Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
τα παιδιά εκείνη την εποχή

1917

Η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας

  • Η εικονογράφηση του βιβλίου από τον Ε. Σπυρίδωνος, γνωστού εικονογράφου της εποχής εκείνης.

Καθιερώνεται η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στις 4 πρώτες τάξεις του σχολείου και παράλληλα επιχειρήθηκε η στροφή από την καθαρή διδακτική λογοτεχνία σε πιο μυθιστορηματικά είδη, με αυτόνομη πλοκή και δράση με ήρωες μικρά, ανήσυχα και δημιουργικά παιδιά και τις περιπέτειές τους. Το 1918, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου παίρνει το κρατικό βραβείο για το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού Τα ψηλά βουνά.

Διαβάστε σχετικά:

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΙΕΣ
Βραδιάζει. Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή, που φάνηκε στο βουνό!
Πρώτος ο Φάνης την είδε. Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ’ ουρανού και τις δείχνει στ’ άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι.
“Κοιτάτε, είπε, μια φωτιά εκεί απάνω!” κι έδειξε τη φωτιά στα δυό παιδιά, που ήταν μαζί του, στο Μαθιό και στον Κωστάκη.
Κάθονταν κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Ήταν κουρασμένοι από το πολύ παιχνίδι. Είχαν διακοπές.
“Ναι, αλήθεια, μια φωτιά!” είπαν οι άλλοι δυό.
“Πώς λάμπει!” είπε ο Φάνης. “Σαν το χρυσάφι”.
Τα παιδιά την κοίταζαν και ρωτούσαν το ένα το άλλο: ποιος τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες, που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι, που κόβουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας, που πήγε να προσκυνήση στον Άι-Λιά; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι.
“Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι”, είπε ο Κωστάκης.
“Τότε ποιος;”
“Μπορεί να την άναψε ο Αράπης”.
“Και τι είναι αυτός ο Αράπης;” ρώτησαν οι άλλοι δυό.
“Είναι ένας μεγάλος αράπης, που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ’ ένα βράχο. Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος”.
“Σώπα, καημένε Κωστάκη”, λέει ο Μαθιός. “Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. Ποιος το είδε;”
“Το έλεγε η γιαγιά μου”.
“Και πού το ξέρει αυτή;”
“Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου”.
Όσο νύχτωνε, τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά˙ κι όσο έλαμπε, τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά του.
Ο Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. Ήταν βέβαιος, πως τη φωτιά την είχε ανάψει ο τσοπάνης.
Ο Φάνης δε μιλούσε.
“Φάνη! Φάνη! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές!”
Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δυό παιδιά, που έτρεχαν κατά το μέρος εκείνο, για να βρούνε το Φάνη.
Ο Φάνης τις είχε ιδεί εκείνη τη στιγμή. Στη μια φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δυο. Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαίνεται πια παρά σα θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό.
Ο Φάνης τις κοίταζε με θαυμασμό.
“Ποιος τις άναψε;” ρωτά και πάλι ο Μαθιός. “Τι λες εσύ, Φάνη;”
Ο Φάνης απάντησε:
“Να ήμαστε εκεί απάνω!”

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ
Και τάχα δεν μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί ψηλά;
Πολλές φορές ο δάσκαλος τους είχε πει στο μάθημα πως τα παιδιά που είναι στην τελευταία τάξη του ελληνικού, μπορούν να πάνε μόνα τους στο βουνό. Πως άμα έχουν θάρρος και πειθαρχία, μπορούν να κατοικήσουν μόνα τους εκεί ένα δυό μήνες. Φτάνει να έχουν την άδεια του πατέρα τους, την κατοικία και την τροφή.
“Πόσα πράματα, τους είπε, θα μάθετε όταν πάτε τόσο ψηλά! Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πη ούτε γω”. Κι έφυγε για την πατρίδα του, για να περάση τις διακοπές. Ήταν βέβαιος πως άμα θέλουν τα παιδιά, θα το κατορθώσουν.
Τα παιδιά παρακάλεσαν τους γονείς τους, να τους αφήσουν να πάνε. Εκείνοι αντιστάθηκαν στην αρχή.
“Πού ξέρομε, είπαν, τι θα κάμετε τόσο μακριά; Τάχα θα μπορήτε να βρίσκετε ό τι σας χρειάζεται; Θα φροντίζη ο ένας για τον άλλον; Θα είστε αχώριστοι;”
Υποσχέθηκαν, πως και τα εικοσιπέντε παιδιά θα είναι σαν ένας. Μα ύστερα οι δικοί τους ρώτησαν:
“Πού θα βρήτε τις καλύβες να καθίσετε;”
Ήταν η πρώτη δυσκολία. Ύστερα τους είπαν:
“Πού θα βρίσκετε την τροφή, για να ζήτε τόσο μακριά;”
Μπροστά στις δυο δυσκολίες τα παιδιά σταμάτησαν˙ άφησαν το ταξίδι για άλλη φορά.
Και κείνο που μένει για άλλη φορά, σπάνια γίνεται.
Ένας όμως μαθητής, ο Αντρέας, προσπάθησε να κάμη αυτός μόνος εκείνο, που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν.
Ήταν το παιδί, που τολμούσε. Ο Αντρέας κυνηγούσε πιο πολύ τα δύσκολα, παρά τα εύκολα. Δεν τον θυμούνται να δείλιασε ποτέ. Αλλά πιο γενναίος ήταν εκεί, που θα ωφελούσε τους άλλους.
Ο πατέρας του, ο κυρ Στέφανος, ήταν εργολάβος ξυλείας στο δάσος, που τους είπε ο δάσκαλος να πάνε, στο Χλωρό. Είχε πολλούς λοτόμους εκεί.
Τον παρακάλεσε λοιπόν ο Αντρέας να δώση χάρισμα την ξυλεία για τις καλύβες, που χρειάζονταν τα παιδιά. Και για να πετύχη, ακολούθησε μια μέρα τον πατέρα του στο δάσος, όπου είχε πάει να επιβλέψη την εργασία.
Σε δυο μέρες οι λοτόμοι έστησαν οχτώ καλύβες. Οχτώ γερές και χαριτωμένες καλύβες˙ ένα χωριουδάκι. Η κατοικία ετοιμάστηκε.

