Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1908

Ο άνεμος στις ιτιές

  • Το αντίτυπο του βιβλίου που χάρισε ο συγγραφέας στο γιο του με αφιέρωση που γράφει: «Στον Άλιστερ Γκρέιαμ, από έναν αφοσιωμένο πατέρα».
  • Εικονογράφηση του Patrick Benson από την ελληνική έκδοση του βιβλίου

Κένεθ Γκρέιαμ

Ο Κέννεθ Γκρέιαμ δημοσιεύει το βιβλίο Ο άνεμος στις ιτιές που θεωρείται ένα από τα κλασικά βιβλία της αγγλικής παιδικής λογοτεχνίας. Ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι οι ιστορίες που ο συγγραφέας αφηγούταν στο γιο του πριν κοιμηθεί ή του έγραφε σε γράμματα όταν έλειπε μακριά. Πολλά στοιχεία της ζωής του στου Γκρέιαμ βρίσκονται μέσα σ' αυτές τις ιστορίες. Πολλοί ισχυρίζονται, πως ο Πόντικας είναι ο Γκρέιεαμ που προσπαθεί να ξαναβρεί το παιδί μέσα του. Οι ιτιές καθρεφτίζουν τη νοσταλγία της φύσης για κάποιον που ζει στην πόλη. Οι περιπέτειες του κυρίου Βάτραχου που γράφτηκαν ειδικά για να χορτάσουν το λαίμαργο για περιπέτειες γιο του, αποτελούν και τη σπονδυλική στήλη του βιβλίου. Όλοι οι χαρακτήρες νοσταλγούν τα σπίτια τους, αλλά το σπίτι του Πόντικα κοντά στο ποτάμι καθρεφτίζει την αγάπη του Γκρέιαμ για την γαλήνη και την ησυχία του ποταμού. Κι αυτός, όπως και ο Πόντικας ήταν ευτυχισμένος να απασχολείται με τις βάρκες. Πολλοί μεγάλοι εικονογράφοι στην εποχή του αλλά και αργότερα, εικονογράφησαν τις περιπέτειες αυτών των μικρών ζώων. Ο ίδιος ο συγγραφέας εκμυστηρεύτηκε στον E. Shepard, εικονογράφο αργότερα του πασίγνωστου Γούινι Που, όταν του ζήτησε να εικονογραφήσει το βιβλίο του, ότι ανησυχούσε για το αποτέλεσμα, καθώς «…αγαπώ αυτά τα μικρά ζωάκια, να είσαι καλός μαζί τους».

