Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1931

Παιδική λογοτεχνία της εποχής

  • Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.
  • Ένας κυνηγημένος από τη ζούγκλα ελέφαντας ανακαλύπτει τον κόσμο των ανθρώπων.
  • Ένας κυνηγημένος από τη ζούγκλα ελέφαντας ανακαλύπτει τον κόσμο των ανθρώπων (2η φωτό).
  • Tο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου

Ο Έριχ Κέστνερ εκδίδει το βιβλίο του Ο Αιμίλιος και οι ντετέκτιβ. Ο Ζαν ντε Μπρυνόφ δημοσιεύει την ιστορία του ελέφαντα Μπαμπάρ. Στις ΗΠΑ κυκλοφορεί το βιβλίο της Λώρα Ινγκολς Γουάιλντερ, Το μικρό σπίτι στο λιβάδι, το οποίο θα γίνει και σενάριο για ένα από τα πρώτα παιδικά τηλεοπτικά σήριαλ.

Διαβάστε σχετικά:
Ο Αιμίλιος κατεβαίνει σε άλλο σταθμό

Τη στιγμή που ξύπνησε ο Αιμίλιος, το τρένο ξεκινούσε ξανά. Είχε πέσει από το κάθισμά του ενώ κοιμόταν. Τώρα λοιπόν που είδε πως βρισκόταν καταγής τρόμαξε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα πώς βρέθηκε εκεί. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε σαν το σφυρί του σιδερά. Καθισμένος μέσα σ’ ένα βαγόνι τρένου δεν κατάλαβε καν πού βρισκόταν. Σιγά σιγά όμως άρχισε να θυμάται. Μα φυσικά! Πήγαινε στο Βερολίνο. Κι είχε αποκοιμηθεί˙ όπως και ο κύριος με το σκληρό καπέλο. Μεμιάς ο Αιμίλιος τινάχτηκε πάνω σαν ξεκουρδισμένο ελατήριο ψιθυρίζοντας: “Όμως αυτός έχει φύγει!”
Τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. Με πολύ αργές κινήσεις τίναξε τις σκόνες από το σακάκι του. Τώρα η επόμενη ερώτηση: “Τα χρήματα! Βρίσκονταν ακόμα στη θέση τους;” Και μπροστά σε τούτο το ερώτημα ένιωσε ανείπωτο τρόμο.
Για πολλή ώρα στάθηκε ασάλευτος με τη ράχη ακουμπισμένη στην πόρτα, χωρίς να τολμάει να κινηθεί. Εκεί, στο αντικρινό κάθισμα, καθόταν πριν από λίγο ο κύριος που λεγόταν Γκρούνταϊς. Σ’ αυτή τη θέση κοιμήθηκε και ροχάλιζε. Και τώρα είχε φύγει. Φυσικά, μπορούσαν να είναι όλα εντάξει˙ γιατί πραγματικά είναι και ανόητο να σκεφτείς αμέσως το χειρότερο. Δεν ήταν ανάγκη να πηγαίνουν όλοι οι άνθρωποι στο Βερολίνο, στη Φρίντριχστράσσε, μόνο και μόνο επειδή θα πήγαινε εκείνος. Και, σίγουρα, θα ήταν και τα λεφτά στη θέση τους. Πρώτα απ’ όλα θα βρίσκονταν μέσα στην τσέπη του˙ ύστερα θα ήταν μέσα στο φάκελο και τρίτο θα ‘ταν καρφιτσωμένα και πάνω στη φόδρα…
Ο Αιμίλιος με αργές κινήσεις έχωσε το χέρι του μέσα στην εσωτερική τσέπη του.
Η τσέπη ήταν άδεια! Τα χρήματα είχαν χαθεί!
Αναποδογύρισε την τσέπη του με το ένα του χέρι και με το άλλο ψηλαφούσε το σακάκι από την εξωτερική μεριά. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Η τσέπη παρέμεινε αδειανή και τα λεφτά έλειπαν!
-Οχ! Ο Αιμίλιος τράβηξε το χέρι του από την τσέπη. Κι όχι μονάχα το χέρι˙ μαζί ήταν κι η καρφίτσα που είχε καρφιτσώσει τα χρήματα. Μονάχα η καρφίτσα απόμεινε. Και για την ώρα σφηνώθηκε στο δεξιό αντίχειρά του, που άρχισε να ματώνει.
Τύλιξε το μαντίλι του γύρω από το δάχτυλό του. Τον πήραν τα κλάματα, κι όχι, βέβαια, γι’ αυτό το λίγο αιματάκι. Πριν από δεκατέσσερις ημέρες είχε πέσει πάνω σ’ έναν ηλεκτρικό στύλο και είχε χτυπήσει τόσο δυνατά, που έβγαλε ένα καρούμπαλο στο κούτελο. Όμως δεν είχε κλάψει καθόλου….
