Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1978

Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ

Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Όλα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του ο Σίνγκερ τα έγραψε στη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα Γίντις.

Διαβάστε σχετικά:

Ο Νεφθαλίμ ο παραμυθάς και το άλογό του ο Σους
Ο πατέρας του, ο Ζέλιγκ, και η μητέρα του, η Μπρύνα, γκρίνιαζαν κι οι δυο τους, γιατί άρεσε υπερβολικά στον Νεφθαλείμ, το γιο τους, να ακούει ιστορίες. Αν πρώτα η μητέρα του δεν του διηγιόταν μια ιστορία, ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Πότε πότε έπρεπε να του διηγείται δυο και τρεις ιστορίες πριν δεήσει να κλείσει τα μάτια του. Πάντα της γύρευε: «Κι άλλη, μαμά, κι άλλη!…»
Ευτυχώς, η Μπρύνα είχε ακούσει μπόλικες ιστορίες από τη μητέρα της και τη γιαγιά της. Και ο Ζέλιγκ, επίσης, που ήταν αμαξάς, είχε πολλά πράγματα να διηγηθεί – για πνεύματα που προσποιούνταν τους επιβάτες και για δαιμόνια που γλιστρούσαν στα κλεφτά μέσα στους στάβλους κι έπλεκαν κοτσίδες στων αλόγων τις ουρές κι έφτιαχναν μπούκλες μες στις χαίτες τους. Η πιο ωραία ιστορία ερχόταν από τον καιρό που ο Ζέλιγκ ήταν ακόμα νεαρός αμαξάς.
Μια καλοκαιριάτικη νύχτα ο Ζέλγικ πήγαινε από το Λιούμπλιν στο σπίτι του με το κάρο του αδειανό. Τα πράγματα λοιπόν ήρθαν έτσι που δεν είχε πάρει ούτε έναν επιβάτη από το Λιούμπλιν για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Γιανόβ. Οδηγούσε το κάρο του σε ένα δρόμο που πέρναγε μέσα από το δάσος. Είχε πανσέληνο. Το φεγγάρι έριχνε ασημένια δίχτυα πάνω στα κλαδιά των πεύκων κι αρμαθιές μαργαριτάρια πάνω στη φλούδα των κορμών. Θρηνούσαν νυχτοπούλια. Που και που ακουγόταν το ουρλιαχτό του λύκου. Τον καιρό εκείνο τα πολωνικά δάση έβριθαν από αρκούδες, λύκους, αλεπούδες, νυφίτσες, και άλλα άγρια ζώα. Τη νύχτα εκείνη ο Ζέλγικ ήταν αποθαρρυμένος. Όταν το κάρο του ήταν άδειο από επιβάτες, το πουγκί του ήταν άδειο από χρήματα, και πώς θα έκανε η Μπρύνα τις ετοιμασίες για το Σάββατο;
Άξαφνα ο Ζέλιγκ είδε μες στη μέση του δρόμου ένα σακί που έδειχνε γεμάτο αλεύρι ή ζάχαρη ψιλή. Ο Ζέλιγκ σταμάτησε το άλογό του και κατέβηκε να ρίξει μια ματιά. Ένα σακί αλεύρι ή ζάχαρη πιάνει πάντα τόπο σε ένα νοικοκυριό.
Ο Ζέλιγκ έλυσε το σακί, το άνοιξε, πήρε μια δαχτυλιά και δοκίμασε, κι έκρινε πως ήταν ζάχαρη ψιλή. Σήκωσε το σακί, που ήταν ασυνήθιστα βαρύ. Ο Ζέλιγκ ήταν μαθημένος να κουβαλάει τις βαλίτσες των επιβατών του και απόρησε που ένα σακί με ζάχαρη του φάνηκε τόσο βαρύ.
«Μάλλον δε θα ‘φαγα καλά στο πανδοχείο», σκέφτηκε ο Ζέλιγκ. «Κι όταν δεν τρως καλά, χάνεις τη δύναμή σου».
Φόρτωσε το σακί στο κάρο. Ήταν τόσο βαρύ που κόντεψε να πάθει κακό.
Κάθισε στη θέση του οδηγού και κούνησε τα γκέμια, μα το άλογο δεν σάλεψε.
Ο Ζέλιγκ τράβηξε τότε απότομα τα γκέμια και ξεφώνισε: «Βύτστα!» που σημαίνει στα πολωνικά: «Παράσιτο!»