Διαβάστε σχετικά:
“Τι είν’ αυτό εκεί πέρα;” ρώτησε ο Σφάλαγκας, κουνώντας την πατούσα του προς ένα σκοτεινό όγκο που έκλεινε γύρω γύρω τα λιβάδια από τη μια μεριά του ποταμού.
“Αυτό; Α, αυτό είναι το Άγριο Δάσος”, είπε κοφτά ο Νεροπόντικας. “Δεν πολυπηγαίνουμε εκεί πέρα εμείς οι ποταμόβιοι”.
“Δεν υπάρχουν… δεν υπάρχουν καλά πλάσματα εκεί πέρα;” είπε ο Σφάλαγκας λίγο νευρικά.
“Να σου πω!” απάντησε ο Νεροπόντικας. “Οι σκίουροι είναι καλοί. Και τα κουνέλια… μερικά, μα τα κουνέλια είν’ ένα σωρό. Κι ύστερα, υπάρχει κι ο Ασβός, βέβαια. Ζει μέσα για μέσα στην καρδιά του δάσους κι ούτε θα μπορούσε να ζήσει πουθενά αλλού, ακόμα κι αν τον πλήρωνες. Ο καλός μου ο γερο-Ασβός! Κανένας δεν τολμάει να τον πειράξει. Πού να τολμήσει!” πρόσθεσε με σημασία.
“Μα γιατί; Γιατί να τον πειράξεις” ρώτησε ο Σφάλαγκας.
“Ε, να! Υπάρχουν κι άλλοι”, του εξήγησε ο Νεροπόντικας διστακτικά. “Νυφίτσες… και κουνάβια… και αλεπούδες… και άλλα ζούδια. Καλά είναι κι αυτά, από μιαν άποψη…. εγώ είμαι φίλος μαζί τους… περνάμε καλά όποτε συναντιόμαστε, όλη μέρα, κι όλ’ αυτά… αλλά μερικές φορές αγριεύουν βέβαια, και τότε… Ε, δεν μπορείς στ’ αλήθεια να τους έχεις εμπιστοσύνη, αυτό είναι γεγονός”.
Ο Σφάλαγκας ήξερε καλά πως δεν επιτρέπεται στην εθιμοτυπία των ζώων να επιμένει κανείς σε πιθανά μαλλιοτραβήγματα, ούτε καν νύξη να κάνει. Έτσι άλλαξε κουβέντα.
“Και πέρα απ’ το Άγριο Δάσος;” ρώτησε. “Εκεί που γίνεται γαλάζιος και θολός ο ορίζοντας, και βλέπεις κάτι που μπορεί να ‘ναι βουνά, μπορεί και να μην είναι, και κάτι σαν καπνό πολιτείας ή μόνο σύννεφα;”
“Πέρα απ’ το Άγριο Δάσος είν’ ο Απέραντος Κόσμος”, είπε ο Νεροπόντικας. “Κι αυτό είναι κάτι που ούτ’ εσένα σ’ ενδιαφέρει ούτ’ εμένα. Ποτέ δεν έχω πάει εκεί και δε σκοπεύω να πάω ποτέ, ούτε κι εσύ εξάλλου αν έχεις μια στάλα μυαλό στο κεφάλι σου. μην ξανακάνεις λόγο γι’ αυτό, σε παρακαλώ. Και τώρα! Να επιτέλους το λιμανάκι μας. Εδώ θα κάτσουμε να φάμε”.
Αφήνοντας το ρεύμα του ποταμού, μπήκαν τώρα σε κάτι που φάνταζε από πρώτη ματιά με μικρή περίκλειστη λίμνη. Πράσινες συστάδες θάμνων κατηφόριζαν κι από τις δυο μεριές, μαύρες ρίζες δέντρων, φιδωτές, γυάλιζαν κάτω απ’ την επιφάνεια του ασάλευτου νερού, ενώ μπροστά τους η ασημόχρωμη προεξοχή κι η αφρισμένη αναταραχή ενός ιχθυοτροφείου, μαζί μ’ ένα μυλότροχο που έσταζε συνέχεια, πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα μ’ ένα απαλό μουρμουρητό σαν νανούρισμα, γεμάτο ωστόσο με κρυστάλλινες φωνούλες που πότε πότε ξεπετάγονταν χαρωπές στον αέρα. Ήταν τόσο πολύ όμορφα, που ο Σφάλαγκας το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σηκώνει ψηλά τις μπροστινές πατούσες του και να λέει με σβησμένη φωνή: “Ποπό! Ψυχούλα μου! Τι είν’ αυτό!”
Ο Νεροπόντικας έφερε τη βάρκα και την άραξε στην ακτή, την έδεσε, βοήθησε τον παραζαλισμένο ακόμη Σφάλαγκα να βγει στη στεριά, έκανε απότομη στροφή, πήρε το καλάθι με το κολατσιό και του το έδωσε. Ο Σφάλαγκας τον παρακάλεσε να του κάνει τη χάρη να τον αφήσει να το αδειάσει μοναχός του, κι ο Νεροπόντικας ευχαρίστως του έδωσε την άδεια κι ο ίδιος ξάπλωσε φαρδύς πλατύς πάνω στο μαλακό χορτάρι, ενώ ο φίλος του, γεμάτος ενθουσιασμό, έβγαλε έξω το τραπεζομάντιλο και το άπλωσε, έβγαλε έξω κι όλα τα μυστηριώδη πακέτα ένα ένα, κι ανοίγοντάς τα με τάξη, τ’ αράδιασε καταγής συνεχίζοντας να λέει ξέπνοος: “Ποπό! Ψυχούλα μου!” σε κάθε καινούργια αποκάλυψη. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, ο Νεροπόντικας είπε: “Και τώρα ας τσιμπήσουμε, παλιόφιλε!” πράγμα που μετά χαράς έκανε ο Σφάλαγκας, γιατί είχε ξεκινήσει το ανοιξιάτικο συγύρισμα του σπιτιού τα ξημερώματα, όπως κάνει όλος ο κόσμος, και δεν είχε σταματήσει να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του ή να πιεί μια γουλιά νερό, ενώ είχε γνωρίσει ένα σωρό πράγματα από εκείνη τη μακρινή ώρα, που τώρα του φαινόταν σάμπως να είχαν περάσει μέρες.

Κένεθ Γκρέιαμ, Ο άνεμος στις ιτιές, μτφ. Φώντας Κονδύλης, Πατάκης, 1998, σελ. 17 – 19