Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1875

Τομ Σώγερ

  • Ο Τομ Σώγερ, έτσι όπως εικονογραφήθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, από τον Τρου Γουίλλιαμς

Μαρκ Τουέην 1835-1910

Ο Μαρκ Τουέην μας γνωρίζει τον Τομ Σώγερ, ένα αγόρι λίγο πριν την εφηβεία που ζει με τη θεία του Πόλυ σε μια μικρή πόλη στις όχθες του ποταμού Μισσισσιππή πριν από τον εμφύλιο πόλεμο των ΗΠΑ. Ο Τομ ζει ανάμεσα στους περιορισμούς και τους κανόνες που επιβάλλει η κυρίαρχη κοινωνία των ενηλίκων και την ελευθερία που προσφέρει ο άγριος κόσμος του ποταμού που περικυκλώνει τη μικρή πόλη. Ερημονήσια, σπηλιές, κακοποιοί, κρυμμένοι θησαυροί, έρωτες, φάρσες και ισχυρές προκαταλήψεις φτιάχνουν το σκηνικό για να ζήσει ο Τομ τις περιπέτειες του μαζί με τον φίλο του τον Χακλμπέρι Φιν. Μια διάσημη ιστορία, μια κλασική ιστορία που αν και έχει γραφεί πριν από 100 χρόνια είναι πάντα αγαπητή στα παιδιά αυτής της ηλικίας.

Διαβάστε σχετικά:

