Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1852

Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά

  • Το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του 1933

Χάριετ Μπίτσερ Στόου 1811-1896

Εκδίδεται Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά της Χάριετ Μπήτσερ Στόου που θα γνωρίσει πολύ μεγάλη επιτυχία σε αντίθεση με τον Μόμπυ Ντικ και θα γίνει το αγαπημένο ανάγνωσμα για πολλές γενιές παιδιών, κυρίως εξαιτίας του θέματος του που είναι οι σκλάβοι του Νότου στις ΗΠΑ.

Διαβάστε σχετικά:
Το σκλαβοπάζαρο ήταν γεμάτο ανθρώπινα εμπορεύματα. Τα έτρεφαν καλά, τα έντυναν καλά, τα έπλεναν για να κάνουν φιγούρα στους αγοραστές. Άντρες, παιδιά, γυναίκες, τα πιο εκλεκτά κομμάτια της συλλογής στέκονταν ως δείγματα μπροστά-μπροστά, για να προσελκύουν τον πελάτη.
Ο έμπορος στέκεται απέξω χαμογελαστός και σας προσκαλεί να μπείτε και να εξετάσετε. Θα βρείτε ό,τι θέλετε, σύμφωνα με το γούστο σας. Συζύγους, γυναίκες, αδελφούς, αδελφές, πατέρες, μητέρες, μικρά παιδιά, όλα πουλιούνται χονδρικώς ή λιανικώς, ένα-ένα…
Πουλιούνται με δολάρια ή ανταλλάσσονται με άλλα εμπορεύματα, όπως προτιμάτε.
Εκεί σήμερα βρίσκονταν εκτεθειμένοι, μπροστά-μπροστά, κι ο φίλος μας ο Θωμάς, ο Αδόλφος, κι οι υπόλοιποι δούλοι από το κτήμα Σαιν Κλαιρ. Τους είχαν εμπιστευτεί στον πανούργο δουλέμπορο κύριο Σκεξ, που διεύθυνε ένα από τα καλύτερα σκλαβοπάζαρα της Νέας Ορλεάνης.
Ο Θωμάς κοιμήθηκε σε μια μεγάλη αποθήκη, μαζί με πολλούς άλλους δούλους, κάθε ηλικίας, κάθε αναστήματος και κάθε χρώματος. Οι περισσότεροι ήταν εύθυμοι και γελούσαν.
- Α! α! πολύ καλά, εξακολουθήστε, παιδιά μου, έλεγε ο κύριος Σκεξ. Τα εμπορεύματά μου έχουν πάντα κέφι. Άι, πάλι ο Σάμπο κάνει όλη αυτή τη φασαρία;
Ο Σάμπο ήταν ένας ψηλός Νέγρος (σημ. Στην Αμερική η λέξη Νέγρος έχει μειωτικό χαρακτήρα). Τα χοντροχωρατά του έκαναν τους συντρόφους του να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Ο Θωμάς βέβαια δεν είχε καθόλου όρεξη να γελάσει. Έβαλε το μπόγο του σε μιαν απόμερη γωνιά, κάθισε απάνω κι ακούμπησε το πρόσωπό του στον τοίχο.
Ο έμπορος πήγαινε κι ερχόταν και προσπαθούσε να συνδαυλίζει την ευθυμία των σκλάβων. Έτσι του κάνει και ξεχνούν, και το πρόσωπό τους γίνεται πιο ευχάριστο στον αγοραστή. Συνήθως τους πηγαίνουν σε υγιεινά μέρη και του δίνουν να τρώνε άφθονα για να παχύνουν.
Έπειτα τους φέρνουν ταμπούρλα και βιολιά, τους δίνουν λίγο αλκοόλ και τους βάζουν και χορεύουν. Όποιος δεν θέλει να διασκεδάσει, μα επιμένει να συλλογιέται τα παιδιά του και τη γυναίκα του, τον θεωρούν ύπουλο κι επικίνδυνο στα συμφέροντα του εμπόρου. Κι ο έμπορος του φέρνεται με μεγάλη σκληρότητα.
- Τι κάνει αυτός ο Νέγρος εκεί πέρα; Είπε ο Σάμπο πλησιάζοντας το Θωμά.
- Άι κουμπάρε, φώναξε κι έδωσε μια κλωτσιά στο γέρο Θωμά, τι κάνεις αυτού; Κλαις τα πεθαμένα σου;
- Θα με πουλήσουν αύριο στο παζάρι, αποκρίθηκε ήσυχα ο Θωμάς.[…]
[…] Στο αμπάρι ενός βαποριού, που ανέβαινε τον Κόκκινο ποταμό, ο Θωμάς ήταν καθισμένος με αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια. Η καρδιά του ραγιζόταν από τον πόνο. Όλα πια χάνονταν, όλες του οι ελπίδες έσβηναν για πάντα…
Ποτέ πια δεν θα ξαναδεί το καλύβι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του… Είχε χαθεί το ξανθό κεφαλάκι της Εύας, χάθηκε κι ο καλός κύριος Σαιν Κλαιρ… Και τώρα τι του έμενε;
Ο νέος του αποτρόπαιος κύριος είχε μαζέψει εδώ κι εκεί από το σκλαβοπάζαρο της Νέας Ορλεάνης οχτώ σκλάβους, γυναίκες κι άντρες, τους φόρτωσε στο βαπόρι «Πειρατής» και τώρα τους πήγαινε, δεμένους χειροπόδαρα, δυο-δυο, πέρα στο κτήμα του.

Μπήτσερ – Στόου, Το καλύβι του Μπάρμπα Θωμά, διασκ. Ν. Καζαντζάκη, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1933 σελ. 114 -115 &120.