Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1913

Η Πολυάννα και το παιχνίδι της Χαράς

Έλεανορ Πόττερ 1868-1920

Η Έλεανορ Πόττερ δημοσιεύει το βιβλίο της Η Πολυάννα και το παιχνίδι της Χαράς. Αν και οι γονείς της Πολυάννας δεν έχουν χρήματα εκείνη μεγαλώνει μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Ακόμη κι όταν η μητέρα της πεθαίνει ο πατέρας της κρατάει το ηθικό τους ψηλά παίζοντας το «παιχνίδι της χαράς»: να βρίσκεις κάτι σε οτιδήποτε που σου δίνει λίγη χαρά. Κι όταν πεθαίνει και ο πατέρας της και η Πολυάννα πάει να μείνει με την ψυχρή θεία Πόλυ, με κάποιο τρόπο καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια όλων των κατοίκων της πόλης ακόμα και της θείας Πόλυ. Ένα βιβλίο για όσους θέλουν να διαβάσουν κάτι λίγο παλιομοδίτικο που όμως σου ζεσταίνει την καρδιά.

Διαβάστε σχετικά:
ΤΟ «ΠΑΙΧΝΙΔΙ»
-Για όνομα του Θεού, γιατί με τρόμαξες έτσι, μις Πολυάννα; Είπε η Νάνσι, λαχανιάζοντας καθώς έφτασε μπροστά στο βράχο.
-Σε τρόμαξα; Αχ, λυπάμαι γι’ αυτό. Μα δεν πρέπει να τρομάζεις ποτέ για μένα, Νάνσι. Ο μπαμπάς κι οι κυρίες του Συνδέσμου τρόμαζαν επίσης, ώσπου πρόσεξαν ότι πάντοτε γυρνούσα πίσω, χωρίς να ‘χω πάθει τίποτα.
-Μα δεν ήξερα πού είχες πάει, είπε η Νάνσι, πιάνοντας απ’ το χέρι το κοριτσάκι, για να κατέβουν απ’ το λόφο. Κανείς δεν σε είδε να φεύγεις. Φαντάζομαι πως θα έφυγες από τη στέγη.
Η Πολυάννα χοροπηδούσε χαρούμενη.
- Αυτό έκανα. Μόνο που, αντί ν’ ανέβω στη στέγη, κατέβηκα πό ένα δέντρο.
Η Νάνσι σταμάτησε απότομοα.
-Τι έκανες, είπες;
-Βγήκα απ’ το παράθυρο και κατέβηκα από ένα δέντρο.
-Για όνομα του Θεού! Φώναξε η Νάνσι κι άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Θα ‘θελα να ξέρω, τι θα πει η θεία σου γι ‘αυτό…
-Αλήθεια… Ε, λοιπόν, εγώ θα της το πω κι έτσι θ’ ακούσεις τι θα πει, υποσχέθηκε η μικρή χαρούμενη.
-Ο Θεός να μας φυλάει!… φώναξε η Νάνσι. Όχι! Όχι!
-Γιατί; Δεν πιστεύω να νομίζεις πως ανησύχησε;
-Όχι…Ναι…Καλά, μην το σκέφτεσαι πια… Δεν είμαι τόσο περίεργη ώστε να θέλω να μάθω τι θα πει, τραύλισε η Νάνσι, αποφασισμένη να γλιτώσει την Πολυάννα από το μάλωμα. Πρέπει όμως να βιαστούμε. Έχω ακόμη άπλυτα όλα τα πιάτα….
-Θα σε βοηθήσω! Βιάστηκε να της υποσχεθεί η Πολυάννα.
-Ω! Μη, Πολυάννα! Είπε η Νάνσι συγκινημένη.
Βάδισαν για λίγο σιωπηλές. Ο ουρανός σκοτείνιαζε γρήγορα. Η Πολυάννα ακούμπησε πιο δυνατά στο μπράτσο της Νάνσι.
-Ομολογώ πως είμαι ευχαριστημένη που τρόμαξες λίγο, γιατί έτσι ήρθες να με βρεις, της είπε ανατριχιάζοντας.
-Αρνάκι μου εσύ! Και θα πεινάς κιόλας! Σου άφησε μόνο γάλα και ψωμί στην κουζίνα. Η θεία σου θύμωσε, που δεν ήσουν στην ώρα σου για το δείπνο, κατάλαβες;
- Μα δεν μπορούσα να είμαι, αφού βρισκόμουν εκεί πάνω!
-Ναι, αλλά εκείνη δεν το ήξερε, είπε η Νάνσι, που κρατιότανε με κόπο για να μη γελάσει. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα άλλο, εκτός από γάλα και ψωμί.
- Εγώ, όμως, είμαι ευχαριστημένη.
- Ευχαριστημένη, γιατί;