ΑΓΩΝΕΣ ΑΣΒΕΣΤΩΜΑΤΟΣ
Ήρθε το πρωινό του Σαββάτου, κι όλο το καλοκαιριάτικο τοπίο άστραφτε από φρεσκάδα, έσφυζε από ζωή. Σε όλες τις καρδιές είχε φωλιάσει το τραγούδι∙ κι αν η καρδιά ήταν νέα, τότε η μελωδία ανέβαινε στα χείλη. Όλα τα πρόσωπα ήταν χαρούμενα κι όλα τα βήματα ήταν σαν χορός ανάλαφρα. Οι χαρουπιές είχαν ανθίσει και σκορπούσαν στον αέρα το άρωμά τους.
Ο Λόφος του Κάρντιφ που υψωνόταν πίσω απ’ το χωριό ήταν καταπράσινος από τη βλάστηση και η απόσταση τον έκανε να φαντάζει σαν Γη της Επαγγελίας που σε προσκαλούσε ονειρεμένη και γαλήνια.
Ο Τομ βγήκε στο δρόμο μ’ έναν κουβά ασβέστη κι ένα πινέλο με μακριά λαβή. Με την πρώτη εξεταστική ματιά που έριξε στο φράχτη, αμέσως όλη η χαρά της φύσης εξαφανίστηκε και τον έπιασε βαριά μελαγχολία. Ο φράχτης είχε τριάντα μέτρα μη΄κος και ένα μέτρο ύψος! Η ζωή τού φάνηκε ψεύτικη, ένα βάρος ασήκωτο. Μ’ έναν αναστεναγμό βούτηξε το πινέλο του μες στον κουβά κι ασβέστωσε το πάνων πάνω σανίδι. Ξανάκανε την ίδια κίνηση δυο τρεις φορές ακόμα. Σύγκρινε τη μηδαμινή εκείνη λωρίδα που είχε ασβεστώσει με την απέραντη επιφάνεια του άβαφτου φράχτη και σωριάστηκε αποθαρρημένος πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε ο Τζιμ χοροπηδώντας και τραγουδώντας τα «Κορίτσια του Μπάφαλο», μ’ έναν κουβά στο χέρι. Μια από τις πιο μισητές δουλειές για τον Τομ ήταν το κουβάλημα του νερού από τη δημόσια βρύση, αλλά τώρα που είδε τον Τζιμ με τον κουβά δεν του φάνηκε και τόσο φοβερή. Θυμήθηκε πως στη βρύση πάντα έβρισκε κανείς κι άλλα παιδιά. Λευκά, μιγάδες και μαύρα αγόρια και κορίτσια ξεκουράζονταν ώσπου να ’ρθει η σειρά τους, ή πείραζαν ο ένας τον άλλον ή πάλευαν ή ακόμα και καβγάδιζαν καμιά φορά. Και θυμήθηκε πως, παρόλο που η βρύση ήταν σε μικρή απόσταση, το πολύ εκατόν πενήντα μέτρα από το σπίτι, ποτέ δεν έκανε ο Τζιμ λιγότερο από μία ώρα για να φέρει έναν κουβά νερό. Και πάλι, όλο και κάποιος έπρεπε να πάει να τον μαζέψει.
«Ε, Τζιμ», είπε ο Τομ, «άμα βάψεις λίγο, θα φέρω εγώ το νερό». Ο Τζιμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του:
«Ντεν μπορώ, κύριο Τομ, γκιατί κυρία είπε να πάω φέρει νερό και όκι κασομεράω. Είπε έκω νου μου κύριο Τομ ζητήσει εμένα ασπρίσω και είπε εγκώ ντεν ακούσει και κοιτάω ντουλειά μου, γκιατί εκείνη ή ίντια, λέει, εντώ να βλέπει».
«Ας λέει, Τζιμ. Έτσι λέει πάντα. Δωσ’ μου τον κουβά, ούτε ένα λεπτό δε θα κάνω. Πού θα το μάθει;»
«΄Ογκι, ντεν μπορώ, κύριο Τομ. Κυρία σπάσει κεφάλι μου».
«Δεν είμαστε καλά! Η θεία Πόλι ποτέ δε δέρνει. Το πολύ πολύ να σ’ ακουμπήσει στο κεφάλι με τη δαχτυλήθρα της. Σιγά το βύσσινο! Όλο λέει και απειλεί, αλλά μόνο λόγια είναι. Μόνο που καμιά φορά βάζει τα κλάματα. Έλα Τζιμ! Θα σου δώσω ένα βόλο. Θα σου χαρίσω μια άσπρη μπίλια».
Ο Τζιμ άρχισε να το σκέφτεται.
«Άσπρη μπίλια, Τζιμ, μια τεράστια άσπρη μπίλια».
«Αχ, ταύμα, ποπό! Μα, κύριο Τομ, εγκώ φοβάται πολύ κυρία».
«Κι άμα θές, θα σου δείξω και το δάχτυλο του ποδιού μου που το ’χω χτηπήσει».
Ο Τζιμ, άνθρωπος ήταν κι αυτός με τις αδυναμίες και ο πειρασμός παραήταν μεγάλος. Ακούμπησε κάτω τον κουβά και πήρε την άσπρη μπίλια. Το επόμενο όμως λεπτό πήγαινε σβουριχτός στο δρόμο με τον κουβά στο χέρι και με τα πισινά πονεμένα, ενώ ο Τομ ασβέστωνε το φράχτη με περίσσιο ζήλο και η θεία Πόλι αναχωρούσε από το πεδίο της μάχης με μια παντόφλα στο χέρι και με θρίαμβο στα μάτια.
Ο ζήλος του Τομ δεν κράτησε πολύ. Άρχισε να σκέφτεται όλα τα διασκεδαστικά πράγματα που είχε σχεδιάσει να κάνει εκείνη τη μέρα και τον έπιασε μαύρη απελπισία. Όπου να ’ναι θα περνούσαν από κει και τ’ άλλα παιδιά ξέγνοιαστα, τραβώντας ένας θεός ξέρει για τι υπέροχες περιπέτειες, και θα του έκαναν βέβαια γερή καζούρα που καθόταν και δούλευε∙ και μόνο με αυτή τη σκέψη τον έπιανε σύγκρυο. Έβγαλε από την τσέπη του τους θησαυρούς του και τους εξέτασε προσεχτικά: κομματάκια από παιχνίδια, βόλοι, μικροσαβούρες. Αρκετά ίσως να πείσουν μερικά παιδιά να του βάψουν λίγο, όχι όμως αρκετά για να του χαρίσουν μισή ώρα ελευθερίας. Έτσι, ξανάβαλε τη σαβούρα του στην τσέπη κι εγκατέλειψε αυτή την ιδέα. Εκείνη ακριβώς της μαύρη κι άραχλη στιγμή του ήρθε μια έμπνευση. Μια έμπνευση σπουδαία και τρανή. Έπιασε το πινέλο του και βάλθηκε να βάφει με προσήλωση. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή έσκαγε μύτη ο Μπεν Ρότζερς, αυτός που την καζούρα του ο Τομ την έτρεμε πιο πολύ από του καθενός. Ο Μπεν προχωρούσε χοροπηδηχτά, σημάδι πως είχε μεγάλα κέφια και πως τον περίμενε μια υπέροχη μέρα. Έτρωγε ένα μήλο και κάθε τόσο άφηνε ένα μακρόσυρτο μελωδικό μουρμουρητό που εναλλασσόταν με μια βαθύφωνη μίμηση κουδουνίσματος κάτι σαν ντιν ντον ντον, ντιν ντον ντον, γιατί παρίστανε το βαπόρι! Όταν πλησίασε, έκοψε ταχύτητα, πήγε στη μέση του δρόμου, έγειρε προς τα δεξιά και ζυγιάστηκε, κι όλα αυτά με μεγάλη επισημότητα, γιατί υποτίθεται πως ήταν ο Μέγας Μιζούρι και είχε βύθισμα τρία μέτρα. Παρίστανε το πλοίο, τον καπετάνιο και τις μηχανές με τα καμπανάκια τους, όλα μαζί, και γι’ αυτό έπρεπε να φαντάζεται πως στέκεται στον πύργο ελέγχου και δίνει διαταγές ενώ ταυτόχρονα τις εκτελεί κιόλας.
