Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1950

Το λιοντάρι, Η μάγισσα και η ντουλάπα

Κλάιβ Στέιπλς Λιούις 1898-1898

Ο Κλάιβ Στέιπλς Λιούις εκδίδει το βιβλίο του Το λιοντάρι, Η μάγισσα και η ντουλάπα, γνωρίζοντας στα παιδιά τον κόσμο της Νάρνια.
Μπαίνοντας μέσα σε μια ντουλάπα, ο Πέτερ, η Σούζαν, ο Έντμουντ και η Λούση περνούν στο μαγικό κόσμο της φανταστικής χώρας της Νάρνια. Εκεί τα ζώα έχουν φωνή, εκεί κατοικούν φαύνοι και κένταυροι, εκεί απόλυτος βασιλιάς είναι το λιοντάρι Ασλάν και τα τέσσερα αδέρφια δίνοντας δύσκολες μάχες θα στεφθούν βασιλιάδες στο παλάτι και θα κυβερνήσουν τη Νάρνια στο όνομα του Ασλάν.

Διαβάστε σχετικά:

Κεφάλαιο πρώτο
Η Λούσυ τρυπώνει στην ντουλάπα

Ήτανε κάποτε τέσσερα παιδιά, ο Πήτερ, η Σούζαν, ο Έντμουντ και η Λούσυ. Σ’ αυτή την ιστορία θα σας μιλήσω για την περιπέτεια που έζησαν κάποια φορά, παλιά, στα χρόνια του πολέμου, όταν τα φυγαδέψαν από το Λονδίνο γιατί γινόντουσαν βομβαρδισμοί. Τα στείλανε λοιπόν στο σπίτι ενός γερο-καθηγητή, που έμενε στην καρδιά της εξοχή, δέκα μίλια από τον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό και δύο μίλια από το γειτονικό ταχυδρομείο. Ο καθηγητής, δεν είχε γυναίκα, κι έμενε σ’ ένα πελώριο σπίτι μαζί με την οικονόμο του, την κυρα-Μακρέντυ, και τρεις υπηρέτριες. (Αυτές εδώ τις έλεγαν Ήβη, Μπέτυ, και Μαργαρίτα, αλλά δεν παίζουνε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία μας). Ήταν πολύ γέρος ο καθηγητής, με φουντωτά πυκνά μαλλιά που του φυτρώναν στο κεφάλι και στο μισό του πρόσωπο, και τον έβαλαν αμέσως στην καρδιά τους• το πρώτο βράδυ όμως που βγήκε στην πόρτα να τους υποδεχτεί είχε τόσο παράξενη όψη, που η Λούσυ (η μικρότερη) τόνε φοβήθηκε λιγάκι, κι ο Έντμουντ (ο αμέσως μεγαλύτερος της) πάτησε τα γέλια κι έκανε πως φυσάει τη μύτη του για να μην τον πάρουν είδηση.
Όταν πια καληνύχτισαν τον καθηγητή κι ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα, τ’ αγόρια τρύπωσαν στο δωμάτιο των κοριτσιών για να τα κουβεντιάσουν.
«Τύχη βουνό!» έκανε ο Πήτερ. «Θα τα περάσουμε σπουδαία. Ο φιλαράκος θα μας αφήνει να κάνουμε ό,τι θέλουμε».
«Είναι πολύ γλυκό γεροντάκι», είπε η Σούζαν.
«Δε με παρατάτε, λέω γω!» γκρίνιαξε ο Έντμουντ, που ήταν κουρασμένος αλλά παράσταινε τον ξεκούραστο, κι αυτό όπως πάντα του χαλούσε το κέφι. «Ώρα που βρήκατε για τέτοιες κουβέντες!»
«Τι σου φταίνε οι κουβέντες;» είπε η Σούζαν. «Και, εδώ που τα λέμε, εσύ θα ‘πρεπε να βρίσκεσαι στο κρεβάτι».
«Για κοίτα, μη μου κάνεις τη μαμά εμένα!» είπε ο Έντμουντ. «Από πού κι ως πού θα μου πεις πότε να πλαγιάσω; Άμα νυστάζεις, τράβα να κοιμηθείς!».
«Καλύτερα να πάμε όλοι για ύπνο», μπήκε στη μέση η Λούσυ. «Αν μας ακούσουν να μιλάμε, θα φάμε κατσάδα».
«Αποκλείεται», είπε ο Πήτερ. «Όπως σας βλέπω και με βλέπετε, σ’ αυτό το σπίτι κανείς δε θα νοιαστεί ποτέ τι κάνουμε. Κι έπειτα, πώς να μας ακούσουν; Από δω ως κάτω στην τραπεζαρία είναι δέκα λεπτά δρόμος, κι ανάμεσά μας ένα σωρό σκάλες και διάδρομοι».
«Τι έκανε έτσι;» πετάχτηκε ξαφνικά η Λούσυ. Πρώτη φορά βρισκόταν σε τόσο μεγάλο σπίτι, και μόνο που σκεφτόταν τους μακρυούς διαδρόμους και τις πόρτες που έβγαζαν σε αδειανά δωμάτια, την έπιανε σύγκρυο.
