Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1951

Ο φύλακας στη σίκαλη

Τζερόμ Νταβίντ Σάλιντζερ 1919-2010

Ο Τζερόμ Νταβίντ Σάλιντζερ εκδίδει το βιβλίο του Ο φύλακας στη σίκαλη (Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης) που είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που εγκαινίασαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε εφηβική νεανική λογοτεχνία και ο Χόλντεν, ο ήρωας το βιβλίο σημείο αναφοράς για τους έφηβους μέχρι σήμερα. O Σάλιντζερ γράφει ένα αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημα εφηβείας και δημιουργεί έναν αντιήρωα, τον Χόλντεν Κόλφιλντ, ο οποίος δεν λέει να μεγαλώσει ποτέ, μισεί το σχολείο και τους δασκάλους, δεν κάνει όνειρα για το μέλλον και την σταδιοδρομία του, είναι αντιδραστικός, λέει ψέματα. Μέσα σε δυο μέρες και τρεις νύχτες, όσο διαρκεί η αφήγηση του βιβλίου, εξομολογείται τις ενδόμυχες σκέψεις του και τα πιο συνταρακτικά περιστατικά της ζωής του, τις εφηβικές ανησυχίες, την αγωνία της νεαρής ηλικίας. Ένα παιδί που μαθαίνει τον κόσμο των μεγάλων μέσα από τις συγκρούσεις και τις διαψεύσεις.

Διαβάστε σχετικά:
Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πώ που γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήταν τα παιδικά μου χρόνια, και τί φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ’ όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι έπειτα είναι κι οι γονιοί μου, που θα κατεβάζανε από δυο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω, είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω ’γω τι. Θα σας μιλήσω μονάχα για κείνα τα τρελά που μου συμβήκανε γύρω στα περσινά Χριστούγεννα, και μετά με πήρε η κάτω βόλτα και με φέρανε δωπέρα να καλμάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στο D.B., κι αυτός στο κάτω κάτω είναι αδερφός μου να πούμε. Μένει στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά από τούτο το βρωμότοπο, και πετάγεται κάθε σαββατοκύριακο και με βλέπει. Θα με πάει σπίτι με τ’ αμάξι του άμα γυρίσω σπίτι, μπορεί τον άλλο μήνα. Τώρα έχει τζάγκουαρ. Ένα από κείνα τα εγγλέζικα μαραφέτια που το πατάνε διακόσα μίλια την ώρα. Την πλήρωσε ένα διάολο λεφτά, κάπου τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Όμως τώρα έχει παρά με ουρά. Όχι όπως άλλοτε. Τότε ήτανε μονάχα ένας κανονικός συγγραφέας, όταν έμενε ακόμα σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα, Το Μυστικό Χρυσόψαρο, αν δεν τό ‘χετε ακουστά. Το καλύτερο εκει μέσα ήτανε “Το Μυστικό Χρυσόψαρο”. Έλεγε για ένα πιτσιρίκι που δεν άφηνε κανένανε να κοιτάξει το χρυσόψαρό του, γιατί τό ‘χε αγοράσει με δικά του λεφτά. Με πέθανε. Τώρα είναι στο Χόλυγουντ, ο D.B., και κάνει την πουτάνα. Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι είναι ο σινεμάς. Ούτε να τον ακούω δε θέλω.
Λέω λοιπόν ν’ αρχινίσω από κείνη τη μέρα πού ‘φυγα απ’ το Πένσυ. Το Πένσυ είναι κείνο το σχολείο στο Έιτζερσταουν της Πενσυλβάνια. Μπορεί και να το ξέρετε. Τέλος πάντων, μπορεί νά ‘χει πάρει το μάτι σας καμιά διαφήμιση. Το ρεκλαμάρουνε σε κάπου χίλια περιοδικά, και δείχνουνε πάντα ένα τύπο από κείνους τους φιγουρατζήδες πάνω στ’ άλογο, που πηδάει ένα φράχτη. Λες και το μόνο που κάνεις στο Πένσυ είναι να παίζεις πόλο όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν είδα ούτε μισή φορά άλογο, έστω και κάπου εκεί κοντά. Και κάτω απ’ τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο λέει πάντα: “Από το 1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη”. Αμάν, το μάτι μου! Διάολε, απ’ όσο ξέρω στο Πένσυ δε γίνεται καμιά διάπλαση παραπάνω από τ’ άλλα σχολεία. Κι ούτε που γνώρισα εκειπέρα κανέναν υπέροχο με καθαρή σκέψη. Μπορεί νά ‘χε κάνα δυο παιδιά. Κι αυτά πολλά είναι. Όμως σίγουρα έτσι ήρθανε στο Πένσυ.

——————————————————

Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχανε κάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω - τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο που ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ - αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι. Στο Πένσυ κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος παίρνει πόδι. Είναι υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, το Πένσυ. Αλήθεια.
Τέλος πάντων, ήτανε να πούμε Δεκέμβρης μήνας κι όλα παγωμένα σαν το βυζί της στρίγγλας, κυρίως στην κορφή εκείνου του χαζόλοφου. Φόραγα μονάχα το ντουμπλουφάς μου, ούτε γάντια ούτε τίποτα. Τις προάλλες μού ‘χανε κλέψει μεσ’ από το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα και τα γάντια με τη γούνινη φόδρα στην τσέπη του και τα ρέστα. Το Πένσυ ήταν γεμάτο κλεφταράδες. Είχε ένα σωρό πλουσιόπαιδα, αλλά πάντως ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Όσο πιο ακριβό είναι το σχολείο, τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει - δεν κάνω πλάκα.

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, Ο φυλακας στη σίκαλη, μτφ. Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, 1978