Βαλκανικοί Πόλεμοι
Λογοτεχνία
▲
Εμπρός
Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.
Μαυρίλα. Αστροπελέκι.
Μα το σπαθί γοργάστραψε,
και να! η βροντή τουφέκι!
Στον Πίντο απ' τον Ταΰγετο,
και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
κι ένας ο νους. Εμπρός!
Εμπρός! Βουνά, ψηλώστε μας,
και ω θάλασσα, να η ώρα!
στοίχειωσε τα καράβια μας,
και βόηθα, νικηφόρα.
Ξανά του Ρήγα η σάλπιγγα,
και πάει στα μισουράνια:
«Μαυροβουνιού καπλάνια
και Ολύμπου σταυραϊτοί!»
Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!
Κι αν πέφτει αστροπελέκι,
να! το σπαθί γοργάστραψε,
βρόντησε το τουφέκι.
Κρήτη, ο Μοριάς, η Ρούμελη,
εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,
αχολογάν οι κάμποι,
καίνε οι καρδιές. Εμπρός!
Βιβλιογραφικά
Κωστής Παλαμάς, «Εμπρός» στo Λίνος Πολίτης (επιμ.), Ποιητική ανθολογία, τ. Στ', Δωδώνη, Αθήνα 1977, σ. 81-82.
Μεταδεδομένα
< Μεγάλη ιδέα > < Παλαμάς >▲
Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - '22
(απόσπασμα)
Εκείνο το καλοκαίρι παντρεύτηκα. Με το σόι της νύφης μάς χώριζε φόνος. Κάποιος δικός τους είχε σκοτώσει έναν παππούλη μου με το κλαδευτήρι. Αυτή την ιστορία την έλεγαν οι μεγάλοι.
Μια μέρα ανοίγαμε ένα αμπέλι και πέρασαν από πάνω με τον πατέρα της. Μας χαιρέτισαν. Του λέει η μάνα μου, Μιχάλη, σάμπως είναι καιρός να το πάρουμε το αίμα πίσω. Με είχε δει που το κοίταζα το θηλυκό. Πριν φύγω για την Αμερική την είχα αφήσει μικρή. Και τώρα ήταν κοπέλα, ψηλή, φτιαγμένη. Του άρεσε αυτουνού η κουβέντα, και σε λίγο καιρό έστειλε ανθρώπους και παντρευτήκαμε.
Τον Σεπτέμβριο έγινε γενική επιστράτευση. Κυβέρναγε ο Βενιζέλος και είχε συνεννοηθεί με Βουλγάρους και Σέρβους να κηρύξουν τον πόλεμο στην Τουρκία. Εγώ ήμουν αγύμναστος, κινδύνευα τώρα. Και η γυναίκα μου ήταν βαρεμένη στο πρώτο μας παιδί.
Πήγα βρήκα τον γιατρό Τσέκο. Πολιτευότανε ακόμα. Τον παρακάλεσα να ενεργήσει να απαλλαγώ. Μου λέει, δεν είναι εύκολα. Σήκω φύγε από το χωριό και θα δω τι θα κάνω. Ήξερε ότι είχαμε αγοράσει το χτήμα στο Παλαιοχώρι.
Σε καμιά δεκαριά μέρες κηρύχτηκε ο πόλεμος. Όσο να το καταλάβουμε, μπήκε ο στρατός μας στη Θεσσαλονίκη. Άρχισαν να βαράνε οι καμπάνες. Αλλά είχε γίνει πρώτα το Σαραντάπορο, είχαν πέσει κορμιά.
Αρχές Νοεμβρίου μας γράφει ο Δήμος από το Σικάγο ότι έρχεται να υποστηρίξει την πατρίδα μας. Τα παπόρια ξαναγύριζαν γεμάτα παιδιά. Μόλις έφταναν τους έστελναν αμέσως μπροστά. Ο Δήμος είχε κάνει στο ευζωνικό και τον έβαλαν σε άλλο καράβι και τον πήγαν στην Πρέβεζα, στο Σώμα του στρατηγού Βελισάριου. Από κει νικώντας έφτασαν στη Φιλιππιάδα.