«Πουλί ήτανε, βρε χαζή», είπε ο Έντμουντ.
«Κουκουβάγια», διόρθωσε ο Πήτερ. «Πρέπει να ‘χει του κόσμου τα πουλιά εδώ γύρω. Εγώ πάντως πάω για ύπνο, κι αύριο θα τα ψάξουμε όλα με την ησυχία μας. Σε μέρος σαν κι αυτό, μπορεί να βρεις, ό,τι βάλει ο νους σου. Είδατε κείνα τα βουνά που περάσαμε; Αμ’ τα δάση; Πρέπει να ‘χει αετούς. Και ελάφια. Και γεράκια».
«Και ασβούς!» είπε η Λούσυ.
«Και αλεπούδες!» είπε ο Έντμουντ.
«Και λαγούς!» είπε η Σούζαν.
Όταν όμως ξημέρωσε η άλλη μέρα, είχε πιάσει μια μονότονη κι επίμονη βροχή, τόσο πυκνή, που από το παράθυρο όχι δάση δεν έβλεπες, μα μήτε το ρυάκι στον κήπο.
«Όλα τα ‘χαμε, η βροχή μας έλειπε!» είπε ο Έντμουντ. Είχαν τελειώσει τώρα δα το πρωινό τους με τον καθηγητή, κι ανέβηκαν στο δωμάτιο που τους βόλεψε για να παίζουν• ήταν μακρύ και χαμηλοτάβανο, με δυο παράθυρα μπροστά κι άλλα δυο πίσω.
«Να χαρείς, καημένε, άσε τις γκρίνιες», είπε η Σούζαν. «Πάω στοίχημα πως σε καμιά ώρα ο καιρός θ’ ανοίξει. Και στο μεταξύ, δεν περνάμε κι άσκημα. Έχουμε ραδιόφωνο, κι ένα σωρό βιβλία».
Όλοι συμφώνησαν, κι έτσι άρχισαν οι περιπέτειες. Το σπίτι έμοιαζε να μην έχει τέλος, γεμάτο αναπάνταχες κρυψώνες. Οι πρώτες πόρτες που άνοιξαν έβγαζαν στα υπνοδωμάτια των ξένων – αυτό το περίμεναν• πιο κάτω όμως, συνάντησαν μια αίθουσα μακρόστενη, όλο κάδρα και μια πανοπλία• άνοιξαν έπειτα άλλη πόρτα κι είδαν μια κάμαρα ντυμένη με πράσινες κουρτίνες, και στη γωνιά στεκόταν μια μεγάλη άρπα• κατέβηκαν τρία σκαλιά, ανέβηκαν άλλα πέντε, βγήκαν σ’ ένα διαδρομάκι, κι από κει πέρασαν την πόρτα και βρέθηκαν στη γαλαρία• ανακάλυψαν τότε μια σειρά δωμάτια, που το ένα έβγαζε στο άλλο, κι είχαν τους τοίχους γεμάτους βιβλία – παμπάλαια, τα πιο πολλά, και μερικά πιο μεγάλα κι από το ευαγγέλιο στην εκκλησία. Και παρακάτω βρήκαν κι άλλο δωμάτιο, αδειανό, και μέσα μια μεγάλη ντουλάπα, από κείνες με τον καθρέφτη στην πόρτα. Δεν είχε τίποτ’ άλλο, εκτός από μια ψόφια χρυσόμυγα στο περβάζι.
«Τίποτα κι εδώ!» είπε ο Πήτερ, κι όλοι βγήκανε πάλι τσούρμο – όλοι, εκτός από τη Λούσυ. Αυτή έμεινε πίσω, γιατί σκέφτηκε πως δε θα ‘ταν άσκημα ν’ ανοίξει τη ντουλάπα, κι ας ήτανε σχεδόν σίγουρη πως θα την έβρισκε κλειδωμένη. Για μεγάλη της έκπληξη όμως, η πόρτα άνοιξε εύκολα και δυο βολαράκια ναφθαλίνη κύλησαν στο πάτωμα.
Κοίταξε μέσα, και τι να δει; Ένα σωρό πανωφόρια – τα πιο πολλά μακριά, γούνινα. Και καθώς της άρεσε πολύ η αφή κι η μυρωδιά της γούνας μια και δυο τρύπωσε στη ντουλάπα, χώθηκε ανάμεσα στα κρεμασμένα πανωφόρια, κι έτριψε το πρόσωπό της πάνω τους. Φυσικά, είχε φροντίσει ν’ αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, γιατί ήξερε πως είναι μεγάλη κουταμάρα να κλείνεσαι σε ντουλάπες. Σε λίγο προχώρησε πιο βαθιά, κι ανακάλυψε πως είχε και δεύτερη σειρά πανωφόρια πίσω από την πρώτη. Εκεί μέσα ήταν σκοτεινά σχεδόν, και τέντωσε τα χέρια της μπροστά για να μην κουτουλήσει στην πλάτη της ντουλάπας. Έκανε κι άλλο βήμα – κι έπειτα δεύτερο και τρίτο – κι ώρα την ώρα περίμενε να νιώσει το ξύλο στα δάχτυλά της. Αλλά τίποτα.
«Πρέπει να ‘ ναι τεράστια ντουλάπα», σκέφτηκε η Λούσυ, κι όλο προχωρούσε, παραμερίζοντας τις μαλακές πτυχές των πανωφοριών για ν’ ανοίγει δρόμο.
