Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1704

Χίλιες και Μία Νύχτες

  • Εικονογράφηση από το βιβλίο Χίλιες και Μία Νύχτες
  • Αραβικές Νύχτες

Ο Antoine Galland δημοσιεύει την πρώτη ευρωπαϊκή μετάφραση των Χιλίων και Μίας Νυχτών. Η εκδοχή του (γνωστή και ως Αραβικές Νύχτες στα αγγλικά) κυκλοφορεί σε δώδεκα τόμους και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Επηρεάζει βαθιά την αγγλική λογοτεχνία. Ο εκδότης θα συνεχίσει να εκδίδει νέες εκδοχές του έργου, χρησιμοποιώντας το όνομα του Galland, χωρίς τη συναίνεσή του. Η Ευρώπη γνωρίζει τη μαγεία των ιστοριών της Σαχραζάτ που καταφέρνουν μέσα σε 1000 και μια νύχτες να γεννήσουν των έρωτα του Σουλτάνου Σαχριάρ και να της χαρίσουν τη ζωή.

Διαβάστε σχετικά:

Χίλιες και Μία Νύχτες

Η Σαχραζάτ χάρηκε χαρά μεγάλη όταν έλαβε το μήνυμα πως το βράδυ θα γινόταν γυναίκα του βασιλιά. Άρχισε λοιπόν να ετοιμάζεται και να βάζει τα στολίδια της κι ύστερα φώναξε την αδερφή της τη Ντουνιαζάτ και της είπε: «Κράτα καλά στο μυαλό σου τις οδηγίες που θα σου πω. Όταν πάω στο βασιλιά, θα στείλω να σε φωνάξω κι όταν έρθεις και δεις πως τελείωσε τα παιχνίδια του μαζί μου θα μου πεις: “Αδερφή μου, αν δεν κοιμάσαι, πες μου μια νέα ιστορία, ωραία και τερπνή, για να σκοτώσουμε την ώρα ώσπου να ξημερώσει, γιατί κι εγώ δεν έχω ύπνο». Κι εγώ θα σου πω μια ιστορία, που θα ‘ναι η σωτηρία μας, αν θέλει ο Θεός. και που θα κάνει τον βασιλιά να καταργήσει τον απάνθρωπό του νόμο”. Κι η Ντουνιαζάτ της απάντησε: «Μετά χαράς σου, αδερφή μου».
Έτσι όταν νύχτωσε, ο πατέρας τους ο βεζύρης, πήρε τη Σαχραζάτ και την οδήγησε στο βασιλέα, που έμεινε εκστατικός από την ομορφιά της. Μα όταν ο βασιλιάς την πήρε στο κρεβάτι του, την είδε που έκλαιγε. Τη ρώτησε με απορία: «Τι έχεις; Γιατί κλαις;» Κι εκείνη απάντησε: «Ω, πολυχρονεμένε βασιλιά μου, έχω μια αδερφούλα, που την αγαπώ σαν τα μάτια μου, και ήθελα να την ιδώ ακόμα μια φορά, τη νύχτα αυτή, πριν ξημερώσει και κλείσουνε τα μάτια μου για πάντα». Κι ο βασιλιάς της έκανε το χατίρι κι έστειλε αμέσως να φέρουνε τη Ντουνιαζάτ απ’ του πατέρα της το σπίτι. Κι όταν ήρθε αυτή και τον προσκύνησε, της είπε ο βασιλιάς να πλαγιάσει στο σοφά, που ήταν στα πόδια του κρεβατιού. Ύστερα πήρε τη Σαχραζάτ στην αγκαλιά του κι αφού τη χάιδεψε και τη φίλησε και της πήρε την παρθενιά της, πέσαν όλοι να κοιμηθούνε. Μα κατά τα μεσάνυχτα η Σαχραζάτ ξύπνησε κι έκανε νόημα στην αδερφή της, που καθόταν και περίμενε. Και μόλις είδε το νόημα η Ντουνιαζάτ της είπε: «Ω, αδερφή μου, αν δεν κοιμάσαι, πες μου καμιά από εκείνες τις ωραίες και τερπνές ιστορίες, που ξέρεις, για να γλυκάνουμε τις θλιβερές ώρες της τελευταίας νύχτας που ‘μαστε μαζί». - «Μετά χαράς αδερφούλα μου», απάντησε η Σαχραζάτ, «αν το επιτρέπει ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς» - «Ας γίνει το θέλημά της», είπε ο βασιλιάς, που είχε κάποια στενοχώρια εκείνο το βράδυ και δεν τον έπαιρνε κι αυτόν ο ύπνος και του άρεσε η ιδέα να σκοτώσει την ώρα του με μια τερπνή ιστορία. Χάρηκε η Σαχραζάτ και έτσι την πρώτη νύχτα των Χιλίων και Μιάς Νυχτών, άρχισε με την

