Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔρος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔρος, , αιτ. ἔρον, δοτ. ἔρῳ, ποιητ. τύπος του ἔρως (πρβλ. γέλως), I. αγάπη, έρωτας, επιθυμία, σε Όμηρ. κ.λπ. II. ως κύριο όνομα, Έρως, θεός του Έρωτα, σε Ησίοδ.
ἔρος, τό, μαλλί, απαντά μόνο στην Ιων. ως εἶρος.