Μα ακόμα κι αν το άλογο έβαζε όλα του τα δυνατά, το κάρο δεν προχωρούσε ούτε τόσο δα.
«Μα τι συμβαίνει εδώ πέρα;» απόρησε ο Ζέλιγκ. «Γίνεται να είναι το σακί τόσο βαρύ ώστε να μην μπορεί το άλογο να το σύρει;»
Αυτό ήταν εντελώς απίθανο, γιατί πολλές φορές το άλογο είχε κυλήσει το κάρο γεμάτο πέρα πέρα , με επιβάτες μαζί με τις βαλίτσες τους.
«Κάτι δεν πάει καλά εδώ», μονολόγησε ο Ζέλιγκ. Κατέβηκε ξανά, έλυσε το σακί και πήρε άλλη μια δαχτυλιά. Θεέ του ουρανού, το σακί ήταν γεμάτο αλάτι και όχι ζάχαρη!
Ο Ζέλιγκ στεκόταν εκεί αποσβολωμένος. Πώς μπόρεσε να κάνει ένα τέτοιο λάθος; Δοκίμασε ξανά και ήταν αλάτι.
«Ώστε λοιπόν απόψε είναι μια από εκείνες τις νύχτες», μουρμούρισε μοναχός του ο Ζέλιγκ.
Αποφάσισε να κατεβάσει το σακί από το κάρο, αφού ήταν φανερό πως τα κακά πνεύματα παίζανε μαζί του. Μα τώρα πια το σακί είχε βαρύνει τόσο που θαρρούσες πως το είχαν καργάρει με μολύβι. Το άλογο έστρεφε το κεφάλι του και κοίταζε πίσω, λες από περιέργεια, τι τέλος πάντων τρέχει.
Άξαφνα ο Ζέλιγκ άκουσε ένα γέλιο μέσα από το σακί. Ένα λεπτό αργότερα το σακί έγινε σκόνη, και πετάχτηκε μπροστά του ένα πλάσμα με μάτια μοσχαριού, κέρατα τράγου και φτερά νυχτερίδας. Το πλάσμα είπε με ανθρώπινη φωνή: «Δεν έγλειψες αλάτι ούτε ζάχαρη, αλλά ουρά καλλικαντζάρου».
Και μ’ αυτά τα λόγια το δαιμόνιο ξέσπασε σε άγρια γέλια και πέταξε μακριά.
Δεκάδες φορές ο Ζέλιγκ ο αμαξάς διηγήθηκε αυτή την ιστορία στον Νεφθαλείμ, αλλά ο Νεφθαλείμ ποτέ δεν κουραζόταν να την ακούει. Μπορούσε όλα να τα ζωγραφίσει – το δάσος, τη νύχτα, το ασημένιο φεγγάρι, το όλο περιέργεια μάτι του αλόγου και το δαιμόνιο. Ο Νεφθαλείμ έκανε κάθε λογής ερωτήσεις: Το δαιμόνιο είχε γένι; Είχε πόδια; Πως ήταν η ουρά του; Προς τα πού πέταξε;
Ο Ζέλιγκ δεν μπορούσε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Είχε φοβηθεί πάρα πολύ τη νύχτα εκείνη για να προσέξει λεπτομέρειες. Στην τελευταία όμως ερώτηση ο Ζέλιγκ αποκρινόταν: «Μάλλον πέταξε πέρα από τις Σκοτεινές Περιοχές, όπου δεν φτάνουν άνθρωποι, δεν ξεστρατίζουν ζωντανά, όπου ο ουρανός είναι από χαλκό, η γη από σίδερο, και όπου οι κακές δυνάμεις κατοικούν κάτω από στέγες που τις έφτιαξαν τα απολιθωμένα δηλητηριώδη μανιτάρια και σε στοές εγκαταλειμμένες από τους τυφλοπόντικες».
Όπως όλα τα παιδιά στην κωμόπολη, ο Νεφθαλείμ σηκωνόταν νωρίς για να πάει στο χέντερ. Ήταν ο πιο επιμελής μαθητής. Γιατί; Διότι ο Νεφθαλείμ ανυπομονούσε να μάθει να διαβάζει. Είχε δει άλλα αγόρια να διαβάζουν βιβλία με ιστορίες και τα είχε ζηλέψει. Τι ευτυχισμένος πρέπει να είναι ο άνθρωπος που μπορεί να διαβάσει μια ιστορία μέσα από ένα βιβλίο!