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΙΟΥ

Λένε, ω τρισευτυχισμένε βασιλιά, πως ήταν ένας έμπορος που είχε πολλά πλούτη και δουλειές σε πολλές πολιτείες. Μια μέρα ανέβηκε στ’ άλογό του και ξεκίνησε για να πάει να εισπράξει βερεσέδια σε διάφορες πόλεις, μα στο δρόμο υπέφερε πολύ από τη ζέστη και τη δίψα και για τούτο, μόλις συνάντησε ένα δέντρο, που στη ρίζα του έτρεχε μια πηγή, ξεπέζεψε για ν’ αναπαυθεί, ώσπου να πέσει ο ήλιος. Κι επειδή πεινούσε, έβγαλε από το ταγάρι του ένα κομμάτι ψωμί και χουρμάδες κι άρχισε να τρώει. Όταν απόφαε και ήπιε νερό από την πηγή κι ευχαρίστησε το Θεό, πήρε τα κουκούτσια των χουρμάδων και τα πέταξε με δύναμη και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ένας Αφρίτ φοβερός στην όψη και πελώριος, κρατώντας στο χέρι του ένα γυμνό σπαθί. Του λέει θυμωμένος: «Σήκω πάνω να σε σφάξω, έτσι όπως σκότωσες κι εσύ το γιο μου». - «Εγώ σκότωσα το γιο σου; Πότε; Πώς; Ούτε τον ξέρω καθόλου», λέει ο έμπορος τρομαγμένος. «Όταν πέταξες τα κουκούτσια των χουρμάδων», απαντά το τελώνιο. «Τον βρήκαν κατάστηθα καθώς περνούσε και τον άφησαν στον τόπο». Λέει ο έμπορος: «Βέβαια, αν είναι να πεθάνω, ας γίνει το θέλημα του Θεού. Γιατί απ’ Αυτόν ήρθαμε εμείς οι θνητοί και σ’ Αυτόν θα γυρίσουμε. Μα θα σου πω μονάχα πως αν εσκότωσα το γιο σου, δεν το ‘κανα θεληματικά, γιατί ούτε τον είδα, ούτε ήξερα καν την παρουσία του εδώ. Για τούτο σε παρακαλώ, συχώρεσέ με». Απαντά το τελώνιο: «Μη χάνεις τα λόγια σου, θα σε σκοτώσω». Κι άρπαξε τον έμπορο, τον έσυρε και γονατίζοντάς τον σήκωσε το σπαθί για να τον χτυπήσει. Κι ο έμπορος έχυσε δάκρυα θερμά και θρήνησε με θλιβερά μοιρολόγια τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό, έλεγε: «Κύριε, σε σένα αναθέτω τις ελπίδες μου». Ύστερα γυρίζοντας στο τελώνιο που απαύδησε να τον ακούει, γιατί ήθελε να τονε ξεμπερδέψει γρήγορα, του είπε: «Μάθε, ω Αφρίτ, πως έχω μεγάλα πλούτη και γυναίκα και παιδιά και πως έχω στα χέρια μου πολλά ενέχυρα φτωχών ανθρώπων. Λάβε, λοιπόν, την καλοσύνη να μου επιτρέψεις να γυρίσω σπίτι μου για να επιστρέψω σ’ αυτούς τους δυστυχισμένους τα ενέχυρά τους και να τακτοποιήσω τις δουλειές μου, και σου υπόσχομαι να γυρίσω σε σένα, την Αρχιχρονιά. Μάρτυράς μου ο Θεός πως θα γυρίσω και τότε με κάνεις ό τι θέλεις». Το Τελώνιο, αφού του πήρε με όρκο τη διαβεβαίωση πως θα γύριζε την πρωτοχρονιά σ’ αυτόν για να τον σφάξει, τον άφησε. Τότε ο έμπορος γύρισε στον τόπο του, τακτοποίησε τις δουλειές του, επλήρωσε σ’ όλους όσα τους χρωστούσε, και αφού πληροφόρησε την γυναίκα του και τα παιδιά του τι του έλαχε, διόρισε έναν επίτροπο της περιουσίας του και έζησε μαζί τους μερικούς μήνες. Ύστερα σηκώθηκε, νίφτηκε για να καθαρισθεί πριν να πεθάνει κι αφού αποχαιρέτησε τους δικούς του και τους γειτόνους του, έφυγε με την καρδιά βαριά από τη λύπη.