Είχαμε ταχτική αλληλογραφία. Ύστερα έκανε να μας γράψει έναν μήνα. Εμείς πίσω είπαμε ότι σκοτώθη. Αποφασίσαμε να τηλεγραφήσουμε, να μάθουμε νέα του, αλλά ο στρατός είχε φύγει, προχώραγε για τα Γιάννενα. Ήταν ο διάδοχος μπροστά, ο ίδιος, κι έκανε ένα τέχνασμα, να περάσουν κρυφά με βαρέλια μια λίμνη, να πάρουν το φρούριο του Μπιζανιού. Έτσι, μ' αυτό το κατόρθωμα του Κωνσταντίνου κυρίεψαν το Μπιζάνι και οι Τούρκοι παράδωσαν τα Γιάννενα.
Μετά λίγες μέρες μας έγραψε. Φάνηκε ένα βράδυ ο διανομέας, μου 'δωκε το γράμμα. Το άνοιξα, διάβασα τις νίκες τους και ότι είναι καλά. Μας έγραφε ακόμα για έναν πατριώτη μας, Δημήτριο Καλογερή, που σκοτώθηκε. Αυτός σκοτώθηκε από αμέλειά του. Ήταν μέσα στο πρόχωμα και σηκώθηκε ορθός και την έφαγε, επληγώθη σοβαρά στα νεφρά. Μέχρι να τον πάρουν για το νοσοκομείο το μεταβατικό, έμεινε.
Ύστερα ήρθε και ο άλλος μας αδερφός από την Αμερική να πολεμήσει, ο Πάνος. Οι Βούλγαροι ήθελαν να κρατήσουν τη Μακεδονία. Και τον έστειλαν απάνω στις Σέρρες. Μέχρι να πάει, εκείνοι τα μάζεψαν. Έγινε ειρήνη, αλλά αυτόν δεν τον απόλυσαν. Απόλυσαν τον Δήμο. Ο Δήμος είχε τραυματιστεί, δίχως να το ξέρουμε εμείς. Τον είχε πάρει η σφαίρα ξέσκουρα, και το κράτησε μυστικό, για τη μάνα μας.
Ήρθε το παιδί με ένα μπαστούνι, φύλαγε μια στάλα το πόδι του. Είχαν να τον δουν οι γέροι από το 1902. Έκατσε κάμποσο στο χωριό, με τις αδερφές μας, να πάρει απάνω του.
Εγώ ήμουνα στο Παλαιοχώρι, στα καλαμπόκια.
Βιβλιογραφικά
Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη: Βαλκανικοί-'22, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σ. 95-97.
Μεταδεδομένα
< Λαϊκός λόγος > < Μονόλογος > < Μετανάστευση > < Επιστράτευση > < Βούλγαροι > < Τούρκοι > < Βαλτινός > < Μακεδονία >▲▲
Η εκτέλεση
(απόσπασμα)
Ο δεκανέας Δραγούμης στάθηκε, σε στάση προσοχής, εμπρός στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.
Είχε τρεις μέρες να κοιμηθεί - και να φάει άλλες τόσες! Πώς μπορείς να κοιμηθείς και να φας τέτοιες ώρες; Ήταν 27 του Οχτώβρη του 1912. Πριν λίγες ώρες είχε μπει, με τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες, στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη!
«Τι περιμένεις;» του είπε ο λοχαγός Θανάσης Εξαδάκτυλος που στεκόταν δίπλα του.
Ο Δραγούμης τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Μέσα του χόρευαν ακόμα οι Μακεδονικές μνήμες - οι πρώτες του μέρες στο Προξενείο του Μοναστηριού, το αίμα του Παύλου Μελά, τα σφαγμένα γυναικόπαιδα. Δέκα χρόνια αίμα.
«Τι περιμένεις;» του ξανάπε ο Εξαδάκτυλος.
Του έδωσε μια σημαία, διπλωμένη στα τέσσερα.
«Ύψωσέ την στη Μητρόπολη».
«Εγώ;»
«Εσύ!»
Γύρω τους το πλήθος της Θεσσαλονίκης έσπρωχνε, τραγουδούσε, φώναζε: «Κανένας δεν ήξερε τι έκανε εκείνη την ώρα - ούτε κι εγώ ο ίδιος». Όλοι ήθελαν να σφίξουν το χέρι του Εξαδάκτυλου αλλά κανένας δεν έδινε σημασία στον αξύριστο δεκανέα που κρατούσε τώρα, με αμηχανία, το μπλε πανί στα δάχτυλά του.
