Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1862

Πέντε Εβδομάδες με Αερόστατο του Ιούλιου Βερν

  • Αφίσα του 1889 των εκδόσεων Ετζέλ που διαφημίζει τη σειρά των Θαυμαστών Ταξιδιών του Ιουλίου Βερν
  • Εξώφυλλο του 1884, του περιοδικού Αλγερία
    Εξώφυλλο του 1884, του περιοδικού Αλγερία όπου αναφέρεται πως ο Ιούλιος Βερν έχει τις πιο έγκυρες πηγές για τον υποθαλάσσιο κόσμο
  • Σκίτσο του Βερν για το ιστιοφόρο του που ονομαζόταν Σαιν Μισέλ
  • Άποψη της Νάντης την εποχή που ο Βερν ήταν παιδί
  • Eικονογράφηση για το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες

Τα παιδικά μου χρόνια

Γερνώντας, η μνήμη μακραίνει, σαν ένα τηλεσκόπιο που μεγαλώνουμε το σωλήνα του και μπορεί να διακρίνει τις πιο μακρινές γραμμές του παρελθόντος.
Και πρώτα απ’ όλα, ανέκαθεν μου άρεσαν άραγε οι διηγήσεις όπου η φαντασία έχει τον κύριο λόγο; Αναμφίβολα ναι∙ επιπλέον η οικογένειά μου είχε σε μεγάλη υπόληψη τα γράμματα και τις τέχνες – πράγμα που μου επιτρέπει να συμπεράνω πως η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στα ένστικτά μου. Έπειτα, είναι και το γεγονός ότι γεννήθηκα στη Νάντη, όπου πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία. Με πατέρα Παριζιάνο κατά το ήμισυ και μητέρα που καταγόταν εξ ολοκλήρου από τη Βρετάνη, έζησα μέσα στην κίνηση του λιμανιού μιας μεγάλης εμπορικής πόλης, σημείο εκκίνησης και κατάληξης πολλών μακρινών ταξιδιών.
Ξαναβλέπω το Λίγηρα και τα γεφύρια του – που αν τα βάλεις μαζί φτάνουν μια λεύγα μήκος – να ενώνουν τους πολυάριθμους βραχίονές του, τις γεμάτες φορτία αποβάθρες του κάτω από τη σκιά που έριχναν οι ψηλές φτελιές, όταν ακόμη δεν τις αυλάκωνε η διπλή τροχιά του σιδηροδρόμου και οι γραμμές του τραμ. Τα πλοία ήταν αγκυροβολημένα σε δυο και τρεις σειρές. Άλλα ανεβοκατέβαιναν τον ποταμό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ατμόπλοια ή υπήρχαν πολύ λίγα. Υπήρχαν όμως πολλά ιστιοφόρα τα οποία οι Αμερικανοί διατήρησαν θαυμάσια και τελειοποίησαν με τους ολκάδες τους και τις τρικάταρτες γολέτες τους. Τότε δεν είχαμε ακόμη τα μεγάλα ιστιοφόρα του εμπορικού στόλου. Πόσες αναμνήσεις μου φέρνουν στο νου! Στη φαντασία μου, ανέβαινα στα ξάρτια, σκαρφάλωνα στις κόφες τους, κρεμιόμουν από το πόμπολο των καταρτιών τους! Και τι δεν θα ’δινα για να διαβώ το ταλαντευόμενο σανίδι που τα συνέδεε με την αποβάθρα και να πατήσω τη γέφυρά τους! Αλλά η παιδική μου δειλία δεν το επέτρεπε! Δειλός! Ναι, αυτό ήμουν∙ κι ωστόσο παραβρέθηκα σε μια επανάσταση, είδα να ανατρέπεται μια νέα βασιλεία και, παρ’ ότι δεν ήμουν παρά μόνο δύο ετών, ακούω ακόμη τους πυροβολισμούς του 1830 στους δρόμους της πόλης όπου, όπως και στο Παρίσι, ο πληθυσμός πολέμησε εναντίον των βασιλικών στρατευμάτων.