Στα έξι του χρόνια ο Νεφθαλείμ ήταν κιόλας ικανός να διαβάζει βιβλία στα γίντις, και από τότε κι ύστερα διάβαζε όποιο βιβλίο με ιστορίες του έπεφτε στα χέρια. Δυο φορές το χρόνο ερχόταν στο Γιανόβ ένα βιβλιοπώλης ονόματι Ρεβ Ζαβουλών, και στο σακί που κουβάλαγε στον ώμο του ανάμεσα σε άλλα βιβλία, είχε και μερικά βιβλία με ιστορίες. Κόστιζαν δυο δεκάρες το καθένα, και μολονότι ο Νεφθαλείμ έπαιρνε από τον πατέρα του μονάχα δυο δεκάρες την εβδομάδα χαρτζιλίκι, έβαζε στην άκρη αρκετά ώστε να αγοράζει κάμποσα βιβλία με ιστορίες κάθε φορά. Διάβαζε ακόμα τις ιστορίες από την Πεντάτευχο, που είχε η μητέρα του στα γίντις, καθώς και από τα βιβλία χρηστομάθειας.
Όταν ο Νεφθαλείμ μεγάλωσε κάπως, ο πατέρας του έπιασε να τον μαθαίνει πώς να κουμαντάρει τα άλογα. Ήταν έθιμο την εποχή εκείνη ο γιος να ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα. Ο Νεφθαλείμ αγαπούσε πάρα πολύ τα άλογα, μα δεν είχε και μεγάλη όρεξη να γίνει αμαξάς και να παίρνει επιβάτες από το Γιανόβ για το Λιούμπλιν κι από το Λιούμπλιν στο Γιανόβ. Ήθελε να γίνει βιβλιοπώλης με ένα σακί γεμάτο βιβλία με ιστορίες.
Η μητέρα του είπε: «Τι θα κερδίσεις άμα γίνεις βιβλιοπώλης; Απ’ το να είσαι ζαλικωμένος το σακί όλη μέρα, θα καμπουριάσει η ράχη σου, και θα πρηστούν τα πόδια σου απ’ το πολύ περπάτημα».
Ο Νεφθαλείμ ήξερε ότι η μητέρα του είχε δίκιο και σκέφτηκε πολύ τι θα έκανε όταν μεγαλώσει. Ξαφνικά, συνέλαβε ένα σχέδιο που του φάνηκε σοφό και απλό. Θα αποκτούσε άλογο και κάρο, και αντί να φορτώνεται τα βιβλία του στη ράχη του, θα τα μετέφερε με το κάρο.
Ο πατέρας του, ο Ζέλιγκ, είπε: «Αυτά που βγάζει ένας βιβλιοπώλης δεν φτάνουν για να συντηρεί τον εαυτό του, τη φαμίλια του και άλογο από πάνω».
«Εμένα θα μου φτάνουν».
Μια φορά που ο Ρεβ Ζαβουλών ο βιβλιοπώλης ήρθε στην κωμόπολη, ο Νεφθαλείμ του έπιασε κουβέντα. Τον ρώτησε από πού προμηθευόταν τα βιβλία του και ποιοι τα έγραφαν. Ο βιβλιοπώλης του είπε ότι στο Λιούμπλιν υπήρχε ένας τυπογράφος ο οποίος τύπωνε τα βιβλία αυτά, και ότι στη Βαρσοβία και τη Βίλνα υπήρχαν συγγραφείς οι οποίοι τα έγραφαν. Ο Ρεβ Ζαβουλών είπε ότι θα μπορούσε να πουλήσει πολύ περισσότερα βιβλία με ιστορίες, μα δεν είχε τη δύναμη να πηγαίνει περπατώντας σε όλες τις κωμοπόλεις και σε όλα τα χωριά, και ότι το κέρδος του ήταν πολύ μικρό για να κάνει κάτι τέτοιο.
Ο Ρεβ Ζαβουλών είπε: «Τυχαίνει να πάω σε μια κωμόπολη και να υπάρχουν μονάχα δυο – τρία παιδιά που θέλουν να διαβάσουν βιβλία με ιστορίες. Δεν με συμφέρει να το κόβω με τα πόδια μέχρι εκεί για λίγες πενταροδεκάρες κέρδος, ούτε και με συμφέρει να συντηρώ άλογο ή να νοικιάζω αμάξι».