«Ανέβα Δραγούμη» ξανάπε επιταχτικά ο Εξαδάκτυλος. «Στο χρωστάει η μοίρα…».
Και μετά, πιο σιγά:
«Για την ψυχή του Παύλου».
Ο Δραγούμης μπήκε στον Άγιο Μηνά, που ήταν στα 1912 η Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, έχοντας μπροστά του ένα σαστισμένο καντηλανάφτη που του έδειχνε το δρόμο. Ανέβηκαν από μια υγρή σκάλα που μύριζε λιβάνι και μούχλα. Ο καντηλανάφτης τράβηξε ένα μάνταλο:
«Από δω δεκανέα».
Ο Δραγούμης έκανε ένα βήμα μπροστά και βρέθηκε στην κορφή του Αγίου Μηνά. Κοίταξε τον μεθυσμένο κόσμο κάτω - τους μιναρέδες που ξεχώριζαν στο βάθος. Ύστερα άρχισε να δένει, ήσυχα, στον ιστό την ελληνική σημαία, απ' τις δυο της άκρες.
Το πλήθος που είχε ζώσει τον Άγιο Μηνά απ' όλες τις μεριές ούρλιαξε βλέποντας το μπλε πανί να ανεμίζει στην κορφή της Μητρόπολης. Κανένας δεν ήξερε τον βρόμικο δεκανέα που είχε δεχτεί αυτή την υψηλή εντολή, αλλά εκείνη την ώρα δεν είχε σημασία - ήξερε μονάχα τι σήμαινε εκείνο το γαλάζιο ύφασμα που κυμάτιζε τώρα στην ίδια πόλη όπου είχε γεννηθεί πριν 32 χρόνια ο Κεμάλ.
Αν και βέβαια, στα 1912, κανένας, ακόμα, δεν είχε ακούσει για τον Κεμάλ.
Ο Εξαδάκτυλος κοίταξε γελαστά τον δεκανέα με τη βρόμικη χλαίνη που στεκόταν σαν ξεχασμένο άγαλμα, πλάι στον ιστό του Αγίου Μηνά:
«Πώς νιώθεις Δραγούμη;»
Ο δεκανέας κοίταζε αμίλητος γύρω του - τον Λευκό Πύργο που αναδυόταν μέσα απ' τη χειμωνιάτικη πάχνη στο βάθος, την πύλη του Γαλέριου αριστερά, τον Άγιο Δημήτρη που ήταν ακόμα τζαμί και που θα καιγόταν στην πυρκαγιά του 1917.
«Σα να ήπια μισό βαρέλι κρασί» είπε.
Ο Εξαδάκτυλος δεν άκουσε - έκανε τα χέρια του χωνί και φώναξε δυνατότερα:
«Τι είπες - δεν σ' άκουσα;»
Ο Δραγούμης χαμογέλασε κουρασμένα:
«Μέθυσα» φώναξε.
«Εντάξει, κατέβα τώρα κάτω να ξεμεθύσεις. Έχουμε δουλειά στο Επιτελείο…».
Πριν από μερικές ώρες είχε υπογραφεί η συμφωνία της παράδοσης της Θεσσαλονίκης με τον Ταχσίν Πασά. Ο Δραγούμης ήταν μπροστά στη μεγάλη ώρα - είχε, μάλιστα, καθαρογράψει το πρωτόκολλο στα γαλλικά.
«Ασ' το Επιτελείο να περιμένει» είπε σιγά.
Ήταν φίλοι με τον Εξαδάκτυλο - τους ένωναν από χρόνια οι καημοί του Μακεδονικού αγώνα.
«Θα μείνω εδώ» του φώναξε.
Ο Εξαδάκτυλος ούρλιαξε από κάτω:
«Δεν είναι καφενείο η Μητρόπολη δεκανέα!»
Ο Δραγούμης χαμογέλασε στον φίλο του:
«Το ξέρω» είπε. «Εγώ όμως θα μείνω».