Ωστόσο μια μέρα, καθώς περιπλανιόμουν, τόλμησα να δρασκελίσω το παραπέτο ενός τρικάταρτου την ώρα που ο φρουρός του έκανε τη βάρδια του σε κάποιο γειτονικό καφενείο.
Να ’μια στη γέφυρα… Το χέρι μου αρπάζει έναν ιμάντα και τον βάζει να γλιστρήσει μέσα στην τροχαλία… Τι χαρά! Οι πόρτες του αμπαριού είναι ανοιχτές!… Σκύβω πάνω απ’ αυτή την άβυσσο… Οι δυνατές μυρουδιές που αναδύονται με μεθούν – αυτές οι μυρουδιές όπου ο στυφός ατμός της πίσσας ανακατεύεται με το άρωμα των μπαχαρικών!… Σηκώνομαι, επιστρέφω στο κασάρο, μπαίνω μέσα… Είναι γεμάτο θαλασσινές μυρουδιές, κάτι σαν την ατμόσφαιρα του ωκεανού! Να το κάσαρο με το κλισιόμετρό του που δεν κλίνει δυστυχώς στα ήσυχα νερά του λιμανιού! Να οι καμπίνες με τα ξύλινα χωρίσματα που τρίζουν, όπου θα ήθελα να ζήσω μήνες ολάκερους, και οι αιώρες, στενές και σκληρές, όπου θα ήθελα να κοιμηθώ νύχτες ολόκληρες! Στη συνέχεια, το δωμάτιο του καπετάνιου, του «απόλυτου άρχοντα μετά το Θεό», που είναι για μένα πρόσωπο πολύ πιο σημαντικό από οποιονδήποτε υπουργό του βασιλιά ή υποστράτηγο του βασιλείου! Βγαίνω έξω, ανεβαίνω στο κάσαρο, κι εκεί τολμώ να περιστρέψω το πηδάλιο κατά ένα τεταρτημόριο… Νομίζω πως το πλοίο θα απομακρυνθεί από την αποβάθρα, ότι τα παλαμάρια του θα λυθούν, στα κατάρτια του θα φανούν πανιά, κι είμαι εγώ, οκταετής τιμονιέρης, που θα το οδηγήσω στη θάλασσα!
Η θάλασσα!… Τότε, ούτε ο αδελφός μου, που λίγα χρόνια αργότερα έγινε ναυτικός, ούτε εγώ, δεν τη γνωρίζαμε ακόμη! Το καλοκαίρι, όλη μας η οικογένεια παραθέριζε σε μια απέραντη εξοχή όχι μακριά από τις όχθες του Λίγηρα, ανάμεσα σε αμπέλια, λιβάδια και βάλτους, στο σπίτι ενός γέρου θείου, παλιού πλοιοκτήτη. Είχε πάει στο Καράκας και στο Πόρτο Καμπέλο! Τον φωνάζαμε «Θείο Σοφό» και για χάρη του ονόμασα έτσι έναν από τους ήρωες του Ροβήρου του Κατακτητή. Όμως το Καράκας βρισκόταν στην Αμερική, αυτή την Αμερική που με γοήτευε από τότε. Αφού λοιπόν δεν μπορούσαμε να ταξιδεύουμε στη θάλασσα, ο αδελφός μου κι εγώ ταξιδεύαμε στην εξοχή ανάμεσα στα λιβάδια και τα δάση. Μην έχοντας κατάρτια να ανεβούμε, περνούσαμε τις μέρες μας στις κορυφές των δέντρων! Ποιος θα έκανε τη φωλιά του πιο ψηλά! Συζητούσαμε, διαβάζαμε, σχεδιάζαμε ταξίδια, ενώ τα κλαδιά, καθώς τα έσειε η αύρα, μας θύμιζαν το σκαμπανέβασμα και το μπότζι της θάλασσας!… Α, τι εξαίσιες διακοπές!