Πρόσεξε τότε πως κάτι έτριζε κάτω από τα πόδια της. «Λες να ‘ναι η ναφθαλίνη;» σκέφτηκε, κι έσκυψε για να ψαχουλέψει τον πάτο της ντουλάπας. Αντί όμως για το σκληρό και λείο ξύλο, έπιασε κάτι απαλό σα σκόνη, τρομερά κρύο. «Μυστήριο πράγμα», είπε κι έκανε άλλα δυο βήματα.
Την ίδια στιγμή ένιωσε πως αυτό που τριβότανε στα χέρια και το πρόσωπό της δεν ήταν πια οι απαλές γούνες, μα κάτι τραχύ και σκληρό, τόπους τόπους θα ‘λέγες πως έχει αγκάθια. «Ωραίο και τούτο, σαν κλαριά δέντρων φαίνονται!» φώναξε η Λούσυ. Και τότε είδε μπροστά της το φωτάκι• όχι όμως λίγους πόντους πιο κει, όπου θα ‘πρεπε να βρίσκεται η πλάτη της ντουλάπας, αλλά πέρα μακριά. Πάνω της έπεφτε κάτι κρύο και απαλό. Και τότε μόνο κατάλαβε πως στεκόταν στη μέση ενός δάσους, νύχτα, με χιόνι κάτω από τα πόδια της και τον αέρα γεμάτο χιονονιφάδες. Η Λούσυ τρόμαξε λιγάκι, για να λέμε την αλήθεια, μα ένιωθε να την κεντρίζει μεγάλη περιέργεια. Κοίταξε πίσω, και κει, ανάμεσα στους σκοτεινούς κορμούς των δέντρων, ξεχώρισε την ανοιχτή πόρτα της ντουλάπας, φαινόταν ως και το αδειανό δωμάτιο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. (Φυσικά, είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή, γιατί ήξερε πως είναι μεγάλη κουταμάρα να κλείνεσαι σε ντουλάπια). Στο δωμάτιο φαινόταν να ‘χει ακόμα μέρα. «Έτσι κι αλλιώς, αν κάτι δεν πάει καλά, μπορώ να γυρίσω όποτε θέλω» σκέφτηκε η Λούσυ. Άρχισε λοιπόν να προχωράει, κριτς – κρατς, μέσα στο χιονισμένο δάσος, ζυγώνοντας το φωτάκι.
Το έφτασε σε καμιά δεκαριά λεπτά, κι ανακάλυψε πως ήταν ένας φανοστάτης. Στάθηκε και τον κοίταξε, και δεν μπορούσε να καταλάβει τι γυρεύει κοτζάμ φανοστάτης στη μέση του δάσους, μήτε ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά άκουσε ένα πατ-πατ από ποδαράκια που έρχονταν προς το μέρος της. Και, σε λίγο, ένα πολύ παράξενο πλάσμα ξεπρόβαλε απ’ τα δέντρα και μπήκε στο φωτισμένο κύκλο του φανοστάτη.
Στο μπόι ήταν λιγάκι ψηλότερο από τη Λούσυ, και βάσταγε μιαν ανοιχτή ομπρέλα, κάτασπρη απ’ το χιόνι. Από τη μέση και πάνω έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά τα πόδια του ήταν κατσικίσια (με τρίχες κατάμαυρες και γυαλιστερές), κι αντί για δάχτυλα και πατούσες είχε οπλές κατσίκας. Είχε και ουρά, μα η Λούσυ δεν την πρόσεξε στην αρχή, γιατί ήτανε κουλουριασμένη όμορφα όμορφα στο χέρι που βαστούσε την ομπρέλα, για να μη σέρνεται στο χιόνι. Στο λαιμό του φορούσε κόκκινο πλεχτό κασκόλ, και το δέρμα του ήταν ροδοκόκκινο. Είχε μουτράκι παράξενο αλλά χαριτωμένο, κοντό σουβλερό γενάκι, κατσαρά μαλλιά, κι ανάμεσα του πετούσαν δύο κέρατα, δεξιά κι αριστερά στο μέτωπό του. Στο ένα του χέρι, όπως σας έλεγα, κρατούσε την ομπρέλα• στο άλλο κουβαλούσε κάμποσες καφετιές χαρτοσακούλες, παραφουσκωμένες. Με τούτα τα πακέτα και το χιόνι, θα ‘λεγες πως είχε βγει για χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ήτανε Φαύνος. Και βλέποντας τη Λούσυ τινάχτηκε ξαφνιασμένος και του πέσαν όλα τα πακέτα.
«Μπα σε καλό μου!» φώναξε ο Φαύνος.

Κ.Σ.Λιούις, Το χρονικό της Νάρνια, Το λιοντάρι, η μάγισσα και η ντουλάπα, Κέδρος 1978, σελ.11-17