Ο Εξαδάκτυλος σήκωσε τους ώμους του, ύστερα πήρε τους άλλους αξιωματικούς που ήταν μαζί του κι έφυγε. Ο Δραγούμης απόμεινε όρθιος πλάι στη σημαία, με τη βρόμικη χλαίνη και τα γένια τριών ημερών, να κοιτάζει τη Θεσσαλονίκη που ξυπνούσε σιγά-σιγά από μια νάρκη πέντε αιώνων.
Βιβλιογραφικά
Φρέντυ Γερμανός, Η εκτέλεση, Κάκτος, Αθήνα 1995, σ. 144-146.
Μεταδεδομένα
< Θεσσαλονίκη > < Παύλος Μελάς > < Τούρκοι > < Διάλογος > < Γερμανός >▲▲
Στη σκιά της πεταλούδας
(απόσπασμα)
Την ίδια ώρα, χιλιόμετρα μακριά, στην Αθήνα, κανένας από την οικογένεια Μαυρολέοντος και την ακολουθία τους δεν ήταν όρθιος. Το θεωρείο τους είχε γεμίσει πριν από ώρα και τώρα καθιστοί και ανυπόμονοι ατένιζαν την κλειστή αυλαία. Ο Επαμεινώνδας Μαυρολέων έκανε αέρα στο πρόσωπό του κουνώντας τη μουσική παρτιτούρα της παράστασης. Σταμάτησε για λίγο, όταν ένιωσε κάποια δροσιά και να σκορπίζουν προς στιγμή οι σκοτούρες που του γέννησαν τα ανεβοκατεβάσματα στη Βουλή και τα υπουργεία. Η σύζυγος Μαυρολέοντος πήρε από τα χέρια του την παρτιτούρα κι άρχισε να διαβάζει μάλλον σιωπηλά, κουνώντας όμως ασυνείδητα τα χείλη της.
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ 1913
Μ. ΑΝΝΙΝΟΥ Γ. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙ' ΑΣΜΑ ΚΑΙ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΟΝ…
Την ανάγνωσή της διέκοψαν οι πρώτες νότες από τους μουσικούς. Δύο βιολιά κι ένα πιάνο βοήθησαν τη βαριά βελούδινη κουρτίνα της αυλαίας να τραβηχτεί. Η εμφάνιση του κομπέρ Τζανέτου μετά της συζύγου του Μαντίνας πνίγηκε στα χειροκροτήματα.
[…]
Μα ήταν πολύ αστείος αυτός ο Τζανέτος, καταπληκτικός! Είχε φτάσει από το νησί του στην Αθήνα, για να πάρει μέρος στον πόλεμο. Μαζί του η γυναίκα του η Μαντίνα, η γλωσσού, δίπλα ο Ενωμοτάρχης και ο εύζωνος Μητρούσης. Ο κόσμος τρανταζόταν συνεχώς απ' τα γέλια και χειροκροτούσε. Τα τρία παιδιά της οικογένειας Μαυρολέοντος, η Δομινίκη, η Μαντώ και ο μικρός Αχιλλέας, είχαν μείνει αγάλματα στη διάρκεια των τριών πράξεων της επιθεώρησης, με τα μάτια τους ανοιχτά· ο θαυμασμός και η έκπληξη από την πανδαισία των χρωμάτων, των κοστουμιών και των ήχων είχαν επισκιάσει οποιαδήποτε αστειότητα.
Ο κόσμος συνέχιζε να χειροκροτεί, να τραγουδάει μαζί με τους ηθοποιούς, στο τέλος δε της τελευταίας πράξης οι επευφημίες των θεατών έφτασαν στην αποθέωσή τους. Και ήταν η τελευταία σκηνή κάτι το καταπληκτικό! Ένα τεράστιο ταμπλό με χτυπητά χρώματα στήθηκε στο μέσον της σκηνής, ενώ το πιάνο με τα βιολιά κρατούσαν ένα χοροπηδηχτό ρυθμό. Οι χορευτές, οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι ήταν όλοι τους πια επί σκηνής. Και ήρθαν όλοι και όλα και ταίριαξαν στη σωστή τους θέση σαν γυαλισμένες ψηφίδες ενός λαμπρού φινάλε. Όλοι μπορούσαν τώρα να διαβάσουν το μεγάλο ταμπλό:
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ
Η κυρία Μαυρολέοντος κράτησε το μεταξωτό μαντίλι στα κρινένια δάχτυλά της και ύστερα σφούγγιξε τα μάτια.