Τον καιρό εκείνο δεν ταξιδεύαμε καθόλου ή ελάχιστα. Ήταν ο καιρός των φανοστατών, των υποποδίων, της εθνοφρουράς και του αναπτήρα φωσφόρου. Ναι! Έζησα την εποχή των σπίρτων φωσφόρου, των ψεύτικων γιακάδων, των μανικετιών, του επιστολόχαρτου, των γραμματοσήμων, των φαρδιών παντελονιών, του παλτού, του καπέλου κλακ, του μποτινιού, του μετρικού συστήματος, των ατμόπλοιων του Λίγηρα (που τα αποκαλούσαν «ανεκρηκτικά» γιατί ανατινάσσονταν λιγότερο σπάνια από τα άλλα), των λεωφορείων, των σιδηροδρόμων, των τραμ, του γκαζιού, του ηλεκτρικού, του τηλέγραφου, του τηλέφωνου, του φωνόγραφου! Ανήκω στη γενιά που οριοθετείται από δυο ιδιοφυΐες, τον Στήβενσον και τον Έντισον! Και τώρα παρίσταμαι σ’ αυτές τις εκπληκτικές ανακαλύψεις, στις οποίες το προβάδισμα έχει η Αμερική με τα κινητά κτίριά της, τις φρυγανιέρες της, τα κυλιόμενα πεζοδρόμιά της, τις εφημερίδες της από ζύμη «για φύλλο», που τυπώνονται με σοκολατένιο μελάνι και που τις τρως αφού πρώτα τις διαβάσεις! […]
[…] Πρέπει να πω ότι απ’ όλα τα παιδικά μου βιβλία, αυτό που αγαπούσα ιδιαίτερα ήταν οι Ελβετοί Ροβινσώνες. Το προτιμούσα μάλιστα από τον Ροβινσώνα Κρούσο. Γνωρίζω βέβαια ότι το έργο του Ντάνιελ Ντεφό έχει μεγαλύτερη φιλοσοφική διάσταση. Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, τον άνθρωπο μόνο του, που μια μέρα βρίσκει το χνάρι ενός γυμνού ποδιού πάνω στην άμμο! Αλλά το έργο του Βυς, πλούσιο σε γεγονότα και περιπέτειες, είναι πιο ενδιαφέρον για νεαρά μυαλά. Είναι η οικογένεια, ο πατέρας, η μητέρα, τα παιδιά και οι επιδόσεις του καθενός τους. Πόσα χρόνια πέρασα στο νησί τους! Με τι πάθος συμμετείχα στις ανακαλύψεις τους! Πόσο ζήλεψα την τύχη τους! Δεν είναι λοιπόν καθόλου ανεξήγητη η ακατανίκητη επιθυμία που με οδήγησε στη Μυστηριώδη Νήσο και τους Ροβινσώνες της Επιστήμης και στα Δυο χρόνια διακοπές όπου οι ήρωες είναι ολόκληρο οικοτροφείο από Ροβινσώνες.[…]
[…]Μερικές φορές τα βιβλία μου έχουν κατηγορηθεί ότι παροτρύνουν τα νεαρά αγόρια να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία για να περιπλανηθούν στον κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αλλά αν κάποια παιδιά ρίχνονταν ποτέ σε παρόμοιες περιπέτειες, ας έχουν για παράδειγμα τους ήρωες των Θαυμαστών Ταξιδιών και είναι σίγουρο πως θα φτάσουν σε απάνεμο λιμάνι![…]
[…] Επιτέλους είχα αντικρύσει τη θάλασσα, ή τουλάχιστον τον πλατύ όρμο που ανοίγεται μπροστά στον ωκεανό και ορίζεται από τις δυο πιο απομακρυσμένες όχθες του ποταμού.
