Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔοικα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔοικα, -ας, , παρακ. με ενεστ. σημασία, μοιάζω (από το εἴκω, από το οποίο έχουμε και γʹ ενικ. παρατ. εἶκε, φάνηκε καλό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλ., εἴξω, θα γίνω όμοιος, σε Αριστοφ.).· εκτός από τους κοινούς τύπους ἔοικα, -ας, , έχουμε Επικ. γʹ δυϊκ. ἔϊκτον αντί ἐοίκατον, αʹ πληθ. ἔοιγμεν, γʹ πληθ. εἴξασι· απαρ. εἰκέναι, μτχ. εἰκώς· — Ιων., οἶκα, μτχ. οἰκῶς, υπερσ. ἐῴκειν, -εις, -ει· γʹ πληθ. ἐῴκεσαν, Επικ. ἐοίκεσαν· Επικ. γʹ δυϊκ. ἐΐκτην αντί ἐῳκείτην· υπερσ. ἤϊκτο· ἔϊκτο· I. είμαι όμοιος, φαίνομαι όμοιος, τινι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., εκεί που χρησιμ. απαρ., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην, έδειχναν πάντα έτοιμοι να επιβιβαστούν πάνω στο άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔοικε σπεύδοντι, φαίνεται ανήσυχος, ανυπόμονος, σε Πλάτ. II. 1. μοιάζει, είναι πιθανό· με απαρ., σε φράσεις που αποδίδουμε τρέποντας το ρήμα σε απρόσωπο, όπως στο Λατ. videro videre, μου φαίνεται, νομίζω, βλέπω, χλιδᾶν ἔοικας, μου φαίνεται, νομίζω ότι είσαι αβρός, τρυφηλός, πολυτελής, σε Αισχύλ.· ἔοικα οὐκ εἰδέναι, σε Σοφ. 2. απρόσ., ἔοικε, φαίνεται· ὡς ἔοικε, όπως φαίνεται, στον ίδ. κ.λπ.· ὡς ἔοικε, χρησιμ. για να προσδιοριστεί ένας ισχυρισμός, πιθανόν, πιστεύω, θεωρώ, πρέπει, με δοτ. προσ., σε Ξεν. 3. απρόσ. ἔοικε, είναι ταιριαστό, είναι ορθό, σωστό, είναι αποδεκτό, παραδεκτό, είναι λογικό, κυρίως με αρνητ. και ακολουθ. από απαρ., οὐκ ἔστ', οὐδὲ ἔοικε, ἀρνήσασθαι, δεν είναι δυνατόν, ούτε και παραδεκτό να αρνείσαι, σε Όμηρ. IV. μτχ. ἐοικώς, εἰκώς, Ιων. οἰκώς, -υῖα, -ός. 1. αυτός που φαίνεται όμοιος, αυτός που μοιάζει, στον ίδ. κ.λπ. 2. ταιριαστός, αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος, στον ίδ. 3. πιθανός, ενδεχόμενος, εἰκός ἐστι αντί ἔοικε, σε Σοφ.· επίσης ὡς εἰκός, Ιων. ὡς οἰκός, αντί ὡς ἔοικε, σε Ηρόδ. κ.λπ.