«Στον! Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ» Το πλοίο έκοβε ταχύτητα και έπλεε αργά προς την αποβάθρα, δηλαδή το πεζοδρόμιο. «Μηχανή όπισθεν. Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ! Τσου-όου, τσου-τσου-όου!». Με το δεξί του χέρι έκανε μεγάλους κύκλους στον αέρα, γιατί παρίστανε την περιστροφή του τεράστιου δεξιού τροχού του ποταμόπλοιου. «Πίσω αριστερά! Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ! Τσου-τσου-όου!». Τώρα άρχισε να διαγράφει κύκλους με το αριστερό του χέρι. «Στοπ από δεξιά! Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ! Στοπ από αριστερά! Έλα πρόσω δεξιά! Στοπ! Στροφή αργά! Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ! Τσου-τσου-όου! Ρίξτε το παλαμάρι! Με δύναμη! Τώρα! Έλα! Τι κάνετε εσείς εκεί πέρα; Γρήγορα, δέστε το παλαμάρι! Πλησιάστε στην αποβάθρα! Λάσκα λίγο! Σβήστε τις μηχανές! Λινγκ-α-λινγκ-λινγκ!».
«Σστ! Σσστ! Σσσστ!» (Το σβήσιμο της μηχανής).
Ο Τομ συνέχισε να βάφει σαν να μην ήταν εκεί δίπλα του ολόκληρο βαπόρι.
«Έι», φώναξε ο Μπεν, «εσύ τι παριστάνεις; Τον πάσσαλο;»
Δεν πήρε καμιά απάντηση. Ο Τομ επιθεωρούσε την τελευταία του πινελιά με ύφος σπουδαίου καλλιτέχνη. Ύστερα έβαλε άλλη μια πινελιά και σταμάτησε να εξετάσει όπως και πριν το αποτέλεσμα. Ο Μπεν ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Του Τομ άρχισαν να του πέφτουν τα σάλια με το μήλο, αλλά συνέχισε τη δουλειά του. Ο Μπεν είπε: «Έι, φιλαράκι, γειά! Στη δουλειά το ρίξαμε;»
«Α, εσύ είσαι, Μπεν; Δε σε πρόσεξα»
«Πάω για κολύμπι. Θες να ’ρθεις; Ή έχεις δουλειά; Καημένε μου, θα πρέπει να δουλέψεις, φαντάζομαι!»
Ο Τομ του έριξε μια ματιά και είπε: «Τι εννοείς δουειά;»
Ο Τομ ξανάρχισε να βάφει και είπε αδιάφορα: «Δουλειά ξεδουλειά, εγώ την έχω καταβρεί».
«Δεν πιστεύω να θέλεις να πεις πως σ’ αρέσει κιόλας!» Το πινέλο συνέχισε να βάφει.
«Να μ’ αρέσει; Και γιατί να μη μ’ αρέσει; Μήπως παρουσιάζεται κάθε μέρα η ευκαιρία να βάφει κανείς ένα φράχτη;»
Μετά από αυτή τη φράση, τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά όψη. Ο Μπεν σταμάτησε να μασουλάει το μήλο του. Ο Τομ έσυρε με μεγάλη προσοχή το πινέλο του μπρος-πίσω πάνω στο σανίδι, έκανε ένα βήμα πίσω να δει το αποτέλεσμα, πρόσθεσε μια πινελιά εδώ κι άλλη μια εκεί, εξέτασε και πάλι αποτέλεσμα… Ο Μπεν παρατηρούσε απορροφημένος κάθε κίνηση νιώθοντας το ενδιαφέρον του γι’ αυτή την υπόθεση ν’ αυξάνει κατακόρυφα. Τελικά δεν κρατήθηκε είπε:
«Ε, Τομ, άσε με να βάψω λίγο κι εγώ λίγο».
Ο Τομ δήθεν το σκέφτηκε κι ήταν έτοιμος να δεχτεί, αλλά μετά άλλαξε γνώμη:
«Όχι, όχι, καλύτερα όχι, Μπεν. Ξέρεις η θεία Πόλι δίνει τεράστια σημασία σ’ αυτό το φράχτη∙ είναι, βλέπεις, πάνω στο δρόμο – ξέρεις τώρα. Αν ήταν ο πίσω, δε θα μ’ ένοιαζε, ούτε κι εκείνη θα την πείραζε. Αλλά σ’ αυτόν εδώ το φράχτη δίνει μεγάλη σημασία∙ πρέπει να γίνει πολύ προσεχτικά. Κανένα παιδί, ούτε ένα στα χίλια, για να μην πω στα δυο χιλιάδες, δε θα μπορούσε να τον βάψει όπως πρέπει να βαφτεί».
«Σοβαρά; Έλα τώρα, μωρέ, άσε με να κάνω λίγο, μόνο λίγο. Εγώ θα σ’ άφηνα άμα μου ’λεγες».
«Μπεν, δε θα με πείραζε, στ’ ορκίζομαι, αλλά η θεία Πόλι και τον Τζιμ που ήθελε να βάψει δεν τον άφησε, και τον Σιντ που ήθελε, ούτε κι αυτόν τον άφησε. Έχω μπλέξει, άσε. Αν ανακατευτείς κι εσύ και γίνει καμιά ζημιά…»
«Έλα τώρα, σαχλαμάρες! Θα ’μαι κι εγώ προσεχτικός. Θα σου δώσω το από μέσα του μήλου μου. Άσε με να κάνω κι εγώ λίγο».
«Λοιπόν, άσε καλύτερα. Σου είπα, φοβάμαι…»
«Θα στο δώσω όλο!»
Ο Τομ του έδωσε το πινέλο του δήθεν απρόθυμα, αλλά μέσα του πανηγύριζε. Και την ώρα που το ατμόπλοιο ο Μέγας Μιζούρι μοχθούσε και ίδρωνε μές στον ήλιο, ο αποσυρθείς καλλιτέχνης καθόταν στη σκιά εκεί κοντά πάνω σ’ ένα βαρέλι, κουνούσε ανέμελα τα πόδια του, μασουλούσε το μήλο του και σχεδίαζε τη σφαγή κι άλλων αθώων.