Έκτοτε διέσχισα τον κόλπο της Γασκώνης, τη Βαλτική, τη Βόρεια Θάλασσα, τη Μεσόγειο. Επιδόθηκα στην ακτοπλοΐα αναψυχής αρχικά με μια απλή άκατο, στη συνέχεια μ’ ένα σλουπ, ύστερα με μια ατμοκίνητη θαλαμηγό. Επιπλέον διέσχισα τον Ατλαντικό πάνω στο Μεγάλο Ανατολικό, και πάτησα το πόδι μου στην Αμερική, όπου – ντρέπομαι να το ομολογήσω μπροστά σε Αμερικανούς – έμεινα μόνον οκτώ μέρες! Τι τα θέλετε! Είχα ένα εισιτήριο με επιστροφή που ίσχυε μόνο για μια εβδομάδα![…]
[…] Οι νεαροί μου αναγνώστες γνωρίζουν τώρα ποια ένστικτα, ποιες περιστάσεις με οδήγησαν να γράψω αυτή τη σειρά των γεωγραφικών μυθιστορημάτων. Ήμουν τότε στο Παρίσι, ζούσα σ’ έναν κύκλο μουσικών, αρκετοί από τους οποίους παραμένουν στενοί μου φίλοι, και πολύ λίγο συγχρωτιζόμουν με τους συναδέλφους μου των γραμμάτων για τους οποίους είμαι σχεδόν άγνωστος. Στη συνέχεια, έκανα κάποια ταξίδια στη δύση, το βορρά και το νότο της Ευρώπης, ταξίδια πολύ λιγότερο θαυμαστά από αυτά των διηγήσεών μου, και ύστερα αποσύρθηκα στην επαρχία για να αποτελειώσω το έργο μου.
Στόχος μου ήταν να περιγράψω τη γη ολόκληρη, τον κόσμο ολόκληρο, δίνοντάς τους τη μορφή μυθιστορήματος, επινοώντας περιπέτειες ιδιαίτερες για κάθε χώρα, δημιουργώντας ήρωες ιδιαίτερους που να εντάσσονται απόλυτα στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η δράση.
Ναι! Όμως ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος και η ζωή πολύ σύντομη! Για ν’ αφήσει κανείς ένα ολοκληρωμένο έργο θα ’πρεπε να ζήσει εκατό χρόνια!…
Ε λοιπόν, θα προσπαθήσω να γίνω αιωνόβιος σαν τον κ. Σερβέλ! Αλλά, μεταξύ μας, ομολογώ πως δεν είναι εύκολο!

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον εξηντάχρονο Ιούλιο Βερν το 1891 για ένα αμερικανικό περιοδικό για νέους.)

* Ιουλίου Βερν, Τα παιδικά μου χρόνια, μτφ. Μαρία Παπαδήμα, Περίπλους, 1996, σελ. 10-18, 22-23, 29-32

Τα παιδικά μου χρόνια Γερνώντας, η μνήμη μακραίνει, σαν ένα τηλεσκόπιο που μεγαλώνουμε το σωλήνα του και μπορεί να διακρίνει τις πιο μακρινές γραμμές του παρελθόντος. Και πρώτα απ’ όλα, ανέκαθεν μου άρεσαν άραγε οι διηγήσεις όπου η φαντασία έχει τον κύριο λόγο; Αναμφίβολα ναι∙ επιπλέον η οικογένειά μου είχε σε μεγάλη υπόληψη τα γράμματα και τις τέχνες – πράγμα που μου επιτρέπει να συμπεράνω πως η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στα ένστικτά μου. Έπειτα, είναι και το γεγονός ότι γεννήθηκα στη Νάντη, όπου πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία. Με πατέρα Παριζιάνο κατά το ήμισυ και μητέρα που καταγόταν εξ ολοκλήρου από τη Βρετάνη, έζησα μέσα στην κίνηση του λιμανιού μιας μεγάλης εμπορικής πόλης, σημείο εκκίνησης και κατάληξης πολλών μακρινών ταξιδιών. Ξαναβλέπω το Λίγηρα και τα γεφύρια του – που αν τα βάλεις μαζί φτάνουν μια λεύγα μήκος – να ενώνουν τους πολυάριθμους βραχίονές του, τις γεμάτες φορτία αποβάθρες