Τώρα έκλαιγε για τα χρήματα˙ κι έκλαιγε για τη μητέρα του. Και όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό και να φανεί πιο γενναίος, είναι να τον λυπάσαι. Ο Αιμίλιος ήξερε πως η μητέρα του έκανε για ολόκληρους μήνες οικονομίες, για να μαζέψει αυτά τα τριακόσια σαράντα μάρκα για τη γιαγιά και για να μπορέσει να τον στείλει στο Βερολίνο. Και μόλις μπήκε ο κύριος γιος της στο τρένο και κάθισε σε μια γωνιά τον πήρε ο ύπνος. Είδε του κόσμου τα τρελά όνειρα και άφησε να τον κλέψει ένας αλήτης!
Δεν έπρεπε λοιπόν να βάλει τα κλάματα; Και τι να κάνει τώρα; Να κατεβεί στο Βερολίνο και να πάει στη γιαγιά; “Να με, ήρθα! Αλλά να ξέρεις πως δεν έχει λεφτά! Δώσε μου λοιπόν τώρα εσύ γρήγορα χρήματα, για να πάρω το εισιτήριό μου και να γυρίσω στο Νόιστατ. Γιατί αλλιώς θ’ αναγκαστώ να πάω με τα πόδια!”
Έξοχα, λοιπόν! Άδικα έκανε τόσες οικονομίες η μητέρα… Η γιαγιά δεν θα ‘βλεπε δεκάρα. Στο Βερολίνο δεν μπορούσε να μείνει. Στο σπίτι του, πάλι, δεν μπορούσε να γυρίσει. Και όλα αυτά για έναν κύριο που προσφέρει σοκολάτες στα παιδιά κι ύστερα παριστάνει τον κοιμισμένο˙ και την τελευταία στιγμή τα ληστεύει κι από πάνω. Πφ! Τι ντροπή! Τι κόσμος κι αυτός!
Ο Αιμίλιος κατάπιε τα δάκρυά του, που γυρεύαν να κυλήσουν ελεύθερα, και κοίταξε ολόγυρα. Σκέφτηκε πως, αν τραβούσε το σήμα κινδύνου, το τρένο θα σταματούσε αμέσως. Κι ύστερα θα ‘ρχόταν ο ελεγκτής˙ κι άλλος ένας˙ κι ακόμα ένας. Και όλοι θα ρωτούσαν:
“Τι συμβαίνει;”
“Μου κλέψανε τα λεφτά μου”, θα ‘λεγε ο Αιμίλιος.
“Άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο” θα του απαντούσαν. “Ανέβα πάνω τώρα! Πώς σε λένε; Πού κάθεσαι; Όταν χτυπάς χωρίς λόγο το σήμα κινδύνου, πληρώνεις πρόστιμο εκατό μάρκα. Θα σου στείλουμε το λογαριασμό”.
Στην ταχεία, τουλάχιστον, μπορείς να διασχίζεις τους διαδρόμους από τη μιαν άκρη στην άλλη και να πηγαίνεις στο “Διαμέρισμα Υπηρεσίας” και να δηλώνεις την κλοπή. Εδώ όμως; Σ’ αυτό το αργοκίνητο! Έπρεπε να περιμένει ως την επόμενη στάση, και στο μεταξύ ο άνθρωπος με το σκληρό καπέλο θα ‘χε γίνει καπνός. Ούτε τη στάση που κατέβηκε ο κλέφτης δεν ήξερε ο Αιμίλιος. Τι ώρα να ήταν; Πότε θα έφτανε στο Βερολίνο; Από το παράθυρο του τρένου παρελαύνανε πελώρια σπίτια, βίλες με πολύχρωμους κήπους κι ύστερα ψηλές καμινάδες με σκουροκόκκινα μαυρισμένα τούβλα. Ίσως κιόλας να ήταν αυτό το Βερολίνο. Στην άλλη στάση θα φώναζε τον ελεγκτή, για να του τα διηγηθεί όλα, κι αυτός θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία. Αυτό έλειπε τώρα! Καινούρια μπλεξίματα με την αστυνομία…. Αυτή τη φορά όμως ο χωροφύλακας Τζέσκε δε θα μπορούσε φυσικά να σωπάσει άλλο. Ήταν υποχρεωμένος να ανακοινώσει με υπηρεσιακό ύφος: “Δεν ξέρω, αλλά ο μαθητής της επαγγελματικής σχολής Αιμίλιος Τίσμπαϊν, από το Νόιστατ, δε μου αρέσει. Πρώτα πάει και μουτζουρώνει αγάλματα αξιοσέβαστων προσώπων! Ύστερα κάθεται και του κλέβουν τριακόσια σαράντα μάρκα. Και πού το ξέρω εγώ αν του τα κλέψανε στ’ αλήθεια; Όποιος μουτζουρώνει μνημεία, μπορεί να λέει και ψέματα. Αυτό μου λέει η πείρα μου. Δεν αποκλείεται καθόλου να ‘σκαψε το λάκκο μέσα στο δάσος και να τα ‘θαψε εκεί˙ ή να τα εξαφάνισε, για να πάει στην Αμερική. Δεν τρελαθήκαμε, που θα πάμε να κυνηγήσουμε τον κλέφτη!… Ο κλέφτης είναι ο ίδιος ο μαθητής Τίσμπαϊν. Παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα, να τον συλλάβετε!”