Από τους λοτόμους πάλι έμαθε ο Αντρέας, πως οι βλάχοι θα πήγαιναν στα Τρίκορφα, καθώς το λένε κείνο το βουνό, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους˙ γιατί φέτος βγήκε πολύ χορτάρι σε κείνο το μέρος.
Βρέθηκε λοιπόν το σπουδαιότερο, η τροφή. Από το κοπάδι θα έχουν το κρέας και τα γαλακτερά.

Ο Αντρέας έμεινε στο δάσος ανυπομονώντας να έρθουν οι βλάχοι. Κι όταν ήρθαν, έστειλε στην πόλη, στα δυο παιδιά, αυτή την παραγγελία:

Παιδιά
Στις εικοσιεννιά, των Αγίων Αποστόλων, εσείς οι δυο, κατά το βράδυ να κοιτάζετε στο βουνό, προς το μέρος μας, προς το Χλωρό. Αν δήτε τρεις φωτιές στην αράδα, να ξέρετε, πως αυτό θα είναι μήνυμα δικό μου για σας˙ θα σημαίνη πως όλα έχουν ετομαστή κι η τροφή κι οι καλύβες κι ό τι άλλο χρειάζεται. Μόνο να ειδοποιήσετε γι’ αυτό το Φάνη και τ’ άλλα παιδιά. Και να κάμετε ό τι μπορείτε, για να έρθετε. Μη χάνετε καιρό. Τι ωραία που είναι δω ψηλά!
ΑΝΤΡΕΑΣ

Εικοσιεννιά, των Αγίων Αποστόλων, απόψε, να, οι φωτιές!
Τα δυο παιδιά έφτασαν κι έφεραν το μήνυμα στο Φάνη, στο Μαθιό και στον Κωστάκη.
Ανέλπιστη χαρά! Ποτέ δεν είχαν συνεννοηθή από τόσο μακριά. Θα πάνε; Και πότε; Πώς;
Τρέχουν στο σπίτι κοιτάζοντας πάντα προς τις τρεις φωτιές.
“Μας γνέφουν!” φωνάζει ο Κωστάκης.
Κι αλήθεια, οι τρεις φωτιές νόμιζες, πως τους καλούσαν.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν, πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε το λόγο του στους γονείς τους, πως θα πάη μαζί με τα παιδιά. Είπε, πως θα τα προσέχη εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνη όσες ευκολίες μπορεί, και θα τους φέρνη νέα τους συχνά, που θα κατεβαίνη στην πόλη.
Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και τέλος ένα πρωί το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε.
Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι εικοσιπέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζή. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάγες. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του.
Και τα εικοσιπέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τους κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια.
Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθή βράδυ και πρωί, θα παλέψη με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν.
Τι απλά παιδιά που έγιναν!
Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν τους μαστόρους και τους πραματευτάδες, που έρχονται κάτω στην πόλη.
Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παραστένουν έναν ένα όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν.
Ο Δημητράκης κάνει το γανωματή και φωνάζει: “Χαλκώματα να γανώωω….”
Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: “Παπούτσια να μπαλώωωω….”
Ο Γιώργος πάλι παραστένει τον τροχιστή: “Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ ακόοοο…νισμα”.
Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. Πουλεί τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά˙ τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: “Κάπαρη, καλή κάπ…!”
Μέσα σ’ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το “Τσιριτρό” κι άρχισε να το τραγουδή. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη:

Σε μια ρόγα από σταφύλι
έπεσαν οχτώ σπουργίτες
και τρωγόπιναν οι φίλοι….
τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό.

Εχτυπούσανε τις μύτες
και κουνούσαν τις ουρές,
κι είχαν γέλια και χαρές,
τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό.

Πώπω πώπω σε μια ρόγα
φαγοπότι και φωνή!
Την αφήκαν αδειανή…τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό.

Και μεθύσαν κι όλη μέρα
πάνε δώθε, πάνε πέρα
τραγουδώντας στον αέρατσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό….

Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλεί˙ έμεινε τελευταίος. Είναι παχύς και στρογγυλός ο καημένος ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό˙ δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον εφόρτωσαν σ’ αυτό το ζώο; Για να μην κυλήση;
Ο Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρη μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται, πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ’ αυτιά. “Μήπως κατά λάθος, συλλογίζεται, μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;”
Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάμουν να το πιστέψη.
“Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αυτιά!”
“Περίμενε, Φουντούλη, και θ’ ακούσης και τη φωνή του!”
Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους.
Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.

Ζαχαρία Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, χ.χ.