του κάτω από τη σκιά που έριχναν οι ψηλές φτελιές, όταν ακόμη δεν τις αυλάκωνε η διπλή τροχιά του σιδηροδρόμου και οι γραμμές του τραμ. Τα πλοία ήταν αγκυροβολημένα σε δυο και τρεις σειρές. Άλλα ανεβοκατέβαιναν τον ποταμό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ατμόπλοια ή υπήρχαν πολύ λίγα. Υπήρχαν όμως πολλά ιστιοφόρα τα οποία οι Αμερικανοί διατήρησαν θαυμάσια και τελειοποίησαν με τους ολκάδες τους και τις τρικάταρτες γολέτες τους. Τότε δεν είχαμε ακόμη τα μεγάλα ιστιοφόρα του εμπορικού στόλου. Πόσες αναμνήσεις μου φέρνουν στο νου! Στη φαντασία μου, ανέβαινα στα ξάρτια, σκαρφάλωνα στις κόφες τους, κρεμιόμουν από το πόμπολο των καταρτιών τους! Και τι δεν θα ’δινα για να διαβώ το ταλαντευόμενο σανίδι που τα συνέδεε με την αποβάθρα και να πατήσω τη γέφυρά τους! Αλλά η παιδική μου δειλία δεν το επέτρεπε! Δειλός! Ναι, αυτό ήμουν∙ κι ωστόσο παραβρέθηκα σε μια επανάσταση, είδα να ανατρέπεται μια νέα βασιλεία και, παρ’ ότι δεν ήμουν παρά μόνο δύο ετών, ακούω ακόμη τους πυροβολισμούς του 1830 στους δρόμους της πόλης όπου, όπως και στο Παρίσι, ο πληθυσμός πολέμησε εναντίον των βασιλικών στρατευμάτων. Ωστόσο μια μέρα, καθώς περιπλανιόμουν, τόλμησα να δρασκελίσω το παραπέτο ενός τρικάταρτου την ώρα που ο φρουρός του έκανε τη βάρδια του σε κάποιο γειτονικό καφενείο. Να ’μια στη γέφυρα… Το χέρι μου αρπάζει έναν ιμάντα και τον βάζει να γλιστρήσει μέσα στην τροχαλία… Τι χαρά! Οι πόρτες του αμπαριού είναι ανοιχτές!... Σκύβω πάνω απ’ αυτή την άβυσσο… Οι δυνατές μυρουδιές που αναδύονται με μεθούν – αυτές οι μυρουδιές όπου ο στυφός ατμός της πίσσας ανακατεύεται με το άρωμα των μπαχαρικών!... Σηκώνομαι, επιστρέφω στο κασάρο, μπαίνω μέσα… Είναι γεμάτο θαλασσινές μυρουδιές, κάτι σαν την ατμόσφαιρα του ωκεανού! Να το κάσαρο με το κλισιόμετρό του που δεν κλίνει δυστυχώς στα ήσυχα νερά του λιμανιού! Να οι καμπίνες με τα ξύλινα χωρίσματα που τρίζουν, όπου θα ήθελα να ζήσω μήνες ολάκερους, και οι αιώρες, στενές και σκληρές, όπου θα ήθελα να κοιμηθώ νύχτες ολόκληρες! Στη συνέχεια, το δωμάτιο του καπετάνιου, του «απόλυτου άρχοντα μετά το Θεό», που είναι για μένα πρόσωπο πολύ πιο σημαντικό από οποιονδήποτε υπουργό του βασιλιά ή υποστράτηγο του βασιλείου! Βγαίνω έξω, ανεβαίνω στο κάσαρο, κι εκεί τολμώ να περιστρέψω το πηδάλιο κατά ένα τεταρτημόριο… Νομίζω πως το πλοίο θα απομακρυνθεί από την αποβάθρα, ότι τα παλαμάρια του θα λυθούν, στα κατάρτια του θα φανούν πανιά, κι είμαι εγώ, οκταετής τιμονιέρης, που θα το οδηγήσω στη θάλασσα! Η θάλασσα!... Τότε, ούτε ο αδελφός μου, που λίγα χρόνια αργότερα έγινε ναυτικός, ούτε εγώ, δεν τη γνωρίζαμε ακόμη! Το καλοκαίρι, όλη μας η οικογένεια παραθέριζε σε μια απέραντη εξοχή όχι μακριά από τις όχθες του Λίγηρα, ανάμεσα σε αμπέλια, λιβάδια και βάλτους, στο σπίτι ενός γέρου θείου, παλιού πλοιοκτήτη. Είχε πάει