έπεσε στη γη της ζηλευτός!…
λυπάται, μα και χαίρεται κανείς με τον χαμό του…
τιμής και δόξης θάνατος ο θάνατος αυτός,
μπροστά στην τόση δόξα του ξεχάνεις τον καημό του.
Κι αντήχησαν αντίλαλοι: στον Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στου Ζέζα το σπαθί, στου Μίκη το τουφέκι.
Κι ο Λεπενιώτης άστραψε κοντά σου κι ο Βλαχάβας,
κι εκλείσανε τα χείλη του μ’ ένα φιλί της σκλάβας.
Δάσκαλοι, που τις σάρκες των εσπάραξαν κοράκοι,
παπάδες εθνομάρτυρες, που ψήθηκαν σαν Διάκοι,
χειροπιασμένοι σίμωσαν να δουν το λείψανό του
κι εσχίσανε το ράσο των να γίνει σάβανό του.
Χρυσή ψυχή, που πήγαινες τον θάνατο να λάχεις,
από μαρτύρων στόματα χίλια συχώρια να ‘χεις.
Βιβλιογραφικά
Γεώργιος Σουρής, «Εις τον θάνατον του Παύλου Μελά», Άπαντα. Ανθολόγηση από τον «Ρωμηό» και άλλα έντυπα της εποχής, τ. Α΄, Βιβλιοθήκη για όλους, Αθήνα χ.χ, σ. 417.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Παύλος Μελάς > < Σουρής > < Ποίηση >Ιστορία
Γραπτές πηγές
Οπτικό υλικό
- Ο Παύλος Μελάς με στολή μακεδονομάχου
- Τέλλος Αγαπηνός (Καπετάν Άγρας) με άνδρες του
- Φωτογραφία Κρητικών οπλαρχηγών
- Γερμανός Καραβαγγέλης
- Μέγας Αλέξανδρος-Παύλος Μελάς