Ταξίδεψε ώσπου έφτασε στο ίδιο μέρος κι η μέρα που έφτασε ήταν η πρώτη της νέας χρονιάς. Και κει που καθόταν κι έκλαιε τη μαύρη του μοίρα, βλέπει ξαφνικά να περνά από κει ένας Σέχας, ένας πολύ γέρος άνθρωπος, σέρνοντας μαζί μου μια ελαφίνα, δεμένη απ’ το λαιμό μ’ ένα σχοινί. Χαιρέτισε τον έμπορο κι αφού του ευχήθηκε τα χρόνια πολλά, του είπε: «Γιατί κάθεσαι σ’ αυτό το μέρος, και μόνος; Δεν ξέρεις πως σε τούτον τον τόπο τριγυρνούν στοιχειά;». Ο έμπορος του ανάφερε τι του συνέβη με τον Αφρίτ κι ο γέρος απόρησε και είπε: «Μα το Θεό, η ιστορία σου είναι πολύ παράξενη κι η πίστη σου μοναδική στον κόσμο. Δε θα σ’ αφήσω ωσότου ιδώ τι θα σου συμβεί μ’ αυτό το τελώνιο». Και μόλις κάθισαν κι άρχισαν κουβέντα κι ο έμπορος ήταν σε μεγάλο φόβο και τρόμο και σε άφατη λύπη κι απογοήτευση, ένας δεύτερος Σέχας τους επλησίασε, σέρνοντας μαζί του δυο μαύρα σκυλιά. Τους εχαιρέτισε κι αφού αντάλλαξε μαζί τους ευχές, τους είπε: «Ευλογημένοι, τι κάθεσθε εδώ, σ’ αυτό το μέρος, όπου κατοικούν δαιμόνοι;» Του ‘παν λοιπόν την ιστορία απ’ την αρχή ως το τέλος κι όταν την άκουσε, αποφάσισε κι αυτός να μείνει για να ιδεί τι θα συμβεί. Σε λίγο παρουσιάστηκε και τρίτος Σέχας, με μια μουλάρα, που ‘χε τρίχωμα πυρόξανθο. Τους εχαιρέτισε και τους ερώτησε γιατί καθόντουσαν σ’ εκείνο το μέρος. Εκείνοι του είπαν την ιστορία και κάθισε κι αυτός για να ιδεί το τέλος.
Και κει που καθόντουσαν και κουβεντιάζαν, είδαν ξαφνικά ένα μεγάλο σύννεφο από σκόνη να προχωρεί από πέρα. Κι όταν επλησίασε σ’ εκείνο το μέρος, με μεγάλη βοή και ταραχή, το σύννεφο σχίστηκε στη μέση και πετάχτηκε έξω το τελώνιο με το σπαθί στο χέρι και με τα μάτια του να πετούν φωτιές απ’ την οργή. Ήρθε κοντά τους και βάζοντας το χέρι στον ώμο του εμπόρου του’πε: «Ε! Σήκω να σε σφάξω, όπως και συ σκότωσες το γιο μου, τη χαρά της ζωής μου». Ο έμπορος άρχισε τους θρήνους και τα κλάματα κι οι τρεις γέροι βαριαναστενάξανε, και κλάψανε και μοιρολόγησαν μαζί του. Έξαφνα ο πρώτος γέρος, εκείνος που ‘χε την ελαφίνα, χωρίστηκε από τους συντρόφους του, πλησίασε τον Αφρίτ κι αφού του φίλησε το χέρι του ‘πε: «Ω Ντζιν, Στέμμα των Βασιλιάδων των Ντζιν, αν σου ‘λεγα την ιστορία μου κι αυτής της ελαφίνας, και την εύρισκες θαυμάσια και τερπνή, θα μου χάριζες το ένα τρίτο της ζωής αυτού του ανθρώπου;» Το τελώνιο, αφού σκέφθηκε λιγάκι, είπε: «Καλά, γέρο! Αν μου πεις αυτήν την ιστορία και την ευρώ θαυμάσια και τερπνή, θα σου χαρίσω το ένα τρίτο της ζωής αυτού του ανθρώπου». Έτσι ο γέρος άρχισε την