Τρομερό! Ούτε από την αστυνομία δεν μπορούσε να ζητήσει προστασία ο Αιμίλιος.
Κατέβασε τη βαλίτσα από το δίχτυ, φόρεσε το κασκέτο του, καρφίτσωσε ξανά την καρφίτσα πίσω από το πέτο του και ετοιμάστηκε. Φυσικά, δεν ήξερε ακόμα τι θα έκανε. Δεν μπορούσε όμως να μείνει ούτε πέντε λεπτά περισσότερο εκεί μέσα - αυτό ήταν βέβαιο.
Στο μεταξύ το τρένο άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα. Ο Αιμίλιος είδε έξω ράγιες να γυαλίζουν. Ύστερα ζύγωσαν σε μιαν αποβάθρα. Μερικοί αχθοφόροι πλησίαζαν με τα καροτσάκια τους.
Η αμαξοστοιχία ακινητοποιήθηκε.
Ο Αιμίλιος κοίταξε από το παράθυρο και είδε στον αντικρινό τοίχο μια μεγάλη επιγραφή που έγραφε: “ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ”.
Οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Οι άνθρωποι έβγαιναν από τα βαγόνια και κατέβαιναν τις σκάλες. Αυτοί που τους περίμεναν άνοιγαν κιόλας χαρούμενοι τις αγκαλιές τους.
Ο Αιμίλιος έσκυψε από το παράθυρο προσπαθώντας να δει τον οδηγό του τρένου. Άξαφνα διέκρινε σε αρκετή απόσταση και ανάμεσα σε πολύν κόσμο ένα σκληρό καπέλο. Μπας κι ήταν ο κλέφτης του; Μήπως δεν είχε κατεβεί από το τρένο, μετά την κλεψιά, παρά μονάχα άλλαξε βαγόνι;
Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο ο Αιμίλιος βρέθηκε στην αποβάθρα. Ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα του, αλλά χρειάστηκε ν’ ανεβεί ξανά στο βαγόνι να πάρει τα λουλούδια, που τα είχε ξεχάσει πάνω στο δίχτυ. Κατέβηκε πάλι από το τρένο, άρπαξε στο χέρι τη βαλίτσα κι άρχισε να τρέχει με όλη τη δύναμη των ποδιών του προς την έξοδο.
Τι έγινε το σκληρό καπέλο;
Το αγόρι σκόνταφτε πάνω στον κόσμο, χτυπούσε τους ανθρώπους με τη βαλίτσα του αλλά εξακολουθούσε να τρέχει. Το πλήθος πύκνωνε ολοένα και πιο πολύ και γινόταν αδιαπέραστο.
“Να! Να το το σκληρό καπέλο! Θεέ μου!” Εκεί κάτω ήταν κι άλλο ένα! Ο Αιμίλιος μόλις που μπορούσε πια να σηκώσει τη βαλίτσα του. Θα προτιμούσε να την άφηνε χάμω σε μια μεριά, αλλά τότε θα του την κλέβανε κι αυτήν!
Τελικά κατόρθωσε να ζυγώσει κοντά στο σκληρό καπέλο. Μπας κι ήταν αυτό που έψαχνε. Γιατί όχι;
Αλλά όχι, δεν ήταν!
Να κι άλλο ένα πάρα κάτω!
Όχι, ο άνθρωπος που το φορούσε ήταν πολύ κοντός…
Ο Αιμίλιο ξεγλίστρησε σαν τον Ινδιάνο ανάμεσα απ’ αυτήν την ανθρώπινη μάζα.
“Εκεί! Εκεί κάτω!”
Αυτός ήταν στ’ αλήθεια ο κλέφτης του! Δόξα τω Θεώ!
Ναι, αυτός ήταν ο Γκρούνταϊς. Εκείνη τη στιγμή πήγαινε να περάσει από τη σιδερένια μπάρα. Φαινόταν μάλιστα πως βιαζόταν κιόλας.
“Τώρα θα σου δείξω εγώ, παλιοκλέφτη!” μουρμούρισε ο Αιμίλιος. “Δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις”.
Έδωσε το εισιτήριό του στον έλεγχο, πήρε τη βαλίτσα στο ένα χέρι, το μπουκέτο με τα λουλούδια στο άλλο και έτρεξε ν’ ακολουθήσει γρήγορα τον κ. Γκρούνταϊς, που τώρα κατέβαινε τη σκάλα.
Η κρίσιμη στιγμή είχε φτάσει.