«Το έθνος μας ζει μεγάλες στιγμάς» γύρισε και είπε στα παιδιά της.
Όλος ο κόσμος, αλλόφρων πια από τον ενθουσιασμό, ζητωκραύγαζε όρθιος. Από το μεγάλο πλήθος που έστεκε πάνω στη σκηνή ξεχώρισε η Μαρίκα Κοτοπούλη, που προχώρησε μπροστά και υποκλίθηκε μέσα σ' ένα λατρευτικό πανδαιμόνιο. Πίσω της ακολούθησε ο Τζανέτος, ο Αλέκος Γονίδης, που έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε και αυτός.
«Μπράβο! Μπράβο!» αναφώνησε και πάλι η κυρία Μαυρολέοντος και από τη συγκίνηση έσφιξε το υγρό μαντίλι στη χούφτα της.
Βιβλιογραφικά
Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 84-85 και 86-87.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Αστική ζωή > < Αθήνα > < Μετόπισθεν >▲▲▲
Τι ζητούν οι βάρβαροι
(απόσπασμα)
Ενωρίς το πρωί της επομένης, ενώ ο αντισυνταγματάρχης Γεωργιάδης και εγώ επίναμεν με δυσαρέσκειαν και δυσπιστίαν τον καφέν που μας εσέρβιρεν η οικογένεια του γαμβρού, ηκούσαμεν δυνατά και αγωνιώδη κτυπήματα εις την εξώθυραν. Η πόρτα άνοιξε και εισώρμησεν ο σκοπός μας.
«Κύριε διοικητά, έρχονται οι Βούλγαροι!»
Εξήλθαμεν δρομαίως εις το χαγιάτι της οικίας και εστρέψαμεν τα βλέμματα προς την γέφυραν. Το θέαμα που αντικρίσαμεν επέτεινε τας νυκτερινάς ανησυχίας μας. Δια της γεφύρας εκινείτο προς το χωρίον όχι απόσπασμα, όχι ομάς, αλλ' ολόκληρος διμοιρία Βουλγάρων. Ενεθυμήθην αίφνης κάτι που μου είχε πει προ ολίγων ετών η κυρία Β., εξαίρετος λογία, η οποία είχε περιηγηθεί πολλάκις τα Βαλκάνια και την Ευρώπην: «Εξ όλων των στρατών τους οποίους είδα ασκουμένους ή παρελαύνοντας, και είναι πολλοί, μόνον δύο μου ενεποίησαν αληθές δέος: ο πρωσικός και ο βουλγαρικός. Οι λαοί αυτοί είναι γεννημένοι στρατιώται, με σιδηράν πειθαρχίαν, απίστευτον αντοχήν και επίφοβον πολεμικόν πνεύμα.» Έβλεπα τώρα την βουλγαρικήν φάλαγγα να κινείται προς ημάς ως πολύτροχος μηχανή, με κινήσεις απολύτως συντονισμένας, με βαρύν βηματισμόν, με τα σκληρόγεισα πηλήκια, τις περίδετες οπάνκες, δύο εφίππους αξιωματικούς όπισθεν του πλήθους των στρατιωτών ωσάν μηχανοδηγούς ή βουκόλους, και είπα μέσα μου ότι αυτοί δεν είναι δυνατόν να έρχωνται δια γάμον, αυτοί έρχονται δια να σκοτώσουν.