στο Καράκας και στο Πόρτο Καμπέλο! Τον φωνάζαμε «Θείο Σοφό» και για χάρη του ονόμασα έτσι έναν από τους ήρωες του Ροβήρου του Κατακτητή. Όμως το Καράκας βρισκόταν στην Αμερική, αυτή την Αμερική που με γοήτευε από τότε. Αφού λοιπόν δεν μπορούσαμε να ταξιδεύουμε στη θάλασσα, ο αδελφός μου κι εγώ ταξιδεύαμε στην εξοχή ανάμεσα στα λιβάδια και τα δάση. Μην έχοντας κατάρτια να ανεβούμε, περνούσαμε τις μέρες μας στις κορυφές των δέντρων! Ποιος θα έκανε τη φωλιά του πιο ψηλά! Συζητούσαμε, διαβάζαμε, σχεδιάζαμε ταξίδια, ενώ τα κλαδιά, καθώς τα έσειε η αύρα, μας θύμιζαν το σκαμπανέβασμα και το μπότζι της θάλασσας!... Α, τι εξαίσιες διακοπές! Τον καιρό εκείνο δεν ταξιδεύαμε καθόλου ή ελάχιστα. Ήταν ο καιρός των φανοστατών, των υποποδίων, της εθνοφρουράς και του αναπτήρα φωσφόρου. Ναι! Έζησα την εποχή των σπίρτων φωσφόρου, των ψεύτικων γιακάδων, των μανικετιών, του επιστολόχαρτου, των γραμματοσήμων, των φαρδιών παντελονιών, του παλτού, του καπέλου κλακ, του μποτινιού, του μετρικού συστήματος, των ατμόπλοιων του Λίγηρα (που τα αποκαλούσαν «ανεκρηκτικά» γιατί ανατινάσσονταν λιγότερο σπάνια από τα άλλα), των λεωφορείων, των σιδηροδρόμων, των τραμ, του γκαζιού, του ηλεκτρικού, του τηλέγραφου, του τηλέφωνου, του φωνόγραφου! Ανήκω στη γενιά που οριοθετείται από δυο ιδιοφυΐες, τον Στήβενσον και τον Έντισον! Και τώρα παρίσταμαι σ’ αυτές τις εκπληκτικές ανακαλύψεις, στις οποίες το προβάδισμα έχει η Αμερική με τα κινητά κτίριά της, τις φρυγανιέρες της, τα κυλιόμενα πεζοδρόμιά της, τις εφημερίδες της από ζύμη «για φύλλο», που τυπώνονται με σοκολατένιο μελάνι και που τις τρως αφού πρώτα τις διαβάσεις! […] […] Πρέπει να πω ότι απ’ όλα τα παιδικά μου βιβλία, αυτό που αγαπούσα ιδιαίτερα ήταν οι Ελβετοί Ροβινσώνες. Το προτιμούσα μάλιστα από τον Ροβινσώνα Κρούσο. Γνωρίζω βέβαια ότι το έργο του Ντάνιελ Ντεφό έχει μεγαλύτερη φιλοσοφική διάσταση. Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, τον άνθρωπο μόνο του, που μια μέρα βρίσκει το χνάρι ενός γυμνού ποδιού πάνω στην άμμο! Αλλά το έργο του Βυς, πλούσιο σε γεγονότα και περιπέτειες, είναι πιο ενδιαφέρον για νεαρά μυαλά. Είναι η οικογένεια, ο πατέρας, η μητέρα, τα παιδιά και οι επιδόσεις του καθενός τους. Πόσα χρόνια πέρασα στο νησί τους! Με τι πάθος συμμετείχα στις ανακαλύψεις τους! Πόσο ζήλεψα την τύχη τους! Δεν είναι λοιπόν καθόλου ανεξήγητη η ακατανίκητη επιθυμία που με οδήγησε στη Μυστηριώδη Νήσο και τους Ροβινσώνες της Επιστήμης και στα Δυο χρόνια διακοπές όπου οι ήρωες είναι ολόκληρο οικοτροφείο από Ροβινσώνες.