Διαβάστε επίσης:
Στο δρόμο ο Μπαμπάρ συναντάει δύο κυρίους.
«Μα τι ωραία ρούχα που φοράνε! Πόσο θα ήθελα να έχω κι εγώ ένα ωραίο κοστούμι…»
Ευτυχώς μια ηλικιωμένη κυρία που αγαπούσε πολύ τα ελεφαντάκια, καταλαβαίνει πόσο λαχταρούσε ο Μπαμπάρ μια όμορφη φορεσιά. Επειδή της αρέσει να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους, του δίνει το πορτοφόλι της.
Ο Μπαμπάρ της λέει:
«Ευχαριστώ, κυρία».
Και χωρίς να χάσει λεπτό, πηγαίνει σ’ ένα μεγάλο κατάστημα. Μα τι διασκεδαστικό που είναι να ανεβοκατεβαίνεις με το ασανσέρ!
ΑΓΟΡΑΖΕΙ ΛΟΙΠΟΝ
Ένα πουκάμισο με γιακά κι ένα παπιγιόν.
Ένα υπέροχο πράσινο κοστούμι,
Μετά ένα ωραίο στρογγυλό καπέλο
Και τέλος παπούτσια με γκέτες.

Έριχ Καίστνερ, Ο Αιμίλιος και οι ντέτεκτιβ, μτφρσ. Άλκη Γουλιμή, εκδ. Πατάκη 1988, σελ. 61 κε. κεφάλαιο πέμπτο

επίσης

Ζαν ντε Μπρυνόφ, Η ιστορία του Μπαμπάρ του μικρού ελέφαντα, μτφ. Ζένια Χασάπη, Ωκεανίδα, 2001