«Τι κάνουν τα παιδιά αυτά χωρίς βιβλία με ιστορίες;» ρώτησε ο Νεφθαλείμ. Και ο Ρεβ Ζαβουλών αποκρίθηκε: «Τι κάνουν! Τα βιβλία με ιστορίες δεν είναι ψωμί. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτά».
«Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς βιβλία», είπε ο Νεφθαλείμ.
Σ’ εκείνη τη συζήτηση ο Νεφθαλείμ ρώτησε ακόμα που έβρισκαν οι συγγραφείς όλες αυτές τις ιστορίες και ο Ρεβ Ζαβουλών είπε: «Πρώτα απ’ όλα συμβαίνουν πολλά ασυνήθιστα πράγματα στον κόσμο. Μέρα δεν περνάει χωρίς να συμβεί κάποιο εξαιρετικό γεγονός. Εξάλλου, υπάρχουν συγγραφείς που τις σκαρφίζονται τις ιστορίες».
«Τις σκαρφίζονται;» ρώτησε κατάπληκτος ο Νεφθαλείμ. «Μα τότε είναι ψεύτες».
«Δεν είναι ψεύτες», αποκρίθηκε ο Ρεβ Ζαβουλών. «Μερικές φορές διαβάζω μια ιστορία που μου φαίνεται εντελώς απίστευτη, αλλά πηγαίνω σε κάποιο μέρος και ακούω ότι πράγματι συνέβη ένα τέτοιο πράγμα. Το μυαλό δημιουργήθηκε από τον Θεό, και οι ανθρώπινες σκέψεις και η φαντασία είναι κι αυτές έργα του Θεού. Ακόμα και τα όνειρα έρχονται από τον Θεό. Αν κάτι δεν συμβεί σήμερα, ίσως συμβεί εύκολα αύριο. Αν όχι σ’ αυτή τη χώρα, σε κάποια άλλη. Υπάρχουν άπειροι κόσμοι και ό,τι δεν συμβαίνει στη γη μπορεί να συμβαίνει σε έναν άλλο κόσμο. Όποιος έχει μάτια που βλέπουν κι αυτιά που ακούν μαζεύει ιστορίες ικανές να του φτουρήσουν μια ολόκληρη ζωή και να τις διηγείται στα παιδιά του και τα εγγόνια του».
Αυτά έλεγε ο γέρο Ρεβ Ζαβουλών και ο Νεφθαλείμ άκουγε τα λόγια του μ’ ανοιχτό το στόμα.
Τέλος, ο Νεφθαλείμ είπε: «Όταν μεγαλώσω, θα ταξιδεύω σε όλες τις πολιτείες, τις κωμοπόλεις και τα χωριά και θα πουλάω βιβλία με ιστορίες παντού, είτε έχω κέρδος είτε όχι».
Ο Νεφθαλείμ είχε αποφασίσει και κάτι άλλο ακόμα – να γίνει συγγραφέας βιβλίων με ιστορίες. Γνώριζε πάρα πολύ καλά ότι για να τα καταφέρει έπρεπε να σπουδάσει, και μ’ όλη του την καρδιά ρίχτηκε στη μελέτη. Άρχισε επίσης να ακούει πιο προσεκτικά τι έλεγαν οι άνθρωποι, τι ιστορίες διηγούνταν και πώς τις διηγούνταν. Ο καθένας είχε και το δικό του ξεχωριστό τρόπο να μιλάει. Ο Ρεβ Ζαβουλών είπε στον Νεφθαλείμ: «Όταν η μέρα περάσει, δεν είναι πια εδώ. Τι απομένει από αυτήν; Τίποτα περισσότερο από μια ιστορία. Αν δεν λέγονταν ιστορίες και δεν γράφονταν βιβλία, ο άνθρωπος θα ζούσε όπως τα ζώα: μονάχα για την κάθε μέρα».
Ο Ρεβ Ζαβουλών είπε: «Ζούμε σήμερα, αλλά το σήμερα θα είναι αύριο μια ιστορία. Ολόκληρος ο κόσμος, όλη η ανθρώπινη ζωή, είναι μια μακριά ιστορία».

Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Ιστορίες για παιδιά, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005, σελ. 17-24