Ο αντισυνταγματάρχης Γεωργιάδης εκάλεσεν αμέσως τους οδηγούς μας, διέταξεν επιβίβασιν όλων μας εις τα αυτοκίνητα και κάθοδον εις την είσοδον της γεφύρας. Εθαύμασα δια μίαν ακόμη φοράν την αποφασιστικότητά του. Καίτοι κατά πολύ ολιγώτεροι των Βουλγάρων, θα ήμεθα εις πλεονεκτικήν θέσιν, αν κατωρθώναμεν να φθάσωμεν εις την γέφυραν πριν εκείνοι περαιωθούν εις την ιδικήν μας όχθην. Τούτο και συνέβη. Όταν μάλιστα εφθάσαμεν εις την όχθην, είδαμεν ότι ο Ραντοβάνοβιτς και ο τρεις συνοδοί του ήδη ευρίσκοντο εκεί και εφαίνοντο εξίσου ανήσυχοι με ημάς, πράγμα το οποίον μας ανεκούφισε κάπως ως προς την ιδικήν των στάσιν εις ενδεχομένην σύγκρουσιν. Οι στρατιώται μας, ακροβολισμένοι, προέτειναν ήδη τα όπλα των. Τινές εκ των χωρικών παρετήρουν τα τεκταινόμενα εξ αποστάσεως ασφαλείας, με απροσδιορίστους διαθέσεις. Όσον δια τους δύο κινηματογραφιστάς μας, ήσαν άφαντοι, πιθανώτατα διατρίβοντες εκεί όπου τους υπέδειξεν ο φόβος των.
«Κύριε συνάδελφε» είπεν ο αντισυνταγματάρχης Γεωργιάδης εις τον Σέρβον ομόβαθμόν του «σας φαίνεται λογικόν να εισέλθη ολόκληρος βουλγαρικός λόχος εις το χωρίον δι' ένα γάμον;»
«Όχι, αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψωμεν» απήντησεν ο Ραντοβάνοβιτς σύννους, συστρέφων την άκρην του μύστακός του.
Ο πρώτος στοίχος της βουλγαρικής φάλαγγος είχε φθάσει εις απόστασιν μιας εικοσάδος μέτρων από την παράταξίν μας. Τότε ο εις εκ των δύο εφίππων αξιωματικών έδωσεν ένα παράγγελμα, η φάλαγξ ακινητοποιήθη αυτομάτως και ο ίδιος, παριππεύσας αυτήν, μας επλησίασε και μας εχαιρέτησε στρατιωτικώς. Ήτο ένας μελαψός γενειοφόρος ανθυπολοχαγός, πολύ νέος την ηλικίαν και με μορφήν ομολογουμένως ευγενικήν, όλως διάφορον του αδρομερούς και τραχέος παρουσιαστικού των πλείστων Βουλγάρων.
«Ανθυπολοχαγός Ντεμπελιάνοφ» μας συνεστήθη γαλλιστί. «Έχομεν προσκληθεί εις ένα γάμον που θα γίνη εις το χωρίον.»
«Κύριε ανθυπολοχαγέ» απήντησεν ηρέμως ο αντισυνταγματάρχης Γεωργιάδης «ο γάμος είναι τελετή ειρηνική και όχι πολεμική. Πιστεύω ότι σεις, ως αξιωματικός, έχετε προσκληθεί, αμφιβάλλω όμως ότι οι μελλόνυφοι και οι λοιποί κάτοικοι του χωρίου θα έβλεπον ευχαρίστως την παρουσίαν εις τον γάμον διμοιρίας με πλήρη πολεμικήν εξάρτυσιν.»
Ο Βούλγαρος ανθυπολοχαγός υπεμειδίασεν.
«Είμαι υποχρεωμένος να προσθέσω» συνέχισεν ο Γεωργιάδης «ότι οι κάτοικοι έχουν και άλλον, σοβαρώτερον λόγον να μη σας θέλουν εδώ ειδικώς αυτήν την στιγμήν. Προχθές την νύκτα επέδραμαν εις το χωρίον κομιτατζήδες και διέπραξαν ειδεχθή εγκλήματα.»
«Παρακαλώ» υπέλαβεν ο Βούλγαρος με ύφος θιγμένον «είμεθα τακτικός στρατός, δεν έχομεν ουδεμίαν σχέσιν με αντάρτες και καταδικάζομεν την δράσιν των ατάκτων οθενδήποτε και αν προέρχωνται.»
«Κύριε ανθυπολοχαγέ» είπεν ο Γεωργιάδης ελαφρώς εκνευρισμένος τώρα «σας παρακαλώ να επιδείξετε κατανόησιν και καλήν θέλησιν. Διατάξατε την δύναμίν σας ν' αποσυρθή πέραν του ποταμού και εισέλθετε εις το χωρίον μετ' ολίγων μόνον ανδρών, όπως ολίγοι είμεθα και ημείς.»