- Γιατί μου αρέσει το γάλα με ψωμί κι είμαι ευχαριστημένη γιατί θα φάω κοντά σου. Δεν είναι δύσκολο, που είμαι ευχαριστημένη γι’ αυτό.
- Δεν μου φαίνεται να δυσκολεύεσαι για να είσαι ευχαριστημένη απ’ όλα, αποκρίθηκε η Νάνσι, που θημήθηκε τι προσπάθειες έκανε η Πολυάννα, για να δείξει πως της αρέσει η γυμνή σοφίτα.
Η Πολυάννα γέλασε.
-Είναι το παιχνίδι τέτοιο, είπε. Κατάλαβες;
-Το παιχνίδι;…
-Ναι. Το «παιχνίδι της χαράς».
-Μα, τι θέλεις να πεις;
-Είναι ένα παιχνίδι που μου το ‘μαθε ο μπαμπάς μου κι είναι πολύ όμορφο, αποκρίθηκε η Πολυάννα. Το παίζαμε πάντοτε, από τότε που ήμουνα πολύ μικρή. Το ‘μαθα και στις κυρίες του Συνδέσμου και το παίζουν κι αυτές – μερικές τουλάχιστον.
- Και πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι; Εγώ, από παιχνίδια δεν ξέρω πολλά πράγματα.
Η Πολυάννα ξαναγέλασε, έπειτα όμως αναστέναξε βαθιά και το προσωπάκι της πήρε μια λυπημένη έκφραση.
-Αρχίσαμε να το παίζουμε όταν έφτασε στην ιεραποστολή ένα κιβώτιο, που είχε μέσα δεκανίκια.
-Δεκανίκια;
-Ναι. Εγώ ήθελα μια κούκλα κι ο μπαμπάς τους το είχε γράψει. Όταν όμως έστειλαν το κιβώτιο, μας έγραψαν πως δεν είχαν ούτε μια κούκλα, παρά μόνο κάτι μικρά δεκανίκια. Τα έστειλαν, λοιπόν, γιατί ίσως να χρησίμευαν σε κανένα παιδάκι. Έτσι, αρχίσαμε το παιχνίδι.
- Μα δεν βλέπω τι σχέση έχει ένα παιχνίδι μ’ όλα αυτά, είπε η Νάνσι απορημένη.
-Μα, ναι! Το παιχνίδι, ίσα ίσα, ήταν να βρίσκεις κάτι για να μπορείς να είσαι χαρούμενη σ’ οποιαδήποτε περίσταση, της εξήγησε η Πολυάννα σοβαρά. Κι άρχισε τότε, με τα δεκανίκια.
- Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί κανείς να είναι ικανοποιημένος, όταν λαβαίνει ένα ζευγάρι δεκανίκια, τη στιγμή που ήθελε μια κούκλα.
Η Πολυάννα χτύπησε τα χέρια της.
-Κι εγώ, στην αρχή, δεν μπορούσα να το καταλάβω, ομολόγησε. Ο μπαμπάς, όμως, μου το είπε.
-Τότε, φαντάζομαι ότι θα μου το πεις κι εμένα.
-Μπορείς να είσαι ευχαριστημένη, αν δεν έχεις ανάγκη, αποκρίθηκε χαρούμενη η Πολυάννα. Βλέπεις; Είναι πολύ εύκολο, φτάνει να το καταλάβεις.
-Είναι πολύ παράξενο! Είπε η Νάνσι, κοιτάζοντας την Πολυάννα με κάποιο φόβο.
- Δεν είναι παράξενο, είναι όμορφο, επέμεινε η Πολυάννα ενθουσιασμένη. Από τότε το απίζαμε πάντοτε. Όσο πιο δύσκολο ήταν, τόσο και πιο διασκεδαστικό. Μόνο που, καμιά φορά, είναι πολύ δύσκολο, όπως όταν ο μπαμπάς πήγε στον ουρανό και δεν μου έμεναν πια, παρά οι κυρίες του Συνδέσμου…
-Ή, όταν σε βάλουν σε μια μικρή σοφίτα, κάτω απ’ τη στέγη, μουρμούρισε η Νάνσι.
Η Πολυάννα αναστέναξε.
-Ήταν τρομερά δύσκολο, παραδέχτηκε, όταν έμεινα μόνη εκεί πάνω. Δεν τα κατάφερνα να παίξω το παιχνίδι, γιατί επιθυμούσα τόσο πολύ να είχα όμορφα πράγματα γύρω μου. Έπειτα, όμως, σκέφτηκα πως δεν θα μου άρεσε να βλέπω μέσα σ’ έναν καθρέφτη τις πιτσιλάδες του προσώπου μου, κι είδα κι εκείνο το υπέροχο τοπίο απ’ το παράθυρό μου κι έτσι βρήκα με τι θα μπορούσα να είμαι ικανοποιημένη. Όταν αναζητάς τα ευχάριστα πράγματα, ξεχνάς τ’ άλλα, καταλαβαίνεις;
-Χμ! έκανε η Νάνσι, καταπίνοντας το σάλιο της.