Διαβάστε επίσης:

* Από τον πρόλογο του συγγραφέα στην πρώτη έκδοση.

Οι περισσότερες από τις περιπέτειες που αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο έχουν συμβεί στην πραγματικότητα∙ δυο-τρεις είναι προσωπικές μου εμπειρίες, οι υπόλοιπες είναι εμπειρίες φίλων μου από το σχολείο. Ο Χακ Φιν είναι βγαλμένος από τη ζωή∙ το ίδιο και ο Τομ Σόγερ, μόνο που αυτό συνδυάζει τα χαρακτηριστικά τριών αγοριών που έτυχε να γνωρίζω και συνεπώς ανήκει στο σύνθετο, όπως λένε στην αρχιτεκτονική, ρυθμό.
Οι παράξενες προλήψεις που αναφέρονται εδώ ήταν πολύ διαδεδομένες ανάμεσα στα παιδιά και τους σκλάβους της Δύσης την εποχή της ιστορίας μας, δηλαδή τριάντα με σαράντα χρόνια πριν.
Παρόλο που το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε νεαρά αγόρια και κορίτσια, ελπίζω να μην το περιφρονήσουν οι μεγάλοι, γιατί ένας από τους στόχους μου είναι και η προσπάθειά μου να τους θυμίσω, με ευχάριστο τρόπο, πόσο παιδιά υπήρξαν κάποτε, πώς ένιωθαν, πώς σκέφτονταν και πώς μιλούσαν τότε, καθώς και σε τι αλλόκοτες περιπέτειες μπλέκονταν καμιά φορά.

Χάρτφορντ, 1876

Μάρκ Τουέην, Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ, μτφ. Πιερέττα Διαμαντοπούλου, Ερευνητές, 1999 σελ. 19-21 & 24-27
&
Μαρκ Τουέην, Τομ Σόγερ, μτφ. Πιερέττα Διαμαντοπούλου, Ερευνητές, 1999. Σελ. 7