[…] […]Μερικές φορές τα βιβλία μου έχουν κατηγορηθεί ότι παροτρύνουν τα νεαρά αγόρια να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία για να περιπλανηθούν στον κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αλλά αν κάποια παιδιά ρίχνονταν ποτέ σε παρόμοιες περιπέτειες, ας έχουν για παράδειγμα τους ήρωες των Θαυμαστών Ταξιδιών και είναι σίγουρο πως θα φτάσουν σε απάνεμο λιμάνι![…] […] Επιτέλους είχα αντικρύσει τη θάλασσα, ή τουλάχιστον τον πλατύ όρμο που ανοίγεται μπροστά στον ωκεανό και ορίζεται από τις δυο πιο απομακρυσμένες όχθες του ποταμού. Έκτοτε διέσχισα τον κόλπο της Γασκώνης, τη Βαλτική, τη Βόρεια Θάλασσα, τη Μεσόγειο. Επιδόθηκα στην ακτοπλοΐα αναψυχής αρχικά με μια απλή άκατο, στη συνέχεια μ’ ένα σλουπ, ύστερα με μια ατμοκίνητη θαλαμηγό. Επιπλέον διέσχισα τον Ατλαντικό πάνω στο Μεγάλο Ανατολικό, και πάτησα το πόδι μου στην Αμερική, όπου – ντρέπομαι να το ομολογήσω μπροστά σε Αμερικανούς – έμεινα μόνον οκτώ μέρες! Τι τα θέλετε! Είχα ένα εισιτήριο με επιστροφή που ίσχυε μόνο για μια εβδομάδα![…] […] Οι νεαροί μου αναγνώστες γνωρίζουν τώρα ποια ένστικτα, ποιες περιστάσεις με οδήγησαν να γράψω αυτή τη σειρά των γεωγραφικών μυθιστορημάτων. Ήμουν τότε στο Παρίσι, ζούσα σ’ έναν κύκλο μουσικών, αρκετοί από τους οποίους παραμένουν στενοί μου φίλοι, και πολύ λίγο συγχρωτιζόμουν με τους συναδέλφους μου των γραμμάτων για τους οποίους είμαι σχεδόν άγνωστος. Στη συνέχεια, έκανα κάποια ταξίδια στη δύση, το βορρά και το νότο της Ευρώπης, ταξίδια πολύ λιγότερο θαυμαστά από αυτά των διηγήσεών μου, και ύστερα αποσύρθηκα στην επαρχία για να αποτελειώσω το έργο μου. Στόχος μου ήταν να περιγράψω τη γη ολόκληρη, τον κόσμο ολόκληρο, δίνοντάς τους τη μορφή μυθιστορήματος, επινοώντας περιπέτειες ιδιαίτερες για κάθε χώρα, δημιουργώντας ήρωες ιδιαίτερους που να εντάσσονται απόλυτα στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η δράση. Ναι! Όμως ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος και η ζωή πολύ σύντομη! Για ν’ αφήσει κανείς ένα ολοκληρωμένο έργο θα ’πρεπε να ζήσει εκατό χρόνια!... Ε λοιπόν, θα προσπαθήσω να γίνω αιωνόβιος σαν τον κ. Σερβέλ! Αλλά, μεταξύ μας, ομολογώ πως δεν είναι εύκολο! (Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον εξηντάχρονο Ιούλιο Βερν το 1891 για ένα αμερικανικό περιοδικό για νέους.) * Ιουλίου Βερν, Τα παιδικά μου χρόνια, μτφ. Μαρία Παπαδήμα, Περίπλους, 1996, σελ. 10-18, 22-23, 29-32

Ο Ιούλιος Βερν γράφει το μυθιστόρημά του Πέντε Εβδομάδες με Αερόστατο και στο πρόσωπο του εκδότη Πιέρ Ετζέλ θα βρει τον άνθρωπο που δώσει ζωή στις ιστορίες του. Μαζί θα δημιουργήσουν την εκδοτική σειρά Θαυμαστά Ταξίδια, που στα επόμενα είκοσι χρόνια θα περιλαμβάνει βιβλία που διάβασαν γενιές παιδιών όπως Το ταξίδι από τη γη στη σελήνη, αλλά και το Ταξίδι στο κέντρο της γης, το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα και πολλά άλλα, που τον εικοστό αιώνα θα γίνουν κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς, θα διασκευαστούν, θα εικονογραφηθούν ξανά και ξανά και κάποιοι από τους ήρωές τους θα γίνουν πασίγνωστοι: Ο Φιλέας Φογκ και ο καπτεν Νέμο.