-Συνήθως, όμως, δεν αργώ τόσο πολύ και βρίσκω ευχάριστα πράγματα, χωρίς να χρειαστεί να σκεφτώ πολύ. Συνήθισα, βλέπεις, να παίζω αυτό το παιχνίδι. Είναι πολύ όμορφο. Ο μπαμπάς κι εγώ το αγαπούσαμε πολύ, πρόσθεσε με φωνή που έτρεμε. Υποθέτω πως τώρα θα δυσκολεύομαι κάπως, γιατί δεν θα ‘χω κανένα να το παίζω μαζί του. Ίσως, όμως, να θέλει η θεία Πόλυ να το παίξει, εξακολούθησε σκεφτική.
-Θεέ μου! Εκείνη; είπε η Νάνσι με πνιγμένη φωνή.
Κι έπειτα πρόσθεσε πιο δυνατά:
-Άκουσε, μις Πολυάννα. Ποτέ μου δεν τα κατάφερνα με τα παιχνίδια, αλλά αν θέλεις, θα προσπαθήσω να παίζω αυτό το παιχνίδι μαζί σου, σου το υπόσχομαι.
-Ω, Νάνσι! φώναξε η Πολυάννα πέφτοντας στην αγκαλιά της. Θα ‘ναι περίφημα! Θα δεις τι διασκεδαστικό που είναι!
-Ίσως, παραδέχτηκε με κάποια δυσκολία η Νάνσι. Αλλά δεν πρέπει να στηρίζεσαι και πολύ σε μένα, γιατί δεν τα καταφέρνω στα παιχνίδια. Ωστόσο, θα προσπαθήσω, κι έτσι θα έχεις κάποιον να παίζει μαζί σου, είπε τη στιγμή που έμπαιναν στην κουζίνα.
Η Πολυάννα έφαγε το ψωμί της με όρεξη και ήπιε το γάλα της κι έπειτα η Νάνσι την συμβούλεψε να πάει στο σαλόνι, όπου καθόταν η θεία της και δάβαζε.
Η μις Πόλυ την κοίταξε ψυχρά.
-Έφαγες, Πολυάννα;
-Ναι, θεία Πόλυ.
-Είμαι πολύ θυμωμένη, Πολυάννα, γιατί αναγκάστηκα, από την πρώτη μέρα κιόλας, να σε στείλω στην κουζίνα να φας γάλα με ψωμί.
-Εγώ, όμως, είμαι ευχαριστημένη που το κάνατε, θεία Πόλυ. Μου αρέσει το ψωμί με το γάλα, κι η Νάνσι επίσης. Δεν πρέπει να στενοχωριόσαστε γι’ αυτό.
-Πολυάννα, η ώρα πέρασε και πρέπει να πας να πλαγιάσεις. Σήμερα κουράστηκες κι αύριο πρέπει να κοιτάξουμε τα φορέματά σου και να κανονίσουμε τι θα κάνεις. Η Νάνσι θα σου δώσει ένα κερί. Πρόσεχε πώς θα το κρατάς. Το πρόγευμα είναι στις εφτάμιση. Φρόντισε να είσαι στην ώρα σου. Καληνύχτα.
Η Πολυάννα πήγε κοντά της και τη φίλησε τρυφερά.
-Είμαι πολύ ευχαριστημένη ως τώρα, της είπε χαρούμενη. Είμαι βέβαιη πως θα μου αρέσει να ζω μαζί σας – αλλά αυτό το ήξερα προτού να ‘ρθω. Καληνύχτα! πρόσθεσε ευγενικά, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.
- Τι παράξενο παιδί! μουρμούρισε η μις Πόλυ.
Έπειτα, σούφρωσε τα φρύδια της και πρόσθεσε:
-Είναι ευχαριστημένη που την τιμώρησα – δεν πρέπει να στενοχωριέμαι γι’ αυτό – κι είναι ευχαριστημένη που θα ζει μαζί μου! Τα έχω πια χαμένα!
Κι η μις Πόλυ ξαναπήρε το βιβλίο της.

Ύστερα από ένα τέταρτο, μέσα στη σοφίτα, ένα κοριτσάκι ορφανό έκλαιγε πάνω στο κρεβάτι μουρμουρίζοντας:
-Ξέρω, μπαμπά, πως είσαι μαζί με τους αγγέλους, κι ότι αυτή τη στιγμή δεν παίζω το παιχνίδι μας. Δεν πιστεύω όμως πως, ακόμα κι εσύ, θα μπορούσες να βρεις κάτι για να είσαι ευχαριστημένος αν κοιμόσουν ολομόναχος, όπως εγώ εδώ πέρα, μέσα στο σκοτάδι. Να ήμουνα τουλάχιστον κοντά στη Νάνσι ή στη θεία Πόλυ, ή ακόμα και με καμιά κυρία του Συνδέσμου, θα ‘τανε πιο εύκολο.
Κάτω, μέσα στην κουζίνα, η Νάνσι έπλενε τα πιάτα. Και καθώς έτριβε δυνατά την κατσαρόλα από το γάλα, μουρμούριζε:
-Αν, παίζοντας αυτό το κουτό παιχνίδι, χαίρεται που παίρνει ένα ζευγάρι δεκανίκια αντί για μια κούκλα, εγώ θα παίζω μαζί της!