Ο Ντεμπελιάνοφ εφαίνετο σκεπτικός.
«Κύριε ανθυπολοχαγέ» παρενεβλήθη ο αντισυνταγματάρχης Ραντοβάνοβιτς με ύφος απερισκέπτως προκλητικόν «μήπως θέλετε να γίνετε υπαίτιος συρράξεως μετά των συμμάχων σας;»
Ο Ντεμπελιάνοφ τον εκοίταξεν αδιαφόρως και κατόπιν απετάθη εις τον Γεωργιάδην.
«Καλώς, κύριε αντισυνταγματάρχα» είπε. «Καίτοι το πλήθος της συνοδείας μου δεν ανταποκρίνεται παρά εις την επισημότητα της προσκλήσεως προς τας βουλγαρικάς στρατιωτικάς αρχάς, δεν θέλομεν να γίνη τούτο αφορμή προστριβών. Θα επιδείξωμεν την καλήν θέλησιν που ζητείτε.»
Εστράφη προς τους ιδικούς του και ωμίλησεν ολίγον με τον άλλον έφιππον εις την γλώσσαν των. Εδόθησαν έπειτα κάποια παραγγέλματα και η βουλγαρική φάλαγξ, πλην τριών ανδρών και του ιδίου του ανθυπολοχαγού, έκαμε μεταβολήν και επήρε τον δρόμον της επιστροφής οδηγουμένη υπό του δευτέρου αξιωματικού.
Έτσι λοιπόν εισήλθεν εις το χωρίον Π. και ο τρίτος κουμπάρος, ο πλέον ανεπιθύμητος.
Βιβλιογραφικά
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τι ζητούν οι βάρβαροι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008, σ. 72-76.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Καθαρεύουσα > < Βούλγαροι > < Μακεδονία >▲▲
Σκοτεινός Βαρδάρης
(απόσπασμα)
Και ενώ ο Στεφάνος Φουρτούνας λιποτακτεί από τις γραμμές του οθωμανικού στρατού, κάπου έξω από το Ντεμίρ Χισάρ, ο νεαρός αξιωματικός Γκεόργκι Μιχαήλοφ φτάνει μαζί με τη βουλγάρικη μεραρχία στη Θεσσαλονίκη, μία ημέρα αφότου η πόλη έχει περάσει στη δικαιοδοσία του ελληνικού στρατού, δηλαδή στις 29 Οκτωβρίου 1912. Τον βλέπω να μπαίνει στην πολυπόθητη πολιτεία πάνω στο όμορφο καφετί του άλογο. Ιππεύει δίπλα στον στρατηγό Θεοδορόφ. Πίσω τους ακολουθεί με αργό και κουρασμένο βηματισμό η μεραρχία που άργησε και έχασε την ονειρεμένη πόλη. Βρέχει. Μια βροχή, ψιλή, αδιάκοπη, μονότονη, επίμονη. Ωστόσο, ο όμορφος βούλγαρος αξιωματικός Γκεόργκι Μιχαήλοφ δεν φαίνεται να πτοείται. Δεν του είναι άγνωστη αυτή η βροχή. Τη γνώρισε καλά από τα εφηβικά του χρόνια, εκεί, στη δεύτερη πατρίδα του, τη Σόφια. Ούτε και το ότι δεν μπαίνει στη Θεσσαλονίκη ως νικητής φαίνεται να τον πτοεί. Αν τον παρατηρήσεις όμως καλύτερα… Βλέπω εκείνην την φλεβίτσα δεξιά στο μέτωπό σου φουσκωμένη, Γκεόργκι. Ναι, πρέπει να το παραδεχτείς! Σε πρόλαβαν οι Έλληνες, ο παιδικός σου φίλος Στέφανος είναι τώρα πια κύριος και κάτοχος της παραμυθένιας πολιτείας. Κι εγώ, Γκεόργκι, την ξέρω αυτήν την φλεβίτσα. Την έχω ξαναδεί να πάλλεται, το ίδιο φουσκωμένη όπως σήμερα που δεν μπαίνεις στη Θεσσαλονίκη ως νικητής. Θυμάσαι;