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΕΧΑ
….
……Κι η Σαχραζάτ, βλέποντας στον ουρανό να προβάλει η ροδαλή αυγή, σταμάτησε. Τότε της είπε η αδερφή της: «Τι ωραία που είναι η ιστορία σου, και πόσο τερπνή, πόσο γλυκιά και νόστιμη!» Κι η Σαχραζάτ απάντησε: «Τι είναι αυτή, μπροστά σ’ εκείνην που θα μπορούσα να σου αφηγηθώ την ερχόμενη νύχτα, αν ο πολυχρονεμένος βασιλιάς μας μ’ άφηνε να ζήσω μιαν ακόμα ημέρα». Τότε είπε μέσα του ο βασιλιάς: «Μα το θεό, δεν θα την θανατώσω, ώσπου ν’ ακούσω το τέλος της ιστορίας της, που είναι ωραία και γλυκιά όπως κι αυτή η ίδια». Έτσι λοιπόν, αφού έκανε την πρωινή του προσευχή όπως ορίζει ο νόμος, ξανάπεσε πάλι στο κρεβάτι και πέρασε το υπόλοιπο της νύχτας στην αγκαλιά της Σαχραζάτ, ώσπου ξημέρωσε ολωσδιόλου. Τότε ο βασιλιάς ντύθηκε και κατέβηκε στη Στοά των Συμβουλίων, όπου ήρθε σε λίγο και ο Βεζύρης, με το σάβανο της κόρης του στην αμασχάλη του. Έβγαλε τις αποφάσεις του, υπαγόρευσε τις διαταγές του, προβίβασε τον έναν, καθαίρεσε τον άλλον, ώσπου βασίλεψε ο ήλιος. Και στο Βεζύρη, που απορούσε και θαύμαζε, για την παράλειψη από μέρους του αφέντη του μιας συνήθειας που ήταν απαράβατη από τρία χρόνια, δεν έκανε τον παραμικρό λόγο για την κόρη του και για ό τι συνέβη. Κι όταν τέλειωσε το Συμβούλιο, ο βασιλιάς Σαχριάρ γύρισε στο παλάτι του.

Τώρα, όταν ήταν η Δευτέρα Νύχτα,

είπε η Ντουνιαζάτ στην αδερφή της Σαχραζάτ: «Ω, αδερφή μου, τέλειωσέ μας αυτήν την ιστορία του Εμπόρου και του Στοιχειού», κι εκείνη απάντησε: «Μετά χαράς σου, αν το επιτρέπει ο πολυχρονεμένος βασιλιάς μας». Τότε είπε ο Σουλτάνος: «Λέγε να την ακούσομε, χρυσόστομη κόρη!» Κι η Σαχραζάτ άρχισε μ’ αυτά τα λόγια:

………

Χίλιες και μία νύχτες, μτφρσ. Κώστα Τρικογλίδη, εκδ. Ηριδανός (πρώτος τόμος, σελ. 39 κε)