Στις 29 Οκτωβρίου του 1912, μία μόλις ημέρα αφότου ο τούρκος αρχιστράτηγος Ταχτσίν Πασάς παρέδιδε τη Θεσσαλονίκη άνευ όρων στον διάδοχο Κωνσταντίνο μαζί με τριάντα χιλιάδες τούρκους στρατιώτες, ο δεκαεννιάχρονος Στέφανος Φουρτούνας, λιποτάκτης του οθωμανικού στρατού, έφτανε στην πόλη. Την ίδια περίπου ώρα, όχι με τα πόδια φυσικά και ούτε στην εξαθλιωμένη κατάσταση ενός λιποτάκτη στρατιώτη, αλλά με δόξες και τιμές, έφτανε στην ελληνική πια πολιτεία και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Η Θεσσαλονίκη έμοιαζε παραζαλισμένη από την ευτυχία. Για ν' ακριβολογούμε, όχι όλη η Θεσσαλονίκη. Εκεί ψηλά, στις συνοικίες Κασμιγιέ, Χατζή Χασάν, Χότζα, Μπουρχόν, Καζάζ, Χατζή Μουσταφά, καθώς και στην Πλατεία Χορ Χορ, δηλαδή του «Κελαρυστού Νερού», όλα ήταν βουβά και μαγκωμένα. Ψυχή στα καλντερίμια. Ψυχή πίσω από τα καφασωτά παράθυρα. Λες και είχαν σηκωθεί όλοι και είχαν πάρει κιόλας τον δρόμο της δικιάς τους προσφυγιάς… Μα όχι! Αυτή θα κάνει δώδεκα χρόνια να έρθει, και μέχρι τότε οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης θα φερθούν με γενναιοδωρία στους παλιούς. Όσο για τις συνοικίες του Ρόγου και της Ετς Χαΐμ κοντά στην παραλία, αυτές έχουν ντυθεί την επιφύλαξη και την καχυποψία. Συναισθήματα μάλλον αμοιβαία με τους νέους κυρίαρχους της πόλης. Η υπόλοιπη όμως πολιτεία παλλόταν. Λες και όλοι οι αέρηδες των Βαλκανίων είχαν κατεβεί και την είχαν σηκώσει ψηλά, χωροστατούντος του Αγίου Βαρδαρίου, που να τος, κλείνει το μάτι στον άλλον, τον πραγματικό Άγιο, που καλπάζει σπιρουνίζοντας με δύναμη το άλογό του, διαπερνώντας τα βαριά σύννεφα, τα λεγόμενα «αϊδημητριάτικα».
Μέσα σ' αυτό το δοξαστικό πανδαιμόνιο, ο Στέφανος Φουρτούνας έφτασε για τρίτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Η εικόνα του ήταν οικτρή. Τόσο, που προτιμώ να μην την περιγράψω. Ένιωθε να πονάει σε όλο του το σώμα. Η βροχή, που μέρες συναντούσε σε όλη αυτήν τη διαδρομή την οποία είχε κάνει με τα πόδια από το Ντεμίρ Χισάρ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, του τριβέλιζε τα κόκαλα, και ας ήταν τόσο νεανικά ακόμα. Η ίδια αυτή βροχή λες και είχε περάσει στην ψυχή του και την είχε μουλιάσει τόσο, που στη θέση της είχε αφήσει ένα κομμάτι μαύρη λάσπη. Παρ' όλα αυτά, ο Στέφανος Φουρτούνας είχε συνεχίσει, γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και δεν του επιτρεπόταν να πει: «Μέχρις εδώ και μη παρέκει».
Βιβλιογραφικά
Έλενα Χουζούρη, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004, σ. 156-157 & 184-185.
Μεταδεδομένα
< Θεσσαλονίκη > < Χουζούρη > < Βούλγαροι >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Η ευγενής μας τύφλωσις
- Μικρόν Ημερολόγιον του 1912
- Η Ελλάς του 1910-1920
- Από την ομοψυχία στο διχασμό
- Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων
- Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο
- Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Οπτικό υλικό
- Η συμμαχία των βαλκανικών κρατών
- Βαλκανική Χερσόνησος
- Χριστούγεννα στα Βαλκάνια
- Η κατάληψη του Κιλκίς
- Τίτλοι εφ. Σκριπ για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης